του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Δεν σπανίζουν τα αρκετά τελευταία χρόνια βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, με θέμα τους τη θεωρία της Ιστορίας. Η φιλοσοφία της Ιστορίας, από τη μεριά της, πηγαίνει κάπου αλλού, ξεκινώντας με τον Βολταίρο και αποτελώντας οπωσδήποτε όρο παλαιότερο από τον όρο της θεωρίας της Ιστορίας. Το έργο της Βάσως Κιντή Φιλοσοφία της Ιστορίας, που κυκλοφόρησε προ ολίγου καιρού από τις εκδόσεις Πόλις, κάνει ευθύς εξαρχής μιαν εδραία διάκριση μεταξύ των δύο: η θεωρία της Ιστορίας καταγίνεται με μεθοδολογικά ζητήματα της ιστοριογραφικής επιστήμης ενώ η φιλοσοφία της Ιστορίας θέλει να δώσει απαντήσεις για το πώς ακριβώς λειτουργούν και για το τι ακριβώς κάνουν η Ιστορία και η επιστήμη της.
Η Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατέχει πτυχίο Χημείας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδακτορικό Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Επιστήμης από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Έχοντας δημοσιεύσει βιβλία καθώς και εργασίες σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά για θέματα Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Φιλοσοφίας της Ιστορίας, είναι κατά τεκμήριον αρμόδια για ένα ζήτημα που συνδέεται με το τι είναι και τι θέλει η φιλοσοφία της Ιστορίας, με τη διαφορά πως ένα τέτοιο ζήτημα δεν νοείται να περιοριστεί στο στενό κύκλωμα ενός ειδικού ακροατηρίου. Πρώτον γιατί η ιστοριογραφία, όπως δείχνουν όλες οι σχετικές έρευνες (και πάλι τόσο στα καθ’ ημάς όσο και διεθνώς), αγκαλιάζει έναν μεγάλο αριθμό γενικά μορφωμένων αναγνωστών και δεύτερο επειδή η ίδια η Κιντή θέλει να απευθυνθεί με τη δουλειά της στο ευρύτερο κοινό, αποφεύγοντας να εγκλωβιστεί σε μιαν αυστηρώς ακαδημαϊκή συζήτηση. Έτσι, χωρίς να μετατρέπει ούτε κατ’ ελάχιστον τη θεματογραφία της σε εύπεπτη, εκλαϊκευτική τροφή, δεν διστάζει να προχωρήσει σε μιαν ελεύθερη πλην σαφώς συστηματική ανάπτυξη – μια ανάπτυξη, ωστόσο, η οποία δεν παραμελεί ποτέ τις ανάγκες του συνομιλητή της Κιντή, που δεν είναι άλλος από τον γενικά μορφωμένο αναγνώστη.
Από το “γεγονός” και το “συμβάν” προς τη γλώσσα και την αφήγηση. Τι σημαίνει “αντικεμενικό”;
Να συζητήσουμε, με βάση τα λεγόμενα της Κιντή, μέσω ερωτημάτων για τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας της Ιστορίας; Τι σημαίνει, επί παραδείγματι, «γεγονός», που συνιστά ένα ευρύτερο και μονιμότερο στοιχείο, και πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε αντιστοίχως το «συμβάν», που είναι κάτι μικρότερο και συγκυριακό, δίχως να χάνει εξ αυτού τον θεμελιώδη χαρακτήρα του και την ικανότητά του να αλλάζει τον κόσμο, όπως κατ’ επανάληψη έχουν δείξει ο Ντεριντά και ο Μπατιού; Και αν, για να περάσουμε αμέσως σε μιαν εξίσου καίρια έννοια, την έννοια της «αφήγησης» (δεν υπάρχει ιστορικός που να μην ξεδιπλώνει και να μη διηγείται μία ή περισσότερες ιστορίες), η οποιαδήποτε ιστορική αφήγηση ταυτίζεται με μιαν εξιστόρηση η οποία δίνει πάντοτε ένα ορισμένο νόημα στα πράγματα. Τότε, όμως, ποια είναι η σχέση της με τη μυθοπλασία και την εξήγηση, στο εσωτερικό μιας γλώσσας η οποία στέκει έξω από τον κόσμο και η οποία είναι η γλώσσα των ιστορικών;
Συνεχίζοντας, η αφήγηση παραπέμπει, σχεδόν αυτόματα, στο πολυσυζητημένο κεφάλαιο της αντικειμενικότητας της ιστοριογραφίας και η σχολή του ιστορικισμού αποθάρρυνε, κυνηγώντας την αντικειμενικότητα, τη συμμετοχή του ιστορικού στα εξιστορούμενα, με τη σχολή των Αnnales να ορκίζεται στη μακρά διάρκεια και στην ποσοτικοποιημένη γενίκευση της Ιστορίας και τον Μαρξ να αποθεώνει τις απρόσωπες δυνάμεις της. Γιατί, ωστόσο, οι νεότεροι άρχισαν να μεροληπτούν συνειδητά υπέρ των παραμερισμένων ομάδων, φυλών και τάξεων και πώς οι ποικίλες εγω-ιστορίες της σημερινής εποχής εγκατέλειψαν ο αίτημα του ιστορικισμού για αποχή του ιστοριογράφου από την αφήγηση των ιστορικών δρωμένων, επανεμπλέκοντάς τον στο παιχνίδι της υποκειμενικότητας;
Το βάρος των αξιών
Με την υποκειμενικότητα ή με την αντικειμενικότητα στο κέντρο, ένα έτερο, κάπως διλημματικό ερώτημα προβάλλει αμέσως. Οι αφηγήσεις της επιστήμης της Ιστορίας θεσπίζουν εκ παραλλήλου και κάποιες κοινωνικές και ιδεολογικές αξίες ή όχι; Η Άιρις Μέρντοχ και ο Μαξ Βέμπερ δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία για τη θεμελίωση των αξιών. Μαζί με τις αξίες πηγαίνουν, βεβαίως, η αλήθεια της Ιστορίας και οι τιμές της. Και εδώ δεν παρεισδύει μόνο το πρόβλημα της ασυμμετρίας ανάμεσα στο παρόν του ιστορικού και στα εντελώς διαφορετικά συστήματα και τις γλώσσες του παρελθόντος που ερευνά (οι μάγισσες και τα φανταστικά όντα του παρελθόντος αποτελούν, επί παραδείγματι, ένα είδος διαφορετικής ιστορικής αλήθειας), αλλά και η φιλοσοφία του προοπτικισμού του Νίτσε, που τείνει να καλωσορίσει και να νομιμοποιήσει όλες τις τιμές αλήθειας. Έτσι, όμως, θα επιστρέψουμε στη σύγκρουση αντικειμενικού και υποκειμενικού, ακόμα και με την παραδοχή πως από την ώρα που το υποκείμενο της συνείδησης δίνει αναπόφευκτα το παρών στην έρευνα είναι αδύνατη η απολύτως αντικειμενική θέαση. Απαγορευτικά τείχη για το αντικειμενικό υψώνει και η γλώσσα της ιστοριογραφικής επιστήμης – μια γλώσσα, από, τι θυμόμαστε, όχι μέσα στον κόσμο, αλλά αντίκρυ του.
Τα ερωτήματα τίθενται για να απαντηθούν, αλλά και για να επανέλθουν μετά τις απαντήσεις με μια καινούργια μορφή (οι περιορισμοί της επιστημονικής γλώσσας, φερ’ ειπείν, δεν σημαίνουν και ένα εντοιχισμένο σύμπαν, όπως κατά κόρον πρεσβεύουν οι μεταμοντέρνοι). Κα εδώ θα βρούμε, νομίζω, την καλύτερη σύσταση για τη δουλειά της Κιντή: την αντιδογματική και ανοιχτή στάση της, την άρνησή της να συστρατευτεί είτε με την απολυτοκρατία είτε με τον σχετικισμό, ο οποίος είναι μια άλλη εκδοχή της απολυτοκρατίας. Παρά το γεγονός πως η γλώσσα της επιστήμης παραμένει σταθερά εκτός του κόσμου, παρά την ασυμμετρία μεταξύ των διαφορετικών χρονικών και ιστορικών συστημάτων, παρά την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των ετερογενών προοπτικών, παρά τη δυσκολία του καθορισμού των αξιών, παρά τις κατασκευές και τις επινοήσεις της ιστορικής αφήγησης, μπορούμε εν κατακλείδι να κάνουμε Ιστορία και να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Για να πετύχουμε, εντούτοις, κάτι τέτοιο χρειάζεται να έχουμε πάντοτε κατά νουν τον αυτόνομο λόγο της ιστοριογραφίας, που για να διεκδικήσει την εγκυρότητά του χρειάζεται τόσο τις ενοποιητικές ταυτότητες, αν θέλει να διαθέτει ένα σταθερό σώμα αναφορών, όσο και τις γενεαλογικές αποδομήσεις τύπου Νίτσε, αν θέλει να έχει επίγνωση των κενών και της ασυνέχειας του ερευνητικού του πεδίου.
Βάσω Κιντή, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Πόλις
Βρες το εδώ