«Τη δίδαξαν να μένει σιωπηλή, να υπακούει να περιμένει…» (της Μένης Κανατσούλη)

0
1085

 

της Μένης Κανατσούλη 

Στο σχετικά μικρό σε μέγεθος αυτό βιβλίο, με χαρτόδετο εξώφυλλο, υπάρχει στο οπισθόφυλλο η φράση: «Τη δίδαξαν να μένει σιωπηλή, να υπακούει να περιμένει…». Και τίποτε άλλο. Για ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά, η συντομία της περιγραφής του βιβλίου θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής. Όμως η λιτότητα της έκφρασης, που εξακολουθεί να υπάρχει και σε όλη την ανάπτυξη της ιστορίας, μπορεί να οδηγήσει τις αναγνώστριες[1] σε αλυσιδωτές σκέψεις και με πολλαπλά νοήματα.

Ας μην προτρέχω, όμως, και ας σταθώ στην πρώτη ταπετσαρία πριν την έναρξη της ιστορίας και την άλλη, πανομοιότυπη, στο τέλος: σε ένα βαθύ τυρκουάζ φόντο επαναλαμβάνεται σε αλλεπάλληλες σειρές το ίδιο κοχύλι. Είναι και η μόνη εικόνα με χρώμα, καθώς στα 16 δισέλιδα που ακολουθούν και μέσα στα οποία ξεδιπλώνονται κείμενο και εικονογράφηση, τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι μόνο το άσπρο και το μαύρο. Η λιτότητα χαρακτηρίζει λοιπόν και τις δύο τροπικότητες και ο πολύ συμπυκνωμένος λόγος με τους συμβολισμούς και τα νοήματα που υπονοεί θα πρέπει να ακουστεί ως η ρήση του Ρόλαντ Μπαρτ: «Δεν είναι αναγκαίο να με αιχμαλωτίζει το απολαυστικό κείμενο∙ μπορεί να είναι μια ανάλαφρη ενέργεια, περίπλοκη λεπτότατη […] μια απότομη κίνηση του κεφαλιού, σαν του πουλιού που τίποτα δεν γροικά απ’ ότι εμείς ακούμε, που ακούει αυτό που εμείς δεν γροικούμε»[2].

Ο πρώτος συμβολισμός βρίσκεται στο όνομα της ηρωίδας μας. Η Πηνελόπη είναι μεν ένα μικρό κορίτσι αλλά φέρει το όνομα αυτής της αρχετυπικής γυναίκας, συμβόλου της υπομονής και της αναμονής∙ γι’ αυτό και οι πρώτες λέξεις του κειμένου είναι «μου δίδαξαν να περιμένω». Μόνο που το «μου δίδαξαν» σημαίνει πολλά περισσότερα: όπως μας έχει δείξει η φεμινιστική θεωρία, η γυναίκα μαθαίνει να είναι γυναίκα, «διδάσκεται» πώς να γίνει γυναίκα, για να θυμηθούμε την Σιμόν ντε Μποβουάρ. Διδασκαλία σημαίνει γνώση, μόνο που στην περίπτωση μας πρόκειται για προβληματική συσσώρευση γνώσης, με άλλα λόγια να μάθει η γυναίκα να υπακούει, να μάθει να σωπαίνει, να μάθει να περιμένει, να μάθει να ζει εσώκλειστη, να μάθει να μην κυνηγά ανοιχτούς ορίζοντες…

Τη μικρή Πηνελόπη του βιβλίου δεν την βλέπουμε από το πρώτο δισέλιδο, μόνο παρακολουθούμε τη ματιά της. Το παράθυρο που ανοίγεται μπροστά μας είναι το δικό της παράθυρο αλλά αυτή το βλέπει από μέσα, από το εσωτερικό του σπιτιού της, ως έγκλειστη, απομονωμένη μέσα σε αυτό. Αλλά ούτε και η επόμενη εικόνα μας δείχνει την Πηνελόπη, αλλά μια γυναικεία φιγούρα, σκυφτή, χωρίς χαρακτηριστικά σχεδόν και με έναν γεροντικό κότσο, να γνέθει∙ θυμίζοντάς μας αυτή την παραδοσιακή ενασχόληση-καταδίκη της γυναίκας, όπως υπάρχει στους μύθους αλλά και στην πραγματική ζωή γενεών επί γενεών γυναικών. Από την άλλη όμως, το γνέψιμο της γυναίκας, όπως έδειξε πολύ εύγλωττα η Karen Rowe[3], είναι ο πολύ γυναικείος τρόπος για να «μιλήσει», για να δώσει διέξοδο –αν και παραμένοντας σιωπηλή- στις δικές της σκέψεις, στα δικά της συναισθήματα. Το γνέψιμο είναι η πολύ προσωπική, διαχρονικά, γυναικεία τέχνη, το γυναικείο μέσο με το οποίο σιωπηλές γυναίκες, φτιάχνοντας με υπομονή καλλιτεχνήματα, σκέφτονταν, συνέθεταν χρώματα και ιδέες, και έβλεπαν σιγά-σιγά μέσα από αυτά να τους αποκαλύπτεται ο εαυτός τους.

Έτσι, με το τρίτο δισέλιδο βλέπουμε πια μια Πηνελόπη που (ξε)περνώντας από τη σιωπή μυριάδων γυναικών, από τη δική της σιωπή, τη δική της απομόνωση, αλλά και τους δικούς της δρόμους συλλογισμών, βρίσκεται έξω, ξαπλωμένη μπρούμυτα στην αποβάθρα μπροστά στη θάλασσα. Μπορεί να έχει μάθει να ακούει τους άλλους -οι φεμινίστριες γλωσσολόγοι μας έχουν ήδη πει πόσο οι γυναίκες σιωπού(σα)ν μπροστά στους άνδρες, πόσο η γλώσσα τους ήταν στερημένη από λέξεις που να εκφράζουν τη δική τους γυναικεία σκέψη-, όμως η δική μας Πηνελόπη μέσα από τη δική της, κατάδική της μοναξιά έχει αφήσει πίσω της πια τους τοίχους του σπιτιού και έχει φτάσει στο σημείο να θέλει να στοχάζεται.

Τι ακούει και τι στοχάζεται; Μα τι άλλο; Τις σειρήνες, τις σειρήνες που ξέρουμε πως τις άκουσε και τις απέφυγε ο άντρας –τις απέφυγε, γιατί το ήθελε-, όμως η Πηνελόπη ίσως δεν θέλει να τις αποφύγει. Γιατί οι σειρήνες, δηλαδή ο πειρασμός δεν έρχεται μόνος του, μπορεί να φέρνει και τα λάθη, αλλά όμως φέρνει και την εμπειρία και η εμπειρία δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη ζωή. Στοχάζεται ακόμη κοιτάζοντας τα αστέρια, τα κύματα και καθώς η απεραντοσύνη ανοίγεται μπροστά της θέλει αυτό το άγνωστο απέραντο να το γνωρίσει, να το εξιχνιάσει.

Τους αλλοτινούς καιρούς ο ουρανός ήταν απροσπέλαστος, η θάλασσα όμως όχι. Την θάλασσα την διέσχισαν, την προσπέλασαν, πάλεψαν μαζί της, την κατέκτησαν άνδρες. Η θάλασσα –παρά το θηλυκό γραμματικό της γένος- είναι τόπος των ανδρών και όλη η λογοτεχνία της θάλασσας, της Οδύσσειας, των πειρατών, του Μόμπυ Ντικ, του Κάπτεν Νέμο και τόσων άλλων, είναι περιπέτειες και κατορθώματα ανδρών. Όμως η Πηνελόπη με τη βάρκα της και το κουπί της θέλει να πάει στη θάλασσα, γιατί η θάλασσα δεν είναι εχθρός, νιώθει πως είναι μια γυναικεία αγκαλιά μέσα στην οποία θα συνεχίσει την εξερεύνηση του εαυτού της. Τι κι αν της λένε πως το μονοπάτι δεν είναι ασφαλές, όμως αυτή βλέπει πως μπορεί να χαράξει μέσα από αυτήν το δικό της δρόμο.

Η Οδύσσεια της Πηνελόπης είναι μια γυναικεία Οδύσσεια και δεν αναζητά το κλέος σε αυτήν. Η Οδύσσεια της είναι προσωπική, συναισθηματική, υποκειμενική, καθώς αυτό που αναζητά να της χαρίσει είναι η ανακάλυψη και οικοδόμηση του εαυτού. Ήδη to 1977 η θεωρητικός της Φεμινιστικής Λογοτεχνικής Κριτικής, Elaine Showalter[4], το είχε πει καθαρά μιλώντας για το γυναικείο μυθιστόρημα, ότι είναι μια αυτοανακάλυψη, μια στροφή προς τα «μέσα». Όμως αυτή η στροφή δεν γίνεται με όρους ανδρικούς, η δύναμη της γυναίκας, όπως θα πει η Roberta Trites[5], δεν έγκειται στην ικανότητα να ελέγχει τους άλλους. Η γυναικεία δύναμη βρίσκεται στην ικανότητα να «ελέγχει» τον εαυτό της, στην ικανότητά της για αυτονομία, αυτοέκφραση και αυτοεπίγνωση. Η Οδύσσεια της Πηνελόπης, λοιπόν, εκτός από τη δική της ιστορία, περιέχει τις ιστορίες αναρίθμητων γυναικών αλλά και τις αναρίθμητες σελίδες, γραμμένες από τις επιστημόνισσες γυναίκες που έσκυψαν πάνω στις γυναίκες του παρελθόντος για να ξετυλίξουν την Ιστορία τους και μαζί να βρουν την επί αιώνες περπατησιά του δεύτερου φύλου. Η σύγχρονη Πηνελόπη της ιστορίας και η σύγχρονη αναγνώστρια-Πηνελόπη, σε όποιο χρώμα και φυλή και αν ανήκει, μαθαίνει πως δικαιούται να πλέει στη θάλασσα -της γνώσης, της εμπειρίας, της δημιουργίας-, όσο μικρή ή όσο μεγάλη κι αν αισθάνεται πως είναι.

Θα κλείσω το σχολιασμό μου για την Πηνελόπη της θάλασσας κάνοντας δύο στάσεις, πρώτα στον εικονογράφο. Ο Ισπανός Guridi το 2010, μετά από χρόνια εργασίας με τη ζωγραφική, το γραφιστικό σχέδιο και τη διαφήμιση, αποφάσισε να στραφεί στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Αυτό που χαρακτηρίζει τα βιβλία του για παιδιά και αποτυπώνεται συγκεκριμένα και στο βιβλίο της Πηνελόπης είναι η απουσία χρωμάτων. Η απάντηση που δίνει είναι ότι το χρώμα είναι το πρώτο που βλέπουμε, έρχεται ακόμη και πριν από το σχήμα, για τον ίδιο είναι το στοιχείο αυτό που δίνει συμβολισμούς και παίζει με την εικόνα της υποκειμενικότητας. Έτσι η ελαχιστοποιημένη χρήση του χρώματος στην Πηνελόπη του βγάζει απροκάλυπτα στο φως τη δική της βαθύτερη εσωτερική πορεία, ταυτόχρονα όμως είναι και η δική του ομολογία για τη βαθιά του επιθυμία να δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη και να μελετά τη ζωή[6].

Η δεύτερη στάση είναι για τη συγγραφέα, την Ισπανίδα Gema Sirvent η οποία στη συνέντευξη που έδωσε και μεταφράστηκε στα ελληνικά δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρανοήσεων για το περιεχόμενο της Πηνελόπης της: «η Πηνελόπη είναι όλοι μας, γιατί ποτέ δεν είναι πολύ αργά να ξεκινήσεις κάτι καινούργιο […] Συνήθως αυτοί που μας αγαπούν προσπαθούν να μας δείξουν τι πιστεύουν ότι είναι καλύτερο για μας, και πολλές φορές μας επιβάλλουν τα δικά τους θέλω για να μας προστατεύσουν. Αλλά πρέπει πραγματικά να προστατευθούμε; Δεν μπορούμε να μάθουμε από τα λάθη μας; […] Αυτό το βιβλίο αντικατοπτρίζει τη στιγμή του θάρρους, τη στιγμή που παίρνεις μια απόφαση που μπορεί να κάνει τη ζωή σου εκπληκτική»[7].

(*) Η Μένη Κανατσούλη είναι καθηγήτρια, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

[1] Εννοώ φυσικά και τους αναγνώστες.

[2] Ρόλαντ Μπαρτ, Η απόλαυση του κειμένου. Μετάφραση Φούλα Χατζιδάκη & Γιάννης Κρητικός. Ράππας, Αθήνα 1973, σ.42.

[3] Karen Rowe, “To Spin a Yarn: The Female Voice in Folklore and Fairy Tale”. In Ruth Bottigheimer (ed.) Fairy Tales and Society. University of Pennsylvania Press 1986, http://www.jstor.org/stable/j.ctt13x1nhz.7

[4] Elaine Showalter, A Literature of Their Own. Princeton University Press 1977.

[5] Roberta Seelinger Trites, Waking Sleeping Beauty. Feminist Voices in Children’s Voices.  University of Iowa Press 1997.

[6] Από τη συνέντευξη που έδωσε ο εικονογράφος: https://www.artofthepicturebook.com/-check-in-with/2020/7/9/an-interview-with-raul-guridi

[7]  Η συνέντευξη έγινε από την Ζωή Κοσκινίδου για το online περιοδικό “Κόκκινη Αλεπού” . Βλέπε εδώ 

 

Η Πηνελόπη της θάλασσας των Gema Sirvent & Raúl Guridi. Μετάφραση Μαριάννα Ψύχαλου, Μικρή Σελήνη 2021.

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΌσοι δεν υποτάχθηκαν (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΜε 100 λέξεις (του Δημήτρη Φύσσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ