Θρησκεία και πολιτική στον πλανήτη των ξεριζωμένων (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

0
748
Ρουμί

 

Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

Ένας γνωστός μου θεολόγος παλαιάς κοπής, που έχει ζυμωθεί με τα Κατηχητικά της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 στην Ελλάδα, αλλά και την αποστήθιση των δογμάτων της Ορθοδοξίας που αναφέρονται στη σύνοδο της Χαλκηδόνας κατά των αιρετικών των πρώτων αιώνων της ύπαρξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μου εκμυστηρεύτηκε ότι διακατέχεται από μια μεγάλη αμηχανία καθώς οι ειδήσεις περί διώξεων των χριστιανών στη Μείζονα Μεσόγειο σήμερα, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο εκείνους τους αρχαίους αιρετικούς, ή παρόμοιους, που θεωρούσε ότι τόσους αιώνες μετά είχαν εκλείψει.

Η αμηχανία του καλοπροαίρετου καθηγητή δεν μπορεί παρά να μένει μετέωρη, καθώς το πλαίσιο αναφοράς του με επίκεντρο τα Κατηχητικά δεν αφήνει πολλά περιθώρια διερευνήσεων της σύγχρονης πραγματικότητας στο πεδίο. Σε αντιδιαστολή με μια περιοριστική, ενδεχομένως φοβική και πάντως αποξηραμένη στάση, η ζωντανή σχέση μου με τον χριστιανισμό προκύπτει δια του πολιτισμού του «οικείου τρόπου ζωής» όπως τον έχω βιώσει, εν μέσω της συλλογικότητας, στους Χαιρετισμούς, την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση στις πόλεις, του Σωτήρος και το Δεκαπενταύγουστο στα βουνά, και στις ονομαστικές γιορτές. Συνειδητοποιώ λοιπόν  ότι είναι η απειλή στον όποιο «οικείο τρόπο ζωής» αυτών των ανθρώπων που με συνδέει εξαίφνης με το θέμα, που για να το αντιληφθώ αυτό καθ’εαυτό, ως ξένο μα και οικείο πολιτισμό των φαντασμάτων, μα και ως προς τη σημασία του για σήμερα και αύριο- μαζί με το έτσι κι αλλιώς αυτονόητο πρόβλημα επαπειλούμενης (ή και συντελεσθείσας) ανθρωπιστικής καταστροφής- πρέπει κατά το δυνατόν να το διερευνήσω.

*

Ο  ξεριζωμός πανάρχαιων χριστιανικών κοινοτήτων από την Ανατολή, σε συνδυασμό με τις ατελειωτες στρατιωτικές συγκρούσεις από τις εσχατιές της Ανατολίας ως τη Συρία και το Ιράκ, είναι συχνά το θέμα εφημερίδων και περιοδικών στην Ευρώπη. Μια πρώτη ιδέα γι’αυτές τις κοινότητες προσφέρει το βιβλίο “Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου” (Μεταίχμιο, 2019) του William Darlymple, ο οποίος έκανε μια επί τόπου περιήγηση με βάση το “Λειμωνάριο”, χρονικό των μοναχών Ιωάννη Μόσχου και Σωφρόνιου του Σοφιστή, μετέπειτα Πατριάρχη Αλεξανδρείας και Αγίου, που αφορά μια περιοδεία τους και επισκόπηση του τότε βυζαντινού κόσμου που άρχισε το 578 μ.Χ, και κράτησε αρκετά χρόνια, από τις όχθες του Βοσπόρου ως τις αμμώδεις περιοχές της Αιγύπτου. Ο σκοπός των δύο μοναχών ήταν να συλλέξουν τις ιδέες των πατέρων της ερήμου, των σοφών και των μυστών της βυζαντινής Ανατολής, προτού ο εύθραυστος κόσμος τους καταρρεύσει και εξαφανιστεί.

Ο φόβος για κατάρρευση και εξαφάνιση αφορούσε τη δύναμη και τις βλέψεις της Περσικής Αυτοκρατορίας, τις επιδρομές γειτονικών λαών, αλλά και την αναστάτωση της κεντρικής Εκκλησίας από τα ζητήματα των αιρέσεων, κυρίως του μεγάλου αριθμού των μονοφυσιτών σε μεγάλες περιοχές μακριά και σχετικά αποξενωμένες από την Κωνσταντινούπολη. Όπως συμβαίνει συχνά στην Ιστορία, οι καταστροφές δεν ήρθαν από κει που τις περίμεναν, πάντως παρά τις τεράστιες αναστατώσεις ο κόσμος αυτός των «αιρετικών» για πολλούς αιώνες δεν εξαφανίστηκε, μα διατηρήθηκε με διαρκείς μεταλλάξεις μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1970, οπότε και άρχισε η διαδικασία της ολοκληρωτικής εξαφάνισής του, με ξερίζωμα των ανθρώπων και διασπορά τους κυρίως σε χώρες της Ευρώπης. Όσον αφορά τα καθ’ημάς, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει εδώ και πολύ καιρό μια “ανοιχτή πολιτική” ως προς τους πρόσφυγες αρχαίων χριστιανικών καταβολών, οι οποίοι δηλώνοντας “ρουμ ορθοντόξ” στελεχώνουν την εντελώς απισχναμένη κοινότητα των ρωμιών της Τουρκίας, βοηθούν στη λειτουργία ναών που αλλιώς θα ήταν κλειστοί, στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία, αποκτώντας κατά κάποιο τρόπο μια νέα μεταβατική ταυτότητα, ελπίζοντας ενδεχομένως κάποιοι από αυτούς να μετοικήσουν κάποτε στην Ευρώπη.

Είναι εντυπωσιακή η ποικιλία των αποχρώσεων του χριστιανισμού αυτών των αρχαίων κοινοτήτων που ξεριζώνονται βίαια στην εποχή μας από τα προγονικά τους εδάφη. Σε σχετικό άρθρο της “Le Monde Diplomatique” με τίτλο “Le chrétiens d’Orient ‘chez eux’ en France” (Οι χριστιανοί της Ανατολής “στο σπίτι τους στη Γαλλία”) αναφέρονται κάποιες από τις πολλές: ασσυρο-χαλδαίοι, αρμένιοι, μαρωνίτες, καθολικοί κόπτες, καθολικοί ελληνο-μελκίτες, ουνιάτες, ελληνορθόδοξοι, ακόλουθοι αιρέσεων που υπάρχουν από τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου κλπ.

Αλλά, περί τίνος πρόκειται; Είναι σε εξέλιξη ένας συστηματικός διωγμός των χριστιανών της Εγγύς και Μέση Ανατολή π.χ, από το Ισλάμ; Ποιά είναι η σχέση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής; Με άλλα λόγια: αυτοί οι μαζικοί ξεριζωμοί και πληθυσμιακές αναστατώσεις σ’αυτές τις περιοχές πόση σχέση έχουν με τη θρησκεία των ανθρώπων;

Τα πράγματα είναι ασφαλώς πολύπλοκα. Είναι σαφές ότι το ποσοστό αυτών των χριστιανών είναι πολύ μικρό σε σχέση με τα εκατομμύρια των μουσουλμάνων προσφύγων από τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη που ζούν για χρόνια εγκλωβισμένοι σε καταυλισμούς στην Τουρκία, την Ελλάδα και αλλού. Καθώς μάλιστα οι εξελίξεις τρέχουν με ραγδαίους ρυθμούς στην ευρύτερη γειτονιά μας, αν πέραν της Ανατολής συμπεριλάβουμε τους τεράστιους αριθμούς των προσφύγων της Ουκρανίας, που με το κριτήριο της θρησκείας είναι χριστιανοί κυνηγημένοι από άλλους χριστιανούς, η εικόνα αποκτά και άλλες διαστάσεις. Το κριτήριο της θρησκείας ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς την πορεία των κεντρικών εξελίξεων δεν δείχνει επαρκές. Το κοινό χαρακτηριστικό του συνόλου αυτών των ανθρώπων είναι η καταστροφή του «οικείου τρόπου ζωής» τους, άρα του πολιτισμού του βίου τους. Μαζί με τον πολιτισμό, είναι απαραίτητο να εισάγουμε τη σημασία της πολιτικής. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

 

Η θρησκεία συνυφασμένη με την κοινωνική δυναμική

Το ζήτημα είναι τεράστιο και πολυσύνθετο. Η διεπιστημονική του διερεύνηση (στην οποία έχει προφανώς θέση και η θρησκειολογία) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα εφ’όσον η θρησκεία συσχετιστεί με τον πολιτισμό και την πολιτική. Οσο η θρησκεία παρουσιάζεται αποκομμένη από αυτά, προσφέρεται ως εργαλείο ποικίλων εξουσιών ή ως καταφύγιο προσωπικών και συλλογικών παθολογιών. Η περιδιάβαση που ακολουθεί εδώ είναι εκ των πραγμάτων εξαιρετικά σχηματική, και το ενδιαφέρον της εντοπίζεται ακριβώς στη διερεύνηση της σχέσης της θρησκείας με τις κεντρικές εξελίξεις στις υπό αναστάτωση περιοχές.

Στην αρχαία εποχή οι διαμάχες ήταν, όπως πάντοτε στην ανθρώπινη ιστορία, οξύτατες, μα δεν είχαν σχέση με τη θρησκεία. Στο πολύ τεκμηριωμένο του βιβλίο «Οι ελληνικοί θεοί πέρα από την Ελλάδα: ονόματα, χαρακτήρες, μεταμορφώσεις» του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Robert Parker, (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2021), ο συγγραφέας καταλήγει: «Δεν έχω υπόψη μου κάποιο παράδειγμα, στην Εγγύς Ανατολή ή στους κλασικούς κόσμους, διακοινοτικής βίας ανάμεσα σε πολυθεϊστικές ομάδες εξ αιτίας θρησκευτικών διαφορών. Οι λόγοι αυτοί της αβίαστης συνύπαρξης είναι αναμφίβολα πολλοί. Ενας είναι η απουσία δόγματος που βασίζεται στην αποκάλυψη. Άλλος είναι ο χαλαρός δεσμός στους πολυθεϊσμούς ανάμεσα στη θρησκεία και τον ηθικό κώδικα. Ενας τρίτος είναι σίγουρα η κοινή πεποίθηση που βασίζεται στην interpretatio, ότι κατά βάση οι θεοί τους οποίους εσύ λατρεύεις είναι επίσης οι θεοί τους οποίους λατρεύω ή θα μπορούσα να λατρεύω εγώ. Ας σκεφτούμε πόσο διαφορετικές, για παράδειγμα, θα ήταν αναπόφευκτα οι σχέσεις ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Ελληνες αν οι μεν δεν αποδέχονταν αβίαστα τους θεούς των δε σαν να ήταν οι ίδιοι με τους δικούς τους. Ισως είναι λάθος να μιλάμε ακόμα και για πολυθεϊσμούς στον πληθυντικό. Από τη σκοπιά ενός δρώντος ο κόσμος ήταν χωρισμένος μεταξύ διαφορετικών χωρών και φυλών και φυλών και διαφορετικών πολιτικών συστημάτων, αλλά δεν ήταν χωρισμένος ανάμεσα σε διαφορετικούς θεούς: υπήρχε μόνον ένας αρχαίος πολυθεϊσμός, μια σειρά θεοί που κυβερνούσαν ολόκληρο τον κόσμο».

Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο πολυθεϊσμός δεν τα πήγαινε καλά με τον μονοθεϊσμό στο εσωτερικό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον καιρό της ανάδυσης του χριστιανισμού. Τόσο οι διωγμοί των χριστιανών στην αρχή, όσο και των πολυθεϊστών μετά, συνιστούν άγριες αναστατώσεις με πολλά ανθρώπινα θύματα και μεγάλες πολιτιστικές καταστροφές στο έδαφος κυρίως της κλασικής Ελλάδας. Αλλά ήταν στενά θρησκευτικοί αυτοί οι διωγμοί; Η καθηγήτρια Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Πολύμνια Αθανασιάδη στο βιβλίο της «Η άνοδος της μονοδοξίας στην ύστερη αρχαιότητα», εκδόσεις Εστία, αναδεικνύει τις ριζικές μεταβολές στον τρόπο θέασης του Κόσμου σε συσχετισμό με τις νέες κοινωνικές δομές, και φυσικά τη φύση της εξουσίας που μετατρεπόταν σε ολοκληρωτική και συγκεντρωτική. Γράφει χαρακτηριστικά: « Οι άνθρωποι της Υστερης Αρχαιότητας- από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως τον Μωάμεθ- απαντούν δυναμικά στις τροπές που εισάγει η παγκοσμιοποίηση στον χώρο της Μείζονος Μεσογείου, αλλάζοντας τον εαυτό τους…Ερχεται μια στιγμή όταν η πολύδοξη, «ανοικτή» κοινωνία των μέσων αυτοκρατορικών χρόνων αρχίζει από μόνη της, χωρίς αυτό να της επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες, να στενεύει η ίδια τους ορίζοντές της και να θέτει περιορισμούς και όρια στις επιλογές του ατόμου. Ετσι, λίγο-λίγο φτάνουμε στο άλλο άκρο που καλείται μονοδοξία. Η επικράτηση του χριστιανισμού δεν είναι η αιτία αυτής της εξέλιξης αλλά ένα σύμπτωμα». Με άλλα λόγια, οι εξελίξεις ως προς το είδος της επικρατούσας θρησκείας είναι ένα σύμπτωμα ευρέων κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών μεταβολών.

Αλλά παρά τη φαινομενική ή πρόσκαιρη μονολιθικότητα, εν τέλει η χριστιανική μονοδοξία είναι διαχρονικά ρηγματωμένη. Στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, ο χριστιανισμός δεν είναι ένας αλλά πολλοί, γι’αυτό χρειάζονται κάθε τόσο Οικουμενικές Σύνοδοι που επιχειρούν να αποκαταστήσουν μια μονολιθικότητα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η προσπάθεια του αυτοκράτορα Ηράκλειου τον 7ο αιώνα να χρησιμοποιήσει τη θρησκεία εργαλειακά, κατασκευάζοντας με τη συνεργασία του πατριάρχη Σέργιου την αίρεση του Μονοθελητισμού. Καθώς οι σχετικά αποξενωμένες από την κεντρική διοίκηση επαρχίες της ανατολής, η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη και η Συρία μεταξύ άλλων, από όπου το βασίλειο αντλούσε μεγάλο μέρος του στρατού, βάσιζαν την πολιτική τους απόσταση από την πρωτεύουσα στην αίρεση του μονοφυσιτισμού, επιχειρήθηκε η γέφυρα του μονοθελητισμού, ότι δηλαδή ο Χριστός ανεξαρτήτως των δύο φύσεών του, της θείας και της ανθρώπινης, έχει πάντως μια θέληση ή μια ενιαία ενέργεια. Η γέφυρα κατέρρευσε για ποικίλους λόγους, μεταξύ άλλων επειδή γρήγορα τις σκέπασε το επελαύνον Ισλάμ, μα υπολείμματά της υπάρχουν μέχρι σήμερα στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, υπό μορφή διαφόρων πολιτικοθρησκευτικών μεταλλάξεων.

Οι μεταλλάξεις των αιρέσεων στον χρόνο έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Για παράδειγμα οι Μελκίτες έχοντας τις απαρχές τους στον ελληνιστικό ιουδαϊσμό, των εξελληνισμένων Ιουδαίων, ήταν ελληνόφωνοι αστοί που κατοικούσαν στις πόλεις της Μέσης Ανατολής, πιστοί στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και το θρησκευτικό δόγμα του, περιβαλλόμενοι από μία θάλασσα μονοφυσιτών κατοίκων της υπαίθρου. Οι Μελκίτες διατήρησαν την πολιτιστική τους ιδιομορφία και συνοχή, παρά τη μουσουλμανική κατάκτηση, υιοθέτησαν πάντως σταδιακά την αραβική γλώσσα, και από την εποχή του Σχίσματος ένα τμήμα τους αναγνώρισε την πρωτοκαθεδρία του Πάπα, κρατώντας κατά τα άλλα το βυζαντινό τυπικό της λατρείας. Γενικότερα πάντως, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, οι αποκληθέντες τον καιρό της ακμής του Βυζαντίου αιρετικοί, μη μετακινούμενοι από τα εδάφη των προπατόρων τους και σε συνθήκες ισχνής οικονομικής δυναμικής που δεν απαιτούσε μεγάλες κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές, διατήρησαν διαχρονικά τον αρχαίο «οικείο τρόπο ζωής», ο οποίος τελικά συνιστούσε το κύριο χαρακτηριστικό των κοινοτήτων τους.

 

Ρηγματωμένη και πολύπτυχη μονοδοξία

Δεν είναι μόνο η χριστιανική μονοδοξία καταρηγματωμένη, ιδίως αν εξεταστεί σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο. Είναι και το Ισλάμ. Είναι χαρακτηριστικό το βαθύ σχίσμα που προέκυψε όταν οι Αραβες κατέκτησαν την Περσία και επέβαλλαν τον εξισλαμισμό του πληθυσμού της: ο αρχαίος περσικός πολιτισμός, μαζί με την έντονη διάθεση για πολιτική ανεξαρτησία, γέννησε μια διαφορετική εκδοχή του Ισλάμ, τον σιϊτισμό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η ποικιλία των τοπικών αιρέσεων ή εκδοχών της θρησκείας που εμφανίστηκαν στην Ανατολία είναι μεγάλη. Με αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η πολύ πρόσφατη εργασία του Riza Yildirim με τίτλο «Heresy as a voice of tribal protest against bureaucratic state: the bektashi case of Seyyid Rustem Gazi in the ottoman Rumelia».

Ισχύει επίσης το ότι η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά για λόγους αποδοτικότερης διαχείρισης της εξουσίας, τόσο από καθεστώτα όπως αυτό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (όπου η θρησκεία έγινε το μοναδικό στοιχείο ταυτότητας για την κοινωνική διάκριση μεταξύ των υπηκόων της, οπότε τόσο οι χριστιανοί όσο και οι εβραίοι είχαν εξ ορισμού θέση δεύτερης κατηγορίας), όσο και από αποικιοκρατικές δυνάμεις όπως η Αγγλία που κυβέρνησε τους αποικιοκρατούμενους με ανάλογα κριτήρια διάκρισης. Οι διακρίσεις αυτού του είδους θεωρούν τη θρησκεία των υπηκόων ως ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό, παγωμένο στον χρόνο παρά τη βιολογική εναλλαγή των γενεών, και συνιστούν το υπόβαθρο ενός «κατασταλτικού πλουραλισμού», κατά την προσφυή διατύπωση της Πολύμνιας Αθανασιάδη.

Δεν ισχύει αυτό για προγενέστερους αποικιοκράτες όπως οι Ισπανοί, που επιχείρησαν τον βίαιο εκχριστιανισμό των γηγενών, όπως είχαν ήδη κάνει (σε συνδυασμό με μαζικές θανατώσεις και εκδιώξεις) με τους Αραβες και τους Εβραίους της Ισπανίας, μετά την λεγόμενη επανακατάκτησή της χώρας. Ο εκχριστιανισμός ήταν πρακτικά απαραίτητος, καθώς ο πληθυσμός των «κονκισταδόρες» ήταν ελάχιστος, και ήταν σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα ανδρικός. Για τις εξουσιαστικές τους ανάγκες στη Λατινική Αμερική, οι Ισπανοί υιοθέτησαν πολύπλοκες ιεραρχικές δομές (είναι χαρακτηριστικό ότι ο θρυλικός απελευθερωτής από τους Ισπανούς Simon Bolivar γεννήθηκε με σχετικά υποδεέστερη κοινωνική θέση παρά την τεράστια οικογενειακή κτηματική περιουσία, καθώς προηγούντο οι άρτι αφιχθέντες στο Καράκας εκλεκτοί του Ισπανικού στέμματος) με έντονη τη ρατσιστική διάσταση. Όπως γράφει η Marie Arana στη συναρπαστική βιογραφία «Bolivar: American Liberator» , το αντιφατικό στη ρατσιστική θεώρηση έναντι των αυτοχθόνων είναι ότι οι ίδιοι οι Ισπανοί  είχαν αναμίξεις με Φοίνικες, Κέλτες,  Ελληνες, Ρωμαίους, Βάσκους, Γερμανούς, Εβραίους, Αραβες. Πάντως η θρησκεία έγινε τελικά εκ των πραγμάτων ο συνδετικός κρίκος του ενιαίου πια φυλετικά (μετά από αιώνες αναμίξεων) πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής.

*

Πέραν των συνθηκών ζωής  στα πλαίσια τέτοιων καθεστώτων που για λόγους διαχείρισης της εξουσίας ευνοούν θεσμικά την πάγια θρησκευτική ακινητοποίηση και την χωριστή κοινωνική ζωή για τις επί μέρους θρησκευτικές κοινότητες, παρατηρούμε αλλού μια κινητικότητα από τα κάτω σε σχέση με τη θρησκεία. Ισχύει, για παράδειγμα, ότι σε περιοχές της Ευρώπης οι Αγιοι της χριστιανοσύνης ξεπροβάλλουν συχνά από τοπικές πρωτοβουλίες και ανάγκες, και κατά κάποιο «μεταλάσσονται» με βάση την εξέλιξη αυτών των αναγκών. Όπως αναδεικνύεται στο βιβλίο της Ελένης Τούντα «Ιστορίες Αγίων, Κοινότητες, χώρος και μνήμη στη μεσαιωνική νότια Ιταλία (τέλη 9ου– αρχές 13ου αιώνα)», εκδόσεις Ευρασία, υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις στη μεσαιωνική κάτω Ιταλία, σε μια φάση μεγάλης ρευστότητας όπου οι κοινωνίες- εν μέσω μάλιστα μετακινήσεων πληθυσμών για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους- εκινούντο μεταξύ μιας νομιμοφροσύνης προς το αυτοκρατορικό καθεστώς της Κωνσταντινούπολης, της αυξανόμενης επιρροής του Βατικανού και άλλων καθολικών εξουσιών, και μουσουλμανικών κατακτήσεων στην περιοχή. Αξίζει να αναφερθεί, στο πλαίσιο των εναλασσόμενων σημαινόντων και σημαινόμενων, ότι ο Αγιος Μιχαήλ, κατ’εξοχήν Αγιος της Καλαβρίας, είναι και το έμβλημα της άγριας, δολοφονικής Μαφίας της περιοχής, της Ντραγκέτα.

Η κινητικότητα περί την θρησκεία- σε αντίθεση με το είδος της λεγόμενης «πολυπολιτισμικότητας» που εφαρμόζουν σήμερα στη χώρα τους παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις όπως η Μεγάλη Βρετανία, θεωρώντας μερίδες του πληθυσμού καθηλωμένες στη θρησκεία των προ αιώνων προγόνων τους- διαχρονικά είναι μεγάλη, ιδιαίτερα όταν η μετακίνηση των ανθρώπων από ήπειρο σε ήπειρο γίνεται ομαλά και στο πλαίσιο αργών πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Θεοσοφικής Εταιρείας που ιδρύθηκε το 1875, ένα είδος υποκατάστατου των γνωστών θρησκειών που μαζί με ποικίλες αποκρυφιστικές δοξασίες, υιοθετούσε ψήγματα του βουδισμού, του ινδουϊσμού, κλπ, σε ένα σύστημα που θεωρητικά τουλάχιστον ήταν ανοιχτό σε όλα τα θρησκευτικά δόγματα. Το σύστημα αυτό λειτούργησε ως πλατφόρμα θρησκευτικής αναφοράς για την ένταξη στο κεντρικό σύστημα γηγενών των αποικιών με θέση στη διοίκηση π.χ. της αγγλικής αυτοκρατορίας. Υπάρχουν επίσης μικροί πληθυσμοί που μετανάστευσαν σε χώρες της Δύσης διατηρώντας την αρχαία θρησκεία τους, όπως π.χ. οι Ζωροάστρες με μακρινή καταγωγή από την προ-ισλαμική Περσία, διατήρησαν μεν την προγονική θρησκεία- συνδυάζοντας αυτό το στοιχείο της ταυτότητάς τους με την κοινωνική, επιχειρηματική και άλλη συνεκτικότητα της ομάδας τους-, υποβάλλοντάς την πάντως σε προσαρμοστικές μεταβολές στο περιβάλλον της νέας διαμονής τους.

Αναφορικά με την ταυτότητα των ανθρώπων που μπορεί σήμερα να είναι πολυσύνθετη πέραν των όποιων και ποικίλων μονοδοξιών, ο σύγχρονος νομπελίστας οικονομολόγος και φιλόσοφος Amartya Sen αναφέρεται κάπου χαρακτηριστικά σε κάποια από τις σύνθετες ταυτότες που έχουν άνθρωποι του ευρέως περιβάλλοντός του : «Οι γονείς μου είναι βουδιστές από την Ινδία, εγώ έχω γεννηθεί στην Ινδία μα σήμερα είμαι αγνωστικιστής επηρεασμένος από τη σοφία του Βούδα, είμαι οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας της γενέθλιας πόλης και της Λίβερπουλ, ακούω παραδοσιακή ινδική μουσική, μα και κλασική ευρωπαϊκή μουσική, Μπομπ Ντύλαν και Πάττι Σμιθ».

*

Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα αναφορά στον μύστη και ποιητή Τζαλαλαντίν αλ Ρουμ ή απλά Ρούμι (1207-1273) και την κοινωνία στην οποία έζησε, από τον ιστορικό ερευνητή Dimitri Korobeinikov, συγγραφέα του βιβλίου «Byzantium and the Turks in the thirteenth century» Oxford University Press, η οποία είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο συνυφαίνεται η θρησκεία, η γλώσσα, η ποίηση, η πολιτική σε μια περιοχή της Ανατολίας όπου συνυπάρχουν μα και αντιμάχονται Βυζαντινοί, Τούρκοι, Πέρσες, μα και ποικίλες τοπικές εκδοχές αρχαιότερων πολιτισμών. Στην εργασία του με τίτλο «How ‘Byzantine’ were the early Ottomans? Bithynia in 1290-1450», ο Korobeinikov αναφέρεται στο γεγονός ότι ο ποιητής Ρούμι που έζησε και δημιούργησε στην Κόνυα (το βυζαντινό Ικόνιο), όπου ίδρυσε το τάγμα των Μεβλεβήδων δερβίσηδων και ανέπτυξε τη μυστικιστική διδασκαλία των Σούφι, ήταν Πέρσης που βρέθηκε εκεί όταν ο πατέρας του κατέφυγε εκεί με πολλούς άλλους κυνηγημένους, για να αποφύγει τις μογγολικές επιδρομές στην προγονική γη. Η Κόνυα ανήκε στο σελτζουκικό σουλτανάτο που προέκυψε, μαζί με άλλες μουσουλμανικές κρατικές οντότητες, στη Μικρά Ασία μετά την περιφανή νίκη των Σελτζούκων επί των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ (1071).

Το ότι το σουλτανάτο ήταν στην γη των Ρουμ (δηλαδή των Ρωμιών), είχε σχέση με την πραγματικότητα στο πεδίο, καθώς ήταν μια νεοκατακτηθείσα περιοχή και σημαντικό μέρος του πληθυσμού ήταν η φυσική συνέχεια της προ της κατάκτησης κατάστασης. Βεβαίως, ο παραμένων πληθυσμός είχε στην πλειοψηφία του εξισλαμιστεί (τον καιρό των Παλαιολόγων αυτή η «χώρα των Ρουμ» εθεωρείτο εχθρική περιοχή), μα ένα τμήμα αυτού του πληθυσμού του διατηρούσε ως γλώσσα του τα ελληνικά (αν και όλο πιο παρεφθαρμένα, και με την μορφή διαλέκτων: λόγιοι της Κωνσταντινούπολης έγραφαν ότι δυσκολεύονται να τους καταλάβουν), και φαίνεται ότι είχε συνείδηση της καταγωγής του (βυζαντινές οικογένειες της αριστοκρατίας της περιοχής που προσχώρησαν στον μουσουλμανισμό και τη νέα τάξη πραγμάτων διατήρησαν παρ’όλα αυτά τα χαρακτηριστικά οικογενειακά τους ονόματα).

Σε συνδυασμό με όλες αυτές τις εξελίξεις, ο παραμένων πληθυσμός διατηρούσε βασικά τον «οικείο πολιτισμό» του. Εχει γραφεί από ερευνητές ότι κάποιες από τις τελετουργίες που αυτοσχεδίασε ο Ρουμί, ενδεχομένως και αυτή των «περιστρεφόμενων δερβίσηδων», που μπορεί να έχουν μια συνάφεια με αρχαίες διονυσιακές λατρείες που ήταν διαδεδομένες στη Μικρά Ασία, είχαν ως στόχο να προσελκύσουν τους ρωμιούς της περιοχής. Εχει μεγάλο ενδιαφέρον για την ώσμωση των πολιτισμών, ότι ποιήματα αυτού του σπουδαίου μύστη (αλλά και του γιού και συνεχιστή του) έχουν και ελληνικούς στίχους με την τοπική διάλεκτο, όπως αυτό που ξεκινά: «Αφέντης μας έν κι αγαπούμεν τον, Κι απ’εκείνον έν καλή η ζωή μας…»

 

Οπότε;

Η αναδρομή που προηγήθηκε θα μπορούσε να ενδιαφέρει ως μια συνόψιση του «τέλους εποχής» μακρών ιστορικών διεργασιών που κράτησαν για περίπου δύο χιλιάδες χρόνια σε μια μεγάλη περιοχή της ευρύτερης γειτονιάς μας, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Αναφέρουμε εδώ συμπληρωματικά ότι πρόσφατα κυκλοφόρησαν τέσσερα σημαντικά βιβλία αναφορικά με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των αιώνων μέχρι αυτή να συναντηθεί με το Ισλάμ, τα οποία βιβλία μη όντας ευρωκεντρικά (το ένα κάνει λόγο για έναν γαλαξία πολλών χριστιανισμών στην περιοχή) συμβάλλουν, σε συνδυασμό με τη συνολική σχετική βιβλιογραφία του πεδίου, στην αποδοτικότερη κατανόηση αυτών των διεργασιών. Τα βιβλία αυτά είναι: «New Rome: The empire in the East» του Paul Stephenson, Harvard University Press, «The Rich and the Poor: Philanthropy and the making of christian society in early Byzantium» του Daniel Caner, University of California Press, «The last great war of antiquity» του James Howard-Johnson, Oxford University Press, «The formation of Christendom» κλασικό βιβλίο της Judith Herrin, με νέα εισαγωγή της συγγραφέως, Princeton University Press. Ενδιαφέρον έχει και το καινούριο βιβλίο της Judith Herrin «Ravenna, Capital of Empire, Crucible of Europe», το οποίο αφορά την πόλη της Ιταλίας στην οποία ακόμα σήμερα μπορεί να δει τα έργα του απαστράπτοντος βυζαντινισμού, πριν ακόμα αυτός επικαλυφθεί από τους Οθωμανούς, όπως στη Μικρά Ασία.

Ειδικά για μας τους Ελληνες, η γνώση γι’αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να είναι στενά εγκυκλοπαιδική. Η ουσιαστική εμβάθυνση στην «καθ’ημάς Ανατολή», με φρέσκο τρόπο, εκ των πραγμάτων σε απόσταση από τις θεωρήσεις της Μεγάλης Ιδέας αλλά και από έναν στενό και ρηχό Ελλαδοκεντρισμό, είναι μια συναρπαστική άσκηση του νου, το είδος της άσκησης που «τρυπάει τον χάρτη των βεβαιοτήτων μας» και μας ωθεί στη δημιουργία νέων χαρτών που ενδεχομένως θα διευρύνουν την υπαρξιακή υπόστασή μας, και τον χώρο των ελιγμών μας.

*

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η τόσο μακρά διάρκεια αυτών των εξελίξεων, σε συνδυασμό με τον τρόπο της σύγχρονης βίαιας διακοπής τους, προσφέρει ένα πολύ πυκνό, από την άποψη των ιστορικών γεγονότων, και μεστό, από την άποψη των εμπειριών, πεδίο για μια ουσιαστική προσέγγιση ζητημάτων που αφορούν τη σχέση θρησκείας και πολιτικής, ένα πολύτιμο υπόβαθρο για τη διαμόρφωση μιας ρωμαλέας πολιτικής θεωρίας για το σήμερα και το αύριο, τόσο απαραίτητης σε μια εποχή που όλα φαίνονται να κινούνται με βάση έναν χαλασμένο αυτόματο πιλότο.

Μπορούμε εδώ να πούμε κάποια πράγματα:

Η θρησκεία ως στοιχείο της προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας μπορεί να λειτουργήσει βεβαίως ως πόλος συσπείρωσης και ενδυνάμωσης των ανθρώπων, μα δεν προκύπτει εν κενώ: είναι κάθε φορά συνυφασμένη με τον πολιτισμό και τις κοινωνικές εξελίξεις στο πεδίο που αφορούν και διαμορφώνουν αυτόν τον πολιτισμό.

Με δεδομένη τη σημασία της θρησκείας, πάντως είναι η πολιτική, στην ειρήνη και τον πόλεμο, που συνιστά το κύριο μοτέρ των εξελίξεων: η πολιτική τόσο στο εσωτερικό μιας κοινότητας ανθρώπων, όσο και μια (πολύ) μεγαλύτερων γεωγραφικών βλέψεων και συμφερόντων πολιτική, έξω από τα όρια μιας συγκεκριμένης κοινότητας, μα που την επηρεάζει. Για το θέμα που εξετάζουμε στο κείμενό μας, η βίαια ανατίναξη των δομών ολόκληρων κοινωνιών σε χώρες που συμβαίνει να διαθέτουν τεράστια ενεργειακά αποθέματα στα εδάφη τους ή στη γειτονιά τους (το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη, η Ουκρανία, και άλλες) συνιστούν το κομβικό πρόβλημα. Το ξερίζωμα των πληθυσμών τους (και μεταξύ αυτών των χριστιανών) από τον «οικείο πολιτισμό» τους, και οι απέραντες στρατιές των προσφύγων είναι το σύμπτωμα, μια από τις προφανείς, αναμενόμενες συνέπειες της βίαιας ανατίναξης των δομών των κοινωνιών χωρών με συγκεκριμένα ενεργειακά χαρακτηριστικά.

Καθώς ζούμε σε μια εποχή που η ανατίναξη των δομών ολόκληρων κοινωνιών τείνει να γίνει ενδημική, με συνέπεια να πολλαπλασιάζονται οι αριθμοί των ανθρώπων που καταλήγουν σε περιβάλλοντα χωματερών (οι «ανθρώπινες χωματερές»- όρος του σύγχρονου κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν- υπάρχουν παντού στον πλανήτη, ακόμα και στο εσωτερικό μεγαλουπόλεων του λεγόμενου Πρώτου Κόσμου, εδώ και πολλές δεκαετίες, και οπωσδήποτε στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής όπου δεινοπαθούν ανεξαρτήτως θρησκεύματος χριστιανοί, μουσουλμάνοι, ανιμιστές), αν θέλουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας να συμβάλλουμε στην απάλυνση ή την εξάλειψη, αυτών των προβλημάτων, που δεν αφορούν μόνο τους πάσχοντες εκεί ανθρώπους μα μια βιώσιμη προοπτική της ανθρωπότητας συνολικά, έχει νόημα να εστιάσουμε στο κύριο μοτέρ των εξελίξεων, που είναι η Πολιτική (με την αριστοτελική έννοια, σε αντιδιαστολή με τον πανταχού παρόντα μα ατελέσφορο πολιτικαντισμό).

Τέλος, μπορεί το μέγεθος και η ένταση των προβλημάτων της ανθρωπότητας αυτή την εποχή, όπως σχετίζονται με το παρόν κείμενο, να είναι τέτοια που να προκαλούν δικαιολογημένα απογοήτευση και παραίτηση, μα από την άλλη- γι’αυτό μελετάμε την Ιστορία της ανθρωπότητας, για να θυμόμαστε ότι «δεν είμαστε μόνοι και δεν ερχόμαστε από το πουθενά»- υπάρχουν πολλά στο παρελθόν από τα οποία μπορούμε να εμπνευστούμε και να δημιουργήσουμε. Ο Τζαλαλαντίν Ρουμί, στον οποίο προηγουμένως αναφερθήκαμε, ζώντας σε μια εσχατιά του τότε κόσμου, στην οποία  βρέθηκε κυνηγημένος μετά από τρομερές φονικές επιδρομές στους τόπους του «οικείου πολιτισμού» του, και στην οποία εσχατιά ζούσαν δυνάμεις της νέας εποχής μαζί με παλιούς που αλλαξοπίστησαν υπό καταπίεση μα διατηρούσαν τη σχέση με την προηγούμενη φάση του πολιτισμού, κατάφερε να δημιουργήσει όχι μόνο μια αναπτερωτική περίσταση για την κοινωνία του καιρού του, μα και να αφήσει ένα τέτοιας ποιότητας έργο που να εμπνέει μιάμιση χιλιετία μετά ανθρώπους από τη Δύση ως την Ανατολή.

*

Κλείνοντας, ανακαλώ από τη μακρινή μνήμη μου, μια κουβέντα του Ρουμί, όπως μου τη μετέφεραν μελετητές του:

«Σπαράσσεσαι από το άγχος, επειδή επιθυμείς την αρμονία κι’αυτή δεν υπάρχει. Αποδέξου τη δυσαρμονία, βάδισε μέσα απ’αυτή, και θα βρεις τη γαλήνη».

Και ένα ποίημά του:

«Με το φως σου μαθαίνω πώς ν’αγαπώ. Με την ομορφιά σου, πώς να φτιάχνω ποιήματα. Χορεύεις μέσα στο στήθος μου, αθέατη απ’όλους, μα κάποιες φορές εγώ σε βλέπω, κι εκείνη η θέα γίνεται αυτή η τέχνη».

 

 

—————————————————————————————————————————(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι συγγραφέας και πολιτικός μηχανικός. Αυτή την εποχή το βιβλίο του «Ηδονική Γεωγραφία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ Αναγνώστης στο 65ο Φεστιβάλ Φιλίππων : Γραφή, μνήμη, δημιουργία – Οι συγγραφείς και το 1922
Επόμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Βαρκάδα (του   Κώστα Καναβούρη) 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ