του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Ιστορίες μαγικού ρεαλισμού από το Ελ Σαλβαδόρ, πατρίδα καταραμένη και μαγική του συγγραφέα. Μέσα από ιστορίες οικογενειών και άλλες ατομικές προσωπικές ιστορίες αναπτύσσεται το ιστορικό πανόραμα μιας χώρας που ταλαντεύεται ανάμεσα στην προϊστορία και την ιστορία. Οι μύθοι και η ρεαλιστική πραγματικότητα συμφύρονται χωρίς όμως ποτέ να χάνουν την ιστορικότητά τους. Όπως έχουμε διαβάσει στα πιο γνωστά μυθιστορήματα του μαγικού ρεαλισμού, αυτά του Χουάν Ρούλφο, του Καρπεντιέρ, του Μαρκές και άλλων, η πραγματικότητα προσλαμβάνεται από τους ήρωες διαισθητικά, τα πραγματικά γεγονότα έχουν μια φανταστική υποδήλωση ενώ πολλά συμβάντα παραμένουν στο χώρο του αοράτου και της μη εξήγησης.
Ακολουθώντας όλους αυτούς τους κανόνες ο Γκαλάν παρουσιάζει ένα ανδρικό δίδυμο φίλων, τον επονομαζόμενο Ναύτη και τον αξιωματικό Μαξιμιλιάνο , οι οποίοι διατρέχουν την ιστορία από τη νεαρή ηλικία του πρώτου ως τα βαθιά γεράματα και των δύο. Ο Ναύτης αναζητά σε όλη την ιστορία μια κοπέλα, την Μερσέδες, που αγάπησε και χάθηκε μυστηριωδώς, ενώ συζεί για χρόνια με την Γκρεγκόρια, που την αγαπά αλλά χωρίς πάθος. Οι ιστορίες των τεσσάρων αυτών προσώπων αναπτύσσονται μέσα στο χρόνο με πισωγυρίσματα και σκοτεινές πτυχές που φωτίζονται σε μεθεπόμενες σελίδες. Ο κεντρικός ήρωας, ο Ναύτης, είναι ένα μοναχικό παιδί που κατεβαίνει από το χωριό του στην πρωτεύουσα Σαν Σαλβαδόρ. Θα κάνει τις πιο περιφρονητέες και παρακατιανές δουλειές, εκφορτωτής, αγρότης, ταϊστής αλόγων, κηπουρός, μουσικός και πάντα μόνος. Ένας «φουκαράς του απόπατου», όπως λέει. Μέχρι που γνωρίζει τον Μαξιμιλιάνο, έναν σκληρό στρατιωτικό που γίνεται ο μέντορας του. Θα χαθεί μαζί του σε ατελείωτες συζητήσεις και σκέψεις, κάποιες που θα τις αρνηθεί και άλλες που αφελώς θα τις πιστέψει. Πολύ αργότερα ο Μαξιμιλιάνο θα προαχθεί σε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και θα γίνει τελικά σκληρός δικτάτορας. Πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο που θα κυβερνήσει μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα από το 1931 έως το 1944. Η θητεία του στιγματίστηκε από τη μεγάλη σφαγή των ιθαγενών, οι οποίοι καθοδηγούμενοι από το επαναστατικό κίνημα του Φαραπούντο Μαρτί και των συντρόφων του θα βρουν οικτρό τέλος. «Ποτέ δεν μαθεύτηκε πόσοι ήταν οι νεκροί εκείνων των ημερών…Αλλά αυτό που είχε αφανιστεί δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι, αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο, μια ιστορία υπάρξεων στο παρελθόν και στο μέλλον , αφού αυτό που είχε χαθεί τότε δεν ανακτήθηκε ποτέ. Μια γλώσσα, ένας τρόπος να ντύνεσαι, να βαδίζεις, να κατανοείς τον περίγυρό σου, μια ιδιαίτερη ευφροσύνη, αγνή, παρόμοια με αυτή των παιδιών, μια φυλή που ήταν για αιώνες υποταγμένη και μπόρεσε ν΄ απελευθερωθεί μόνο ενόσω αφανιζόταν. Από φόβο οι επιζώντες έπαψαν να ντύνονται όπως ντύνονται, να μιλούν τη γλώσσα τους, να γιορτάζουν τις εορτές και τα έθιμά τους. Κρύφτηκαν σε σπηλιές ή μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό κι εμφανίζονταν όλο και λιγότερο, μέχρις ότου δεν απέμεινε απ΄αυτούς παρά μια ανάμνηση…..»
Ζοφερές είναι οι σελίδες όπου η Γκρεγκόρια διηγείται το πώς ξεκληρίστηκε η οικογένεια της σε μια μεγάλη επιδημία στις αρχές του 20ου αιώνα και η οποία επέφερε τεράστιες απώλειες στη χώρα. Οι δεισιδαιμονίες, τα σκοτεινά πάθη, οι λαϊκές δοξασίες μπλέκονται με την οδυνηρή πραγματικότητα, την ανυπαρξία κρατικής αρωγής και νοσηλευτικής περίθαλψης μεταδίδοντας ένα δαντικό κλίμα κόλασης, το οποίο έπληξε κυρίως τα μικρά χωριά του Ελ Σαλβαδόρ. Εξίσου μαύρες είναι και οι σελίδες της οικογενειακής ιστορίας του Ναύτη. Ανεξήγητα γεγονότα, κατάρες, φανταστικά συμβάντα, απρόσμενα θανατικά πλήττουν την οικογένεια και αναγκάζουν τον νεαρό να ξενιτευτεί. Και στις δύο οικογενειακές ιστορίες, του Ναύτη και της Γκρεγκόρια αντανακλάται η μοίρα των φτωχών, εξαθλιωμένων χωρικών. Οι ήρωες προσπαθούν να αλλάξουν την πορεία της ζωής τους, να αντιμετωπίσουν τα αναπόφευκτα θανατικά που τους σημαδεύουν δίνοντας μεταφυσικές εξηγήσεις καταφεύγοντας σε μαγείες, θρησκευτικές τελετές, εξωπραγματικές επινοήσεις. Η ζωή τους μετατρέπεται σε ένα πραγματικό παραμύθι. Ο κεντρικός ήρωας, ο Ναύτης, πορεύεται μόνος του κυνηγώντας φαντάσματα. Σπέρνει καναρινόσπορους στο δρόμο για να προκαλέσει τις κουκουβάγιες, οι οποίες θα τον φέρουν πίσω στην εξαφανισμένη του Μερσέδες. Μια αλληγορία για το πόσο μοναχικά πορεύονται οι άνθρωποι αυτής της φτωχής, ταλαιπωρημένης, εκδυτικισμένης βίαια χώρας. «Η θλίψη τους δεν έμοιαζε με τη δική μου, η απελπισία τους, ναι», θα ομολογήσει κάποια στιγμή, ο ήρωας. Η ιστορία κλείνει με τον Ναύτη μόνο του κοντά στη θάλασσα να σκέφτεται ότι δεν θα μπορούσε να αλλάξει το παρελθόν του – ακούγεται το τραγούδι «Vereda tropical»(Λιώνει η ψυχή μου περιμένοντας»).
Υ.Γ. Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη σε καθοδηγεί γλυκά στην εξέλιξη της ιστορίας.
info: Χόρχε Γκαλάν, Τα δικά μας χρόνια, μτφρ. Αχ.Κυρακίδης, Ψυχογιός