της Βαρβάρας Ρούσσου
Η θήβα μέμφις είναι ένας ασυνήθιστος τίτλος στα ίχνη του τίτλου της προηγούμενης συλλογής του Γιάννη Δούκα, Το Σύνδρομο Σταντάλ (2013). Ο λόγος για τη βοιωτική φορτισμένη Θήβα ή τη Θήβα και τη Μέμφιδα της Αιγύπτου, ένα βασίλειο μυθοποιημένο, ή το Μέμφις του Τενεσί; Καθώς η στενή σχέση χρόνου-χώρου έχει διαρραγεί στη νεωτερικότητα, οι πόλεις αυτές θα μπορούσαν να ανήκουν εξίσου στο χτες και στο σήμερα, στο εδώ και στο εκεί.
Η συλλογή συνιστά ένα καθολικό ποιητικό οικοδόμημα αρμοσμένο με όρους τυχαιότητας και σχεδίου ταυτόχρονα, με ανοιχτά ερωτήματα που τίθενται και επαναπροσδιορίζονται διαρκώς στον προηγούμενο και τον παρόντα αιώνα. Ο Δούκας μας καθοδηγεί στους ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους δομεί το βιβλίο του με τον “Πρόλογο” που προτάσσεται των ποιημάτων αλλά με τις “Αφορμές”, στο τέλος του βιβλίου, δηλαδή τις σημειώσεις επί των προσώπων που υποκίνησαν τη σύνθεση κάθε ποιήματος.
Διότι περί προσώπων πρόκειται, όπως ρητά δηλώνει ο ποιητής: «σπονδυλωτή σειρά συνδυαστικών προσωπογραφιών». Ο Δούκας περιχαρακώνει -αλλά ταυτόχρονα και ανοίγει- τα ποιήματά του στο χρονικό άνυσμα 1914-1945, το τέλος της μπελ επόκ και ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου. Από αυτό το χρονικό πλαίσιο αλιεύει ( κυριολεκτικά αφού προβάλλει ως συνήθη πηγή του τη Wikipedia, ένα ανοιχτό αρχείο[1] με τις τεκμηριωμένες πληροφορίες αλλά και τις ανακρίβειες και τη ρευστότητά της) πρόσωπα, περιφερειακές μορφές, ως πυκνωτές/φορείς λόγου σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όχι πάντα κορυφαία ιστορικά γεγονότα, αλλά ιδιαίτερης σημασίας. Όπως σημειώνει πρόκειται για «συγκυριακή προσωπική πινακοθήκη» που «διατηρεί τα δικαιώματά της ως συμπτωματικής και ιδιοσυγκρασιακής, μακριά από τον ισχυρισμό ότι αποτυπώνει, τάχα, την εποχή εκείνη.»
Η μικροϊστορία, περιορισμένη σε μια “μικροχρονικότητα” και/ή σε ένα σύνολο ανθρώπων φαίνεται να δίνει θεωρητική υπόσταση στις ανθρώπινες φωνές που ενορχηστρώνει ο Δούκας. Η ποιητική εξιστόρηση γίνεται “από κάτω” δηλαδή με επίκεντρο άτομα που μπορεί και να μην έχουν κανένα λόγο στο ρου της (επίσημης) ιστορίας αλλά κινούνται σε μια συναστρία συμβάντων όπου ένα είναι το κυρίαρχο «δικό τους». Η αναφορά του προλόγου τόσο στις σιωπές όσο και στις πηγές, το αρχείο, την αφήγηση και την ιστορία ως “αναδρομική σημασία” αποδίδουν την έννοια της ιστορίας που υπόκειται στα ποιήματα ως εκ των υστέρων σημασιοδότηση και δη μέσω της γραφής/αφήγησης.
Ο στόχος του ποιητή είναι να αναδυθεί από τις σιωπές -από την αποσιώπηση που δημιούργησε η ιστορία ως σύνολο καταγεγραμμένων δεδομένων- η ίδια η φωνή των σιωπηλών προσώπων. Το ντοκουμεντάρισμα καταλήγει στο εγώ. Ο Δούκας οδηγεί επιτελεστικά στο πρόσωπο ήδη από τον “Πρόλογο”: «σπονδυλωτή σειρά συνδυαστικών προσωπογραφιών”. Πράγματι, έτσι ξεκινά η συλλογή: Οι “αυτοπροσωπογραφίες” («τα πρόσωπα συγκάτοικοι σε κάδρα/και κάμαρες αφώτιστες: χαράδρα του ζην με το σιγάν/και γενειάδες που κρύβουνε τη σάρκα[…] γι’ αυτό λοιπόν, καλύτερα/ πορτραίτα/και διαμεσολάβηση:/ μέσα του θα γερνά, /κι ας μικροδείχνει,/ και πρέπει λαβυρίνθους να διαβαίνει,/ να πείθεται στα ίχνη/ και να ψάχνει/ την πρώτη αγωγή των αισθημάτων») και “Ο αυτοχαρτοπαίζων” («ενόσω από πάνω του/ τ’ αδέλφια,/ με κείνον απαράλλαχτα, πετάνε, τι φύλλο έχει/ βλέπουν,/μαρτυράνε») τοποθετούν το κομβικό ζήτημα της υποκειμενικότητας αλλά και της αναπαράστασης του εγώ.
Υπό αυτή την έννοια όλες οι «ενσαρκωμένες» φωνές συντείνουν στην κεντρική φωνή εκφοράς ως πομπό. Το “η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ” διαλέγεται με την κυρία νταλογουέι (« εγώ ‘μαι η κυρία νταλογουέι») υποδεικνύοντας ένα διάλογο για τις αλλαγές παραδείγματος στη λογοτεχνία και την τεχνολογία αναπαραγωγής (το πρόσωπο του ποιήματος δεν είναι μόνον η κυρία νταλογουέι αλλά και ο εφευρέτης μιας προδρομικής της τηλεόρασης συσκευής).
Η συλλογή με άξονά της, τη σειρά από προσωπογραφίες, και τη γραφηματική οργάνωση -συνεχής ροή των ποιημάτων χωρίς αλλαγή σελίδας με την αρχή του κάθε ποιήματος και χωρίς κεφαλαία- μπορούν να την ορίσουν ως σύνθεση. Η αίσθηση αυτή οργανικού όλου, η μέριμνα του ποιητή «να συνομιλήσω με τις μορφικές αναζητήσεις και τους πειραματισμούς της εποχής με την οποία ασχολήθηκα, να προσπαθήσω ν’ ακούσω και ν’ αντηχήσω κάτι από τη μουσική του μοντερνισμού.» και ακόμη η τελική απόφαση να παραμείνει «…ορατό, ένα έμμετρο αποτύπωμα», όπως αναφέρεται στον Πρόλογο, επικυρώνουν τη μορφολογική συνομιλία με το μοντερνισμό και τα σημερινά ίχνη του, συνομιλία που δεν εξαντλείται στο επίπεδο μορφής αλλά την υποβάλλουν πολύτροπα και τα πρόσωπα και τα περιστατικά απ’ όπου ο Δούκας αφορμάται.
Ποια λοιπόν είναι τα στοιχεία που κάνουν τη συλλογή αξιοπρόσεκτη; Η ποιητική οργανωτική αρχή που επιβάλλει ο Δούκας στο υλικό του δεν καταλήγει σε βιωματικά/αυτοβιογραφικά ποιήματα όπου ο αντίκτυπος του κόσμου-αντικειμένου/ιστορίας είναι ξεκάθαρα αναγνωρίσιμος και εκεί επιπολάζουν βιώματα και ο έσω/έξω αντίκτυπός τους ούτε αρκείται απλώς σε μια στροφή στο παρελθόν υπό όρους συλλογικού ή ατομικού. Η κατοπτρική αναγνώριση στο ποίημα της κοινής εμπειρίας που βρίσκει ευθέως τον αναγνώστη δεν αφορά τη συλλογή˙ στρώσεις φωνών, όχι πάντα ορατές, καλύπτουν τον ποιητή-αφανή γλωσσικό διαμεσολαβητή αλλά η πολυφωνία εντέλει καταλήγει στην ποιητική φωνή (βλέπε παραπάνω την κυρία ντάλογουέι)˙ η αποσπασματικότητα και η κρυπτικότητα ομού με το σαφές διακείμενο [ο μοντερνιστής Ελιοτ και ο Πάουντ, ο Μαν, η Γουλφ, ο Μπόρχες αλλά και Φλωμπέρ, Γουάϊλντ], η ελιοτική ανάμνηση με το φάντασμα της εμμετρότητας˙ το υποκείμενο χωρίς πλέον την προνομιακή του οπτική [εδώ ένας Τζόϋς πλανάται]˙ η προβληματική της αναπαράστασης στη σύγχρονη τέχνη (η Μίμησις του Άουερμπαχ στο «κι αυτή μια εξορία»: «σύμβολα, μιμήσεις,/ εδάφια μιας χίμαιρας αρχαίας,/ χωρίς παραπομπές, σαν οδυσσέας,/κολύμπησε στον φάρο και θα χτίσει/ στη δύσκολη ζωή γραφή-»)˙ η ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία ως ερμηνεία του σήμερα μέσω του χτες με αφορμές τη θραυσματική μείξη μεγάλων και μικρών γεγονότων (Πρόλογος: «με αφορμή κάποιο συγκεκριμένο γεγονός»)˙η αναζήτηση μιας γλώσσας αποστασιοποιημένης, λιτής και σχεδόν συναισθηματικά απογυμνωμένης που επιβάλλει τον ποιητικό λόγο.
Όλα απομακρύνονται από την ποίηση όπως την έχουμε συνηθίσει και ο Δούκας ήδη στο παρελθόν έχει δώσει δείγματα αυτής της ιδιοφωνίας του. Η θήβα μέμφις πρέπει να εκτιμηθεί ως πρόταση διεύρυνσης των όρων σύνθεσης και πρόσληψης της ποίησης. Πρόκειται για μια ποίηση ερωτηματική για το παρόν και τις οφειλές του, τις ρίζες του στο παρελθόν, τους τρόπους γραφής που κληροδότησε αυτό το παρελθόν. Ποίηση που ξεβολεύει όπως όλα τα ερωτήματα ιδίως εκείνα που εκτείνονται ριζωματικά.
[1] Βλ. ως παράδειγμα που παραπέμπει στο αρχείο αλλά και στις «Αφορμές» το κείμενο του Γ. Δούκα https://www.hartismag.gr/hartis-7/poiisi-kai-pezografia/deigmatolhpsia-ylikwn-tekmhriwn-apo-to-arxeio-toy-alexandroy-ypshlanth
Γιάννης Δούκας, Η θήβα μέμφις, Πόλις 2020
Βρες το εδώ