Θεσσαλονίκη ΄60 , μια πόλη σε μετάβαση (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

0
834

 

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

Τα διλήμματα του μυθιστοριογράφου που ασχολείται με την ιστορία: με ενδιαφέρει η ιστορία ή το άτομο μέσα στην ιστορία. Είναι η ιστορία ανεξάρτητη από τα άτομα ή τα ίδια τα άτομα με τις δράσεις τους είναι τελικά η ιστορία;

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης τόσο στο  «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» όσο και στον «Υπουργό της νύχτας» και το «Casa Μπιάφρα» ασχολείται με την μεταπολεμική ιστορία με έμφαση στο ΄60 και μετά.  Είναι εποχή «ζόρικη», εποχή που η Ελλάδα είχε να κερδίσει πολλά αλλά έχασε και πολλά. Και τα τρία τελευταία μυθιστορήματά του κινούνται χωροταξικά στην καρδιά της Θεσσαλονίκης που παραμένει το πλαίσιο των πολιτικών εξελίξεων αλλά και των προσωπικών διαδρομών των ανθρώπων της.

Στο μεν «Τομάρι του σκύλου…» η αφήγηση καλύπτει ένα τριήμερο του 1963 όταν ο στρατηγός Ντε Γκώλ επισκέπτεται την πόλη και όπου ο Γ.Σ. παρουσιάζει έναν συρφετό αποβρασμάτων, μακρύ χέρι του κράτους «μια συλλογή πορτρέτων της δυστυχίας και της αθλιότητας». Στον  «Υπουργό της νύχτας»  όπου πάλι συμφύρονται πολιτική και υπόκοσμος διαβάζουμε μια πολιτική παρωδία της περιόδου πριν την κρίση  με κυρίαρχα τα υπαρξιακά ερωτήματα όπως το τέλος και η τυχαιότητα, το ρίσκο αλλά και η βαθύτερη ποίηση του αβάσταχτου.

Στο «Casa Μπιάφρα» κυριαρχεί ένας άλλος υπόκοσμος που αρδεύει δυνάμεις από ένα άλλο περιθώριο, αυτό των πρώιμων φρικιών, τον ελευθεριακών, υπαρξιζόντων και χίπηδων του ΄60.  Αυτοί σε συνδυασμό με το κοινωνικό περιθώριο  θα συνεργαστούν με την εξουσία των Μέσων και της Πολιτικής για το κοινό όφελος.

Αν και σε πρώτο πλάνο η ιστορία που αφηγείται ο Σκαμπαρδώνης είναι τα Ιουλιανά και η σχέση του αμερικάνικου παράγοντα, με το εγχώριο κατεστημένο, τον mainstream τύπο, τους επαρχιώτες δικηγορίσκους που τρυπώνουν στη Βουλή με σκοπό στην πρώτη ευκαιρία να εξαργυρώσουν τη νομή της εξουσίας προσφέροντας γη και ύδωρ, εντούτοις στο γενικό πλάνο παραμένει η ανθρωπογεωγραφία της πόλης του και κυρίως η σχέση του ατόμου με την ιστορία. Είναι ένα είδος μικρο-ιστοριών όπου το  ατομικό γίνεται ιστορία αναγόμενο στην μεγάλη εικόνα.  Δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα ιστορικό αφήγημα, καθώς δεν παρακολουθούμε την ιστορία των Ιουλιανών αλλά περισσότερο την ιστορία ανθρώπων εκείνη την εποχή που διαβαίνουν μέσα από την ιστορία.

Κάποιους τους παίρνουν τα σκάγια της ιστορίας, κάποιοι άλλοι περνάνε μέσα από μια ιστορική ομίχλη χωρίς να συνειδητοποιούν ότι είναι μια ψηφίδα ιστορίας σε ένα ατελείωτο γιγάντιο παζλ. Τέλος υπάρχουν και εκείνοι και εκείνες που απλώς πορεύονται μέσα σε εκείνες τις ταραγμένες ημέρες, κυνηγούν τη δικιά τους ευτυχία ή ένα κομμάτι ψωμί ή μια αχτίδα φωτός να την καβαλήσουν και να πάνε παραπάνω. Η ιστορία τους αγνοεί.

Στην κορυφή της αφήγησης είναι η περίφημος «συμφωνία των εκδοτών» που υποστήριζαν την παράταξη του Κέντρου όπου οι Χ.Λαμπράκης (Βήμα και Τα Νεα), Ιωάννης Βελίδης (Μακεδονία) και Ιωάννης Παπαγεωργίου (Αθηναϊκή) συμφώνησαν να υποστηρίξουν μια συμβιβαστική λύση που θα έβγαζε εκτός πρωθυπουργίας τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ήταν η εποχή της απροκάλυπτης διπλοπροσωπείας. Οι εν λόγω εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους, με ξύλινα μαύρα γράμματα, όπως λέγανε οι παλιοί εφημριδάδες, έγραφαν στα πρωτοσέλιδα «Όλοι στο πλευρό του Γ.Παπανδρέου» ενώ την ίδια στιγμή παρασκηνιακά «ζύμωναν» τους όποιους πρόθυμους βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου να υποστηρίξουν μια άλλη κυβερνητική λύση.

Το ανθρώπινο πλήθος που θα στηρίξει την πολιτική αυτή παρασπονδία ή αλλιώς πολιτική «τρίπλα» κινείται γύρω από τον βασικό πρωταγωνιστή των γεγονότων στη Θεσσαλονίκη τον Γιάννη (Γρύπα στο παρατσούκλι) Βεντήρη, εκδότη της εφημερίδας «Μακεδών». Αυτός κινεί τα πολιτικά νήματα σε συμφωνία με τον τότε ισχυρό άνδρα της αμερικάνικης επιρροής στα ελληνικά πράγματα, ελληνοαμερικανό πετρελαιά Τομ Πάππας. Ο Τομ Πάππας μεταμορφώνει τη Θεσσαλονίκη, την μετατρέπει σε βιομηχανική, την παίρνει από το γκαζάκι με το τσακμάκι και την πάει στο πετρογκάζ. Γύρω από τις επενδύσεις Πάππας αναπτύσσονται χιλιάδες μικροεπενδυτές, μικροεπιχειρηματίες αλλά και εργαζόμενοι.

Ο δεύτερος πόλος στην αφήγηση είναι η βίλα Casa Μπιάφρα, η οποία υπήρξε στην πραγματικότητα. Μια παράξενη στροφή της τύχης αφήνει ένα δίπατο νεοκλασικό σπίτι στην ιδιοκτησία ενός  αντι-αυταρχικού διανοούμενου, του Βλάση, ο οποίος μετατρέπει το σπίτι σε στέκι κατάληψης (με τους σημερινούς όρους) κάτι σαν την Παράγκα του Σίμου του υπαρξιστή στην Αθήνα με κανόνες χίπικου κοινόβιου. Εκεί συγχρωτίζονται νεαροί και νεαρές, αναζητώντας έρωτα, ποτό, κουβέντες, χαβαλέ , γενικώς μια ωραία και ανεύθυνη ζωή. Όμως κάθε ένας από αυτούς κάθε άλλο παρά ελεύθερος είναι μιας και κάποιοι από αυτούς είναι βαθιά μπλεγμένοι στα δεσμά της φτώχειας και της επιβίωσης, άλλοι στα σιδερένια οικογενειακά δεσμά και τέλος  κάποιοι άλλοι στα δικά τους ανεκπλήρωτα όνειρα. Δίπλα στον Βλάση στέκει ο σύνδεσμος του νεανικού αυτού πολύχρωμου παζλ με το βαρύ πολιτικό κατεστημένο, ο Κρέων, ο Αράγιστος. Τριαντάρης, καλοβαλμένος, προσεκτικά ντυμένος, με φουλάρι, πίπα και κολόνια, μέλος της ΕΡΕ αποτελεί τον σύνδεσμο ανάμεσα στους φτωχοδιάβολους και την πολιτική και μιντιακή νομενκλατούρα , με το μακρύ του χέρι να φτάνει στον υπόκοσμο και τους λούμπεν προλετάριους.

Μια παρένθεση: οι λεπτομέρειες στην περιγραφή της εποχής είναι το αλατοπίπερο στην αφήγηση. Τσιγάρα Pallas φίλτρο, SANTE, Ματσάγγος αλλά και ΄Άστορ και Dunhill  και για τις γυναίκες Μιστράλ Μεντόλ, κονιάκ Metaxa και βερμούτ ΒΟΤΡΥΣ,  ψυγείο Ιζόλα, τρίκυκλα, Opel record  και οι πρώτες Αλφα Ρομέο και για τους πολύ πλούσιους Studebaker Lark  και Κάντιλακ,  μηχανάκια Sachs  και Zundapp, ενισχυτές FEDER, απορρυπαντικά ΤΡΕΝΑΛ και Overlay, κολόνιες Aqua Velva , Pino Silvestre, τρακτέρ ΖΕΤΟR, κλωστές Πεταλούδα, λέβητες Soulis , ΕΛΚΟ Βαγιωνής και ψυγεία ESKIMO, φορητά τρανζίστορ Phillips παγκοσμίου λήψεως, πλακέ μπαταρίες Tiger, αρωματικά σαπούνια Ερμής, κάλτσες γυναικείες Flamingo flex

Ο συγγραφέας καταγράφει δουλειές που εξέλιπαν : τούβλα «Αλατίνι», εργαστήριο που φτιάχνει κασάκια, βυρσοδεψεία, τενεκετζιδικα, Λευκοσιδηρουργεία, ξυλάδικα και άλλα. Και ανάμεσα σε όλα αυτά υπέροχες μουσικές:  Καζαντζίδης, Ζαγοραίος, Τσαουσάκης, Μανώλης Αγγελόπουλος αλλά και Μπητλς και Μπάρμπαρα Στρειζαντ, Τομ Τζόουνς και Richard Anthony που λέει το Cin cin  όπως και  Nico Fidenco που λέει το περίφημο και δημοφιλές A casa d’Irene.

Ονόματα brands της Θεσσαλονίκης όπως Μεντιτερανέ, Μοδιάνο,  Όλυμπος – Νάουσα, Στρατής, Ποσειδώνας, Ντορέ, ταβέρνα Σουέζ, Μινουί, Μασκώτ, καφετέρια Μουτάφη, Γαβρήλος  στην ιχθυόσκαλα, σχολή χορού Κατελάνου, Θέατρο Πάνθεον, κινηματογράφος Rex και πάνω από όλα τα Καραγάτσια η τενεκεδούπολη μήτρα των περισσότερων φτωχοδιαβόλων του Σκαμπαρδώνη που φέρνουν τα εξωτικά ονόματα : Χούμσας , Μπερεδέκιας, Φατμαν, Κρινοδάχτυλος, Κλεισούρας, Ζυρούκης, Κωλοβούτι, Σκόρδας, Ρουχάς κ.ά

Υπάρχουν στο μυθιστόρημα τρεις πολύ σημαντικές πολυσέλιδες εικόνες με ειδικό βάρος, όπου τα ζώα παίρνουν συμβολικά την ψυχή των ανθρώπων και είτε την ανυψώνουν στα ουράνια είτε την καταβυθίζουν στον Άδη,  : η μία είναι η περιγραφή του πετάγματος των περιστεριών, οι πιρουέτες και οι βουτιές τους  προσφέρουν ανάταση καρδιάς και ψυχής. Η δεύτερη είναι η σκληρή περιγραφή μιας κοκορομαχίας με τα κοκόρια- μαχητές ως μια αλληγορία της πολιτικής και κοινωνικής διαμάχης. Τέλος υπάρχουν οι καταληκτικές σελίδες με τον Βλάση να επιστρέφει από την Αθήνα μπερδεμένος με αυτά που είδε εκεί συμμετέχοντας στις κομπίνες των μεγαλοεκδοτών αλλά και στο συλλαλητήριο και τις διαδηλώσεις των Ιουλιανών /εκεί που σκοτώθηκε ο Πέτρουλας/, παρατηρεί το τοπίο καθώς φεύγει πίσω του και αναμετριέται με τον εαυτό του, μια χαμένη αγάπη, παγιδευμένος σε μια υπόθεση που δεν έχει επιλέξει, μια μέγγενη συναισθηματική που τον ναρκώνει. Εξαιρετικές σελίδες.

Κλείνοντας το μυθιστόρημα έχεις  την εικόνα μιας πόλης σε μετάβαση, γιατί αυτό είναι το «Casa Μπιάφρα». Μόλις μιας δεκαπενταετία από τη λήξη του εμφυλίου και η ιστορία αργοσέρνεται  χωρίς να έχει στον ήλιο μοίρα, φτώχεια, τενεκεδουπόλεις, υποεργαζόμενοι, άεργοι, λούμπεν και οικογενειάρχες και από την άλλη πολιτικοί ολίγιστοι, υποταγμένοι σε ένα κλίμα φανατισμού, διαφθοράς και κοντόφθαλμων οραμάτων. Νεολαία χωρίς ορατούς δρόμους που ασφυκτιά. Εποχή μετάβασης χωρίς όραμα.

 

info: Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Casa Μπιάφρα, Πατάκη

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΓιάννης Πατσώνης, “Αλλού πετάν οι πεταλούδες”
Επόμενο άρθροΗ ποίηση στον κινηματογράφο (του Χρήστου  Τσιάμη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ