της Έφης Κατσουρού (*)
Κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο, δίπλα στης θάλασσας το εύρος και τη συσπείρωση όλα διαβάζονται αλλιώς, τα πρόσωπα, οι λέξεις, τα σημάδια, ακόμη και τα βιβλία· καταλαμβάνουν το χώρο που τους ανήκει καθώς ο χρόνος γύρω και μέσα μας αδειάζει επιβάλλοντας την καθαρότητα των αισθήσεων και των αισθημάτων. Μια καθαρότητα απαρέγκλιτη, όσο τα πόδια μας καίγονται από την πυρωμένη γη και η ύπαρξη εξαγνίζεται από την εισβολή ενός αιφνίδιου κύματος στο σώμα, όχι ωστόσο και μη αναστρέψιμη με την πάροδο του καιρού και την αναίρεση της συνθήκης. Καθώς ο χρόνος απλώνεται και αρχίζει πάλι να μετρά με την καμπύλη του ήλιου, τα ρολόγια παύουν και τα ημερολόγια αναμένουν έναν κάποιο Σεπτέμβρη για να αρχίσουν πάλι να αριθμούν, να κερδίσουν πίσω τον ρόλο που τους έκλεψε η παιδική αντίληψη του χρόνου, τότε που το θέρος μετριόταν σε μπάνια και σε παγωτά και τα καλεντάρια απλά κοσμούσαν τον τοίχο δίπλα στην κουζίνα της γιαγιάς που κάθε μεσημέρι ευώδιαζε τηγανητή πατάτα. Παίρνοντας τον Αύγουστου ως μία σύμβαση εργασίας, όσο και αν η ανατροπή αυτή του χρόνου διαρκεί για τον καθένα, όποτε και αν ημερολογιακά τοποθετείται, κοιτώ τη βιβλιοθήκη μου και αναγνωρίζω με ευκολία τα βιβλία που διαβάστηκαν μέσα σε αυτές τις μικρές ανατροπές, τις παύσεις της ροής του καθημερινού· τα συλλέγω και τα στοιχειοθετώ σε θέση εξέχουσα με την ίδια στοργή που συλλέγω και περιθάλπω θερινούς έρωτες της εφηβείας, πανσέληνες νύχτες που τις είδαμε απλά να ξημερώνουν, εξομολογήσεις χαρισμένες σε πρόσωπα τυχαία, που ίσως δεν συναντήσαμε ποτέ έξω από το χώρο και το χρόνο κάποιου οικείου ή ανοίκειου νησιού. Η ελευθερία των αισθήσεων και των αισθημάτων την ώρα εκείνη της θερινής θέρμης μάς κάνει να ανοίγουμε σαν τα όστρακα στον ατμό για να αδειάσουμε και να γεμίσουμε πάλι άφοβα, για να νοιώσουμε πιο βαθειά πρώτα τον εαυτό και έπειτα εκείνον, που λιγότερο ή περισσότερο τυχαία βρέθηκε πλάι μας μια νύχτα ονείρου θερινή.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα βιβλία, τα αναγνώσματα του ράθυμου θερινού μας χρόνου. Καθώς το λεπτό διευρύνεται και αποδίδεται ποιητικά στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον, τα βιβλία που ακουμπούν στον θερινό μας χρόνο από την όραση και την ακρόαση περνούνε στην αφή, την πιο ιδιωτική μας αίσθηση. Υγρά από ένα αιφνίδιο κύμα φυλούν στις σελίδες τους κόκκους άμμου και μικροσκοπικά χαλίκια, τσαλακώνονται άφοβα στη ριπή του ανέμου και έπειτα παίρνουνε σάρκα, άλλοτε διάφανη και άλλοτε τραχιά, να μπορεί να εγκολπώσει κάθε μικρή ανάγκη ευαισθησίας κάθε στιγμιαία εκπλήρωση του ονείρου. Με τα βιβλία αυτά, τα ευρεθέντα στις αποβάθρες του θέρους, στην επιβίβαση ή την αποβίβαση ενός αβέβαιου ταξειδιού, για τα οποία σχεδόν εμμονικά σελιδοδείκτης γίνεται το εισιτήριο αναχώρησης από την βάση των δεδομένων μας, συχνά οικοδομείται μία σχέση ιδιότυπης εξάρτησης, γίνονται δρόμοι άρδευσης ελευθερίας, στην θέαση και μόνον του εξωφύλλου τους κατοίκηση του κενού μας χρόνου (και νοιώθω πως όσο τα χρόνια προχωρούν η κενότητα αυτή του χρόνου αρχίζει όλο και περισσότερο να ανάγεται σε αξία). Τη στιγμή που τα βιβλιοπωλεία, τα λογοτεχνικά (και όχι μόνο) περιοδικά, οι κυριακάτικες εφημερίδες και τα φύλλα των free press -με τη δική του αισθητική έκαστος εξ αυτών- προτείνουν, προσπαθώ να κοιτάξω με ειλικρίνεια τη δική μου θερινή εκδοχή της ανάγνωσης, επιδιώκοντας να αποκρυπτογραφήσω αυτή την ιδιότυπη σχέση που με γυρνάει πάντοτε σε εκείνες τις σελίδες περασμένων καλοκαιριών, σε εκείνες τις φράσεις που χάραξαν τη μνήμη μου, στους στίχους που γράφουν την πιο ιδιωτική εικόνα μου, για να κτίσω απλά ένα πεζούλι, μια ξερολιθιά από θραύσματα κειμένων, που η θέα του πάντοτε για εμένα θα είναι θέρος.
Εκκινώντας από τα βιβλία-στάσεις, που τυχαία συναντήθηκα μαζί τους κάποιον Αύγουστο στο βιβλιοπωλείο ενός νησιού, που σίγουρα θα είχε το όνομα Πυξίδα, Απόπλους, Πάπυρος, φίλους και έρωτες φευγαλέους, της εκτάσεως του φωτός της θερινής ημέρας και φτάνοντας μέχρι τα βιβλία-σταθμούς, αυτά που ήρθαν για να γίνουνε συνοδοιπόροι πιστότεροι από φίλοι, εραστές ερώτων ατελών που πάντοτε επιστρέφουν, με κάνουν να νοιώθω βαθειά μέσα μου την ισχύ της ώρας και την αναπόφευκτη ανάγκη διεύρυνσής μέσα στον χώρο και το χρόνο της υπάρξεως. Με άλλα λόγια, θέλω να πω ότι ο Αύγουστος εκτός από καλός αγωγός της Πανσελήνου απλώνεται ως άριστος αγωγός των λέξεων, στρογγυλεύει τις αιχμηρές τους γωνίες αν δεν χρειάζεται να γίνουν δόρατα και τις προβάλλει αιχμηρότερες όταν υπάρχει ανάγκη πάσα να εκτοξευθούν. Δίνει τον χώρο και τον χρόνο στα βιβλία εκείνα που ένας βαρύς χειμώνας, ακόμη και ντυμένος στα λευκά, θα πέρναγε στην αφάνεια ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα τους χάριζε το “διαγώνιο” χρόνο ενός αγγίγματος ανήλιαγου και τετριμμένου, να αφήσουν το στίγμα τους, μια φράση που αξίζει να πέσει στη θάλασσα για να ταξειδέψει. Και ταυτόχρονα διευρύνει την έκταση των σταθμών, αυξάνοντας την ένταση των λέξεων μέσα από μία αφή βαθιά και εξαντλητική, όσο η αφή του ήλιου, ανανεωτική και αυθάδικη, όσο τα αγγίγματα των κυμάτων. Πάνω σε αυτή την ξερολιθιά την κτισμένη χρόνο το χρόνο με πέτρες και λιθαράκια, με σφηνωμένα ανάμεσα κοχύλια και γυαλόπετρες, επιστρέφω κάθε στιγμή που αναζητώ μια ιδέα θάλασσας να με παρασύρει, κάθε φορά που ο χειμώνας μοιάζει απροσπέλαστος, κάθε φορά που αναζητώ μία, απ’ αρχής, κατοίκηση της εφηβείας του θέρους.
*
Κάθε ξερολιθιά είναι και μια άλλη θέα – προσπάθεια κατασκευής του ιδιωτικού μας βράχου
*
12 (+4) ΣΚΟΡΠΙΑ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΘΕΡΙΝΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΩΝ
Ο ΠΟΠΟΛΑΡΟΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (Αφοί ΒΛΑΣΣΗ)
«Περιοριζόταν μόνο να τον κρυφοκοιτάζει και να τον λαχταρά -πράγμα που δεν τολμούσε ακόμα να κάνει ο δειλός εκείνος. Έπειτα όμως τόση φρονιμάδα έγινε ανώτερη από τη λίγη δύναμη που της είχε αφήσει η εξοχή με τους χίλιους πειρασμούς.
Κι άφησε τον πόθο της ν’ ανέβει και να ομορφύνει ακόμα περισσότερο τα ζαφειρένια μάτια της, κι άρχισε να τον κοιτάζει τώρα με τέτοια μάτια. Κι έβρισκε τρόπο να βρίσκεται κοντά του συχνά, τάχα κατά τύχη, και να τον ρωτά πώς πηγαίνει η εκλογή του Τζουλάτη και ν’ ανοίγει μαζί του κουβεντούλα»
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ (ΠΑΤΑΚΗΣ)
«κοιτούσα τη θάλασσα καθώς την ώρα εκείνη φούσκωνε μόλις με μια κίνηση εξάντλησης και χόρταινα τις δυο δίψες μου, αυτές που δεν μπορείς να ξεγελάσεις για πολύ χωρίς να μαράνεις το είναι σου: δίψα για αγάπη και θαυμασμό. Γιατί το να μη σ’ αγαπούν είναι μονάχα μια κακοτυχία, αλλά αν δεν αγαπάς εσύ είναι συμφορά. Πεθαίνουμε απ’ αυτή τη συμφορά όλοι μας σήμερα. Το αίμα, το μίσος αποσαρκώνουν ακόμη και την καρδιά. Η ατέλειωτη διεκδίκηση της δικαιοσύνης εξαντλεί την αγάπη που ωστόσο της έδωσε ζωή. Μες στην οχλοβοή που ζούμε, η αγάπη είναι αδύνατη, η δικαιοσύνη δεν αρκεί.»
ΕΡΟΪΚΑ, ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ (ΕΣΤΙΑ)
«Βέβαια, δεν πρόκειται παρά για μια σειρά από παιδιάτικα συμβάντα. Σε άλλες εποχές, ακόμα και την εποχή εκείνη, παρασταθήκαμε σε γεγονότα πολύ πιο σοβαρά. Μα στο ξαγρύπνι το μνημονικό απασχολιέται με τ’ αγαπημένα όντα που η απουσία τους έφερε τη νύχτα.
Τίποτα δεν καταστάλαξε. Οι ιδέες και τώρ’ ακόμη αναβλύζουν από τα μύχια της καρδιάς σαν προαισθήματα και χτυποκάρδια, μόλο που από καιρό έχει συντλεστεί το ακαριαίο.»
ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ, ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
«Γιατί η ελευθερία δεν έχει να κάνει ούτε με την περιπλάνηση ούτε με τους άρρηκτους δεσμούς. Έρχεται από μέσα σου. Κι οι ρίζες της, χωρίς να το θέλεις, πιάνουν βαθιά στη γη. Κι όσο πασχίζουν ν’ απλωθούν, τόσο βαθύτερα χώνονται. […]Μεστωμένοι οι καρποί κρέμονται από τ’ ακίνητα δέντρα. Αυτή η ακινησία, πέρα από μια τραγικότητα, είχε και κάποιο μεγαλείο. […]Κι έτσι καθώς το τρένο διέσχιζε τον κάμπο, σκέφτηκε πως τα δέντρα δεν ήταν για να τα λυπάσαι. Γιατί τα δέντρα από τη ρίζα τους ζουν κι από τη ρίζα τους καρπίζουν και λυτρώνονται.»
ΤΡΥΠΟΚΑΡΙΔΟΣ, ΤΟΜ ΡΟΜΠΙΝΣ (ΑΙΟΛΟΣ)
«”Οι καρχαρίες είναι οι εγκληματίες της θάλασσας,” της είπε. “Τα δελφίνια είναι οι παράνομοι.”»
«”Οι παράνομοι δεν ανήκουν στην κοινωνία. Ωστόσο, μπορεί να είναι σημαντικοί για την κοινωνία. Οι ποιητές θυμούνται τα όνειρά μας, οι παράνομοι τα πραγματοποιούν.”»
«Η αγάπη είναι κάτι το ιδιωτικό και πρωτόγονο, και κάπου μέσα της έχει μια δόση φόβου και τρόμου.»
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΑ ΑΣΤΡΑ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ (ΠΑΤΑΚΗΣ)
«Τι είναι η αγάπη; Που ξέρω εγώ; Πουλί είμαι να σ’ το πω; Μα κι αν ήμουνα, θα μπόραγα; Τι είναι η αγάπη, λέει. Έλα δω! Πάλε πας να μού ξεφύγεις. Ξέρεις τι λένε τα βόδια σαν είναι δυο δυο; Και τι λένε τα φίδια σαν είναι ταίρια; Τσιμουδιά δε λες. Και θέλεις να το ξέρουνε οι άνθρωποι! Να σου πω εγώ τι λένε; Τίποτις. Μα τύφλα να ‘χει η μιλιά, μπρος σ’ αυτό το “τίποτις”.»
ΧΙΛΙΑΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ, ΑΛΕΣΣΑΝΔΡΟ ΜΠΑΡΙΚΟ (ΑΓΡΑ)
«Ήξερε ν’ ακούει. Και ήξερε να διαβάζει. Όχι τα βιβλία, αυτά καλά και άγια είναι, αλλά ήξερε να διαβάζει τους ανθρώπους. Τα σημάδια που οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους: τόπους, φήμες, μυρωδιές, την πατρίδα τους, την ιστορία τους… Ολόκληρη, γραμμένη πάνω τους κατάσαρκα.»
………………………………………………………………………………………….
οι ποιητές:
ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (ΙΚΑΡΟΣ)
«Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δύο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. / Κοιτάζω τον ασβέστη αντίκρυ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δύο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μάυρα πλακάκια, τα δύο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. // Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μού λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση -αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την ακίδα της.»
ΠΟΙΗΜΑΤΑ [συλλογή ΕΛΕΥΣΙΣ, «Γλωσσάριον των ανθέων»] , ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (ΙΚΑΡΟΣ):
«την ποίησιν ή την δόξα; / την ποίηση / το βαλάντιο ή την ζωή; / τη ζωή / Χριστόν ή Βαραββάν; / Χριστόν / την Γαλάτεια ή μιάν καλύβην; / τη Γαλάτεια / την Τέχνη ή τον θάνατο;/ την Τέχνη / τον πόλεμο ή την ειρήνη; / την ειρήνη // την Ηρώ ή τον Λέανδρο; / την Ηρώ / την σάρκα ή τα οστά; / την σάρκα / την γυναίκα ή τον άνδρα; / την γυναίκα / το σχέδιον ή το χρώμα; / το χρώμα / την αγάπη ή την αδιαφορία; / την αγάπη / το μίσος ή την αδιαφορία; / το μίσος / τον πόλεμο ή την ειρήνη; / τον πόλεμο // νυν ή αεί; / αεὶ / αυτόν ή άλλον; / αυτόν / εσένα ή άλλον; / εσένα / το άλφα ή το ω μέγα; / το άλφα / την εκκίνηση ή την άφιξη; / την εκκίνηση / την χαρά ή την λύπην; / την χαρά / την λύπην ή την ανία; / την λύπη / τον άνθρωπο ή τον πόθο; / τον πόθο / τον πόλεμο ή την ειρήνη; / την ειρήνη // ν’ αγαπιέσαι ἢ ν’ αγαπάς; / ν’ αγαπώ»
ΠΟΙΗΜΑΤΑ [από το ποίημα ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ], ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ (ΙΚΑΡΟΣ)
«το απόγευμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά ”le vierge le vivace et le bel aujourd’ hui” μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μιά κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό,τι θέλει ας γενεί στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια τι συνεννόηση θα ‘χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες πώς τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλόυ λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σού αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου πάλι ό,τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιάν ώρα μές στο λιοπύρι θα μού βγει αχνός ιδρώτας πάνω απ’ το στόμα θα ‘θελα να ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου μέρη μέρη διάσπαρτα»
ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (ΚΕΔΡΟΣ)
«Εμείς ανήξερες ήρθαμε. Ανήξερες φεύγουμε. Φχαρστημένες είμαστε. / Το μόνο που μάθαμε, το μάθαμε καλά -το λέμε ξάστερα: / Τη θάλασσα δε μπορείς να τη χωρίσεις φέτες -φετες σαν το καρβέλι – δεν μπορείς ναν τη μοιράσεις, / ολάκερη είναι -ολάκερο σε θέλει και σε παίρνει, / ολάκερος τη μάχεσαι και την κερδάς ή τη χάνεις ολάκερη.»
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗ -ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (ΑΓΡΑ)
«Κάποια στιγμή κοίταξα στο δρόμο της παραλίας με το γυαλί. Μια νταντά κρατούσε απ’ το χέρι ένα μικρό κοριτσάκι. Αυτό κούνησε το χεράκι του προς εμάς, ίσως από μιαν έμφυτη συνήθεια που έχουν οι γυναίκες, να χαιρετάν τα καράβια, κι ύστερα χάθηκαν σ’ ένα δρόμο.»
…………………………………………………………………………………………..
και διατηρώντας ως θραύσμα την συντροφική αίσθηση του ηλιοκαμμένου μεσημεριού:
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ, ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ (ΛΙΒΑΝΗΣ)
Η ΠΛΩΤΗ ΠΟΛΗ, ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ (ΠΑΤΑΚΗΣ)
ΠΕΣ ΜΟΥ ΝΑ ΕΡΘΩ ΚΙ ΟΛΑ Τ’ ΑΦΗΝΩ… ΑΛΛΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΟ, ΑΛΜΠΕΡΤ ΕΣΠΙΝΟΖΑ (ΠΑΤΑΚΗΣ)
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΡΕΖΑ, ΧΟΥΑΝ ΜΑΡΣΕ (ΠΑΤΑΚΗΣ)
(*) η Έφη Κατσουρού είναι ποιήτρια