Της Νίκης Κώτσιου.
Μια τοξική ατμόσφαιρα παρακμής διαπερνά το καινούριο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο. Το «Φύλλο Μηδέν» τοποθετείται στο όχι και τόσο μακρινό 1992 (απαρχές του μπερλουσκονισμού) και με χρώματα μελανά περιγράφει μια Ιταλία που βυθίζεται όλο και περισσότερο στη διαφθορά, τη διαπλοκή και την ανομία. Δεν υπάρχει ακόμα το ίντερνετ, που θα έρθει αργότερα να ριζοσπαστικοποιήσει τις επικοινωνίες, δεν υπάρχουν κινητά τηλέφωνα αλλά υπάρχουν διάχυτα τα σημάδια ενός πολιτικού εκτροχιασμού, που προοιωνίζεται κρίση και δεινά. Χρησιμοποιώντας τη σημαδιακή χρονιά του 1992 για να στηλιτεύσει σημερινές παθογένειες, ο Έκο μοιάζει να γράφει ένα είδος ρέκβιεμ για την πατρίδα που χάνεται και καταστρέφεται ανεπανόρθωτα από αιτίες που ανιχνεύονται πολλά χρόνια πίσω.
Ωστόσο, το «Φύλλο Μηδέν»,( ανέλπιστα ολιγοσέλιδο για τα δεδομένα του Έκο), δεν είναι ένα ακραιφνώς μελαγχολικό μυθιστόρημα αλλά δονείται από ριπές ενός καταλυτικού χιούμορ, που φωτίζουν και αμβλύνουν το βαρύ και δυσοίωνο κλίμα. Συγχρόνως ανιχνεύονται, σε περιορισμένη κλίμακα αυτή τη φορά, όλες εκείνες οι «εμμονές» του συγγραφέα, που τον έχουν κάνει τόσο ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο: τα σημεία και η ερεθιστική ερμηνεία ή υπερ-ερμηνεία τους, η πραγματικότητα ως επικράτεια σημείων που καθένας αποκωδικοποιεί με προσωπικό,( ενίοτε) αυθαίρετο τρόπο, η συλλογική μνήμη ως παρακαταθήκη πολύτιμης εμπειρίας και παραστάσεων που «ξεκλειδώνει» το παρόν, ακόμα και η μανία με τις λίστες. To καινούριο βιβλίο παρουσιάζει μια κάποια ομοιότητα με το «Εκκρεμές του Φουκό», όχι μόνο γιατί η ιστορία διαδραματίζ εται και πάλι στο Μιλάνο αλλά κυρίως λόγω της αυξημένης συνωμοσιολογίας με πολλές πλεκτάνες , ίντριγκες, μυστικές αδελφότητες και υπόγειες συναλλαγές, που φτιάχνουν μια δηλητηριασμένη και σκοτεινή «παρα-πραγματικότητα». Για τον Έκο που είναι ένας από τους επιφανέστερους καθηγητές σημειολογίας με αξιόλογο θεωρητικό έργο στο ενεργητικό του, η ίδια η ανθρώπινη ζωή είναι ένα «κείμενο» που ζητά ερμηνεία και τα μυθιστορήματά του αποτελούν πάντα σύνθετες, πολύπλοκες κατασκευές, όπου η σημειολογία διασταυρώνεται με πολλαπλά επίπεδα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Τα ΜΜΕ, η λειτουργία, ο ρόλος που εκπληρώνουν και η εν γένει παθολογία τους στις συνθήκες της μετα-βιομηχανικής εποχής έχουν απασχολήσει επανειλημμένα τον συγγραφέα ως θεωρητικό της επικοινωνίας και στο «Φύλλο Μηδέν» αποτελούν το κύριο θέμα .Ένας φιλόδοξος επιχειρηματίας με μπερλουσκονικά χαρακτηριστικά αποφασίζει να γίνει εκδότης εφημερίδας, για να ασκήσει με τον τρόπο του πιέσεις και, μέσω άτυπων εκβιασμών, να εξασφαλίσει την είσοδό του στα κέντρα εξουσίας. Στην πραγματικότητα, η εφημερίδα του δε θα κυκλοφορήσει ποτέ αλλά τη στελεχώνει με δημοσιογράφους επιφορτισμένους να βγάλουν μια σειρά από δοκιμαστικά φύλλα μηδέν. Αφηγητής είναι ο αρχισυντάκτης Κολόνα, μεταφραστής γερμανικών, επιμελητής εκδόσεων και πρώην αφανής συγγραφέας(ghostwriter), που αυτοπροσδιορίζεται ως loser και μας ενημερώνει αναδρομικά για τα τεκταινόμενα στη δημοσιογραφική του ομάδα, όταν πλέον όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολόνα υπόκειται στις εντολές του αδίστακτου καθηγητή Σιμέι, που έχει το γενικό πρόσταγμα και είναι αυτός που δίνει τη «γραμμή» της εφημερίδας. Ο εξαχρειωμένος Σιμέι παραδίδει στους συντάκτες του μαθήματα κιτρινισμού και λασπολογίας διαδάσκοντας τεχνικές σπίλωσης, συκοφαντίας και δυσφήμισης. Αυτές θα είναι και οι συντεταγμένες που θα δώσουν το στίγμα του νέου, υπό διαμόρφωση εντύπου. Ανάμεσα στους έξι συντάκτες, που δεν είναι δημοσιογράφοι πρώτης γραμμής, συγκαταλέγεται και η νεαρή Μάια, μοναδική γυναικεία παρουσία και μοναδική εκ των συναδέλφων της που θα έχει σοβαρές ενστάσεις και αμφιβολίες ως προς το ηθικό σκέλος του εγχειρήματος, παρά τη θητεία της σε σκανδαλοθηρικά έντυπα.
Στο «Φύλλο Μηδέν» υπάρχουν τρία ξεχωριστά αφηγηματικά νήματα, καθένα με τη δική του δυναμική. Το ένα παρακολουθεί την καθημερινότητα των δημοσιογράφων στο γραφείο τους, τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση και τα βαρύγδουπα κηρύγματα ανηθικότητας του Σιμέι, το άλλο αφορά τη μάλλον χλιαρή ερωτική ιστορία του Κολόνα με τη Μάια και το τρίτο αναδεικνύει τις παρανοϊκές (ή μήπως όχι;) θεωρίες συνωμοσίας του Μπραγκαντότσο. Ο Μπραγκαντότσο είναι ένας χαλκέντερος αλλά εκκεντρικός ερευνητής με πολυσχιδή ενδιαφέροντα επί παντός επιστητού, που αναλαμβάνει να αποδείξει με στοιχεία ότι στη θέση του Μουσολίνι εκτελέστηκε ένας σωσίας του ενώ ο πραγματικός δικτάτορας διέφυγε με τη βοήθεια του Βατικανού, με σκοπό να επιστρέψει για μια παλινόρθωση του καθεστώτος, όταν θα γίνονταν ευνοϊκές οι συνθήκες. Αυτό είναι και το πιο πολύχρωμο αφηγηματικό νήμα, το πιο συναρπαστικό κομμάτι ολόκληρης της ιστορίας, καθώς ο Μπραγκαντότσο ξεδιπλώνει, όσο πιο πειστικά μπορεί, ένα σενάριο με καταιγιστική πλοκή και αλλεπάλληλες ανατροπές, που ξεκινά από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στην πορεία ανακατεύει εγχώριες και ξένες μυστικές υπηρεσίες, πεμπτοφαλαγγίτες νεοφασίστες, πολιτικούς παράγοντες, κυβερνήσεις, οικονομικά συμφέροντα, μαφία, μασόνους σε μια απίθανη διαπλοκή κι ένα ασύλληπτο αλισβερίσι, που ξεπερνά κάθε φαντασία. Άραγε όμως ξεπερνά και την πραγματικότητα; Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό και η έκβαση δεν επιτρέπει συμπεράσματα. Τα σημεία επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες που φαίνονται όλες επισφαλείς, η επιφάνεια των σημείων είναι πάντα ολισθηρή και η πραγματικότητα διαρκώς διαφεύγει και μοιάζει απατηλή ή παραισθησιακή. Η αλήθεια είναι μια άπιαστη χίμαιρα που συνυφαίνεται αξεχώριστα με το ψέμα σ’ ένα μπλεγμένο κουβάρι χωρίς τέλος κι αρχή.
«Το βασίλειο της προσομοίωσης είναι πιο πραγματικό από το πραγματικό» ισχυριζόταν ο Μποντριγιάρ ορίζοντας την έννοια της «υπερ-πραγματικότητας». Στο Φύλλο Μηδέν, έχουμε μια προσομοίωση εφημερίδας γύρω από την οποία εξυφαίνεται όλος ο μύθος, η θεωρία συνωμοσίας του Μπραγκαντότσο θέλει να αποτελεί μια προσομοίωση της ιστορικής αλήθειας ενώ αυτός που εκτελείται στη θέση του Μουσολίνι είναι ο σωσίας του, μια προσομοίωση του δικτάτορα. Σύμφωνα με τον Μποντριγιάρ, η πραγματικότητα τείνει να εκλείψει και να εξαφανιστεί υπό το βάρος των εικόνων και των συμβόλων που την αναπαριστούν και την υποδύονται. Η υπερ-συσσώρευση ομοιωμάτων και αλλεπάλληλες προσομοιώσεις καταργούν και υποκαθιστούν το αληθινό, παράγοντας μια συλλογική αυταπάτη που κυριαρχεί ολοκληρωτικά.
Ο Έκο συνδιαλέγεται σε πολλά γραπτά του με τον Μποντριγιάρ και μάλιστα ενσωματώνει στο Φύλλο Μηδέν εμβληματικές φράσεις από το έργο του Γάλλου φιλοσόφου. Μέσα στο παραλήρημά του ο Μπραγκαντότσο αναρωτιέται: «Και ο Πόλεμος του Κόλπου έγινε πραγματικά ή απλώς μας έδειξαν κομμάτια παλιότερου ρεπερτορίου; Πήγαν στ’ αλήθεια οι Αμερικανοί στη Σελήνη; Είναι πιθανό να κατασκεύασαν τα πάντα σ’ ένα στούντιο, αν παρατηρήσεις τις σκιές των αστροναυτών μετά την προσσελήνωση, δεν είναι διόλου πιστευτές.» Τα λόγια του Μπραγκαντότσο απηχούν ευθέως τη γνωστή ρήση του Μποντριγιάρ ότι «ο Πόλεμος του Κόλπου δε συνέβη ποτέ». Σχολιάζοντας τις κάμερες που βιντεοσκοπούσαν τους πυραύλους και το ειδησεογραφικό υλικό της εποχής, ο φιλόσοφος είδε πάνω στο γεγονός μια σκηνοθεσία και οπτικοποίηση με όρους βιντεογκέιμ, που το απογύμνωσαν από όλη τη βαρύτητά του παρουσιάζοντάς το ως θέαμα προς κατανάλωση. Aυτόν ακριβώς τον απατηλό κόσμο όπου η αλήθεια συγχέεται με το ψέμα μέχρις ότου να απορροφηθεί από αυτό, αυτόν τον κόσμο όπου όλα μετατρέπονται σε θέαμα και αβανταδόρικη είδηση από τα ΜΜΕ, σκιαγραφεί με τη μοναδική του πένα και ο Ουμπέρτο Έκο.
INFO: Ουμπέρτο Έκο: Φύλλο Μηδέν, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, σελ.248,εκδ. Ψυχογιός, 2015