του Σταύρου Χατζηθεοδώρου (*)
Δεν ξέρω πόλη άλλη τόσο ταυτισμένη με τα πρόσωπά της σαν τη Σαλονίκη. Ο Τάκης Κανελλόπουλος στο Ντορέ, ο Βάσια στο Καυτατζόγλειο, ο Νίκος Παπάζογλου στου Μοδιάνου, ο κύριος Ντίνος με μπεζ καπαρτίνα στο τελευταίο αστικό για την Άνω πόλη.
Ο Θωμάς Κοροβίνης, τρόφιμος, περιπατητής και ανθρωπογεωγράφος της χρόνια, ευθυτενής, ανατολίτης ντόμπρος, τραγουδιστής του σεβντά, γραφιάς ικανός, στο τελευταίο βιβλίο του “Μπέμπης” (Άγρα 2022) απιστεί προς στιγμήν σε αυτήν -ως άλλος Γιώργος Κούδας το 67’- θέλγεται και μετακομίζει στο μεγάλο Λιμάνι. Συναντά τον δεξιοτέχνη εγχόρδων Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη, παγιδεύεται στα δίχτυα αυτού του μάγου, καταπιάνεται και συνομιλεί με τον μύθο του.
Του Ωδείου Πειραιά ο Μπέμπης, σπουδαγμένος με δυτική παιδεία, μαγεύεται από το ταμπουρομπούζουκο ενός τυφλού γέροντα στον Άι Διονύση, την ομορφία του οργάνου, τα πλουμιστά σχέδια, τη μελωδία του και αλλάζει ρότα.
Ένα τσιγάρο δρόμος από τον Μότσαρτ και τα κατά Ματθαίον πάθη του Μπαχ, στα μεράκια του μπουζουκιού που χωράει τα πάθη και τα σεκλέτια του κόσμου όλου.
Ο μερακλής ο άνθρωπος δεν ξέρει τι να κάνει. Στο πρόσωπό του πραγματώνεται η παροιμία που αφορά τους παλιούς μάγκες και ο Κοροβίνης την αποκρυπτογραφεί.
Αριστοκράτης και σκοτεινός, μεγαλοφυής και αυτοκαταστροφικός, μύχιος και διονυσιακός, ένας αλητοδιανοούμενος του μπουζουκιού. Δεν αργεί να προκαλέσει τον θαυμασμό αλλά και τη ζήλια των ομότεχνών του. Λάτρης της στιγμής, της μέθεξης του εφήμερου. Δε χωράει πουθενά, κουβαλά την αίσθηση του υπεράριθμου. Αρνείται να ηχογραφήσει. “-Δε θα με κάνετε εμένα γραμμόφωνο, όποιος θέλει, ας έρθει να με ακούσει το βράδυ στο μαγαζί”. Οι συγκλονιστικές “πενιές του Μπέμπη” απ’ τα ελάχιστα δείγματα της μαεστρίας του που έχουν σωθεί.
Δεκαετίες του πενήντα και εξήντα. Το ρεμπέτικο του Πειραιά και της Αθήνας η εργατιά και τα μεράκια της, η προσφυγιά, οι τεκέδες, οι μπαρμπουτιέρες και τα “κορίτσια”. Ο Κοροβίνης στήνει με μαστοριά ένα σκηνικό με πολυάριθμο προσκλητήριο μουσικών. Ο Χιώτης, ο Μπίνης, ο Παπαϊωάννου, η Τετράς, ο Τσιτσάνης, ο Μητσάκης, ο Καζαντζίδης, η Μπέλου, η Ευτυχία, ο Ζαμπέτας, η Γκρέυ. Περιπλανώμενοι είμαστε σαν τους τσιγγάνους, το καραβάνι η ορχήστρα μας και τα όργανα η περιουσία μας.
Ο συγγραφέα καταφεύγει σε έναν ασθματικό, παραληρηματικός, μακροπερίοδο λόγο, με ελάχιστες τελείες. Οι στίχοι των τραγουδιών που παρεμβάλλονται φωτίζουν επιδέξια τα δρώμενα. Οι έρωτες, οι χωρισμοί, οι καυγάδες, τα βάσανα ξορκίζονται από τις πενιές, το αλκοόλ και τον καπνό. Μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην περίοδο που ο Μπέμπης είναι στην Αμερική. Τα πάλκα της Νέας Υόρκης, της Βοστώνης και οι Γκρικαμέρικανς. Ο Καζάν, ο Σαβάλας, ο Μάρλο Μπράντο, ο Τζιμ Λόντος και ένας χασούρης έρωτας. Η Μπέμπα Μπλάνς. Υπονοείται πως η καψούρα του για αυτή τη μοιραία γυναίκα που δεν μπορεί να αγκιστρωθεί, τον οδηγεί πολλά σκαλιά κάτω. Πεθαίνει στα σαράντα πέντε του από το αλκοόλ με μυαλό θολωμένο.
Σαράντα χρόνια φούρναρης ο Κοροβίνης γνωρίζει και αποδίδει τον χώρο αυτόν όσο κανείς άλλος. Αγιογραφεί και αμαρτωλογραφεί μια εποχή, χωρίς πόζα και επιτήδευση.
Αφού κάθε λαϊκό τραγούδι είναι ένα πλήρες έργο τέχνης και φυλάει ένα κομμάτι παρμένο από τη ζωή, για το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη “Μπέμπης”, επιλέγω το τραγούδι του Άκη Πάνου “θέλω να τα πω χωρίς να με ρωτήσετε”…
(*) Ο Σταύρος Χατζηθεοδώρου είναι εκπαιδευτικός
Θωμάς Κοροβίνης, Ο Μπέμπης, Άγρα