Έλενα Χουζούρη.
Η σκανδαλιστική και λίαν επεισοδιακή στην εποχή της οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη [1883-1950] «Θέλω να δω τον… Πάπα» ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Εθνική Λυρική Σκηνή [θέατρο Ολύμπιον] στις 14 Φεβρουαρίου και για οκτώ παραστάσεις, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Οπερέτα αστικής θεματολογίας, όπως όλες αυτού του μουσικού είδους, τα βάζει ευθέως με τον θεσμό του γάμου και δυναμιτίζει τις οικογενειακές σταθερές μέσα από ένα ξεκαρδιστικό φαρσικό παιχνίδι παρεξηγήσεων. Βασίζεται στη φάρσα του Μωρίς Ενεκέν «Οικογενειακές χαρές» που είχε παρουσιαστεί με επιτυχία στο Παρίσι το 1894, αν και ο συγγραφέας του γνωστός στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, σύντομα θα ξεχαστεί. Ωστόσο να προσθέσω ότι και «Ο βαφτιστικός» του Σακελλαρίδη είχε βασιστεί στη φαρσοκωμωδία του Ενεκέν «Ο βαφτιστικός της κυρίας».
Με λίγα λόγια η υπόθεση της οπερέτας αφορά τον διακαή πόθο της νεόνυμφης Άννας να δει τον… Πάπα κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού της και όταν ο σύζυγος δεν κατορθώνει να εκπληρώσει την επιθυμία της νεότευκτης συμβίας του, εκείνη οργισμένη απαιτεί να επιστρέψουν πίσω, διακόπτοντας τις όποιες γαμήλιες χαρές και απολαύσεις. Η παράλογη απαίτηση όμως της αδαούς έως τότε, Άννας περί της….παποσύνης και της σημασίας της, οφείλεται στις κακές πληροφορίες και συμβουλές της μητέρας της. Κι όταν αργότερα συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει να απωλέσει τον προσβεβλημένο συμβίο της, αλλάζει τακτική. Ανάμεσα σε όλα αυτά μπερδεύονται, η αρτίστα του καμπαρέ Ρίτα, πέτρα του εξωσυζυγικού σκανδάλου του πατέρα της Άννας, η καταπιεστική μητέρα της Άννας και αφόρητη σύζυγος, ο χωρισμένος και εργένης τώρα κύριος Βαρονάς που όμως υμνεί το θεσμό του γάμου κλπ..κλπ. Κι όλα βέβαια τελειώνουν με την άρση των παρεξηγήσεων κι ένα ποτήρι κρασί ή σαμπάνια –αν προτιμάτε. Μπορεί η υπόθεση να μας φαίνεται σήμερα απλοική στην εποχή της όμως έφερε τα πάνω κάτω. Πρωτοπαρουσιάζεται στην Αθήνα, στο Θέατρο Παπαιωάννου, στις 6 Ιουλίου 1920, από τον θίασο του Γιάννη Παπαιωάννου, με την περίφημη Εύα Σάντρη στο ρόλο της Άννας, τον Μιχάλη Κοφινιώτη ως Ανδριανό και την Μελπομένη Κολυβά στον ρόλο της σκανδαλιστικής Ρίτας. Το έργο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, όλοι και προπαντός όλες στην Αθήνα τραγουδούν με…νόημα, «Θέλω να δω τον..Πάπα», οι παραστάσεις φτάνουν τις 72 και τότε ξεσηκώνεται η Καθολική Εκκλησία. Η οποία διαμαρτύρεται επισήμως για το σκανδαλιστικό –κατά την άποψή της –περιεχόμενο και βεβαίως για την «γελοιοποίηση» του προκαθήμενου της. Και σαν να μη φτάνει αυτό, το σκανδαλιάρικο σουξέ της παράστασης γίνεται αφορμή για έναν φόνο [sic], στις 11 Δεκεμβρίου 1921, μπροστά στην Καθολική Εκκλησία του Πειραιά! Μετά από όλα αυτά τα επόμενα χρόνια η οπερέτα ανεβαίνει με άλλους τίτλους ενώ ο… Πάπας μεταλλάσσεται σε….Πουτσίνι.
Για τον Βασίλη Παπαβασιλείου – αυτόν τον μετρ του γαλλικού θεάτρου παρεξηγήσεων, βλέπε Μαριβώ- ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης και η οπερέτα του, είναι ήδη οικείες, χάρη στην εξαιρετικά επιτυχημένη συνάντησή τους στον «Βαφτιστικό» που είχαμε δει πριν τρία χρόνια στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Για τον «Πάπα» ο Β. Παπαβασιλείου σημειώνει: “Γραμμένος στα τέλη της νεοελληνικής μπελ επόκ , δύο χρόνια πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, ο «Πάπας» συνομιλεί με ένα από τα βάθρα του αστικού κόσμου, της ιδεολογίας και της πραγματικότητάς του: τον γάμο. Το κάνει με έναν τρόπο συστατικό του είδους που λέγεται οπερέτα: την ιλαρότητα. Κοντολογίς, ο Σακελλαρίδης βρίσκεται στον αντίποδα του Ίψεν και του Στρίνμπεργκ. Η διασκέδαση, βασική αξία κι αυτή του αστικού σύμπαντος, υπηρετείται από τη διασταύρωση της πρόζας με τη μουσική, σε επίπεδο φόρμας, και από την παιγνιώδη ανατροπή των βεβαιοτήτων σε επίπεδο δραματουργίας…»
Να προστεθεί συμπληρωματικά ότι η εμφάνιση της ελληνικής οπερέτας, της λεγόμενης «αθηναικής», συμπίπτει με εκείνη της Εθνικής Μουσικής Σχολής στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Θεωρήθηκε από μερικούς ως συνέχεια του δημοφιλούς κωμειδυλλίου των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα, αλλά όπως υποστήριξαν άλλοι θεατρολόγοι έχει πολύ μεγάλες διαφορές με το κωμειδύλλιο, τόσο θεματικά όσο και μουσικά. Σύμφωνα με τον ιστορικό του νεοελληνικού θεάτρου, Γιάννη Σιδέρη, η οπερέτα φέρνει μαζί της έναν καθαρά ευρωπαικό αέρα, τα θέματά της αναφέρονται στην αστυ-κή ζωή [των άστεων] και είναι σαφώς πιο μοντέρνα». Μουσικά, η οπερέτα είναι ένα είδος πολυσύνθετο σε σχέση με το κωμειδύλλιο. Διαθέτει ορχηστρική μουσική, χορωδιακά μέρη, άριες, ντουέτα, μπαλέτα κλπ. Ο Γ. Σιδέρης δεν θεωρεί τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη συνεχιστή του κωμειδυλλίου αλλά αυτόν που δημιούργησε ένα νέο είδος για την ελληνική θεατρική σκηνή του καιρού του. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οπερέτα –μικρή όπερα με πρόζα- έχει ως πατρίδα την Γαλλία και πατέρα τον Ιάκωβο Όφενμπαχ και ακολουθεί η περίφημη βιενέζικη οπερέτα με τους, Γιόχαν Στράους και Φραντς Λέχαρ.
Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες θα μυηθούν στο είδος όταν στις 12 Σεπτεμβρίου 1908, θα παρουσιαστεί η περίφημη «Μαμζέλ Νιτούς» των Florimond Ronger-Herve, με τη Ροζαλία Νίκα στον ομώνυμο ρόλο και αρχιμουσικό τον νεαρό τότε Θεόφραστο Σακελλαρίδη. Ο οποίος την επόμενη αμέσως χρονιά, κάνει το οπερατικό ντεμπούτο του με την οπερέτα «Σία και αράξαμε». Δικαίως λοιπόν, ο βέρος αυτός Αθηναίος, θεωρείται πατέρας της ελληνικής οπερέτας, με ογδόντα έργα στο ενεργητικό του και πάμπολλες επιτυχίες. Παρ’ όλα αυτά θα πεθάνει πάμπτωχος και ξεχασμένος το 1950.
Στην παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η μουσική διεύθυνση ανήκει εναλλάξ στον Ανδρέα Τσελίκα και στον Γιώργο Αραβίδη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έχει φιλοτεχνήσει ο Γιώργος Ζιάκας και τους ρόλους ερμηνεύουν καταξιωμένοι ερμηνευτές/τριες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Οι ημερομηνίες των παραστάσεων είναι: 14,15,18,20,21 και 22 Φεβρουαρίου. Επίσης θα επαναληφθούν στις 17 και 19 Απριλίου.