της Όλγας Σελλά
Υπάρχουν δύο πολύ σοβαροί λόγοι για να πάει κανείς στο θέατρο «Προσκήνιο». Ο πρώτος είναι για να δει (ή για να ξαναδεί και να ξαναδεί) το πιο απελπισμένο, το πιο σπαρακτικό έργο του Άντον Τσέχωφ: τον «Θείο Βάνια». Ο δεύτερος είναι για να δει πώς ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς θα προσεγγίσει, για δεύτερη φορά, τον Τσέχωφ, μετά τις «Τρεις αδελφές», που είχε παρουσιάσει το 2019.
Η σκηνή έχει ολόκληρη καταληφθεί από ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι, που κάθε γωνιά του παρέπεμπε και σε άλλο δωμάτιο. Ήταν το σπίτι, ήταν η εστία, ήταν οι χώροι της δουλειάς, της χαλάρωσης, των συγκρούσεων, των συναντήσεων της οικογένειας και των φίλων. Ένα τεράστιο τραπέζι που εγκλώβιζε το χώρο και έκανε στατική την κίνηση, όπως εγκλωβισμένη και στατική ήταν και η ζωή αρκετών από όσους ζούσαν σ’ εκείνο το σπίτι. Σε μια γωνιά του τραπεζιού -σε κάποιο χώρο του σπιτιού- ο Βάνιας (Χρήστος Λούλης) κοιμάται. Η μόνη που κινείται είναι η Νένα, η γυναίκα που φροντίζει και κυριολεκτικά στηρίζει όσους το κατοικούν (Μαρία Φιλίνη). Κινείται αδιάκοπα για να στρώσει το τραπέζι για το πρωινό, με κινήσεις από συνήθεια αλλά κι από αγάπη. Ο Βάνιας κοιμάται, δεν μετέχει, κάποια στιγμή πίνει τσάι και τρώει πρωινό μισοκοιμισμένος. Εμφανίζεται ο γιατρός της περιοχής, ο ΄Αστρωφ (Φιντέλ Ταλαμπούκας) και φίλος των ενοίκων, που ήρθε για να εξετάσει τον καθηγητή Σερεμπριακώφ (Μανώλης Μαυροματάκης), έναν συνταξιούχο επιστήμονα και γαμπρό του Βάνια (είχε παντρευτεί την αδελφή του), που έχει φτάσει στο κτήμα με τη δεύτερη γυναίκα του, την Ελένα Αντρέεβνα (Θεοδώρα Τζήμου), που ασφυκτιά σιωπηλά σ’ αυτή τη σχέση, με σκοπό τη μόνιμη εγκατάστασή του εκεί.
Μια προοπτική που έχει αναστατώσει τη ζωή όλων, αφού ο Σερεμπριακώφ έχει το δικό του ρυθμό, τις παραξενιές του, την έπαρσή του (ο Δημήτρης Καραντζάς τον εμφανίζει να φτάνει φορώντας άπειρα ρούχα, δηλώνοντας μ’ αυτόν τον σκωπτικό τρόπο το υποχόνδριο στοιχείο του και τη μη εξοικείωσή του με τη ζωή στη φύση). Στο τραπέζι φτάνουν σιγά σιγά όλοι: η γιαγιά Μαρία Βασίλιεβνα (Ξένια Καλογεροπούλου) μητέρα του Βάνια και πρώην πεθερά του Σερεμπριακώφ, που ποτέ δεν έχει σταματήσει να θαυμάζει τον πρώην γαμπρό της, ο Τελιέγκιν, (Αντώνης Αντωνόπουλος), ένας ξεπεσμένος γαιοκτήμονας, που πλέον δουλεύει ως βοηθός στο κτήμα, και βέβαια η Σόνια (Ηρώ Μπέζου), η κόρη του καθηγητή και ανιψιά του Βάνια, ένα λιγομίλητο μαραμένο κορίτσι, που δεν έχει καμία αυτοπεποίθηση για την εξωτερική του εμφάνιση και κάνει αυτό που πιστεύει ότι πρέπει να κάνει: δουλεύει ασταμάτητα στο κτήμα και φροντίζει να λειτουργούν όλα.
Οι σχέσεις όλων αυτών δεν είναι απαραιτήτως αρμονικές, ενώ υπάρχουν και κρυμμένα μυστικά. Η Σόνια είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Άστρωφ, ενώ εκείνος είναι γοητευμένος από την Ελένα Αντρέεβνα. Όσο για τον Βάνια θλίβεται με τα χρόνια που γλίστρησαν μέσα απ’ τα χέρια του, και παρέμεινε, εντέλει, υπάλληλος του καθηγητή… Άνθρωποι ματαιωμένοι που υπομένουν τη μοίρα τους με μια κρυφή οργή κι ένα μόνιμο παράπονο, άνθρωποι που προτάσσουν μόνο τις επιθυμίες τους, και μόνο απαιτούν, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις ανάγκες των άλλων, άνθρωποι με οράματα που συναντούν την καχυποψία και τον εμπαιγμό, κι άλλοι που βαδίζουν συμφιλιωμένοι με ό,τι τους έλαχε ή βαδίζουν το δρόμο του καθήκοντος. Αυτός είναι ο κόσμος του Τσέχωφ, αυτός είναι ο κόσμος του «Θείου Βάνια». Κι όπως σε όλα τα σπίτια, και σ’ αυτό το σπίτι υπάρχουν και οι εντάσεις και το καταλάγιασμα. Υπάρχουν οι εκρήξεις, οι συμφιλιώσεις και η σιωπηλή αποδοχή ενός δρόμου που δεν μπορεί ν’ αλλάξει ή που δεν μπορούν να τον αλλάξουν. Κι όλο αυτό το σύμπαν έχει σπαραγμό, κι έναν βαθύ πόνο…
Ο Δημήτρης Καραντζάς, με τη σκηνογραφική συμβολή της Μαρίας Πανουργιά, έστησε πανέξυπνα την όψη αυτού του σύμπαντος, αποτυπώνοντας τον εγκλωβισμό και το διαρκές ανακάτεμά των ανθρώπων (και της ζωής τους). Εξαιρετική η υπαινικτική όψη του έξω κόσμου, μέσα από τον πίνακα ζωγραφικής που είναι σ’ έναν διάδρομο πίσω από το τραπέζι, και αλλάζει και μικραίνει όσο τα πράγματα περιπλέκονται και εξελίσσονται, σαν ο έξω κόσμος ν’ απομακρύνεται, ή σαν εκείνοι που είναι μέσα να είναι πολύ μακριά από τον έξω κόσμο.
Εκσυγχρόνισε, δηλαδή, επιτυχώς την όψη της παράστασης αποτυπώνοντας εύστοχα το τσεχωφικό έργο. Επέλεξε όμως να εκσυγχρονίσει και το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά, την εκφορά του λόγου και τη mentalite αρκετών από τους ήρωες του έργου, αφαιρώντας μ’ αυτή την επιλογή του, τη συντριβή από πολλές και σημαντικές σκηνές. Επέλεξε να προτάξει το θυμό και τον έξαλλο τόνο της φωνής του Βάνια από την αρχή του έργου, έπλασε έναν διαφορετικό, οργισμένο και επιθετικό, Άστρωφ, ακύρωσε σχεδόν εντελώς την παρουσία ενός πολύ τρυφερού και διόλου διακοσμητικού ρόλου, του Τελιέγκιν, που είχε ήδη νιώσει την ήττα και βάδιζε πλέον με τη σοφία αυτής της γνώσης και προέκρινε, προφανώς όχι τυχαία, να υπονομεύσει την κυρίαρχη και κυριαρχική παρουσία, του καθηγητή Σερεμπριακώφ, που συνήθως είναι παρών δια της απουσίας του. Και επέλεξε να εκσυγχρονίσει και μερικές πολύ σημαντικές στιγμές του έργου, που ξεχειλίζουν τρυφερότητα, θλίψη, πόνο ή ενσυναίσθηση. Όπως τη σκηνή της συμφιλίωσης της Σόνιας με την Ελένα, ή τη σκηνή του αποχαιρετισμού και του μοναδικού φιλιού του Άστρωφ και της Ελένας.
Στον μόνο ρόλο που δεν παρενέβη ήταν σ’ εκείνον της Σόνιας, γι’ αυτό και η Ηρώ Μπέζου (κάθε φορά και καλύτερη, κάθε φορά και πιο ώριμη) μετέφερε ακόμα κι όταν δεν μιλούσε την εγκαρτέρηση, τη θλίψη, τη συμπόνια και το νοιάξιμο της ηρωίδας. Ο Χρήστος Λούλης ήταν, ακόμα και στους μεγάλους θυμούς του, σπουδαίος, αλλά ήταν ακόμα πιο σπουδαίος στις σιωπές του και στη ματαίωση που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του ή στη σακατεμένη από ανία στάση του σώματός του. Δεν υπολείπονταν καθόλου οι ηθοποιοί της παράστασης και έκαναν αυτό που τους ζητήθηκε με αυταπάρνηση και ζήλο. Με πρώτον τον Φιντέλ Ταλαμπούκα, που μετέφερε την οργή, την ειρωνεία, την έκρηξη, την υπερβολή των αισθημάτων του με κάθε τρόπο. Εξαιρετική η σχεδόν χωρίς λόγια παρουσία της μητρικής φιγούρας της Μαρίας Φιλίνη, και συγκινητική η παρουσία της Ξένιας Καλογεροπούλου στο ρόλο της γιαγιάς. Οι έμπειροί και καλοί ηθοποιοί Μανώλης Μαυροματάκης και Θεοδώρα Τζήμου, είχαν τον πιο κόντρα ρόλο σε σχέση με το τσεχωφικό σύμπαν, αλλά ήταν απολύτως συνεπείς στις επιλογές και τις οδηγίες του Δημήτρη Καραντζά. Το ίδιο και ο Αντώνης Αντωνόπουλος, παρότι μου έλειψε πολύ ο μονόλογός του.
Ο «Θείος Βάνιας» του Δημήτρη Καραντζά είναι μια δουλεμένη παράσταση, σε κάθε της λεπτομέρεια (σκηνικά, κοστούμια, φώτα, μουσική, κίνηση, ερμηνείες), όπως κάθε του παράσταση. Ο Δημήτρης Καραντζάς μένει πάντα πιστός στο κείμενο, αλλά νομίζω ότι όλο και περισσότερο πειραματίζεται με τη συμπεριφορά των ηρώων στις παραστάσεις του, την οποία προσπαθεί να την κάνει σύγχρονη και οικεία με σημερινές συμπεριφορικές συνήθειες και στάσεις. Είναι μια επιλογή με πολύ ενδιαφέρον, που δεν εγγυάται πάντα θετικό αποτέλεσμα. Στους «Πέρσες», το περασμένο καλοκαίρι, το εγχείρημα πέτυχε απολύτως. Στον «Θείο Βάνια» προσωπικά έχασα, αρκετές φορές, τον σπαραγμό και την εγκαρτέρηση –το συναίσθημα. Κάποιες φορές έχασα και το κείμενο, όπως και την πάντα αγαπημένη και αξεπέραστη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη,Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός, Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης, Βοηθός σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη, Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη, Οργάνωση παραγωγής: Κατερίνα Λιάτσου
Φωτογραφίες & Artwork & video: Γκέλυ Καλαμπάκα
Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Ηρώ Μπέζου, Ξένια Καλογεροπούλου, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Μανώλης Μαυροματάκης, Θεοδώρα Τζήμου, Μαρία Φιλίνη, Αντώνης Αντωνόπουλος.
Θέατρο «Προσκήνιο», (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα).
Πρόγραμμα παραστάσεων: Τετάρτη 7μ.μ., Πέμπτη 8μ.μ., Παρασκευή 9μ.μ., Σάββατο 5 μ.μ. και 9μ.μ., Κυριακή 7μ.μ.