“Θεέ μου, πόση κακομεταχείριση είχε υποστεί η καημένη λέξη “εντιμότητα”…” (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
423

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

Ο Μάριο Κόντε, ο αστυνομικός που συνόδευσε τον Λεονάρδο Παδούρα σε άλλα εννέα μυθιστορήματά του, έχει εμμονή με τη λέξη “εντιμότητα” η οποία, σύμφωνα με το λεξικό, εμπεριέχει “ την αξιοπρέπεια στις πράξεις και στα λόγια”. Η “εντιμότητα” και η “αξιοπρέπεια” αποτελούν τα κλειδιά για την κατανόηση του πληθωρικού τελευταίου μυθιστορήματος του 68χρονου σήμερα Κουβανού συγγραφέα, στο οποίο εμπλέκονται αξιοπρεπείς χαρακτήρες που διαπράττουν παράνομες πράξεις για να επιβιώσουν και αναξιοπρεπείς που επιβάλλουν τον νόμο.

Οι “ ‘Εντιμοι άνθρωποι”, που κυκλοφορούν από τον “¨Καστανιώτη”, όπως όλα σχεδόν τα βιβλία του Παδούρα και σε μετάφραση σταθερά του Κώστα Αθανασίου, είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο και συναρπαστικό μυθιστόρημα του συγγραφέα ο οποίος κάθε φορά που δημοσιεύει κάτι μας αφήνει μια υπέροχη αίσθηση ανάγνωσης. Αποτελεί μια ευφυή συνάντηση της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα, του παρόντος και του παρελθόντος, με πρωταγωνίστρια πάνω από όλα την Αβάνα, μια “ναρκωτική πόλη με τα αρώματα, τα φώτα, τα σκοτάδια και τις δυσωδίες, όλα στην πιο ακραία τους μορφή”. Εκεί διαδραματίζεται η ιστορία, η οποία μας παρουσιάζει την καθημερινότητα μιας χώρας που για περισσότερο από μισό αιώνα μοιάζει να ζει σε ειδικές συνθήκες, με κεντρικό ήρωα έναν χαρακτήρα στενά δεμένο με την πόλη. Είναι ο Μάριο Κόντε, όλο και πιο σοφός και στοχαστικός, πάντα αγνός και έντιμος άνθρωπος. Έχει αφήσει την αστυνομία σχεδόν τριάντα χρόνια και ζει (δύσκολα) μεταπωλώντας παλιά βιβλία. Συνεχίζει να είναι ζευγάρι με τη νεανική του αγάπη, την όμορφη Ταμάρα, και έχει αφοσιωμένους φίλους. Εδώ καλείται να παίξει και πάλι τον ρόλο του, εν έτει 2016, σημαδιακή χρονιά για την Κούβα.

Με τη μαεστρία που τον χαρακτηρίζει, ο Λεονάρδο Παδούρα στήνει δύο ιστορίες που, ενώ δείχνουν να μην έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους, συγκλίνουν σε μια  μεθυστική ιστορία, γεμάτη ίντριγκες, μυστήριο και πολλά πρόσωπα, εγκλωβίζοντας τον αναγνώστη σε έναν ιλιγγιώδη ρυθμό γεγονότων. Οι “ Έντιμοι άνθρωποι” λοιπόν εξελίσσονται με δύο ποινικές υποθέσεις που τις χωρίζει ένας αιώνας: μια στα 1910, σε εποχή εθνικής σύγχισης με την Κούβα να παλεύει για την ανεξαρτησία της, και η άλλη το 2016 όταν εξαπλώνεται ένα ελπιδοφόρο παραλήρημα λόγω της επίσκεψης του Ομπάμα, του πρώτου από το 1928 Αμερικανού προέδρου που πατά το πόδι του στο νησί, με τον Τύπο να χαρακτηρίζει το γεγονός “κουβανική απόψυξη”. Αλλά αν αυτό δεν αρκεί, τότε την ίδια χρονική στιγμή επίκεινται κι άλλα ασυνήθιστα γεγονότα: μια συναυλία των Rolling Stones και μια επίδειξη μόδας του οίκου Chanel.

Στα 62 του, ο Μάριο Κόντε, αυτός ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας, ο οποίος πάντα αγαπούσε το γράψιμο, ερευνά και γράφει για μια ιστορική και θρυλική προσωπικότητα που ακόμη θυμούνται στην Κούβα. Πρόκειται για τον γοητευτικό πλην αμφιλεγόμενο Αλμπέρτο Γιαρίνι (1882-1910), παιδί της μεγαλοαστικής αριστοκρατίας, με σπουδές στις ΗΠΑ, αλλά βασιλιά της πορνείας, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την εισαγωγή ιερόδουλων από τη Γαλλία, την εποχή που η Αβάνα ήταν η “Νίκαια της Καραβαϊκής”. Ήταν τόσο ισχυρός και δημοφιλής που μαγνήτιζε τα πλήθη, ενώ οι πιθανότητες να μπει στην πολιτική με τους συντηρητικούς, όπως επιθυμούσε, ήταν μεγάλες. Δεν πρόλαβε, αφού σκοτώθηκε από τον αντίπαλό του Λουί Λοτότ, αρχηγό των Γάλλων προαγωγών, ο οποίος αμφισβητούσε την πρωτοκαθεδρία του Γιαρίνι στο δίκτυο των οίκων ανοχής. Στη συμπλοκή σκοτώθηκε και ο Λοτότ, σε ανταποδοτικά πυρά. Ποιός όμως έδωσε τη χαριστική βολή;

Η ματιά στο παρελθόν, που εξελίσσεται παράλληλα στο μυθιστόρημα, αποτελεί για τον συγγραφέα το μέσο κατανόησης του κουβανικού παρόντος. Εκεί, στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα όταν η Αβάνα “βυθιζόταν στην τρέλα, στη διασκέδαση, στη διαστροφή”, ο Παδούρα εισάγει στη μυθοπλασία του την άγρια δολοφονία δύο ιερόδουλων. Η έρευνα ανατίθεται σε έναν νεαρό αστυνομικό, τον επινοημένο Αρτούρο Σαμπορίτ, έντιμο και αξιοπρεπή σαν τον Μάριο Κόντε της νεότερης εποχής. Τότε, επίσης, κυριαρχούσε ένα συλλογικό ντελίριο, οφειλόμενο στην απειλή του περάσματος του κομήτη Χάλεϊ, κάτι που επισκίαζε τόσο τη “φωτισμένη και ξιπασμένη” Αβάνα όσο και την εξαθλίωση.

Ο συγγραφέας περιγράφει εξαιρετικά μια ηθική συνθήκη σε βαθιά κρίση, τότε και τώρα. Έναν αιώνα μετά, το 2016, η Κούβα συνεχίζει να υποφέρει από φτώχεια, διαφθορά και πορνεία – “Νομίζω πως στην Αβάνα έχει πια περισσότερες πόρνες από φανάρια στους δρόμους”, λέει ο Κόντε. Και πάλι η πόλη βρίσκεται σε αναβρασμό. Οι δρόμοι της μοιάζουν “με αποκριάτικη παρέλαση της αστυνομίας”, λόγω των επικείμενων γεγονότων. Συγχρόνως, γεμίζουν με Αμερικανούς επισκέπτες και “στιγματισμένους επί δεκαετίες” εμιγκρέδες που “γυρίζουν νικητές”. Από την άλλη, ο Παδούρα που δεν εγκατέλειψε ποτέ την Αβάνα, παρότι ταξιδεύει πολύ, μέσα από τα μάτια του ήρωά του βλέπει φίλους και γνωστούς να φεύγουν, ίσως χωρίς επιστροφή. Άραγε η Ταμάρα θα επιστρέψει από το επικείμενο ταξίδι της στην Ιταλία όπου θα συναντήσει προσφιλή της πρόσωπα, συλλογίζεται ο πάντα απαισιόδοξος και μελαγχολικός Μάριο Κόντε;

Μέσα σε τούτη την ατμόσφαιρα, ο ήρωάς μας καλείται από την αστυνομία, που τρέχει και δεν φτάνει, να βοηθήσει στην έρευνα για τη βάρβαρη δολοφονία ενός πρώην ηγετικού στελέχους της επαναστατικής κυβέρνησης. Για τον ίδιο, αυτό σημαίνει επιπλέον ευθύνες, τη στιγμή που ένας παλιός φίλος τού ζητά και εκείνος δέχεται, για τα προς το ζην, να εργαστεί ως φύλακας στο μοντέρνο μπαρ εστιατόριό του, με την επωνυμία “Γλυκιά Ζωή”, όπου οι τιμές είναι απρόσιτες για τον μέσο Κουβανό. Εδώ έχουμε μια κοινωνία δύο ταχυτήτων, αυτούς που μπορούν να πληρώσουν οποιοδήποτε τίμημα για ό,τι καλύτερο προσφέρεται (“Ποιοί ήταν αυτοί οι φραγκάτοι Κουβανοί που ήταν ικανοί για τέτοιες δαπάνες;”) και εκείνους που ζορίζονται να βρουν και να πληρώσουν ακόμη και τα στοιχειώδη αγαθά. Ο Κόντε προσπαθεί να διατηρεί μια αξιοπρεπή στάση, αντιμετωπίζοντας τα πράγματα με ανθρωπιά και συχνά με χιούμορ και σαρκασμό.

Τα κίνητρα του φόνου έχουν ρίζες στο παρελθόν. Ο δολοφονημένος, ονόματι Ρεϊνάλδο Κεβέδο, έχει πολλούς εχθρούς καθώς, όταν είχε στα χέρια του εξουσία, υπήρξε ανελέητος λογοκριτής συγγραφέων και καλλιτεχνών που κατά την κρίση του παρέκκλιναν από τα συνθήματα της Επανάστασης. Ήταν “η ενσάρκωση του Κακού για τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας”, που όχι μόνο γκρέμισε τη σταδιοδρομία πολλών δημιουργών, αλλά λεηλάτησε τα έργα τους, όταν αυτοί δεν ενέδιδαν στους εκβιασμούς του, κάνοντας δική του προσωπική περιουσία. Ο χαρακτήρας του “Αποτρόπαιου”, όπως χαρακτηρίζεται, αντιπροσωπεύει όλα εκείνα τα υπαρκτά κυβερνητικά πρόσωπα που στο όνομα της “ιδεολογικής καθαρότητας” συνέθλιψαν ή περιθωριοποίησαν ορισμένους από τους καλύτερους συγγραφείς και καλλιτέχνες της χώρας, όπως ο Βιρχίλιο Πινιέρα που αναφέρεται κιόλας στο βιβλίο. Η δολοφονία του Κεβέδο είναι ίσως ο τρόπος με τον οποίο ο Παδούρα εκδικείται μέσω της λογοτεχνίας την όποια πολιτιστική καταστολή καταγράφηκε στη χώρα του.

Η υπόθεση της εκδικητικής δολοφονίας του πρώην στελέχους περιπλέκεται από μια δεύτερη δολοφονία, με την ίδια φρικιαστική μέθοδο, ενός άλλου κυβερνητικού προσώπου, συγγενούς του πρώτου, που εμπλέκεται στη διακίνηση έργων τέχνης και άλλων πολύτιμων πραγμάτων, ακόμη και μουσειακών αντικειμένων του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ο Κόντε, ο οποίος νιώθει “πιο στραπατσαρισμένος και από την εντιμότητα” και δεν κρύβει μια συμπάθεια προς τον δολοφόνο, όπως και ο αναγνώστης άλλωστε, οφείλει να ανακαλύψει εάν οι δύο φόνοι σχετίζονται και τί κρύβεται πίσω από αυτούς. Κι ενώ συνεχίζει την έρευνα, η τριτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται από την ιστορία που ο ίδιος γράφει σε πρώτο πρόσωπο και διαδραματίζεται έναν αιώνα νωρίτερα. Η εξέλιξη εκείνων των ιστορικών γεγονότων θα έχει σχέση με τη σύγχρονη ιστορία έτσι που ούτε ο ίδιος υποψιάζεται.

Οι δύο παράλληλες αφηγήσεις είναι ένα ευρηματικό σχέδιο του Παδούρα να συγκρίνει τις δύο εποχές, μέσα από τον θάνατο του θρυλικού μαστροπού και δανδή της συνοικίας Σαν Ισίδρο, Αλμπέρτο Γιαρίνι, και τη δολοφονία στην εποχή της “κουβανικής απόψυξης” ενός γραφειοκράτη, καταστολέα και λογοκριτή της κουβανικής κουλτούρας τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, που ενσωματώθηκε στο μυθιστόρημα με έναν φανταστικό χαρακτήρα. Οι θάνατοι των δύο ανδρών, αν και επεισόδια αμφίβολης δικαιοσύνης, έρχονται να διευκολύνουν τον διάλογο της μυθοπλασίας με την ιστορία της Κούβας.

Ο Μάριο Κόντε πάσχει από “υπερθυμησία”, παρότι μερικές φορές προτιμά τη λήθη “ως στρατηγική επιβίωσης”, για να μη βουλιάζει “στο αναμάσημα των ματαιωμένων ψευδαισθήσεων, στην οδυνηρή αναπόληση υποσχέσεων που κάποτε είχε πιστέψει και τόσες μα τόσες φορές είχαν αθετηθεί”. Ωστόσο, μια ανάμνηση έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του και με αυτήν ξεκινούν οι “ ‘Εντιμοι άνθρωποι”. Κάποια μέρα, σε μικρή ηλικία, δέχεται την επίσκεψη ενός λίγο μεγαλύτερου αγοριού, του Μοτιβίτο, που θαυμάζει απεριόριστα γιατί είναι ο “πιο μοδάτος της γειτονιάς”. Ο τελευταίος ζητά από τον Μάριο το πικάπ της οικογένειάς του γιατί χάλασε το δικό του και βάζει έναν δίσκο: “Μικρέ…, αυτό που θα ακούσεις … κανένας δεν το έχει ακούσει στο νησί της Κούβας…  Έχεις ακούσει ποτέ να μιλάνε για τους Μπιτλς;” Ο Κόντε κουνά αρνητικά το κεφάλι. “Αυτοί οι τύποι είναι … το υπέρτατο”, του λέει ο άλλος. Όταν άκουσε τους στίχους “It΄s been a hard day΄s night, And I’ ve been working like a dog…”, αν και δεν τους κατάλαβε, αισθάνθηκε ότι “διέσχισε ένα σύνορο προς κάπου απ΄όπου δεν υπήρχε τρόπος να επιστρέψει”: “την ιερή επικράτεια των μυημένων”. Από τότε είναι “με τους Μπιτλς και όχι με τους Στόουνς”. Έτσι δεν επεξίωξε να πάει στη συναυλία των τελευταίων.

Πενήντα χρόνια μετά διηγείται ξανά και ξανά εκείνο το περιστατικό που αφύπνισε αυτόν τον υπέροχο πεσιμιστή ντετέκτιβ. Ο Λεονάρδο Παδούρα τον περιγράφει με περισσή προσοχή, καθώς συνιστά τον χαρακτήρα εκείνον του οποίου αποστολή είναι η αποκαλυπτική συνάντηση της λογοτεχνίας με την πραγματικότητα. “Οι δρόμοι της λογοτεχνίας και της ζωής έχουν την ιδιότροπη τάση να διασταυρώνονται και, καθώς συγκρούονται μεταξύ τους, να ξεσκεπάζουν μια ουσία ανησυχητική, αποκαλυπτική κάποιες φορές”.

Ενσωματώνοντας στις ιστορίες του  κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία, είναι ο τρόπος που ο σημαντικότερος συγγραφέας της Κούβας επιλέγει να εκθέσει τον προβληματισμό του για τα κακώς κείμενα, γεγονός που μαζί με την αριστοτεχνική γραφή του τον τοποθετεί στην κορυφή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, με πολλές διακρίσεις, ανάμεσά τους και το μεγαλύτερο  βραβείο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας “Πριγκίπισσα των Αστουριών”

 

Λεονάρδο Παδούρα, Έντιμοι άνθρωποι, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, Καστανιώτης

 

 

Προηγούμενο άρθροΆλλα 6 πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (του Χρήστου Τσιάμη)
Επόμενο άρθροΔέντρα και χαρτιά (του Θανάση Αγάθου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ