Θεατρική τηλεόραση ή τηλεοπτικό θέατρο; «Κωλόκαιρος», «Γάμος», «Μάτια τέσσερα» (της Όλγας Σελλά)

0
711

της Όλγας Σελλά

 

Το θέατρο, στη διάρκεια της πανδημίας, τροφοδότησε τη μυθοπλασία στην ελληνική τηλεόραση. Έγιναν γνωστοί ηθοποιοί, που το ευρύ κοινό δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν κι ας είχαν, αρκετοί και αρκετές, πολύχρονη και σημαντική καριέρα στο θέατρο. Φέτος, στην πρώτη χρονιά χωρίς περιορισμούς πληρότητας στα θέατρα και χωρίς επιβολή μάσκας στη θέαση (ελάχιστοι φοράμε) φαίνεται ότι υπάρχει μια… ανταπόδοση. Η ελληνική τηλεόραση επανατροφοδοτεί το ελληνικό θέατρο. Κι όχι μόνο με τους ηθοποιούς που μπήκαν στα σπίτια όλων μέσα από ελληνικές σειρές (που είτε ολοκληρώθηκαν, είτε αυτή τη σεζόν παρουσιάζονται), τους οποίους, αφού γνώρισαν, αγάπησαν ή ταυτίστηκαν μαζί τους στις τηλεοπτικές σειρές μυθοπλασίας, θέλουν να δουν και ζωντανά, επί σκηνής. Η επανατροφοδότηση της τηλεόρασης προς το θέατρο αφορά σε μεγάλο βαθμό τη θεματολογία των νέων ελληνικών έργων, το είδος της μυθοπλασίας, αλλά και τον τρόπο σκηνικής παρουσίασης, που σε κάποιες αρκετές περιπτώσεις είναι déjà vu με δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές. Και τα θέατρα γεμίζουν ασφυκτικά.

Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις ήταν παραστάσεις νεοελληνικών θεατρικών έργων που είδα πρόσφατα. Το πρόσφατα γραμμένο «Κωλόκαιρος» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και δύο παλαιότερα: τον «Γάμο» του Μάριου Ποντίκα που σκηνοθετεί η Ελένη Σκόττη και τα «Μάτια Τέσσερα» του Γιάννη Τσίρου σε σκηνοθεσία Γιώργου Πυρπασόπουλου. Τα δύο από αυτά συναντιούνται με τις παραπάνω σκέψεις, σχεδόν τις προκάλεσαν. Το τρίτο, τα «Μάτια Τέσσερα», κινείται σε εντελώς διαφορετικούς δρόμους.

«Κωλόκαιρος»

Ένα σκυλάδικο κάπου στην Ελευσίνα, λαϊκοί άνθρωποι που βαδίζουν μαζί από παιδιά, και μια απρόσμενη άφιξη λίγο πριν από μια κηδεία, που αναβάλλεται, επειδή βρέχει… βατράχια. Δηλαδή έχει «Κωλόκαιρο». Ο Σοφοκλής (Στάθης Σταμουλακάτος) φτάνει στο κέντρο διασκέδασης «Διυλιστήριο» (ευφυές όνομα), έπειτα από εξαφάνιση πέντε χρόνων, και ταρακουνάει τους πάντες και τα πάντα. Τον αδελφό του τον Μίμη (Στέλιο Δημόπουλο), τον παλιό του φίλο τον Στέλιο (Αντώνη Τσιοτσιόπουλο), την πρώην γυναίκα του Μαρία (Βασιλική Διαλυνά) που είναι και η τραγουδίστρια στο μαγαζί και τον μουσικό του μαγαζιού, τον Μάκη (Θάνος Αλεξίου). Είμαστε στο τελείωμα μιας νύχτας με γαρίφαλα, ποτά, τραγούδια. Βαριεστημένοι άνθρωποι, βουτηγμένοι στον καπνό, το ποτό και τη μιζέρια. Συζήτηση επιπέδου καφενείου, με ξερολισμούς και εξαιρετικά περιορισμένο λεξιλόγιο, με βρισιές (πολλές), με οργή, με προσβολές, ειρωνείες και ακυρώσεις προς κάθε κατεύθυνση. Το μαγαζί κλείνει και στο σκοτάδι του μπαίνει μια περίεργη φιγούρα. Ο Σοφοκλής; Ο ερχομός του ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. «Το Ελευσίνιο μυστήριο» σχολιάζει εύστοχα ο Στέλιος… Κρυμμένα οικογενειακά και προσωπικά μυστικά, μικρολαμογιές, πονηριά και το κυνήγι του συμφέροντος, συντηρητικές αντιλήψεις σε καθετί διαφορετικό. Αυτό είναι το έργο. Μια σύγχρονη νεοελληνική παρέα ανθρώπων που επιχειρεί να αποτυπώσει την εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας. Το καταφέρνει; Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, με εμπειρία και ως ηθοποιός και ως συγγραφέας στα νεοελληνικά έργα και με πολύχρονη συνεργασία με τον Γιώργο Παλούμπη, φτιάχνει διακριτούς χαρακτήρες, χωλαίνει όμως η δραματουργία του έργου. Που κάνει χάσματα, αφήνει κενά στην εξέλιξη κάποιων σχέσεων, φλερτάρει συχνά με το μελό, στερείται εκπλήξεων (εκτός από την αρχική με την εμφάνιση του Σοφοκλή), ενώ ακολουθεί, σχεδόν πιστά, το λεκτικό ύφος του «Σπιρτόκουτου».  Ο Γιώργος Παλούμπης καθοδήγησε ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάζεται χρόνια, αλλά επέλεξε μια γλώσσα σκηνικής ευκολίας. Ο Στάθης Σταμουλακάτος έφερε επιτυχώς τη σοφή γαλήνη του ανθρώπου που με κόπο και κόστος ακολούθησε τον δικό του και δεν τον αγγίζουν πλέον οι μικρότητες. Ο Στέλιος Δημόπουλος έδειξε μάλλον επιφανειακά τον τζόρα και παρτάκια αδελφό του Σοφοκλή. Σε γνώριμους ερμηνευτικούς δρόμους ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, ανέλαβε το ρόλο του πυροσβέστη, εκείνου που τα ξέρει όλα και σιωπά. Από άποψη αλλά και από τακτική. Πειστική και με ωραία φωνή η Βασιλική Διαλυνά. Αλλά την παράσταση κλέβει ο Μάκης του Θάνου Αλεξίου, ο λαϊκός άνθρωπος που θέλει να ανήκει κάπου, που είναι καλοπροαίρετος, που δεν ξέρει λαμογιές και κόλπα και λειτουργεί με το συναίσθημα και με ατόφιο χιούμορ, λειτουργώντας συχνά ως βαλβίδα αποφόρτισης σε στιγμές μεγάλης έντασης. Μια παράσταση που ακολουθεί οικείους για το κοινό δρόμους, τόσο στη θεματολογία όσο και στη σκηνή.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Σκηνοθεσία & Δραματουργική Επεξεργασία: Γιώργος Παλούμπης, Σκηνικό – Κοστούμια: Νατάσα Παπαστεργίου, Μουσική: Κώστας Νικολόπουλος, Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας, Σχεδιασμός ήχου: Ανδρέας Μιχόπουλος  , Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου, Βοηθός σκηνογράφου: Μαριάνθη Ράδου

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Παίζουν οι ηθοποιοί: Στάθης Σταμουλακάτος, Θάνος Αλεξίου, Βασιλική Διαλυνά, Στέλιος Δημόπουλος, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος

Θέατρο Τζένη Καρέζη (Ακαδημίας 3, Αθήνα), Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ.

 

«Ο Γάμος»

Διαχρονικά επίκαιρο το έργο του Μάριου Ποντίκα, που γράφτηκε το 1980 και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης, ανατριχιαστικά επίκαιρο στις μέρες μας, με τις κάθε είδους επιθέσεις εναντίον γυναικών να είναι καθημερινή φρικτή είδηση. Αγαπημένο έργο των Ελλήνων σκηνοθετών, αυτή τη φορά το επέλεξε η Ελένη Σκόττη, στο θέατρο «Επί Κολωνώ», και αφιερώνει την παράσταση στη μνήμη του Μάριου Ποντίκα, που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Το σκηνικό σχεδόν έρημο. Τρεις καρέκλες στη σειρά, σαν δικαστές, σαν ένορκοί, σαν στασίδια εκκλησίας. Κι ένα ημίφως στο βάθος. Και η ιστορία της νεαρής γυναίκας, της Αφέντρας, που βιάστηκε ξεκινά. Με νέους «βιασμούς» ενδοοικογενειακούς, από τον πατέρα (που μόνο να φωνάζει και να επιβάλλεται με την παλάμη του χεριού του, πάνω στα άλλα σώματα γνωρίζει), με την αδελφή που επιλέγει να ταυτιστεί με τον πατέρα για να γλιτώσει τη δική της κακοποίηση και γίνεται γενίτσαρος σε σκληρότητα και μια μάνα φοβισμένη και άβουλη, που είναι η μόνη που στηρίζει όμως την κόρη της. Κι ας εισπράττει ξύλο από τον άντρα της. Με «βιασμούς» κοινωνικούς (από τη γειτονιά), αλλά και πολιτειακούς, αφού στο δικαστήριο ξαναβιάζεται το νεαρό κορίτσι από την αγόρευση του Εισαγγελέα. Πώς επιλέγουν να ξεπλυθεί η «ντροπή»; Παντρεύοντάς την, πουλώντας την για την ακρίβεια, στον βιαστή της, αφού πρώτα έχει πιεστεί ασφυκτικά να ξεπλύνει η ίδια τη «ντροπή». Αυτοπυρπολούμενη. Η νεαρή Αφέντρα (Μέγκυ Σούλι) δεν βγάζει λέξη σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Τα υπομένει όλα, με στωικότητα και οδύνη, ξεμπροστιάζοντας την κενότητα και την υποκρισία όλων των υπολοίπων.

Η Ελένη Σκόττη, που υπηρετεί εδώ και χρόνια με συνέπεια και σταθερότητα το ρεαλιστικό θέατρο, επέλεξε κι αυτή τη φορά μια ρεαλιστική προσέγγιση (οπωσδήποτε ως προς τις ερμηνείες των ηθοποιών). Και αφαιρετική μαζί. Γέρνοντας προς τις δραματικές ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60. Κλείνοντας εμφανώς το μάτι στην κινηματογραφική με τις διαρκείς αλλαγές σκηνών και τα διαρκή φλας μπακ με τη δική του βιαστή, με τις slow motion σκηνές της βίας και θυμίζοντας ευθέως πρόσφατες δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές. Μια επιλογή που μάκρυνε το ρυθμό του έργου και της παράστασης, αναίτια. Και έδωσε και στο έργο μια διάσταση ηθογραφική, ενώ είναι πολλά περισσότερα,  βρίσκοντας έτσι την οδό της επικοινωνίας με την πλατεία, αφού υπήρχαν αρκετά δάκρυα στα μάτια των θεατών στη διάρκεια της παράστασης. Όσο για τις ερμηνείες, ήταν πειστικός ο Ηλίας Βαλάσης στο ρόλο του πατέρα, ανταποκρίθηκε απολύτως στους πολλούς ρόλους που κλήθηκε να ερμηνεύσει ο Στέλιος Δημόπουλος (γιατρός, εισαγγελέας, αφεντικό βιαστή, γειτόνισσα, κ.λπ.), επιφανειακή η ερμηνεία της αδελφής (Αθανασία Κουρκάκη). Η Μαρία Κάτσενου όμως, στο ρόλο της μητέρας, έφερε στο βλέμμα της, στο μαραγκιασμένο πρόσωπό της και στη στάση του σώματός της όλη την απόγνωση, την επιβεβλημένη σιωπή χρόνων, τη ματαίωση της δικής της ζωής, την απελπισία και τον πόνο για το παιδί της.

«Ο Γάμος» του Μάριου Ποντίκα είναι ένα από τα σημαντικότερα μεταπολιτευτικά θεατρικά έργα, όμως η παράσταση της Ελένης Σκόττη επέλεξε να απευθυνθεί στο θυμικό των θεατών.

 

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Μάριος Ποντίκας, Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη , Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου, Κοστούμια: Μαρία Αναματερού, Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος, Μουσική & Sound design: Στέλιος Γιαννουλάκης, Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηνικολάου, Μαρία Αναματερού, Βοηθός σκηνοθέτιδος: Φαίδρα Αγγελάκη, Παραγωγή: Ομάδα Νάμα

ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ηλίας Βαλάσης, Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία Κάτσενου, Αθανασία Κουρκάκη, Μέγκυ Σούλι

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Μάριου Ποντίκα

Η παράσταση περιέχει σκηνές βίας και υβριστικό περιεχόμενο, προτείνεται η παρακολούθηση της σε ηλικίες άνω των 16 ετών

Θέατρο «Επί Κολωνώ» (Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94). Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9.15μ.μ. και Κυριακή στις 6.15μ.μ.

 

«Μάτια Τέσσερα»

Το 2008 έγραψε αυτό το έργο ο Γιάννης Τσίρος και το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο Δραματουργίας Κάρολος Κουν. Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, ένας ακόμη ηθοποιός που επιλέγει τον ρόλο του σκηνοθέτη, θήτευσε πέρυσι σ’ ένα άλλο έργο του Γιάννη Τσίρου, τα «Αξύριστα πηγούνια» και θέλησε να προσεγγίσει κι από άλλη πλευρά το έργο του συγγραφέα. Και η αλήθεια είναι ότι δεν κατέφυγε σε εύκολες λύσεις. Ούτε στα σκηνικά, ούτε στη ροή της ιστορίας. Φωτίζει εμφανώς τους ηθοποιούς, τους δίνει χώρο, τους δίνει το έργο. Πολλές και διάφορες ντουλάπες είναι το σκηνικό του, που γίνονται αστυνομικό τμήμα, σπίτι πολιτευτή και δικαστή, δικαστήριο, νοσοκομείο, με λειτουργικό τρόπο. Και κάθε φορά, σε κάθε «τόπο» της ιστορίας, υπάρχει μια οθόνη: είτε ως εικόνα κάμερας κλειστού κυκλώματος είτε ως τηλεόραση. Όπλο, έτσι κι αλλιώς. Η εικόνα, η απόλυτη εξουσία. Μεγαλύτερη από την εκτελεστική, από τη νομοθετική, από τη δικαστική. Όχι από τη λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», τα ΜΜΕ.

Η ιστορία είναι απλή, συνηθισμένη. Μια νεαρή κοπέλα, η Άννα (Ναταλία Σουίφτ), συλλαμβάνεται για μικροκλοπή αλλά το σκάει, και ο παππούς της (Χρήστος Σαπουντζής) κάνει τα πάντα για να τη βοηθήσει. Όμως η μόνη ποινή που δεν εξαγοράζεται είναι η αντίσταση κατά της αρχής. Και η αυστηρότητα μιας πολιτείας εφαρμόζεται με τρόπο ψυχρό και ανάλγητο σ’ αυτό το κορίτσι. Μεταφορικά, στο κείμενο του Γιάννη Τσίρου, το κυνηγετικό όπλο του δικαστή σκοτώνει το σπουργίτι, όχι την μπεκάτσα. Γιατί «η δικαιοσύνη αδυνατεί να είναι δίκαια». Μόνη διέξοδος «τα κανάλια»: «Μπορεί να μην είμαι η θεία δίκη, αλλά είμαι το μόνο που σου απέμεινε», λέει ο δημοσιογράφος στην Άννα.

Ο Γιάννης Τσίρος καταφέρνει να φτιάξει πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες, που ευφυώς αγγίζουν πολλές πλευρές και τάξεις της κοινωνίας. Και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος αλλάζει περιβάλλον και χώρους, ανοίγοντας κάθε φορά διαφορετικές ντουλάπες, χωρίς να χάνει το ρυθμό της παράστασης. Με μόλις τέσσερις ηθοποιούς. Με τον Χρήστο Σαπουντζή που ήταν ο παππούς, αλλά και ο δικαστής, και τη Μαρία Κατσανδρή να είναι η αστυνομικός και η οικιακή βοηθός του δικαστή. Συναρπαστικοί και οι δύο. Πιο άπειροι και πιο εξωστρεφείς οι άλλοι δύο ηθοποιοί (Πανάγος Ιωακείμ και Ναταλία Σουίφτ), ανταποκρίθηκαν κι εκείνοι στους διαφορετικούς ρόλους που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν.

Πρώτο σκηνοθετικό εγχείρημα του Γιώργου Πυρπασόπουλου, επιτυχές σε γενικές γραμμές, παρά τις κάποιες ατολμίες. Όμως ανέδειξε το έργο, και κυρίως κατάφερε να δώσει μια παράσταση που δεν αντιγράφει ευκολίες.

Η ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας: Γιάννης Τσίρος, Σκηνοθεσία: Γιώργος Πυρπασόπουλος Σκηνικά – Κοστούμια: Άννα Ζούλια, Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου, Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκοβέ.

 

 

Παίζουν:

Μαρία Κατσανδρή, Χρήστος Σαπουτζής, Πανάγος Ιωακείμ

Ναταλία Σουίφτ

 

Θέατρο «Ιλίσια-Βολανάκης» (Παπαδιαμαντοπούλου 4, Ιλίσια). Κάθε Τετάρτη στις 8μ.μ., Πέμπτη και Σάββατο στις 9μ.μ., και Κυριακή στις 6μ.μ.

 

Προηγούμενο άρθροΣταύρωση δίχως ανάσταση (του Γιάννη Στρούμπα)
Επόμενο άρθροΕίκοσι + ένα non fiction αναγνώσματα για ένα σκοτεινό φθινόπωρο (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ