της Ροζίτας Σπινάσα
#vol. 1
Ο πατέρας μου, τα χρόνια των σπουδών του στη Νομική Θεσσαλονίκης, δούλευε στις επιχειρήσεις ενός συγχωριανού του, ο οποίος δραστηριοποιείτο δυναμικά στον χώρο της νύχτας: κέντρα διασκέδασης, ξενοδοχεία ημιδιαμονής και λοιπά ευαγή ιδρύματα – μας είχε πει κάτι ψιλά ο πατέρας μου, από τα οποία μπορούσα να ψυλλιαστώ και τα πιο χοντρά. Τα χρόνια πέρασαν, ο πατέρας μου γύρισε στην Αθήνα και (αφού πρώτα εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής) έγινε, δυο χρόνια μετά τη γέννησή μου, δικηγόρος – μετά μεγάλωσα και ήρθε η σειρά μου να γίνω κι εγώ δικηγόρος (μπογιατζού δεν έγινα).
Μια ωραία λοιπόν πρωία έρχεται στο γραφείο ο παραπάνω συγχωριανός: ηλικιωμένος πια, μα με εμφανή πάνω του τη στάμπα της νύχτας – αυτή την παλαιάς κοπής μαγκιά που κουβαλούσε μαζί της την αύρα ενός μεταιχμιακού, στις παρυφές της ηθικής και της νομιμότητας βίου.
«Από δω η κόρη μου, η Ροζίτα», με συστήνει ο πατέρας μου – ήμουν τότε γύρω στα τριάντα.
Για να πετάξει ο τύπος, με μάτι εκπαιδευμένο σε γρήγορα τσεκαρίσματα θηλυκών και με φωνή αργόσυρτη και βαριά, την ατάκα:
«Ωραία η κόρη σου, Ηλία, και σέξυ – όπερ και το σπουδαιότερον»
Επακολούθησε κοκκίνισμα, αμήχανα χάχανα και δε συμμαζεύεται, plus η κόντρα σε όλα αυτά αίσθηση της δυναμικής που εκλύει το σπάσιμο της νόρμας, της ρωγμής που καταφέρνει στην ορθότητα, της –με μια λοξή έννοια– καλλιτεχνικής φύσης του παράδοξου, που δεν το ξεχνάς μέσα στα χρόνια, μα το ανακαλείς και το διηγείσαι ξανά και ξανά, μαζί με τα λοιπά ευτράπελα που έχουν διανθίσει, με τον δικό τους αμφιλεγόμενο, μα άκρως ζωντανό τρόπο, το σύνολο των ιστοριών που αποτελούν τον βίο τον δικό σου.
#vol. 2 [the vice versa edition]
Ευελπίδων, ένα ανοιξιάτικο πρωινό μιας χρονιάς της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας. Μαζί μου ο πατέρας μου και δυο ηθοποιοί – καλοί φίλοι. Ο τραγικός θάνατος ενός νέου, εξαιρετικά ταλαντούχου ηθοποιού την προηγούμενη μόλις νύχτα τους είχε συγκλονίσει, όμως εγώ τραβούσα άλλα ζόρια. Μπροστά μας είχαμε ένα πολύ σοβαρό δικαστήριο: ο φίλος ενάγων και η φίλη μάρτυρας, εγώ χειριζόμουν την υπόθεση κι ο πατέρας σε β’ ρόλο υποστήριξης.
cut / flashback: Υποτίθεται πως το οιδιπόδειο συμβαίνει χωρίς να το καταλαβαίνεις, όμως στο σπίτι μας μοιάζει να ήταν μια τελειωμένη υπόθεση: ο πατέρας μου ήταν φαλακρός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, καθώς είχε χάσει τα μαλλιά του από νωρίς, πριν εγώ γεννηθώ. «Μαμά, γιατί παντρεύτηκες τον μπαμπά, αφού δεν έχει μαλλιά!», την ψέγαμε με την αδερφή μου άκαρδα κι αμείλικτα – σχεδόν της ζητούσαμε και τα ρέστα που μας έφερε στον κόσμο με έναν καράφλα. Η απάντηση της μητέρας μου δινόταν ετεροχρονισμένα, σε ανύποπτους χρόνους: «Ο μπαμπάς μπορεί να μην έχει την κλασσική ομορφιά, είναι όμως πολύ αρρενωπός» [εντάξει μαμά, μας έπεισες].
cut / επιστροφή στο ανθισμένο προαύλιο της Ευελπίδων: το άγχος μου στο ταβάνι – ένα άγχος που ξεχυνόταν και με κυρίευε κατά κύματα, απειλώντας σε στιγμές να με διαλύσει εις τα εξ’ων συνετέθην· ποτέ δεν το έκανε: η εκλογίκευση έπαιρνε τα ηνία κατευνάζοντας τις εσωτερικές μου τουρμπίνες και το άγχος υποχωρούσε προσωρινά, μέχρι το επόμενο κύμα. [το τραγελαφικό συναισθηματικό ρολακόστερ ενός δικηγόρου πριν από τη δίκη το έχει περιγράψει εξαιρετικά ο Χρίστος Κυθρεώτης στο «Εκεί που ζούμε»].
Κι εκεί που χόρευα ντρίλιες από μέσα μου, προσπαθώντας να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία απ’έξω μου –μια αυτοκυριαρχία απαραίτητη για να φέρω σε πέρας επιτυχώς την ακροαματική διαδικασία–, έρχεται η φίλη μου και μου ψιθυρίζει στο αυτί (ήταν από το δικό της άγχος ενόψει της μαρτυρικής κατάθεσης, ή ένα απλό, καθημερινό κάλεσμα της φύσης; ένας Θεός το ξέρει):
«Ροζίτα, ο πατέρας σου είναι πολύ αρσενικό. Πολύ αρρενωπός, πολύ ερωτιάρης».
Ήταν η σταγόνα στο ποτήρι, ήταν το κερασάκι στην τούρτα: μια καζαντζίδια κραυγή αντήχησε στο κρανίο μου και τρύπησε τον εγκέφαλό μου: «Γιατί, ζωή, με δέρνεις αλύπητα; Γιατί, γιατί, γιατίιιιιιι;»
Για την ιστορία, το δικαστήριο εκείνη την ημέρα αναβλήθηκε, η δίκη έγινε μερικούς μήνες αργότερα κι οδήγησε στην πιο συναρπαστική (τόσο από νομικής πλευράς, όσο και από πλευράς αποδείξεων), ανατρεπτική (με απόφαση – γύρισμα στον Άρειο Πάγο και παραπομπή στο Εφετείο για το γκράντε φινάλε) κι άκρως επιτυχημένη (ήταν πολλά τα γκαφρά, Άρη) υπόθεση που έχω χειριστεί. Το άγχος της δικηγορίας δεν το νίκησα με τα χρόνια, όπως έλπιζα κι όπως μου έλεγαν· αντιθέτως, στην πορεία αναγνώρισα το εύλογο και βάσιμο της φύσεώς του: την αγωνία, την ευθύνη και –πάνω απ’όλα– τη δυσφορία ενός ανθρώπου που, ενώ κάνει καλά αυτό που κάνει, δεν παύει να είναι ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση.
«The emotional cost just isn’t worth the money, honey», θα έλεγε η εσωτερική μου φωνή αν ήταν σέξυ κοκκινομάλλα ηρωίδα του Ρέιμοντ Τσάντλερ – και μετά θα φυσούσε τον καπνό σε ομόκεντρα, τέλεια δαχτυλίδια. Όμως η εσωτερική μου φωνή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα τρομαγμένο χωριατόπαιδο που μου έριχνε ξεγυρισμένες κλωτσιές στο στομάχι. Ακόμα κι έτσι, την έκανε τη δουλειά της: η εσωτερική μου φωνή εισακούσθηκε – η εσωτερική μου φωνή δικαιώθηκε [ή αλλιώς, How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb].
*Cringe: η δυσφορία που προκαλείται από άβολες, αμήχανες συμπεριφορές και καταστάσεις, που φέρουν στοιχεία κωμικότητας και γι’αυτό συνιστούν μια κάποια απόλαυση.