του Γιάννη Στρούμπα
Ποτισμένος από την υγρασία των αναμνήσεων, ο γενέθλιος τόπος ανακαλεί σκηνές της παιδικής ηλικίας στην ποιητική συλλογή Βροχές Βερμίου του Θανάση Μαρκόπουλου, κι επιχειρεί να αναμετρηθεί με τον θάνατο αλλά και κάθε αντιξοότητα. Οι βροχές της ιδιαίτερης πατρίδας, στην έντονή τους εκδήλωση, άλλοτε προσπερνιούνται από τους ήρωες, οι οποίοι δεν επιτρέπουν σε αυτές να τους κάμψουν («μια βροχή χαρμόσυνη γκρεμίζεται στα μαλλιά της»), άλλοτε προβληματίζουν κι απειλούν («ο πατέρας πενήντα χρόνια πριν συνήψε σύμβαση με τη βροχή προκειμένου αδιάβροχος ο αναπάντεχος σημαιοφόρος να μην απολέσει την πενθήμερη του σχολείου» – ποίημα «Η ώριμη ηλικία της αφέλειας»)· σε κάθε περίπτωση, συνδέονται με τις απόπειρες των γονέων να αποτρέψουν ανεπιθύμητες καταστάσεις για τα παιδιά τους. Η έγνοια αυτή νοτίζει τις ψυχές με καλοσύνη, αν και η αμηχανία δυσάρεστων αποκαλύψεων στην ωριμότητα, που αποδεικνύει την αφέλειά της, πάντα καραδοκεί. Όταν όμως, αντίστροφα, η αφέλεια μετασχηματίζεται, έστω άθελά της, σε ωριμότητα, όπως στην περίπτωση που η «ευπαθής κυρία» χαρακτηρίζεται από τον μικρό ήρωα, στην παιδικότητά του, «κοριτσάκι», το τοπίο αποκτά ονειρικές προοπτικές, πλημμυρίζοντας από φεγγάρια και νεράιδες.
Ο Μαρκόπουλος εντοπίζει στις ρίζες, τόσο του τόπου όσο και του χρόνου, ευεργετικές λειτουργίες. Γνωρίζει όμως καλά ότι οι καταστάσεις δεν είναι μονοσήμαντες, ότι μπορεί να εμπεριέχουν ταυτόχρονα φορτίσεις θετικές κι αρνητικές. Ήδη από το ξεκίνημα της συλλογής η επίγνωση αυτή προσκομίζεται με την εφαρμογή της στο κατεξοχήν φιλικό περιβάλλον του ποιητή, το φυσικό: «Πώς γίνεται να περάσεις δάσος/ χωρίς έναν λύκο κακό». Στο ευεργετικό δάσος απαντάται κι ο κακός λύκος, ενώ οι όροι του Μαρκόπουλου ανάγονται οπωσδήποτε και σε σύμβολα, καθώς το δάσος ταυτίζεται με την ανθρώπινη ζωή, ο δε λύκος με τις δυσκολίες αυτής. Το έμπειρο ζωής ποιητικό υποκείμενο διαχειρίζεται τις επώδυνες καταστάσεις με ηπιότητα, με νηφάλια συγκαταβατικότητα, με την κατασταλαγμένη στοχαστικότητα που έχει συνειδητοποιήσει ότι η αποφυγή των αντιξοοτήτων δεν είναι πάντα δυνατή. Η δυσάρεστη διαπίστωση, στο πλαίσιο της γαλήνιας της διαχείρισης, οδηγεί στην ειρωνεία, στην αποσυμπιεστική πικρή παιγνιώδη διάθεση των ομοιοτέλευτων σε [o] στο ποίημα «Η μπαλάντα του ο», όπου στη σειρά το «κακό», το «εγκεφαλικό», το «καρδιακό», το «καρκινικό» συναντούν το «εγώ» στη μελαγχολική διαπίστωση της συχνής εμφάνισης δεινών στη ζωή, τα οποία θα ’ταν μάλλον αδύνατο να απουσιάζουν: «Είπα κι εγώ», σε σχήμα μάλιστα κύκλου κι επανάληψης, δηλωτικό της αρνητικής διαιώνισης. Εξίσου σκωπτικός ο Μαρκόπουλος συνταιριάζει τις συζητήσεις των μανάδων στα γενέθλια για «ενδιαφέρουσες» μαγειρικές συνταγές (ποίημα «Μαμάδες γενεθλίων») με το σχόλιο ότι τα παιδιά εντέλει, παρά τη διατροφική περιποίηση που απολαμβάνουν, μεγαλώνοντας δεν γίνονται καλύτερα από τους ενήλικες: «[…] να τρώνε τα παιδιά/ να μεγαλώσουν/ να γίνουν κι αυτά σαν κι εμάς». Άλλωστε η αγριότητα τα χαρακτηρίζει συχνά ήδη από την παιδική ηλικία: «Πάντα από πέτρα ήταν τα παιδιά».
Η κυκλική επαναφορά των καταστάσεων, όπως γίνεται αντιληπτή από τον Μαρκόπουλο στη διαιώνιση των δεινών, φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να εναλλάσσεται με μία γραμμική εξέλιξη χωρίς επιστροφή: «νύχτα που καίγεται δεν επανέρχεται», «μήλο που πέφτει δεν επιστρέφει», «Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει». Ακόμη όμως κι όταν η ευθύγραμμη πορεία μοιάζει να οδηγεί στην οριστική έξοδο του θανάτου, ο κύκλος επανέρχεται διά της μνήμης. Η αποφασιστικότητα του ποιητικού ήρωα να προσπεράσει τον θάνατο αντικαθιστώντας το μνήμα με την καύση του νεκρού, προσλαμβάνει έναν παραπλανητικό κυνισμό, διερχόμενο μάλιστα από την ανατριχίλα της ολέθριας έκπληξης με τη διαφαινόμενη θέση «υπέρ ολοκαυτώματος», που παραπέμπει αυτόματα στη βαρβαρότητα ιστορικών γενοκτονιών. Δεν πρόκειται ωστόσο διόλου περί τούτου παρά για την καύση του νεκρού. Η επιλογή της καύσης παρακάμπτει τη φροντίδα του μνήματος, θυσιάζοντάς την στις υποχρεώσεις της σύγχρονης ζωής και την έλλειψη χρόνου. Η ανάμνηση του νεκρού ωστόσο δεν απωθείται τελικά, καθώς η ενεργοποιημένη μνήμη είναι εκείνη που τη συντηρεί περισσότερο από κάθε μνήμα-μνημείο: «Κάλλιο λαμπάδιασμα λοιπόν/ μια χούφτα στάχτη σκόρπισμα/ και είσαι παντού και πουθενά», καθώς «Μνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο», με τη σφραγίδα μάλιστα του αποφθέγματος.
Ο Μαρκόπουλος, υποδεικνύοντας ως λύση τη μνήμη, δρομολογεί, με το δίπολο έρωτα-θανάτου, και παρά τον μεταξύ τους ασφυκτικό συχνά εναγκαλισμό, την αποσύνδεση της ζωής από τον θάνατο. Ο έρωτας λοιπόν παρουσιάζεται μεν από τον ποιητή θανατερός· το στίγμα του είναι στάχτες κι αποκαΐδια: «Τινάζει το σεντόνι/ και πέφτουνε στάχτες/ […] Πού να χωρέσουν τόσοι έρωτες/ σ’ ένα σεντόνι»· μάλιστα ο Μαρκόπουλος του επισυνάπτει και το επίθετο «επιτάφιος» (ποίημα «Επιτάφιος έρως»), προσδίδοντάς του θρησκευτική διάσταση· όμως κάθε σταύρωση ακολουθείται από την ανάσταση. Κι αν η ανάσταση δεν αποδειχτεί σαρκική, συντελείται ωστόσο διά της μνήμης, η οποία περιποιεί τιμή στους αποδημήσαντες και ακυρώνει τη λήθη.
Όσο πάντως διαρκεί η ζωή, το φυσικό τοπίο προβάλλεται από τον Μαρκόπουλο ως ένας από τους βασικότερους παράγοντες άνθισης: «ανάλαφρος χάνομαι στα δάση» και «σαν άλλοτε ανθίζω». Παράλληλα, αντιπαραβάλλεται στο αστικό τοπίο και στον «πολιτισμό», που λειτουργούν ως καταστολείς της ψυχικής υγείας και της ελεύθερης σκέψης ή ως συντηρητές των συμβάσεων: «Να και μια μέρα σφυρίζω στον άνεμο/ χωρίς ένα δράμι πολιτισμού/ μες στο κεφάλι μου». Ο ποιητής δεν αρνείται ωστόσο τη δυνατότητα στον πολιτισμό και στο αστικό τοπίο να συναντήσουν την ομορφιά· χρειάζεται απλώς να κατευθυνθούν προς τη φύση, καθώς όμορφες είναι οι πόλεις «που έρπουν ως τα κύματα/ σαν ελαιώνες».
Η άνθιση συμπορεύεται επίσης με την άνοιξη. Το αλαβάστρινο «Κορίτσι στο μπαλκόνι» (ομότιτλο ποίημα) συνοδεύεται από την άνοιξη: «Πίσω της επέρχεται η άνοιξη/ εκπυρσοκροτώντας». Η σφριγηλή βέβαια άνοιξη προϋποθέτει τη συντροφικότητα και τη συλλογικότητα, καθώς «Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα». Οι εποχές, στη διαδοχή τους, αντικατοπτρίζουν την επενέργεια του χρόνου στις ανθρώπινες διαθέσεις. Ο ποιητικός ήρωας, που δεν χαμογελά στη φωτογραφία, διαισθάνεται πίσω από τον φωτογραφικό φακό τη «σκοτεινή σκανδάλη» του χρόνου, βιώνοντας έναν χειμώνα: «στο βλέμμα τους/ παραλίες του θέρους/ και μονάχα εκείνος βαστούσε/ την παγωνιά του χειμώνα». Το φθινόπωρο πάλι, βαθύ και άστατο, ως προσδιορισμός του σώματος («Βαθαίνει το φθινόπωρο σώμα σου») αντιστοιχεί στην ερμητικότητά του.
Η παιδικότητα, η συλλογικότητα, η φύση, ο έρωτας, ο γενέθλιος τόπος, που θα μπορούσαν να συνοψίζονται και σε στίχους όπως ο «Οι φίλοι είναι η νιότη μου», βρίσκουν το αντίστροφό τους στη λειτουργία της πολιτικής. Στο αμεσότερα πολιτικό της συλλογής ποίημα «Το κούτσουρο», ο Μαρκόπουλος αναπαριστά ένα σύστημα που κόβει από τον άνθρωπο σταδιακά τα μέλη του ώστε να μην εκφράζεται κι αντιδρά, μέχρι που απομένει ένα αναλώσιμο κούτσουρο: «Περικόπτουμε λοιπόν τελευταίο το κεφάλι κι έπειτα ρίχνουμε το κούτσουρο στο τζάκι έτσι που επιτέλους να πειστούν οι αγορές και να μας δανείσουν λίγη από τη ζέστη μας». Αντίδοτο σ’ όλες τις στάχτες επιμένει να ’ναι η ποίηση, αρκεί οι στίχοι να «μυρίζουν μπαρούτι». Η «Ομολογία πίστεως» δεν είναι παρά πίστη στην ποίηση, σε «μια γλυκιά οπτασία που έρχεται διαρκώς από το βάθος της μνήμης και ποτέ δεν φτάνει» στον ποιητή. Επαναφέροντας, κατά συνέπεια, τη συνύπαρξη του καλού με το κακό, καθίσταται κατανοητό γιατί ο Μαρκόπουλος θεωρεί πως «εντέλει να με βρουν κρεμασμένο ενδέχεται στον τελευταίο στίχο μου».
Οι σύνθετες διεργασίες που επιτελούνται στη συλλογή αποτυπώνονται χαρακτηριστικά και στις πολυσημίες της. Η εικόνα της κατάρρευσης στο ποίημα «Η μέρα του ασβέστη», η οποία αφορά τόσο τον ανθρώπινο θάνατο όσο και τον ψυχικό μαρασμό, συνδυάζει την ψυχική κατάρρευση με τη σωματική του θανάτου αλλά και τη γενικότερη υλική, όπως υπονοείται στην αποσύνθεση του χώρου. Έτσι, η «ταπείνωση των ερειπίων» συμπεριλαμβάνει τα ψυχικά ερείπια σε ανθρώπους-ράκη αλλά και τα υλικά ερείπια του σπιτιού, όπως προκύπτει από τις αναφορές στο «κατώφλι» και τον «ασβέστη», έναν ασβέστη άσβηστο, που σβήνει ωστόσο μαζί με τον άνθρωπο: «κι εσύ θα σβήνεις σαν τον ασβέστη». Οι εικόνες του Μαρκόπουλου είναι γενικότερα παραστατικές, από το «μόλις χαμόγελο» που σχηματοποιείται σαν «αυγή που οσμίζεται ήλιο» και την ερωτική υγρασία του κρεβατιού που μετατρέπεται σε λίμνη με νούφαρα («Μια λίμνη τώρα γύρω τους/ και νούφαρα τα πεταμένα ρούχα»), μέχρι το δροσερό κορίτσι, στα πόδια του οποίου «τα κύματα σκόρπιζαν μαργαρίτες», ενώ «τρέχανε ζαρκάδια στη χλόη των ματιών» του. Υποστηρίζονται επίσης από ευφάνταστες παρομοιώσεις, όπως στους στίχους «Μου λείπεις/ όπως ο ουρανός απ’ το γεράκι/ ο φόνος απ’ τη συγχώρεση/ απ’ το νερό η δίψα».
Οι αντιθέσεις του Μαρκόπουλου δεν συμβάλλουν μόνο στις πολυσημίες του αλλά λειτουργούν και αυτόνομα. Οι θάνατοι που βαραίνουν τη ζωή της γιαγιάς παρατάσσονται για να αναδείξουν αντιθετικά τον φόβο της όχι για τον ίδιο τον θάνατο παρά για το χώμα που καταπλακώνει τον νεκρό («Τόσο χώμα απάνω σου έλεγε/ τόσο χώμα»). Η ψυχική τούτη διάθεση βρίσκεται σε αντίθεση και με την προτασσόμενη ως μότο στο ίδιο ποίημα («Το χώμα φοβόταν») ευχή «Γαίαν έχοι ελαφράν», στο ανεκπλήρωτο της οποίας ενεργοποιείται και η ειρωνεία. Η ειρωνεία επιστρατεύεται και για δρώμενα ποιητικά, με τη μορφή του αυτοσαρκασμού και με τις αντιθέσεις και πάλι παρούσες. Έτσι, η ποιητική εκδήλωση που «παρότι επιτυχής δεν πήγε καλά» –σαν μια παραλλαγή της παροιμιακής ρήσης «η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απέθανε»– προκαλεί τον αυτοσαρκαστικό κλονισμό του ποιητικού υποκειμένου, ο οποίος μάλιστα ενισχύεται από μία παρηγορητική προς τον εαυτό του επιφανειακή δικαιολογία: «Προς στιγμήν κλονίστηκα γρήγορα όμως αναθάρρησα/ Πού διάολο θα χωρούσαν όλοι αυτοί αναλογίστηκα». Ο ίδιος αυτοσαρκασμός, που επεκτείνεται ωστόσο ειρωνικά και προς τις κατηγοριοποιήσεις των λογοτεχνών σε γενιές, ενεργοποιείται και στο ποίημα «Παράπονο μεταιχμιακού ποιητή», όπου ο πρωταγωνιστής ποιητής «παραπονιέται» στη μητέρα του για τη γέννησή του σε χρονική στιγμή που δεν του επέτρεψε να συγκαταλέγεται ούτε στην προηγούμενη ούτε στην επόμενη ποιητική γενιά.
Ο Μαρκόπουλος ενδιαφέρεται για τη ρυθμική εκφορά των στίχων του, η οποία συχνά αποδίδει και δεκαπεντασύλλαβους: «Δέντρα διαβάτες στη βροχή κι εσύ πουλί της λύπης», «Έρμο παγκάκι στην ακτή το δειλινό της βλέμμα», «Κορίτσι παρά θίν’ αλός κι η πυρκαγιά στη δύση», «Όνειρο μέσα στ’ όνειρο κι εσύ ατόφιος ίσκιος». Φροντίζει δε να προσαρμόζει τη γλώσσα του στις απαιτήσεις των ηρώων του («Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης») ή στην ηλικία και το ύφος τους. Η προσθήκη, για παράδειγμα, της προσωπικής αντωνυμίας «εμένα» στον στίχο «Εμένα η γιαγιά μου δεν φοβόταν τον θάνατο» αποδίδει ακριβώς τη λαϊκότητα του παιδιού-ήρωα αλλά και την προφορικότητα του λόγου του.
Οι στοχεύσεις του Μαρκόπουλου συγκεφαλαιώνονται στο αριστουργηματικό του ποίημα «Το αυθαίρετο», όπου η μεταφορική κατάρρευση της προσωπικότητας παραλληλίζεται με την κυριολεκτική ενός αυθαίρετου οικήματος· όπου το αστικό τοπίο ταυτίζεται με τον συμβιβασμό· όπου η φύση διασφαλίζει το πέταγμα· αλλά κι όπου η αντίθεση της αντιφατικής «σχεδιασμένης σύμπτωσης» υπηρετεί την πολυσημία, καθώς το σχόλιο που εκλαμβάνεται αρχικά ως συμμετοχή του ποιητικού υποκειμένου στην υπονόμευσή του, στο πλαίσιο μιας μεταμοντερνιστικής αφασικής συναίνεσης, αποκτά, χάρη στην προαναφερθείσα αντίθεση, τη διάσταση της απόδρασης από την κατεδάφιση με την προσωπική υπογραφή του δραπέτη. Έτσι ο Μαρκόπουλος μετατρέπει την περσόνα-ενεργούμενο σε πρόσωπο που ορίζει την τύχη του, με την αξιοποίηση ακριβώς κάθε βροχής Βερμίου η οποία αποκαθαίρει την ψυχή.
«ΤΟ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟ
Όταν έρχονται να με κατεδαφίσουν
εγώ σχεδιάζω τη σύμπτωση
να μην είμαι μέσα
Άλλοτε φτερουγίζω απέναντι
στο άρωμα μιας φλαμουριάς
άλλοτε σ’ ένα κλωνάρι αστραπής
Έτσι απέρχονται άπρακτοι
κι εγώ διαφεύγω την ένταξη
στο σχέδιο πόλης
Τα προσχήματα σήμερα
απαιτούν την υπογραφή μου»
Θανάσης Μαρκόπουλος, Βροχές Βερμίου, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2022, σελ. 64.