Θα γράφουν τα ρομπότ λογοτεχνία; (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
659

της Βαρβάρας Ρούσσου

«Οι μηχανές του όψιμου 20ου αιώνα έχουν καταστήσει εντελώς αμφίβολη τη διαφορά φυσικού-τεχνητού, πνεύματος-σώματος, αυτανάπτυξης-έξωθεν σχεδιασμού[…]. Οι μηχανές μας έχουν συνταρακτική ζωντάνια, ενώ εμείς είμαστε τρομακτικά αδρανείς.» γράφει η Donna Haraway στο μανιφέστο των σάιμποργκ (cyborg) [1] , κάτι που λειτουργεί ως υπόβαθρο και προβληματισμός στην Άντα, το τελευταίο βιβλίο του  Αντουάν Μπελό.

«Η ώρα ήταν εννέα και δεκαεπτά λεπτά το πρωί, και το σπίτι ήταν βαρύ. Ήταν επτά λεπτά πριν τις δέκα το πρωί και ήταν το μόνο καλό που συνέβη». Αυτές είναι οι εναρκτήριες φράσεις όχι στο Άντα αλλά στο 1 ο Δρόμος (1 the Road), το πρώτο μυθιστόρημα γραμμένο από μια μηχανή ή όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο «το πρώτο βιβλίο γραμμένο από ένα αυτοκίνητο ως μολύβι». Την αληθινή αυτή ιστορία, δηλαδή το πείραμα του Ρος Γκούντγουιν μόλις το 2017, θα μπορούσε να έχει ως απώτερη πηγή το Άντα. O Γκούντγουιν,  που είχε εργαστεί ως ghostwriter για τον Ομπάμα, είχε το δικό του όραμα: να συνδυάσει την τεχνητή νοημοσύνη με τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό συνέδεσε με το λογισμικό του λάπτοπ του κάμερα, μικρόφωνο και  GPS, μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε να κάνει το λογισμικό και το αμάξι ένα νέο Τζακ Κέρουακ, όπως εξάλλου δείχνει και ο τίτλος του προϊόντος (;) /βιβλίου και ταυτόχρονα να απαντήσει στο ερώτημα «μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να παράγει λογοτεχνία/τέχνη;». Όταν οι εκδόσεις Jean Boȋte Éditions κυκλοφορούν το βιβλίο το διαφημίζουν ως εξής: «The first gonzo Artificial Neural Network is a genius writer». Το «συγγραφέας» θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αλλά το «genius writer» χρειάζεται σοβαρή επιχειρηματολογία: «Μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να γίνει «genius writer»;

Το ερώτημα απασχολεί και τον Μπελλό στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Άντα με θέμα την εξαφάνιση του ομώνυμου λογισμικού, προγραμματισμένου να γράφει αισθηματικά μυθιστορήματα, και την αναζήτησή του από τον αστυνομικό Φρανκ Λόγκαν με απρόσμενη τροπή της πλοκής και ανατροπές. Πίσω φυσικά από το παραπάνω ερώτημα υποκρύπτονται πολλά άλλα περί λογοτεχνίας. Έως ποιο βαθμό φτάνει η εξουσία της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) στο χώρο της λογοτεχνίας και αντίστροφα ποια είναι η θέση και η εξουσία του συγγραφέα όταν μιλάμε για το χώρο της ΤΝ; Πώς λειτουργεί ο συγγραφέας, ποιος είναι, γιατί χρειάζεται να υπάρχει υποκείμενο συγγραφέας; Αν η ΤΝ μπορεί να γράφει ένα μυθιστόρημα που να περνάει επιτυχώς το τεστ του Turing[2] τότε όντως ο θάνατος του συγγραφέα κατά Μπαρτ μπορεί τώρα να οριστικοποιηθεί αλλά από μια άλλη πλέον σκοπιά; Βέβαια, από το τεστ αυτό μέχρι τη συγγραφή ενός βιβλίου άξιου να φτάσει ως τα Πούλιτζερ, όπως συμβαίνει με το βιβλίο που γράφει η Άντα, υπάρχει ικανή απόσταση. Τι σημαίνει λογοτεχνικές συμβάσεις -έστω κι αν αυτές αφορούν στην παραλογοτεχνία που και αυτή ακόμη φαίνεται να έχει κάπως ρευστά όρια σε σχέση με την λογοτεχνία μετά από το βραβείο Πούλιτζερ-. Είδος μέσα στο είδος διατρέχει το βιβλίο αφού μέσα στο τυπικά στην αρχή αστυνομικό μυθιστόρημα εντάσσεται η πληροφορία για το χαϊκού, (αρκετή έκταση έχουν μάλιστα τα σχετικά χωρία για τη συγγραφή των χαϊκού και τους κανόνες τους), για τα αισθηματικά (πάνω από 80.000 έχει διαβάσει η Άντα και διάσπαρτα εντοπίζει κανείς τις γνωστές συμβάσεις που τα διέπουν). Η έννοια της λογοτεχνίας ως κατασκευή φτάνει εδώ στα απώτατα άκρα της αφού το λογισμικό Άντα παράγει, κατασκευάζει λογοτεχνία εμπρόθετα και στοχευμένα. Όμως με ποια πρόθεση ή καλύτερα με ποια ηθική στην πρόθεσή της; Με ποια «συνείδηση»; Μήπως ό,τι ξέρουμε και κυρίως ό,τι αισθανόμαστε στην επαφή με τη λογοτεχνία τείνει να αρθεί ή μήπως ακριβώς το αισθάνεσθαι είναι το κλειδί; Όλα για το βραβείο και συνεπώς για το χρήμα; Η τέχνη στην εμπορική της διάσταση.

Ο Μπελό ειρωνεύεται τελικά το θεσμό των βραβείων, καθώς στοιχεία που η Άντα είχε περιλάβει στο βιβλίο εξαιτίας σφαλμάτων και παρεκκλίσεων στον προγραμματισμό της θεωρήθηκαν υφολογική καινοτομία και λογοτεχνικός πειραματισμός που ανανέωναν τις αμετακίνητες συμβάσεις του είδους αισθηματικό μυθιστόρημα τύπου Άρλεκιν.

Αλήθεια έχει φύλο η -καταχρηστικά-  με θηλυκό άρθρο προσδιορισμένη Άντα; Μήπως και γι’ αυτό θα πρέπει να υιοθετήσουμε το ευρύ φάσμα έμφυλων ταυτοτήτων που περικλείεται στο «αυτ@»; Τυπικά όχι, διότι πρόκειται για μηχανή. Είναι όμως μηχανή που εκδηλώνεται με λέξεις, μια κατασκευή εντολών που παράγουν γλώσσα. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως γυναίκα ή ως άφυλη μηχανή; Το ερώτημα με απασχόλησε κατά την ανάγνωση και, με το σκεπτικό ότι η γλώσσα προσδιορίζεται από το φύλο και το προσδιορίζει/παράγει ως κατασκευή, ξαναδιάβαζα τα λόγια της/του Άντα. Εξαλλου, όπως αποκαλύπτεται στην πορεία το Άντα έχει και αρσενικού γένους αδελφούς που έχουν διεισδύσει σε άλλους χώρους όπως το αθλητικό ρεπορτάζ, οι λόγοι των πολιτικών κλπ. Από το δυσοίωνο αυτό κλίμα που επεκτείνεται από το χώρο της λογοτεχνίας στον ίδιο το χώρο της ύπαρξης, οδηγήθηκα, πάλι, συνειρμικά, στη Donna Haraway, παρότι η/το Άντα δεν σχετίζεται άμεσα με τον σοσιαλιστικό φεμινισμό αλλά με τις επιστήμες, την τεχνολογία και το μέλλον τους στη συμπλοκή με τον άνθρωπο: «Στα τέλη του 20ου αι., σε τούτη τη μυθική εποχή που ζούμε, είμαστε όλοι μας χίμαιρες, θεωρητικοποιημένα και κατασκευασμένα υβρίδια μηχανής και έμβιου οργανισμού» σημειώνει η Haraway.[3]

Να λοιπόν οι βάσεις για το νέο βιβλίο του Μπελό, ή καλύτερα η προβληματική του που λαμβάνει τη δομή και χρησιμοποιεί κλισέ του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο Φρανκ είναι ένας κλασικός και παραδοσιακού τύπου αστυνομικός όχι ο κατεξοχήν τύπος αστυνομικών: δεν είναι μοναχικός, σχεδόν αλκοολικός, χωρισμένος, που συγκρούεται με τους προϊσταμένους του οι οποίοι τελικά αποδέχονται και στηρίζουν την αστυνομική ευφυΐα του. Αυτός έχει μια μεγαλοαστή φιλόδοξη προϊσταμένη που καθόλου δεν τον στηρίζει στη δίωξη του εγκλήματος και που του αναθέτει την εξαφάνιση του Άντα μάλλον τυχαία παρά λόγω των ικανοτήτων του. Διότι ο Φρανκ δεν γνωρίζει από τεχνολογία. Αγαπάει ακόμη τη γυναίκα του μια Γαλλίδα παλιά αριστερή, ζει στη Σίλικον Βάλεϊ σε ένα σπίτι παλιό που αρνείται να το πουλήσει και νοσταλγεί τη ζωή στην κοιλάδα σε άλλες εποχές. Λειτουργεί λοιπόν, αυτός και το περιβάλλον του, σε αντιδιαστολή με τους εκπροσώπους/συνεταίρους/εργαζόμενους της εταιρείας που προωθεί το Άντα, έχοντας πίσω του την παλιά σταθερή ρομαντικής κοπής δομή, φυσικό vs τεχνητό. Αυτό ήδη παράγει μια ένταση, όπως και το γεγονός ότι ο Φρανκ σχεδόν διαρκώς βρίσκεται απέναντι στις εξελίξεις είτε αφορούν το Στάρμπακς είτε, και κυρίως, την ΤΝ και τις επιπτώσεις της επιβολής της στην ανθρώπινη καθημερινότητα. Η αντιμετώπιση της ΤΝ ως απειλή για τον άνθρωπο ξεκινά με την αποκάλυψη των δυνατοτήτων του Άντα και των «αδελφών» του: μπορούν να κάνουν τα πάντα στο γραπτό λόγο. Ωστόσο τα ερωτήματα τίθενται όχι με δασκαλίστικο τρόπο αλλά προκύπτουν από την πορεία της αφήγησης και μέσα από τις συζητήσεις Φρανκ-Άντα καθώς ο διάλογος γενικά, αποτελεί βασική τεχνική στο βιβλίο: τι είναι έρωτας; Είναι αυτό το συναίσθημα, που το αγνοεί το λογισμικό ενώ ξέρει τι είναι αισθηματικό βιβλίο και τι είναι χαϊκού. Ο Φρανκ διερωτάται και ρωτά τους κατασκευαστές και το ίδιο το λογισμικό: έχει ένα λογισμικό συνείδηση; Μπορεί να βρεθεί σε ηθικό δίλημμα ή είναι μια μηχανή που την περιορίζουν αυστηρά ορισμένες βασικές εντολές στο σύστημά της που δεν μπορεί να τις παραβιάσει; Παρά τα σοβαρά ζητήματα που θέτει το βιβλίο η ενσωμάτωσή τους σε γρήγορους και έξυπνους διαλόγους, η ποικιλία των χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν πλευρές και αντίστοιχες αξίες (ή την απουσία τους) της Σίλικον Βάλεϊ και του κόσμου της τεχνολογίας (ή και της πολιτικής, όπως η προϊσταμένη του Φρανκ), αν και μερικές φορές γίνονται σχηματικοί με τη μονολιθικότητά τους, ο Μπελό κατορθώνει να κρατήσει μια ισορροπία όπου δεν διαφαίνεται με ποια πλευρά θα είναι η νίκη και μέχρι το τέλος παραμένει το ερώτημα εάν πράγματι υπάρχει νίκη και πάντως η οποιαδήποτε ροή της τεχνολογικής εξέλιξης που εξυπηρετεί και τεράστια παγκόσμια οικονομικά συμφέροντα δεν μπορεί να αναστραφεί εύκολα.

info: Antoine Bello, Άντα, Πόλις 2019

[1]  Donna Haraway, Το μανιφέστο των σάιμποργκ. Επιστήμες, τεχνολογία και σοσιαλιστικός φεμινισμός στα τέλη του 20ου αιώνα Αθήνα, Τοποβόρος 2014, 12-13

[2] Το τεστ του Τούρινγκ συνίσταται στο εξής: εάν κατά τη διάρκεια ενός διαλόγου όπου μόνο τα λόγια είναι ορατά, όχι η εικόνα του ομιλώντος, μια μηχανή καταφέρει να ξεγελάσει τους ανθρώπους και να τους κάνει να πιστέψουν πως είναι άνθρωπος, τότε πρέπει να είναι τουλάχιστον εξίσου έξυπνη με έναν άνθρωπο. Το 2014 ο Γιουτζίν Γκούστμαν, ένα αγόρι 13 χρονών από την Ουκρανία, που δεν ήταν παρά πρόγραμμα υπολογιστή σχεδιασμένο από μηχανικό λογισμικού κατάφερε να ξεγελάσει 10 από τους 30 συνομιλητές του.

[3] Donna Haraway, ό.π., 7

Προηγούμενο άρθροΗ Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και οι Εβραϊκές Σπουδές (της Ελένης Χοντολίδου)
Επόμενο άρθροΆλλη μια μέρα νικητές, άλλη μια μέρα ηττημένοι…(της Κυριακής Μπεϊόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ