Ανθολόγηση: Θανάσης Χατζόπουλος. (Τάκης Καρβέλης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τζένη Μαστοράκη, Νίκος Δαββέτας).
ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ
(1925)
ΤΟ ΕΝ ΗΜΙΝ ΠΑΘΟΣ
Εικόνες ηπειρωτικές επιδεικνύουν την αταξία τους
ταλαιπωρούνται στις χαώδεις εκτάσεις της μνήμης
χορεύοντας χορεύοντας
πρωί και βράδυ
πρωί και βράδυ χορεύοντας.
Είναι αργά πια να δοκιμάσω τα μάτια μου
πάνω στα μάτια σας,
την καρδιά μου
πάνω στην καρδιά σας.
Μεταμορφώνω τα όνειρά μου
σε χιλιάδες πρόσωπα κοριτσιών,
πάνω στα κορμιά τους
αναπαριστώ το εν ημίν πάθος.
(ΣΗΜΑΤΑ, 1956)
ΑΓΡΟΤΕΣ
Με την ψυχή στα δόντια
πάντα υπάρχουμε.
Συναρμολογημένα κόκαλα
μ’ αραχνούφαντη, σάρκινη επένδυση.
Τα σπίτια μας κλουβιά των ψυχών μας
και τα κρεβάτια των σωμάτων μας φέρετρα.
Σε ποιον να εμπιστευθούμε τον πόνο μας;
Τραγούδι των ηρώων, κλάψε τραγούδι των ηρώων.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ
Του παρελθόντος υστερόγραφα
μπρος στου σπιτιού την πόρτα,
σαν όνειρα συλλογισμένα
που πήραν ξάφνου υπόσταση μες στον αέρα
κάθονται και κοιτάζουν.
Μέσα κι ολόγυρά τους η σιωπή,
στο βάθος ο ανύπαρκτος κόσμος.
(ΚΑΤΑΘΕΣΗ, 1966)
ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΜΕΝΟΥΝ
Μες στον αμφίβολο αέρα
δαιμονικές σειρήνες που σφυρίζουν.
Μέσα στην καλοκαθισμένη σου ζωή
ουρλιάζει πάντα κάτι
που δεν μπορεί να βολευτεί
κι όλο φοβάσαι να τ’ αγγίξεις.
Κοίταξε μέσα. Τα σημάδια μένουν.
Όμως εσύ από καιρό έχεις φύγει.
Τα γεγονότα, φύγανε κι εκείνα.
Τώρα μονάχα μένουν τα σημάδια.
Κάποιες ξηρές φθαρμένες ημερομηνίες
καπνοί που η φωτιά τους λείπει.
ΛΑΘΡΑΙΟΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
Λαθραίος του πραγματικού
και του φανταστικού ευάγωγος
κάθε φορά που οι μέσα του φωνές πληθαίνουν
σε ξένο σώμα μετοικώ
για να μπορώ να στέκομαι αντικρύ
κι αμέτοχος ν’ ακούω τους τριγμούς
του πιο δικού μου πόνου.
(ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ, 1991)
ΡΟΔΙΝΟ ΦΩΣ
Η πραγματικότητα δεν είναι να τη ζεις
είναι για να σελώνεις τ’ άλογό σου
να παίρνεις σβάρνα τους καιρούς
να χαιρετιέσαι ν’ αντιχαιρετάς
χωρίς ν’ ακούς πατημασιές
να βλέπεις σφραγισμένα στόματα
πουλάκια να μοιρολογούν
φέρνοντας τα λυγρά τους σήματα
χωρίς να νιώθεις που έξαφνα
μες στο καταμεσήμερο
σηκώθηκε ο γλυκός μαΐστρος
ρόδινο φως ξανοίγει.
ΕΚΑΣ ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ
Να ζεις προσμένοντας
ένα παιδικό ηλιοβασίλεμα
και οι μέρες σου
μια μια
να σβήνουν
μες στο αέναο παιχνίδι
χρωμάτων φευγαλέων
κι αντικατοπτρισμών απατηλών.
Να ξημερώνει Κατοχή
και να ξυπνάς τριγυρισμένος
από αγαπημένα ονόματα
και σιωπηλά κρυφομιλήματα.
Μα να μη βλέπεις τα κόκαλά τους
μπάλα στα πόδια τους.
ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ
Ο γλυκός μαΐστρος
και τ’ ασημένια φύλλα της ελιάς
πάντα θροΐζουν στα μαλλιά μου
κάθε φορά που τ’ όνομά τους
φέγγει μέσα μου.
Ο κήπος των Ηρώων στον ήλιο του Μαγιού
η Κατοχή στο έμπα της
το πορφυρό τους αίμα στις επάλξεις.
(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΡΕΖΕΝΤΑ, 1995)
ΑΛΕΘΕΙ Ο ΜΥΛΟΣ ΣΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ
Αλέθει ο μύλος σου
στριφογυρίζουν τα μαχαίρια
γύρω απ’ το σώμα μας, πατρίδα,
καθώς τα καλοκαίρια
αντί για δροσερό μελτέμι
στήνουν τα’ αποκαΐδια
γύρω απ’ τα μάτια μας τρελό χορό
και βλέπουμε άξαφνα μπροστά μας
τα’ αγέραστα βουνά
γυμνά και απαστράπτοντα.
(ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, 2002)
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
(1931)
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ
Αδύνατο να δούμε τίποτα ˙μόνο ακούγαμε,
λες κι ο Θεός μας έκανε μια μικρή συγκατάβαση ˙
Όμως εκείνος έβλεπε καλά
μέχρι που τον σηκώσαμε τυφλό:
Η αποκάλυψη τον είχε κάνει ερείπιο.
Έτσι ο Σαύλος έγινε Παύλος – όσο για μας,
μείναμε οι ίδιοι ύστερα από τις πρώτες εντυπώσεις,
ίσως γιατί δεν ήμασταν σκεύη εκλογής ˙αργότερα
πήραμε απόφαση ν’ αλλάξουμε (όταν νιώσαμε
τριγύρω μας μονάχα εγκατάλειψη),
έστω κι αν ξέραμε πως μέσα μας
φέρναμε το δαίμονα μιας νέας φυγής.
(ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΙΣΧΝΩΝ ΑΓΕΛΑΔΩΝ, 1952-1957)
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σε ξένες αγκαλιές,
απελπισμένο κρέμασμα από λαγόνια ξένα.
Πέσιμο εκεί που μοναχά η μοναξιά οδηγεί:
να υποτάξω ακόμη και το πνεύμα μου,
να το προσφέρω σαν την έσχατη υποταγή.
ΡΗΜΑΓΜΑ
Τις παγωμένες νύχτες της ερήμωσης,
όταν κι ο τελευταίος τράχηλος σ’ αρνείται,
ποια αρετή σου μένει ακόμα να ρημάξεις,
ποια χαρά να στολίσεις τα όνειρά σου,
ποια αθωότητα να δικαιωθείς;
Τις παγωμένες νύχτες της ερήμωσης,
ψυχή μου, πώς αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα,
εσύ που αναζήταγες τον ουρανό;
(ΞΕΝΑ ΓΟΝΑΤΑ, 1955-1962)
ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας
κοκκινήσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
ΒΟΛΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ ˙
θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.
Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,
να βρίσκεται ένα άνθρωπος να με χορταίνει.
Όταν βουλιάζω σ’ εύκολες εξάψεις,
να ’ρχεται μια εξευτέλιση και να με συνεφέρνει.
Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,
να ’χω ένα όραμα να με θαμπώνει.
Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,
να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.
Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,
που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά,
να ’χω τη δύναμη να πω «Κύριε, όχι άλλο» –
κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.
(ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΣ ΚΑΗΜΟΣ, 1955-1962)
ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ
Μέσα σε θάμνους, κάτω από πουρνάρια,
ανάμεσα σε πέτρες και σε βράχια,
φυτρώνουν τα κυκλάμινα ˙κανένα
πόδι ανθρώπινο ποτέ δεν τα πατάει,
κανένα χέρι δεν τα ξεριζώνει ˙
μένουν εκεί με τη σεμνή τους αξιοπρέπεια,
μικρές κρυμμένες ομορφιές που σε ξαφνιάζουν.
Και μόνο του αγρού τα χαμομήλια
που ξένοιαστα απλώνονται στον κάμπο,
λεύτερα στο αγέρι και το φως,
κάποιος τσομπάνης θα βρεθεί να τα πατήσει
ή κάποιο κάρο με τις ρόδες του τα λιώνει…
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού ˙
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούργιους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα ˙
όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία ˙
βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.
Η ΝΥΧΤΑ
Η νύχτα επιδεινώνει τη μοναξιά,
καλλιεργεί τα κρυφά μας ερείπια.
Η νύχτα επεξεργάζεται την ομορφιά,
καταρρακώνει την ικεσία μας.
Η νύχτα ξεκουμπώνει τις φλέβες μας,
βρίσκει κρυμμένα τα όνειρά μας και τα τρώει.
Η νύχτα πετσοκόβει την τρυφερότητα,
ανανεώνει τις πληγές μας –
και σαν εξασφαλίσουμε κανα κορμί,
αμέσως αμολάει τα φεγγάρια της.
(Ο ΑΛΛΗΘΩΡΟΣ, 1949-1970)
ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ
(1949)
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Το μωσαϊκό της φυλετικής σου καταγωγής
έχει γίνει σε βαθιούς
αιγαιοπελαγίτικους τόνους.
Οι στιγμές της διαύγειας
ένα εκτυφλωτικό λευκό της Σίφνου
κι ολόκληρο το κρητικό φοινικόδασος
για μια μονόλεπτη ανάταση.
Τρυγάμε ακόμα τα χρώματα
σε τούτο το ρωμαίικο αμπέλι.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οι νύχτες σού φέρνουν πυρετό
ρωμαϊκού θριάμβου.
Ο λεγεωνάριος, η θέα, ο δημαγωγός
– ένας δούλος του ψιθυρίζει στ’ αυτί
τ’ όνομά σου –
η εταίρα με τα ερυθρόδερμα μάγουλα
ο λουτροκόμος.
Λίγο πριν ανοίξει το ταβάνι
κι όλοι πεθάνουνε πνιγμένοι στα λουλούδια,
εσύ, έχοντας ανακαλύψει τη φωτιά,
εμπορεύεσαι βιαστικά το συκώτι σου.
ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Η αποκαθήλωση γίνεται
πάντα πρωί
μετά το πρώτο τσιγάρο
την ώρα που το ιερατείο κοιμάται.
Αργότερα
παρατηρούν την απουσία
και λένε κάτι γι’ Ανάληψη
ή άλλες Θαβώριες περιπτώσεις.
(ΔΙΟΔΙΑ, 1972)
Η ΠΟΡΤΑ
Τώρα, επάνω στην πεσμένη πόρτα
περνάνε και κρεμάνε τα τραγούδια τους
δεμένα με χρωματιστές κορδέλες
σαν τάματα σε κάποια
Παναγία τάδε, τη θαυματουργή.
Ο ποιητής κουβαλάει
την πόρτα στην πλάτη
και σωπαίνει.
Θα τόνε δεις καμιά φορά λοιπόν
να περπατάει σκυφτός
ή να περνάει με το πλάι τα στενά
και κείνο το κάγκελο
στραβωμένο
αφήνει βαθιά χαρακιά
πάνω στην άσφαλτο.
(ΤΟ ΣΟΪ, 1978)
ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ
Θα σε κεντούν με λόγχες να ξυπνάς, το στόμα
σφραγισμένο με κερί να μη φωνάξεις, και θα
σε κρύβουν με βαριά υφάσματα και με νερά,
στον πάτο λιμνοθάλασσας όπου παφλάζουν
πάνδημα βασίλεια.
Ότι γραφτό οι αγαπημένοι να σου φανερώνονται
στις ώρες των κατολισθήσεων, σιδηρόφρακτοι,
μεσ’ από γοερούς συναγερμούς κωπηλατώντας
– πάμφωτο βαθυσκάφος στ’ ανοιχτά, και πάνω
του πυρπολητές θαλασσοπόροι.
ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΠΟΛΥ ΕΚΡΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ
ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ
Θα επιστρέφουν πάντοτε αυτοί που άδικα, σε
χρόνους άλλους, λησμονήθηκαν. Από δρακόντων
κοίτες, θύρες άρπαγος, από τα παρεκκλήσια των
απείρων φόνων, με χαλασμένα πρόσωπα θα
επιστρέφουν ως ναυμάχοι, ελόβιοι άλλοτε, με
σκοτεινή ενδυμασία αιρετικού ή επίορκου, και
στις ανήλιαγες διόδους καίγοντας.
Όπως επαίτης ύπουλος προ των τειχών, καλύπτει
επιμελώς με το μανδύα του πληγές που άνθισαν,
με κάποιο θαύμα. Κι όπως αρχαίος γεωμέτρης
λάμνοντας, νεκρώνει πίσω του τεράστιες εκτάσεις
κι αναβλύζει.
(ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΘΙΑ, 1983)
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε
γεια, καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κο-
ρυφές, τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες
μιας απύθμενης υπνολαλίας,
κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι
αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστη-
μα, μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν–
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό
των αρωμάτων σε κλεισμένους χώρους, τον τα-
πεινό αιγιαλό,
τη φοβερή φωτιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο
των ονείρων.
***
Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το
χέρι που τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει
στα παλιά του αίματα, καιρός που λησμονεί,
κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα
χείλη πρώτα, το κατάσπρο φόρεμα–
Σαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα
βαριά πανιά, τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,
κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το
στρώμα, τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό,
φυσάει τρελή νοτιά,
ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα.
***
Στα πιο ρηχά, στ’ απόνερα, στα βαλτοτόπια του
ύπνου, πώς αλλιώτεψαν,
απ’ τα στολίσματα, τις τίμιες πέτρες, τα φλουριά,
κτήνη και αναβάτες ένας, και πού φαρί, πυρή φο-
ράδα, πρίμο αγέρι, πού ’ν’ τα πανιά–
κι απ’ τον καημό μιας απογείωσης μεθυστικής,
θαύμα της άμμου, τρίβει η καρδούλα τους σαν το
ψιλό γυαλί.
Σώπα, και γιαίνει τις πληγές χνούδι αργυρό, ταξίδι
φάντασμα κι ανεμοπύρωμα που ξεθυμώνει, χρώμα
κρυφό, κρυφή καρίνα στο νερό, κι ένα πουλί–
– τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου
(Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ, 1989)
ΝΙΚΟΣ Γ. ΔΑΒΒΕΤΑΣ
(1960)
ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ
Πάνω στο βράχο ζυγιάζουν το κορμί τους
το εύκαμπτο λύγισμα των μελών
κρύβε σχεδόν ατέλειες,
κινήσεις που διασώζουν στο φως
τον σύντομο σπασμό της ηδονής,
το τέντωμα των μυών
καθώς ανοίγουν μια σήραγγα στο κενό
ώς να βυθιστούν στα πράσινα νερά.
Έπειτα άλλοι νέοι παίρνουν τη θέση τους
η ίδια κατανυκτική ιεροτελεστία.
Σώματα σπαταλημένα
στα καλοκαιριάτικα παιχνίδια
δεν υπάρχει χρόνος να ξαναπλασθούν
η δροσερή τους σάρκα
δεν θα ξανανθίσει στα κλαριά των σκελετών,
μόνον η θριαμβευτική ματιά τους
μετά την ανάδυση
θα ομορφαίνει επικίνδυνα μέσα στη μνήμη μου
ετούτη τη θάλασσα.
(ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΣΤΡΙΑΣ, 1983)
ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟ
Πέφτουν τ’ αγαπημένα σώματα το ένα πάνω στ’ άλλο
κι αυτό που κατακάθεται στη μνήμη
η προσωποποίηση του ανεκπλήρωτου
που διαλύει
τις σκαλωσιές του νου.
Ότι επενδύσαμε σ’ απρόσιτες αγκαλιές
δεν επιστράφηκε ποτέ
κι εμείς υπόλογοι
απέναντι στον εαυτό μας
γι’ ατασθαλίες
δανεισμούς παράνομους
κι άλογες δωρεές.
Δεν μας δεχθήκαν. Δεν υπήρξαμε.
Έρωτες που χτίσαμε χωρίς έξοδο κινδύνου.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Τώρα
έθρεψε η φλούδα που κάποτε
χαράξαμε τα αρχικά μας
τα χώνεψε μέσα του το δέντρο
αύριο
θα τα ξεδιπλώσουν στον αέρα
τα τσεκούρια των ξυλοκόπων
(ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΙΝΌ ΤΕΛΟΣ, 1985)
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ
Στον Γιώργο Κακουλίδη
Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση
τις φλόγες συντηρώ με δροσερά κορίτσια
λευκά μωρά φτυαρίζω στο πυρ το εξώτερον
κομμένα κεφάλια σωριάζω στα κοφίνια
από την άλλη
μαλλιά, γυαλιά, δόντια χρυσά
να έρθει ο διάβολος
ζεστά κορμιά στον πάνω κόσμο να μοιράσει
τα τιμαλφή
να εξαργυρώσει.
Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση
το μεσημέρι επιστρέφω σπίτι
τρώγοντας διαβάζω εφημερίδα
για γάμους, βαφτίσια και κηδείες
αν πάρει το μάτι μου κανένα όνομα γνωστό
σκέφτομαι πως γρήγορα χάνονται
οι καλοί πατριώτες
για λίγο το πιρούνι μου στέκει μετέωρο
μα ύστερα με περισσότερη όρεξη
βυθίζεται στο ψητό
γιατί η ζωή φροϋλάιν συνεχίζεται…
Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση
η ταυτότητά μου γράφει ακόμα
επάγγελμα: αρτοποιός
(Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΑΦΗ ΤΗΣ ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΤΙΛΣΕΝ, 1988)
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
Ο Θάνατος διαβάζει πάνω στο χιόνι
τ’ αόρατα χνάρια των ελαφιών
τα μικροσκοπικά σημάδια του ασβού
του λύκου τα’ άκομψα ίχνη
μες στον χιονιά δύσκολα χάνει
τα βήματα του ανθρώπου
που ονειρεύεται.
Η ΜΝΗΜΗ ΕΙΝΑΙ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
Η μνήμη είναι νερόμυλος
τρίζει σαν σκελετός
που νοσταλγεί το χώμα
ο ποταμός πατέρας μου
γυρνάει τη φτερωτή
τις νύχτες μου αλέθει
δίχως το χνούδι ενός κορμιού
στο τέλος ν’ απομείνει
έστω μια σκόνη άστατη
δειλά να σαβανώσει
τα σώματα που αποχωρίζονται
για πάντα το είδωλό τους.
(ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ, 1990)
ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ
Από νωρίς ρίξαν οι άγγελοι
μια στρώση μαύρου ουρανού
να χτίσουν ανενόχλητοι τ’ αόρατο.
Δουλεύουνε πυρετωδώς
– το χάραμα για να τους βρει
με τα κλειδιά στο χέρι –
οι χτίστες στο Σκορπιό
οι σιδεράδες στη Μικρή
και τη Μεγάλη Άρκτο
οι μαραγκοί στις μακρινές Πλειάδες
πώς θα ’ναι το αόρατο
κανείς μας δεν το ξέρει
ίσως διαμπερές, μάλλον ευάερο
δίχως μεσοτοιχίες
να κρυφακούν οι άπιστοι
και τα θεμέλια πώς στέριωσαν
χωρίς καμιά θυσία;
ακούω τους ήχους των κτιστών κι ελπίζω
ο Πρωτομάστορας να πρόβλεψε
ένα κενό κάτω απ’ τις πέτρες
με θέα στ’ ορατό
απεριόριστη.
(ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ, 1995)