Θὰ σᾶς δώσω ἡδονές

0
299

George Le Nonce ( Γιὰ τὴ Γλασκώβη τοῦ Θάνου Γώγου). 

 

 

Ἡ Γλασκώβη ξεκινάει μὲ δύο ἐπιστολές: ἡ πρώτη ὑπογράφεται ἀπὸ μιὰ γυναίκα ποὺ φαίνεται μάλιστα ὅτι βρίσκεται ἤδη στὴ Γλασκώβη˙ ἡ δεύτερη ἐμφανίζεται ὡς ἡ ἀπάντηση τοῦ ἄντρα παραλήπτη πρὸς αὐτὴ τὴ γυναίκα. Μιὰ ἐκδοτικὴ σημείωση μᾶς ἐνημερώνει – ἢ μᾶς παραπλανεῖ – ὅτι ἡ πρώτη ἐπιστολὴ ἀνήκει πράγματι σὲ μιὰ γυναίκα, ἡ ὁποία μάλιστα κατονομάζεται, ἐνῶ ὁ συγγραφέας, κατὰ μιὰ γνώριμη μεταμοντερνιστικὴ συνθήκη, παρουσιάζεται ἁπλῶς ὡς ὁ ἐπιμελητὴς τῆς ἐπιστολῆς της. Προφανὴς λοιπὸν ἡ ἐπιδίωξη νὰ πιστέψουμε, οἱ ἀναγνῶστες, ὅτι ὄχι μόνο ὑπάρχουν κάποια πραγματικὰ βιώματα πάνω στὰ ὁποῖα χτίστηκε τὸ ἔργο Γλασκώβη, ἀλλὰ καὶ ὅτι τὰ βιώματα αὐτὰ ἀποτυπώνονται, μέσω τεκμηρίων, στὸ ἴδιο τὸ ἔργο.

Ἐντούτοις, ὁ συγγραφέας ἔχει ἐπιλέξει νὰ μὴν ἐντάξει ὀργανικὰ τὶς δύο ἐπιστολὲς στὸ ἔργο. Ἡ ἀρίθμηση τῶν ἑνοτήτων τῆς ποιητικῆς αὐτῆς σύνθεσης ξεκινάει μετὰ τὴν παράθεση τῶν δύο ἐπιστολῶν, οἱ ὁποῖες φαίνεται νὰ παίρνουν ἔτσι τὴ θέση ἑνὸς προοιμίου. Ἡ Γλασκώβη δὲν ξαναεμφανίζεται ὡς τόπος στὸ ὑπόλοιπο βιβλίο, ὑπάρχει ἑπομένως μόνο ὡς ὁ τόπος ὅπου βρίσκεται, καὶ περιμένει, καὶ ἀκούει, καὶ ὁρίζει τὴ δράση, ἡ γυναίκα τῆς πρώτης ἐπιστολῆς – ἂν καὶ κάποια στιγμή, στὴν πέμπτη ἑνότητα, ὁ ἀφηγητὴς ἐπιστρέφει, μᾶς λέει, στὴν «περπατημένη οδό», στὴν «επιφάνεια/της γηραιάς Αλβιόνας», ἡ ὁποία ἐκτὸς ἀπὸ συνώνυμη τῆς βρετανικῆς νήσου ἀπηχεῖ καὶ τὸ σκωτσέζικο ὄνομα τῆς Σκωτίας (Ἄλμπα). Στὶς ἐπιστολὲς ὑπονοεῖται εὐκρινῶς ὅτι ἡ σχέση ποὺ συνδέει τὸν ἄντρα καὶ τὴ γυναίκα εἶναι ἐρωτική: «αγαπημένε μου» τὸν προσφωνεῖ ἐκείνη, «θα σας δώσω ηδονές» τῆς γράφει αὐτός. Ἐντούτοις, ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος τῆς συνάντησης τῶν δύο ὑποτιθέμενων ἐραστῶν ἔχει ἤδη ἀναβληθεῖ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ὠθεῖται πρὸς κάποιο ἀπροσδιόριστο μέλλον: ὁ ἄντρας δὲν κατάφερε, ἢ δὲν θέλησε, μαθαίνουμε, νὰ ἀκολουθήσει τὴ γυναίκα στὴν Γλασκώβη, κι ἂς τακτοποιοῦσε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὶς βαλίτσες του, ἐνῶ ἡ γυναίκα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ κινδύνου νὰ τὸν χάσει: «σκέφτηκα» λέει «πολλές φορές να γυρίσω στην πολυπόθητη πατρίδα αλλά αυτὸ επ᾽ουδενὶ λόγω γίνεται να πραγματοποιηθεί διότι βρίσκομαι ακόμα στο αεροδρόμιο και σε περιμένω.» Ὁ ἄντρας, στὴ δική του ἐπιστολή, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τῆς ὑπόσχεται ἕνα μέλλον ἐρωτικό: «θα σας δώσω όλα αυτά που επιθυμείτε», «θα ζήσουμε έρωτες περιπέτειες δράματα κι όλες τις συγκινήσεις που κυνηγούσατε μανιωδώς». Ἐπιπροσθέτως, ὅμως, ὑπόσχεται γραφές, καὶ «ποιήματα/πολλά ποιήματα».

1. Ἡ ἡρωίδα καὶ ἡ ἀπουσία

 Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ φαινομενικὰ κοινότοπο συγκείμενο ἐρωτικῆς ἀπουσίας καὶ προσμονῆς ὑπονομεύεται στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἄντρα συστηματικά. Μαθαίνουμε ὅτι ἡ γυναίκα ἴσως δὲν εἶναι τελικὰ τὸ κατονομασμένο πρόσωπο ποὺ ἔχει δηλωθεῖ ὡς ἡ συγγραφέας τῆς ἐπιστολῆς, ἀλλὰ ἡ «ηρωίδα» του. «Σε αντίθεση με εσάς θα είμαι ο δημιουργός κάθε μας πλάνης» τῆς λέει. Μαθαίνουμε ἐπίσης ὅτι ἴσως δὲν ἐνδέχεται, καὶ δὲν σχεδιάζεται, καμμιὰ φυσικὴ συνάντηση τῶν δύο σὲ πραγματικὸ τόπο καὶ χρόνο, ἀλλὰ μᾶλλον οἱ συναντήσεις τοποθετοῦνται στὸ μυαλὸ καὶ στὸ ἔργο τοῦ ἀφηγητῆ: «Τα χέρια μου    άγαρμπα και απείθαρχα. Μπεκρήδες εθισμένοι στην αποτυχία της εκτέλεσης. Μα το μυαλό μου δεσποινίς είναι όμορφο, σπάνιο. Το γνωρίζετε, έτσι; Παραμυθιάζει και έπειτα γκρεμίζει τα πάντα με αλήθειες – ξυράφια στο δέρμα σας». Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ σχέση, ἠ τοποθετημένη ἤδη στὸ συμβολικὸ πεδίο, εἶναι ἕνα πρόσχημα. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἄντρα ὑπονοεῖται ὅτι αὐτὸ περὶ τοῦ ὁποίου γράφεται εἶναι κάτι ἄλλο. Τὰ χρωμοσώματα χ καὶ ψ, ὡς βάση τοῦ ἔμφυλου προσδιορισμοῦ, προσωποποιοῦνται: τὸ ψ, ὡς διακριτικὸ τοῦ ἀντρικοῦ φύλου, περίπου ὡς συμβολικὸς φαλλός, περιγράφεται ὄχι ἁπλῶς ὡς αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἡ γυναίκα εἶναι καταδικασμένη νὰ ἕλκεται, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀπατεών. Καίτοι «είναι αληθινό ακόμα κι όταν δεν γνωρίζετε την αλήθεια. Το ψ», εἶναι ἐπίσης «ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός. Φοράει προσωπείο και προσποιείται το χ με αξιοζήλευτη επιτυχία».

2. Ἡ διαρκὴς ἔλλειψη

Ἔτσι προγραμματικά, κυριολεκτικὰ ἐκ προοιμίου, ὑπονομεύεται στὴ Γλασκώβη ἡ φύση τοῦ ἔμφυλου ἔρωτα γιὰ νὰ ἀποδομηθεῖ ἀκόμη συστηματικότερα στὸ κυρίως σῶμα τοῦ ἔργου, ὡς ἕνα παιχνίδι βιολογικὸ καὶ νοητικό, ποὺ λαμβάνει χώρα μέσῳ μιᾶς διαρκοῦς ὑπόδυσης ρόλων, μιᾶς προσποίησης, σὲ μιὰ οὐτοπία καὶ ἀχρονία, στὸ συγκείμενο δηλαδὴ μιᾶς διαρκοῦς ἔλλειψης.

Ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν ξεκινάει ἡ Γλασκώβη τοῦ Θάνου Γώγου. Τὸ κύριο σῶμα τῆς σύνθεσης ἁπλώνεται σὲ ἑφτὰ ἀνισομερεῖς καὶ ἀνομοιόμορφες ποιητικὲς ἑνότητες, καὶ καταλήγει σὲ ἔναν συντομότατο ἐπίλογο ποὺ ἀπηχεῖ καὶ παραλλάσσει μιὰ φράση κλειδὶ τῆς δεύτερης προοιμιακῆς ἐπιστολῆς. Παρὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς δεδηλωμένη ἀπροθυμία ἢ ἀνικανότητα τοῦ ἀφηγητῆ νὰ μετακινηθεῖ, ἡ ἀφήγηση πλέκεται γύρω ἀπὸ μιὰ σχεδὸν διαρκὴ περιήγηση – πού, ὄπως ἦταν ἀναμενόμενο, δὲν περιλαμβάνει τὴ Γλασκώβη. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀντίθεση, ποὺ ἐκφράζεται μὲ πολλαπλοὺς τρόπους, ἀνάμεσα στὸ ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας καὶ στὴν συμβολικὴ του ἀποτύπωση ἀποτελεῖ, κατὰ τὴ γνώμη μου, τὸ βασικὸ δομικὸ στοιχεῖο τῆς ποιητικῆς σύνθεσης τοῦ Θάνου Γώγου.

Τὸ παιχνίδι παίζεται σὲ διάφορους τόπους, πραγματικοὺς ἢ ἐπινοημένους:

Η περιπλάνηση ξεκίνησε.

Κινούμαι στην επιφάνεια.

Οι πρώτες απάτες αποκαλύπτονται.

Ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἡ τοπογραφία ἀνοικειώνεται – ἀπὸ τὴ Λάρισα, τὴν οἰκεία γενέθλια πόλη τοῦ ποιητῆ, τὴν πρώτη ποὺ ἀναφέρεται στὴν πρώτη ἑνότητα τῆς Γλασκώβης, ταξιδεύουμε ὣς τὴν Ἀσφύξια, τὴν δυστοπικὴ πρωτεύουσα τῆς δικῆς του ὁπτικῆς τῶν πραγμάτων, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ὄπου επιτηδευμένα προστίθενται λάθος τονισμοί. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἀναγνώστης νομίζει ὅτι ἔχει ἀναγνωρίσει ἕνα τοπόσημο, ὅτι εἶναι σὲ θέση νὰ ἀκολουθήσει μιὰ σαφὴ πορεία, μιὰ περπατημένη οδό, ὅπως λέει ὁ ποιητής, ἡ βεβαιότητά του ἀνατρέπεται, προκύπτουν νέοι τόποι, νέοι χῶροι, κάποιοι ἐξωτικοί, κάποιοι σαφῶς χτισμένοι στὸ μυαλὸ τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἀκόμη διαρκῶς ἐγκαταλείπονται, «για άλλη μια φορά». Ὁ χρόνος ὁρίζεται κι αὐτὸς ἐπίσης ὡς ἀπουσία. Ἀνάμεσα στὶς «δρασκελιές αναμνήσεων και επιλεκτικών αμνησιών» καὶ στὴν ὑπόσχεση ἑνὸς «τρισευτυχισμένου μελλοντικού βίου» ποὺ μένει πάντα ἀσαφὴς καὶ φαντασιακός, ἐκτείνεται μόνο ἡ ἀσφυκτικὴ ἀβεβαιότητα τοῦ ἀνηδονικοῦ παρόντος.

 

3. Ἡ οὐτοπία

Ὁ ἀφηγητὴς ἀπευθύνεται συνεχῶς στὴν γυναίκα ποὺ τὸν περιμένει στὴ Γλασκώβη. Στὶς πέντε πρῶτες ἑνότητες, αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἀναγνώστρια, αὐτὴ εἶναι ἡ ἰδανικὴ ἀκροάτρια, σὲ αὐτὴν ὑποβάλλονται ὑποσχέσεις, ἐξομολογήσεις, παραδοχὲς σφαλμάτων, ἐντυπώσεις καὶ διαπιστώσεις. Καὶ στὸ τέλος τῆς δεύτερης ἑνότητας, σὲ αὐτὴν παρουσιάζεται, ὡς δῶρο ὑποθέτω, ἡ σκιαγράφηση μιᾶς νέας οὐτοπίας (ὄαση τὴν ἀποκαλεῖ ὁ ποιητὴς), τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀντιστρέφει τὴν Ἀσφύξια, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ μια πηγή στην ασφύξια που αναβλύζει ανάσες καθαρὲς και εκβάλλει τα διοξείδια.

 Ἡ Αἴξυφσα, λοιπόν, ἀποτελεῖ τὸ βασικὸ πεδίο τῆς περιήγησης τοῦ ἀφηγητῆ στὴ  τρίτη ἑνότητα. Ἐξιστοροῦνται ἐδῶ ἀποφάσεις καὶ πράξεις τοῦ παρελθόντος, ποὺ ἐνδεχομένως δημιούργησαν κάποιες στιγμὲς τὴν ὑπόνοια κάποιας ἐλπίδας, κάποιας σωτηρίας – ἕνα ἀναρχικὸ ἐλευθεριακὸ ὅραμα, ποὺ περιλαμβάνει πρωτίστως ἕναν ἔρωτα ὁ ὁποῖος παραδόξως ἔχει σταματήσει «να πουλιέται, να δεσμεύεται με ανούσιους όρκους και να αγοράζεται», ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπανάσταση, τὴν ἀλληλεγγύη, τὴν δικαιοσύνη. Συγχρόνως ὅμως παρούσα εἶναι καὶ ἡ διάψευση ὅλων αὐτῶν, ἡ προδοσία, καὶ ἡ ὑποταγὴ στὴν πανταχοῦ παρούσα ἀφέντρα/ἀκροάτρια, ἡ ὁποία ἐδῶ φαίνεται νὰ ὁρίζει τὶς λέξεις καὶ τοὺς στίχους καὶ νὰ ἀκυρώνει τὴν οὐτοπία πρὶν ἀκόμη ὁ ποιητὴς τὸ ἀντιληφθεῖ:

Μα πώς είναι δυνατόν;

Τα δικά μου λόγια τελείωναν στα άπαντα του Φρόιντ.   

Είμαι  σίγουρος/ Το είχα ετοιμάσει πιο πριν/ Το γνωρίζω  

Δεν είναι δικά μου αυτά τα γράμματα.

Δεν είναι και άγνωστα όμως.

Το σημάδι από κραγιόν δίπλα στο σημείο υπογραφής

Προκλητικότατο

4. Ἡ ἀντιστροφὴ

Στὴν τέταρτη ἐνότητα ἡ ψευδαίσθηση τῆς πράξης ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ. Ἐδῶ ἐπιστρέφουμε στὴν ἐνδοσκόπηση, στὴν ἐπεξεργασία τῆς ἀνάμνησης, στὴν τροφὴ τῆς δημιουργίας.  Ἡ ἐξουσιαστικὴ ἀκροάτρια εἶναι ἐδῶ περισσότερο, ἀμεσότερα παρούσα: ἀναλαμβάνει ρόλο ἀκραιφνῶς ἐνεργὸ στὴν ποιητικὴ σύνθεση, καθὼς τὰ ἕξι σχεδὸν λυρικὰ ποιήματα ποὺ περιλαμβάνονται, ἀριθμημένα, σὲ αὐτὴν τὴν ἐνότητα, τὰ «μιλάει» ἐκείνη. Στὰ ποιήματα αὐτὰ παρατηρεῖ τὸν ἀφηγητή, τὸν περιγράφει, ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν προσγειώσει στὸ σῶμα, αὐτὸ ποὺ ἀφελῶς θεωρεῖ τὸ μόνο πραγματικό, ἀπαιτεῖ τὸν ἔρωτα, ἀπαιτεῖ τὴν ἀφοσίωση, καὶ ἀπειλεῖ:

Σίγουρα θα μ᾽αγαπά ακόμη…

(Αν όχι θα κόψω τα χέρια μου

και θα τον ορίσω υπεύθυνο)

5. Τὸ σύνδρομο

Ἡ πέμπτη ἑνότητα χτίζεται καὶ πάλι πάνω στὸν καμβὰ μιᾶς περιήγησης, αὐτὴ τὴ φορὰ σὲ γνώριμους, ἢ τέλος πάντων, ἀναγνωρίσιμους τόπους, σὲ κοινὲς ἐμπειρίες. Ταξίδια μὲ τραῖνο, γνωριμίες, «μικρές χαρές της ζωής», «επιστροφή στην περπατημένη οδό». Ἐπίσης, συναντᾶμε ἐδῶ μιὰν ἄλλη γυναίκα, ἕνα κείμενο ποὺ ἡ ἄλλη γυναίκα ἔγραψε στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ μὲ τὸ τραῖνο, καὶ τρία ποιήματα ἐπιγραφόμενα «Νοσταλγικό Σύνδρομο» ὅπου πρωταγωνιστεῖ ὁ παρελθὼν ἔρως. Τὰ ὅρια ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους συγχέονται, ἡ Νάνσυ, ἡ γυναίκα τοῦ τραίνου, ἀπευθύνεται στὸν ἀγαπημένο της μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ γυναίκα τῆς Γλασκώβης θὰ μποροῦσε νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἀφηγητή, τὸ μέλλον φαίνεται προδιαγεγραμμένο, τὸ παρελθὸν πάντα παρόν, καὶ ὁ ποιητὴς μᾶς ἀποκαλύπτει πὼς ἴσως οἱ τόποι, οἱ χαρακτῆρες, οἱ πράξεις ποὺ παρακολουθοῦμε δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι˙ τὸ παιχνίδι αὐτὸ τῆς ἐπιθυμίας, τῆς ἔλλειψης, τῆς διάψευσης, τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ὑποταγῆς ἴσως εἶναι ἕνα εἶδος νόσου, μιὰ ἐκδήλωση τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ καὶ περιλαμβάνει, ὅπως εἶχε ὐπαινιχθεῖ ἡ δεύτερη ἐπιστολὴ τοῦ προοιμίου, τόσο τὴν ἔμφυλη διάσταση τοῦ ἔρωτα ὅσο καὶ τὴν ἐξιδανικευτικὴ ἐπαναστατικὴ πράξη ἢ ποιητικὴ δημιουργία. «Έχω άραγε παρασιτικό πλάσμα π᾽αγαπά μέσα μου;» διερωτᾶται ὁ ποιητής. Καὶ ἀκολουθοῦν τὰ τρία ἔξοχα ἐρωτικὰ ποιήματα τοῦ νοσταλγικοῦ συνδρόμου.

6. Ἡ πραγματικότητα

 

Στὴν ἕκτη, προτελευταία, ἑνότητα, προσγειωνόμαστε. Ἡ περιγραφὴ γίνεται συγκεκριμένη, οἱ τόποι ἐξίσου, οἱ πράξεις βέβαιες. Ὁ ποιητής, μετὰ ἴσως τὴ λυρικὴ ἔξαρση τοῦ Νοσταλγικοῦ Συνδρόμου, θεραπεύτηκε, μᾶς λέει, καὶ παραθέτει τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ ἐξαρτελεύθερου ποιητῆ, ποὺ φαίνεται νὰ παρωδοῦν τὰ «τοπία ἤχων» τοῦ Ρίτσου, περιγράφοντας μὲ εὐθύτητα, εἰρωνεία καὶ αὐτοσαρκασμὸ περιηγήσεις στὴ Βουδαπέστη, τὸ Βερολίνο, τὸ Ρόστοκ καὶ τὸ Τρέλεμποργκ. Ἐδῶ μοιάζει νὰ ἔχουν ἀκολουθηθεῖ οἱ συμβουλὲς τῆς ἀκροάτριας – ἐξουσιάστριας ἀπὸ τὴν τρίτη ἑνότητα:  ἔμφαση στὸ σῶμα καὶ στὶς ἐμπειρίες του, λιγότερος ἀναστοχασμός, λιγότερη περίσκεψη, λιγότερη ἀναζήτηση νοήματος. Ἴσως αὐτὴ ἡ κάπως γκροτέσκα ἀναμέτρηση μὲ τὴν πραγματικότητα νὰ ἀποτελεῖ πράγματι τὴ θεραπεία. Ἐξάλλου, ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Γλασκώβη, σύμπτωμα τῆς νόσου, δὲν ὑπάρχει πιά, ὁ λόγος τῆς ἕκτης ἑνότητας δὲν τῆς ἀπευθύνεται.

Νευρίασα και έφυγα.

Φωτογράφησα παράνομα σε δύο μουσεία ενοχλητικούς σανδαλοφόρους Γιαπωνέζους τουρίστες

Πέρασα όλα τα φανάρια πεζός  προκαλώντας την οργή γερμαναράδων οδηγών.

Γευμάτισα χορτοφάγος ντόνερ κεμπάμπ μπροστά στα έκπληκτα μάτια των  vegan συντρόφων μου.

Κατούρησα όρθιος σε όλες τις τουαλέτες.

Ένοχος!

Το παραδέχομαι. Σεξιστής είμαι.

Παλιάνθρωπος…

 

Ἐντούτοις, ἡ κατάληξη αὐτῆς τῆς περιήγησης, στὸ Τρέλεμποργκ τῆς Σουηδίας, προφανῶς σηματοδοτεῖ καὶ τὴν λήξη τῆς αὐταπάτης τῆς θεραπείας, ἀποκαλύπτοντας καὶ πάλι τὴν ὑφέρπουσα, καὶ ὁρίζουσα, νόσο:

Ευγενικά άραγε τότε μετρούν τους αυτόχειρες εκεί πάνω;

Σιωπηλά, ύπουλα.

Έτσι θ’ αρπάζει τις ζωές το σκανδιναβικό σύστημα.  

Ευγενικά, αλέκιαστα…

 Καὶ ἡ τελευταία ἑνότητα τῆς συλλογῆς, ἀκόμη πιὸ προσγειωμένη, ἀκόμη πιὸ κυνική, ἐπιγράφεται «Κόκκινα φανάρια Άμστερνταμ». Ἡ γυναίκα τῆς Γλασκώβης παραμένει ἀπούσα καὶ ἐδῶ: οὔτε αὐτὸ τὸ ποίημα τῆς ἀπευθύνεται – ἀντίθετα, αὐτὸ τὸ ποίημα εἶναι μᾶλλον ἡ ἀκύρωση τῆς ὑπόθεσης τῆς Γλασκώβης, ἡ κατάληξη σὲ ἕνα ἀγοραῖο περιβάλλον ἐπίγειων, ἢ μᾶλλον ὑπόγειων, ἐρώτων, διάψευσης τῆς ἐλευθεριακῆς προσδοκίας καὶ πάλης, ματαίωσης καὶ τῆς ἴδιας τῆς γραφῆς ὡς οὐτοπικῆς δυνατότητας. Οἱ πρῶτοι στίχοι τοῦ ποιήματος ὁρίζουν μὲ ἀκρίβεια τὶς προϋποθέσεις του:

«Ελευθερία, ελευθερία ελευθερία ….»

 Η καταπίεση, τα μέσα που βγαίνουν, ο σπαραγμός βίαιος, σάρκα επάνω σε σάρκα: Τίποτα που αγοράζεται και πουλιέται δεν είναι ελεύθερο/ Η εκτόνωση είναι κλάμα!

Τὸ ὅραμα ποὺ σκιαγραφήθηκε στὶς πρῶτες πέντε ἑνότητες εἶναι πιὰ νεκρό. Ἡ ὑγεία δὲν ἔχει ὁδηγήσει στὴν οὐτοπία. Ἀντιθέτως, καὶ ἡ ἐλπίδα ἔχει διαλυθεῖ.

Δάσκαλε απέτυχα.

Μάλλον κι αυτή η παράσταση δεν ήταν γι’  αυτούς τους θεατές

καταλήγει ὁ ποιητὴς πρὶν ὑποκύψει ὁριστικά, καὶ καταναγκαστικά, στοὺς ἀπεχθεῖς κανόνες τῆς ἀγορᾶς.

 

7. Ἡ βεβαιότητα τῆς ἥττας

 

Ἡ δεύτερη ἐπιστολὴ τοῦ προοιμίου ξεκινοῦσε:

Δεσποινίς

Οφείλουμε να είμαστε γρήγοροι, γρήγοροι όπως η καταστροφή.

Διαφαινόταν ἐκεῖ ἀκόμη ἡ προοπτικὴ τῆς ὑπέρβασης,

Στὸν ἐπίλογο, διαβάζουμε:

Δεσποινίς

εντέλει

\

Οφείλουμε

να είμαστε

Σίγουροι

 

Σίγουροι

όπως

η καταστροφή.

 

Ἡ διαφορὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀντικατάσταση μιᾶς λέξης. Στὴν ἀρχὴ τῆς περιήγησης στοὺς στίχους τῆς Γλασκώβης, ἡ ἀνάγκη γιὰ ταχύτητα εἶχε ἴσως τὴν ἔννοια τῆς ἀποτροπῆς τῆς καταστροφῆς. Στὸ τέλος τῆς περιήγησης, καὶ ἐφόσον ἡ καταστροφὴ ἔχει ἤδη διαπιστωθεῖ, τὸ μόνο ποὺ φαίνεται νὰ μένει εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς ἥττας.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα στον Μένη Κουμανταρέα από την Νέα Εστία
Επόμενο άρθροΈνας Δον Κιχώτης από το Παρίσι;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ