της Τζένης Οικονομίδη
Η γυναίκα ζωγράφιζε τον εαυτό της. Αυτή τη φορά έβγαλε τον καθρέφτη και το καβαλέτο στο στενό μπαλκόνι. Ζωγράφιζε τον εαυτό της μπροστά στον άσπρο τοίχο. Ήταν μεσήλικη και μάλλον λεπτή −αυτό ήταν και το μόνο σωματικό της χάρισμα, τα χαρακτηριστικά της κάπως σβησμένα και αδιάφορα έδειχναν ένα πρόσωπο που ούτε στην πρώτη νιότη του δεν του χαρίστηκε η ομορφιά.
Στο μπαλκόνι είχε μαζί της τον καθρέφτη, τα σύνεργα της ζωγραφικής και ένα σκαμνάκι. Τίποτε άλλο, ούτε μια κούπα καφέ ή τσάι, ένα ποτήρι νερό, ένα τασάκι. Η ζωγραφική την απορροφούσε εντελώς. Όταν κοιτούσε τον καθρέφτη δεν διόρθωνε τα μαλλιά της ή το πουκάμισό της, ούτε άλλαζε την έκφρασή της. Έχωνε τα μάτια στο είδωλο της ώστε να το αποτυπώσει βαθειά. Δεν ξέρουμε αν ήταν ζωγράφος ή σε ποια στιγμή της ζωής της άρχισε να ζωγραφίζει. Αν κάποτε ξεκίνησε κάνοντας τοπία ή νεκρές φύσεις με τα φρούτα της κουζίνας της πριν καταλήξει να ζωγραφίζει ξανά και ξανά τον εαυτό της, το μοναδικό της μοντέλο, σε όλους τους χώρους της κατοικίας της. Εκτός από το κρεβάτι. Δεν ζωγράφισε ποτέ τον εαυτό της ξαπλωμένο. Ίσως να οφείλεται και σε μια αδυναμία των ματιών σ’ αυτήν την στάση ή στην αρθρίτιδα που είχε εμφανιστεί. Μάλλον όμως δεν της άρεσαν τα ξαπλωμένα κεφάλια, ο τρόπος που παραδίνονταν τα χαρακτηριστικά σαν να σβήνουν στο μαξιλάρι. Ήθελε να μπορεί να συναντάει το βλέμμα της. Να βλέπει το βλέμμα της. Δεν έδινε σημασία στην έκφραση. Ποτέ δεν χαμογελούσε στους πίνακές της. Ούτε, βέβαια, ήταν λυπημένη. Οι πίνακες, αν μπορούσε να τους δει κανείς όλους μαζί, αναπαριστούσαν μια έκφραση που δεν ήταν καν έκφραση. Τα μάτια καταλάμβαναν όλο τον καμβά. Σαν δύο βαθιές τρύπες. Σαν πηγάδια.
Ναι, σαν πηγάδια. Βαθειά, από αυτά που θα μπορούσες να δηλητηριάσεις το νερό όλης της πόλης. Να χύσεις φαρμάκια που θα διοχετεύονταν γρήγορα- ή αργά- μέσα στο πολύπλοκο υπόγειο σύστημα των αγωγών υδροδότησης. Μέσα στα αγγεία της πόλης. Αυτή δεν ήταν μια σκέψη της γυναίκας. Είναι η σκέψη του παρατηρητή που αντικρίζει τούτο το τρομακτικό βάραθρο. Είναι απόκοσμο και προτιμάει να το γεμίσει με κακό παρά να το αντιμετωπίσει. Η γυναίκα προσηλωμένη το μελετούσε. Σήκωνε το πινέλο της και το προσγείωνε στο τελάρο πότε σαν χτύπημα, πότε σαν χάιδεμα. Μην αφήνοντας τα μάτια της από τα μάτια της.
Δούλευε πάντοτε με ένα χρώμα. Αυτή τη φορά είχε πάρει το μπλε. Δημιουργούσε τις διαφορετικές υφές με αποχρώσεις. Την ήξερε αυτή την τεχνοτροπία. Ανυπόμονες πινελιές στα μαλλιά, πεταχτές στα ζυγωματικά, η μύτη και το στόμα ίσα που ξεχώριζαν. Το περίγραμμα του προσώπου χανόταν σε κάποια σημεία. Το τόξο των φρυδιών άρχιζε να αποκτάει κάποια σταθερότητα. Τα μάτια την ενδιέφεραν. Κρατούσε το χρώμα για τα μάτια.
Φαίνεται ότι ο ήλιος −είχε στο μεταξύ προχωρήσει η μέρα− την ενόχλησε αρκετά, γιατί μετακίνησε τα σύνεργά της στη γωνία του μπαλκονιού πάνω από τη διασταύρωση των δύο λεωφόρων. Δεν θα άλλαζε το φόντο. Θα κρατούσε πάντα το μικρό κομμάτι άσπρου τοίχου πίσω από τη γυναίκα που ζωγράφιζε. Θα συνέχιζε να ζωγραφίζει τον εαυτό της στον πρόβολο της γωνίας, στον αέρα πάνω από τις λεωφόρους. Το οίκημα ήταν παλιό και τα σημάδια της φθοράς ήταν έντονα και μάλλον επικίνδυνα. Μεγάλες ρωγμές στο τσιμέντο είχαν αποκαλύψει σκουριασμένους αρμούς. Η γωνία του πολύ ψηλού ορόφου που ζούσε η γυναίκα αιωρούνταν σαν τσακισμένη πλώρη. Εκεί πάνω σ’ αυτήν, με όλα τα σκοινιά κομμένα, η γυναίκα ζωγράφιζε αφοσιωμένη τον εαυτό της. Δεν έδειχνε να την απασχολεί καθόλου η ησυχία που είχε απλωθεί παντού. Κανένας ήχος δεν ερχόταν από τους δρόμους. Η ζωή βρισκόταν σε παύση. Και μέσα σ’ αυτήν την τρομακτική ηρεμία στην πλώρη του σπιτιού της κρεμασμένη στον αέρα, η γυναίκα συνέχιζε να ζωγραφίζει τον εαυτό της. Γύριζε στον καθρέφτη. Μια αέναη κίνηση, απρόσκοπτη, αδιατάρακτη. Χωρίς εκζήτηση/καμία πόζα/χωρίς απεύθυνση σε ξένο βλέμμα. Στην απόλυτη ερημιά η γυναίκα κρεμόταν στο κενό ζωγραφίζοντας.
Βουτούσε στα πηγάδια των ματιών της. Κρύο σκοτεινό νερό. Πολύτιμο. Έψαχνε. Τον χρόνο μέσα της. Έκανε μια κίνηση να ξεκουράσει την πλάτη της. Τεντώθηκε και έριξε το κεφάλι της προς τα πίσω. Εισέπνευσε και εξέπνευσε μακρόσυρτα σ αυτήν την στάση. Η σωματική υπενθύμιση την γλύκανε κάπως και πράγματι άρχισε να απαλύνει τις πινελιές της. Ολοκλήρωσε την γραμμή του προσώπου −δυνατό περίγραμμα, σταθερή ίσια γραμμή που έσβηνε τις ρυτίδες του μοντέλου, αν και δεν ήταν αυτός ο σκοπός της. Μάλλον πρέπει να αποδοθεί στην έλλειψη τεχνικής και καθόλου στην αποσιώπηση της φθοράς. Ο χρόνος μ’ αυτήν την έννοια δεν την απασχολούσε. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν πάντοτε ήταν έτσι ή σε ποια στιγμή άρχισε να συμβαίνει. Η απάλειψη του εξωτερικού χρόνου. Ίσως μια προσεκτική παρατήρηση των έργων της να το φανέρωνε, αλλά η γυναίκα στοίβαζε τα τελάρα στο δωμάτιο αποθήκη στην άκρη του διαδρόμου. Κάθε λίγο τραβούσε μάλλον απρόσεκτα δυο τρία και τα τοποθετούσε στα σημεία όπου είχε σταθεί το μοντέλο της αποσύροντας τα προηγούμενα. Στεκόταν αντίκρυ με την αίσθηση ότι το μοντέλο τώρα την ζωγράφιζε. Και αυτές ήταν οι στιγμές που πραγματικά μελετούσε ολοκληρωμένο ένα έργο της. Εξοικειωμένη στην εντέλεια με το καλειδοσκόπιο των αντικριστών κατόπτρων, ίσως να ένοιωθε μια ελαφριά ζάλη, ίσως και να φτερούγιζε πάνω από τη στιγμή απολαμβάνοντας. Δεν άλλαξε ποτέ γωνία θέασης. Αυτή που ακολουθούσε την εξυπηρετούσε πολύ.
Η μελέτη ενός παλιότερου έργου της δεν την βοηθούσε να προχωρήσει το ψάξιμό της. Της ξεκαθάριζε πού είχε φτάσει τότε. Μια συντεταγμένη ήταν στον χρόνο μέσα της. Όταν ζωγράφιζε −όπως τώρα στη γωνία του τσακισμένου μπαλκονιού, στην απουσία βαρύτητας από την παύση της ζωής, την οποία, όμως, δεν αντιλαμβανόταν− τον εαυτό της τότε το ψάξιμό της ναι, προχωρούσε. Ο χρόνος μέσα της κυλούσε σαν διαυγής σταγόνα στις χορδές ενός καθοδικού σπιράλ. Γρήγορα, αργά, παύλα. Χωμένος σε μια αναδίπλωση κρυμμένος από τους άλλους, ανάσαινε. Μπορούσε να χαθεί, να σβήσει. Να μένει ασυντόνιστος. Άχρονος, συγχωρητικός χρόνος. Διασταλμένος βάλσαμο μέσα της. Το βάλσαμο στα πηγάδια των ματιών της.
Σκοτείνιασε απότομα. Η γυναίκα δεν έβλεπε καλά και νόμιζε πως ήταν από την προσπάθεια των ματιών που γέμισαν δάκρυα. Απέναντί της στο μοντέλο οι δυο μπλε μουτζούρες στην θέση των ματιών είχαν αρχίσει να φτύνουν το χρώμα. Έπιασε κι ένα ψιλόβροχο απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, οι σταγόνες κυλούσαν στο τελάρο και το μοντέλο που ζωγράφιζε την γυναίκα άρχισε να κλαίει.