της Μαρίζας Ντεκάστρο
Στο τελευταίο ταξίδι μου διέσχισα τα δυτικά Βαλκάνια μέχρι τη βόρεια Ελβετία, περίπου 2.500 χιλιόμετρα. Οδικό ταξίδι στην Ευρώπη, όταν μάλιστα βιάζεσαι να φτάσεις στον προορισμό σου γιατί οι ημερομηνίες πιέζουν, ακούγεται εκκεντρικό στις μέρες μας παρά την ποιότητα των αυτοκινητόδρομων (ο ΑΚΤΩΡ έστρωσε γυαλί την εθνική οδό της Βόρειας Μακεδονίας, το ευρωπαϊκό ταμείο έκανε το ίδιο στην Κροατία και στη Σλοβενία) και τη διέλευση των συνόρων που είναι απλούστατη αφού έχουν κι αυτά κυριολεκτικά εξαφανιστεί μεταξύ των κρατών της ΕΕ. Μοναδική ένδειξη η σημαία που ορίζει την είσοδο στην επόμενη χώρα.
Ήθελα λοιπόν κάτι για διάβασμα, όμως απέρριψα τους τουριστικούς οδηγούς που τους βρίσκεις στα περίπτερα Tourist Info παντού σε χωριά, πόλεις και κωμοπόλεις. Δεν πήρα ούτε οδικούς χάρτες οι οποίοι μάς ήταν απαραίτητοι όταν ταξιδεύαμε με το αυτοκίνητο στην Ευρώπη τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70: τους ανοίγαμε κι έπιαναν ολόκληρο το καπό του αυτοκινήτου, σημειώναμε με στυλό τη διαδρομή, κυκλώναμε τους ενδιάμεσους σταθμούς και τους διπλώναμε άτσαλα πάνω στις τσακίσεις. Τώρα ο χάρτης κατέληξε να είναι οθόνη, μια φωτεινή λωρίδα ελάχιστης διαδρομής η οποία συνεχώς μεταβάλλεται καθώς η απόσταση που καλύψαμε σβήνεται προοδευτικά. Στα σωθικά του GPS έχει εγγραφεί βέβαια η αρχή και το τέλος του ταξιδιού, όμως η αφετηρία της διαδρομής αλλάζει διαρκώς ανάλογα με τις στάσεις και τον προγραμματισμό του. Παρακολουθούσα λοιπόν ευλαβικά την κίνηση του αυτοκινήτου σ’ ένα μικρό τμήμα της διαδρομής και αυτό μου αρκούσε.
Στο ταξίδι θα περνούσα τον Δούναβη. Επομένως σκέφτηκα πολύ λογικά, να ξαναδιαβάσω κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον χάρτινο Δούναβη του Κλάουντιο Μάγκρις, ένα σπουδαίο έργο γεωγραφίας, Ιστορίας και ιστοριών για τους μικρόκοσμους που ευδοκίμησαν και ευδοκιμούν στις όχθες του δεύτερου μακρύτερου ποταμού της Ευρώπης.
Ο Κλάουντιο Μαγκρις είναι ένας ρομαντικός του ταξιδιού. Στο ταξίδι μου, μακρύ σχεδόν όσο το μήκος του Δούναβη, μου φάνηκε ταιριαστό να έχω μαζί μου τον Τριεστίνο συγγραφέα. Άλλωστε θα περνούσα από μέρη όπου σταμάτησε και θα έμπαινα στην πατρίδα του από τα σύνορα κοντά στη γενέτειρά του. Πού και πού πινακίδες μου θύμιζαν πού είχε σταθεί και είχε γράψει γοητευτικές ιστορίες για τις τοποθεσίες που εγώ προσπερνούσα χωρίς να σταθώ.
Το ταξίδι μου δεν ήταν ταξίδι μελέτης και αναψυχής όπως το δικό του, παρά υπάκουε στον νόμο της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας, και με τον ρυθμό να δίνεται από τους επαγγελματίες των μεγάλων αποστάσεων: χιλιόμετρα, στάση, χιλιόμετρα, ύπνος, χιλιόμετρα, στάση, χιλιόμετρα, άφιξη. Είναι εντυπωσιακή η κυριαρχία των νταλικέρηδων στους ευρωπαϊκούς δρόμους καθώς αναπτύσσουν πιεστικές ταχύτητες όσο έχει φως. Με το που βραδιάζει, πάλι, καταλαμβάνουν κάθε ελεύθερο χώρο στάσης στον αυτοκινητόδρομο ή παρατάσσουν τα θεόρατα οχήματά τους στα πάρκινγκ των βενζινάδικων που μοιάζουν με εκθετήρια πώλησης φορτηγών.
Η αρχιτεκτονική σύνθεση του ταξιδιού, όπως γράφει κάπου ο Μάγκρις, ο σχεδιασμός του λέω εγώ, δεν ήταν για να γνωρίσω μέρη, να περιηγηθώ, να μιλήσω με τους ντόπιους, να γευτώ φαγητά. Τα εμφιαλωμένα νερά, τα σάντουιτς, ο καφές ήταν τυποποιημένα σε κάθε βενζινάδικο-σουπερμάρκετ στην άκρη του αυτοκινητόδρομου. Σχεδόν ούτε γλώσσες δεν άκουσα. Τα αγγλικά είναι το πασπαρτού της συνεννόησης, διαφέρει μόνο η προφορά.
Παλιά, στα ταξίδια με το αυτοκίνητο καταλάβαινες τη γεωγραφία. Όλα ήταν προσιτά, έμπαινες αναγκαστικά σε χωριά και πόλεις, κορδέλες ασφάλτου σε έστελναν να ανεβοκατέβεις βουνά και βουναλάκια. Ένιωθες το ανάγλυφο του εδάφους με τις ανωμαλίες του και έπρεπε να το κατακτήσεις, ενώ αυτό με τη σειρά του σε καλούσε να σβήσεις τη μηχανή, να πάρεις μια ανάσα και να απολαύσεις την ομορφιά του. Οι παλιοί δρόμοι σε υποχρέωναν να το οικειοποιηθείς.
Η σύγχρονη χάραξη λειαίνει, μικραίνει τις αποστάσεις, οι σήραγγες καταργούν τα βουνά, οι κατοικημένες περιοχές και οι έξοδοι προς αυτές απέχουν χιλιόμετρα από τις κεντρικές αρτηρίες. Κι αν κατά λάθος παρεκκλίνεις από το φαρδύ γκρίζο κανάλι, βρίσκεσαι να περιπλανιέσαι στους μικρούς δρόμους που οδηγούν σε οικισμούς. Θα κόψεις ταχύτητα, θα καθυστερήσεις οπωσδήποτε, όμως θα μπεις μέσα στο τοπίο και θα φτάσεις στους ανθρώπους. Και τότε θα νιώσεις τη γλυκιά αίσθηση της αμεσότητας και της επαφής με τον τοπικό μικρόκοσμο. Μια κουβεντούλα στο φαγητό, μια βόλτα, κάτι να ψωνίσεις και αισθάνεσαι περιστασιακά μέρος του τόπου. Αν όχι, ένα κάστρο, ένα μυτερό καμπαναριό, σκεπές σπιτιών, σπαρτά και καλλιέργειες σε οδηγούν να μαντέψεις πώς διάγουν τον βίο τους.
Στα βιαστικά οδικά ταξίδια μας κινούμαστε «εκτός» με μόνη παρέα τον ορίζοντα. Προσπερνάμε, αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους χωρίς να τους βλέπουμε και να τους ακούμε. Γιατί ποιοι είναι οι ήχοι που μας συντροφεύουν παρεκτός εκείνοι της μηχανής των αυτοκινήτων;
Παρόλα αυτά, οι ώρες στον δρόμο δεν σε στερούν από εικόνες οι οποίες συμπληρώνονται με τα απρόοπτα (μια απότομη μπόρα, μια βλάβη, έργα στον δρόμο που καθηλώνουν σε ουρές χιλιομέτρων) που εμφανίζονται απρόσμενα κάποια στιγμή και αναστατώνουν το πλάνο της ημέρας- την κατάκτηση των εκατοντάδων προγραμματισμένων χιλιομέτρων. Είναι το αλατοπίπερο του ταξιδιού. Τα ονοματίζουμε «περιπέτειες» και τα διηγούμαστε στην επιστροφή μας.
Ρομαντικοί των αργών ταξιδιών, ο Κλάουντιο Μάγκρις και οι τωρινοί και οι παλαιότεροι περιηγητές χάριζαν άπλετο χρόνο στον εαυτό τους και στους τόπους…
Κλάουντιο Μάγκρις, Δούναβης, Μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης,Πόλις, 2001
βρες το εδώ
Κλάουντιο Μάγκρις, Μικρόκοσμοι, Μτφρ. Αθανασία Δρακοπούλου
Εκδ. Πόλις, 2005
βρες το εδώ