Ταξιδεύοντας με τον Φαίδωνα Ταμβακάκη (του Αριστοτέλη Σαΐνη)

0
442

 

Η παρουσίαση του Φαίδωνα Ταμβακάκη από τον Αριστοτέλη  Σαΐνη, μέλος της Κριτικής Επιτροπής του Αναγνώστη κατά την απονομή του Βραβείου Νίκου Θέμελη.

O Φαίδωνας Ταμβακάκης άρχισε το ταξίδι του στο αρχιπέλαγος της γραφής με τις νόρμες παλιών αισθηματικών ρομάντζων [ο μισοπραγματικός-μισοονειρικός κόσμος της Ευμορφίας (Εστία, 1982)] ή με τις συμβάσεις του μυθιστορήματος εφηβείας [τα παραπληρωματικά και κάποιες φορές συγκρουόμενα αφηγηματικά επίπεδα στα Τοπία της Φιλομήλας (Εστία, 1988)] και έκτοτε δεν σταμάτησε ποτέ να δοκιμάζει τις αντοχές των λογοτεχνικών ειδών και τις δυνατότητες της αφήγησης: από τα ψευδοδοκιμιακά μικροπαραβατικά παίγνια (Τακτοποίηση αυθαιρέτων, Εκάτη 2013) μέχρι τη διπλή (δύο τίτλους, δύο εξώφυλλα και δύο εισόδους) ιστορία επιστημονικής φαντασίας (Το μυστικό της Σεσάτ / Η έβδομη ιστορία, Εστία, 2019)].

Κάποια στιγμή άνοιξε τολμηρά τα πανιά του για πλατύτερους (εσωτερικούς και εξωτερικούς) ορίζοντες, με θεματικές δεσπόζουσες πραγματικά, φανταστικά ή συμβολικά νησιά και θάλασσες·  την εμπειρία της μοναξιάς και την αυτογνωσία, την έννοια του χρόνου και των αναμνήσεων, επίσης. Από την ψυχολογική νουβέλα Η Υστάτη (Εστία, 1991) διά μέσου μιας σύγχρονης συλλογικής ροβινσωνιάδας (Οι Ναυαγοί της Πασιφάης, Εστία 1997), στο διήγημα «Η σκιά του σκότους», που ηγείται της ενδεκάδας των ερειπωμένων Άδειων ξενοδοχείων (Εστία, 2005) και αποτελεί υποδειγματική επανεγγραφή της Καρδιάς του Σκότους του Κόνραντ, μέχρι την Αναπαλαίωση (Εστία, 2015) o Ταμβακάκης φαίνεται να ακολουθεί μια καλά χαραγμένη ρότα.

Αυτή, νομίζω, οδηγεί αλάνθαστα και το νέο μυθιστόρημά του στο κέντρο του Ατλαντικού εκεί όπου δεσπόζει απόμακρος ο ηφαιστειακός βράχος της Αγίας Ελένης. Εκεί, όπου κατευθύνεται το τελευταίο επιβατηγό, το ποστάλι του τίτλου, σ’ ένα από τα τελευταία δρομολόγιά του από το Κέιπ Τάουν, λίγο πριν από τη δημιουργία του αεροδρομίου στο νησί.

Ανάμεσα στους επιβάτες, και ο «Ναύαρχος» Αντώνης Μάρκελλος. Στο τώρα της αφήγησης, χρεωκοπημένος πλέον τσιμεντοβιομήχανος, «πρόσφυγας» με «εισιτήριο χωρίς επιστροφή», «διαπλέει τον Αχέροντα» με προορισμό τον τόπο εξορίας του Ναπολέοντα. Στις αποσκευές του, το Χρονικό της εταιρείας του, της φημισμένης Marenco, στο τιμόνι της οποίας βρέθηκε το 1967, εγκαταλείποντας πολλά υποσχόμενη καριέρα ναυτικού.

Στις πέντε μέρες του ταξιδιού (14-19 Φεβρουαρίου του 2017), ο Μάρκελλος ταυτίζει μισοσυνειδητά πολλούς απ’ τους συνεπιβάτες του με πρόσωπα του παρελθόντος του. Εξιστορώντας τους παράλληλους βίους ανθρώπων που συνδέθηκαν με τις τύχες της ναυαγισμένης εταιρείας του, ο εμμονικός από μικρός με τον Ναπολέοντα, ο μακιαβελικός, αυτοκριτικός και βαθιά ανθρώπινος Ναύαρχος διαστίζει την αφήγησή του με αυτοκρατορικές ρήσεις ή δικά του φλεγματικά αποφθέγματα («Οι πόλεμοι ένωναν τους Έλληνες, η ειρήνη τούς δίχασε» / «τις πιο ακραίες σοσιαλιστικές πολιτικές να τις περιμένεις από τους φανατικούς φιλελεύθερους και… τούμπαλιν»).

Όπως το σχεδιαζόμενο Χρονικό, έτσι και το ανά χείρας μυθιστόρημα, η συγγραφική υπευθυνότητα του οποίου, σύμφωνα με την πλαισίωση, δεν ανήκει στον Ταμβακάκη αλλά σε μια υπάλληλο της εταιρείας, έχει ως πρότυπο το αρχαίο κινέζικο Σι Τζι: μια αλυσιδωτή συμπλοκή μικροσκοπικών βιογραφιών μελών της οικογένειας, υπαλλήλων αλλά και ανθρώπων που συνδέθηκαν και άφησαν έντονο αποτύπωμα στην ιστορία όχι πλέον της κινέζικης αυτοκρατορίας αλλά της μικρής αυτής βιομηχανικής αυτοκρατορίας.

Οι δεκάδες βιογραφούμενοι με την παιγνιώδη κρατυλική ονοματοδοσία (Ο Ντένης Ζηλούντας φυσικά και θα εποφθαλμιά τη διοίκηση της εταιρείας και ένας σώφρων τραπεζίτης δεν μπορεί παρά να ονομάζεται Νικήτας Φρονιμήτης) που συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά από πραγματικά πρόσωπα, πρωταγωνιστούν σε μια σειρά ανεκδοτολογικές πραγματικές, μισοπραγματικές ή μισοφανταστικές, ευτράπελες ή δραματικές ιστορίες, συνήθως απότομης ανόδου και κατακόρυφης πτώσης: οικονομικοί θρίαμβοι, ερωτικές κατακτήσεις και προσωπικά Βατερλό, «βουκολικά ειδύλλια» και «αστικές τραγωδίες».

Δεν λείπουν οι αναμενόμενες αναφορές στον ναυτικό Μινχάουζεν Τρίσταν Τζόουνς και τον θαλασσοπόρο Σάββα Γεωργίου, ενώ ο μεταφραστής του θρυλικού Μάγου (1966, Εστία 1997) δεν χάνει την ευκαιρία για μυθοπλαστικό παιχνίδι και λογοτεχνικό στοχασμό: στην αφήγηση της χρυσής εποχής της Ύδρας δεσπόζει ένα μυθοπλαστικό υβρίδιο του Τζον Φόουλς και ίσως αυτός ο νεαρός Πέλων, που ξενερίζει κάποια στιγμή από το βάθος της αφήγησης, να μην αποτελεί παρά περσόνα του ίδιου του συγγραφέα.

Γρήγορα, το αγκιστρωμένο (με επαληθεύσιμες χρονοτοπικές συντεταγμένες) στην πραγματικότητα μυθιστόρημα, απογειώνεται με βιβλικές ή μυθολογικές αναφορές και καλειδοσκοπικούς αντικατοπτρισμούς. Εδώ ένας Μεφιστοφελής, αλλού μια Πηνελόπη, κάπου η Κλίμακα του Ιακώβ και το Τζέιμσταουν, «μια χαραμάδα στον απειλητικό βράχο», ως είσοδος στον Άδη.

 

«Αυτό που στην αγγλική γλώσσα ονομάζεται “οικονομική κατάθλιψη”,

στα ελληνικά αποδίδεται, ανεπαρκώς ως “ύφεση” ή “κρίση”»

 

«Σκαρί τραβεστί, άχαρο, το πλωριό μέρος φορτηγό, στοιβαγμένα κοντέινερ,

στη μέση η γέφυρα, πρύμα παλαιομοδίτικο κρουαζερόπλοιο»

 

 

Τέλος, παντού ναυτικές μεταφορές: η εταιρεία ως ωκεανός, η οικονομική κρίση ως βραδύς διάπλους, η ζωή ως τρικυμισμένη θάλασσα, το ανθρώπινο μοναχικό ταξίδι αυτογνωσίας αέναο και κυκλικό, πλοίο που στριφογυρνά και χάνεται σε δίνες του ανέμου ή ρουφήχτρες του νερού με εκκωφαντικά στριγκλίσματα. Όπως όμως συμβαίνει από την Αναπαλαίωση και μετά η οπτική του Ταμβακάκη την εποχή της κρίσης διευρύνεται για να συμπεριλάβει μαζί με την ατομική υπαρξιακή αγωνία τη συλλογική κατάρρευση.

Γι’ αυτό και εδώ οι προσωπικές μικροϊστορίες καθρεφτίζουν τη μεγάλη Ιστορία: τους κλυδωνισμούς της οικονομίας, τα σκαμπανεβάσματα της πολιτικής, τα τραγικά αλλεπάλληλα ναυάγια μιας χώρας που πλέει συχνά ακυβέρνητη στο μάκρος ενός αιώνα. Και ο Ταμβακάκης δεν έχει λόγους να χαριστεί και δεν χαρίζεται σε κανέναν.

Ο Αντώνης Μάρκελλος, με τη μακρινή ευγενική καταγωγή του, αποτελεί άλλη μία οδυσσεϊκή μορφή δίπλα στους μοναχικούς ονειροπλόους θαλασσινούς δονκιχώτες, τους σμιλεμένους στη σκληρή συντροφικότητα της θαλασσινής ζωής, τους οποίους ζωγραφίζει χρόνια τώρα ο έμπειρος θαλασσοπόρος στο αρχιπέλαγος της γραφής Ταμβακάκης.

Από τους Ναυαγούς της Πασιφάης, που χάνονται στη λογοτεχνία (αφού πρώτα χαθούν στον Ειρηνικό), μέχρι τον ταξιδιωτικό πράκτορα Κώστα Κοριανόπουλο, που επιστρέφει ύστερα από δέκα χρόνια στο κατεστραμμένο από το τσουνάμι Πουκέ, οι φαινομενικά επιφανειακές ναυτικές ιστορίες του Tαμβακάκη αποδεικνύονται σχεδόν πάντα αλληγορίες, καταβάσεις και αιματηροί νόστοι, αντεστραμμένες επανεγγραφές ή διακριτικές μεταμορφώσεις της Οδύσσειας, της ανθρώπινης περιπέτειας εντέλει… για να θυμηθούμε και το μεγάλο λαϊκό έπος της μοντέρνας εποχής μας, ανήμερα της Bloomsday, της πιο πολυσέλιδης μέρας της παγκόσμιας Ιστορίας.

Καθόλου τυχαία το μυθιστόρημα διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται, δοκιμάζοντας μάλιστα τις αναγνωστικές αντοχές, προκαλώντας κριτικές συζητήσεις. Τι είναι, τελικά, αυτό το έκκεντρο και πολυσυλλεκτικό, χορταστικό και απολαυστικό μυθιστόρημα; Μυθοπλαστικό δείγμα μιας «ιστορίας του επιχειρείν» στην Ελλάδα που επιλέγει συμβολικά την άνοδο και την πτώση της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας για να μιλήσει για την διαχρονική ελληνική κακοδαιμονία και την κοινωνικοοικονομική κατάρρευση κατά την τελευταία κρίση; Μια μυθοπλασιακή ή μεταμυθοπλασιακή «φάρσα» που αυτουπονομεύεται διαρκώς;

Θα μπορούσαν να ισχύουν και τα δύο.

Οι ιστορίες του Ταμβακάκη νομίζω ότι μοιάζουν με τις ιστορίες του ταξιδιωτικού πράκτορα Κοριανόπουλου που αντλούσε από μία ανεξάντλητη «αποθήκη αφηγήσεων»: «Ποτέ δεν άκουγες την ίδια ιστορία δυο φορές, ούτε όμως και παραλλαγές, που σήμαινε πως είτε τις αντλούσε από την πραγματικότητα είτε ήταν μέγας μάστορης».

Ακόμα καλύτερα και πιο τολμηρά, οι ιστορίες του Ταμβακάκη μοιάζουν με τις αριστοτεχνικές ιστορίες του Τσάρλι Μάρλοου, όπου, σε αντίθεση, γράφει ο Κόνραντ, με τις απλοϊκές ιστορίες των θαλασσινών που «διαβάζονται σαν ανοιχτό βιβλίο», το νόημα σε αυτές «περιβάλλει την ιστορία που το αποκαλύπτει όπως αποκαλύπτει η λάμψη την άλω, εκείνο το ομιχλώδες φωτοστέφανο που γίνεται καμιά φορά ορατό γύρω από την απόκοσμη αίγλη του φεγγαριού».

 

Η Κριτική Επιτροπή του ηλεκτρονικού περιοδικού ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, θεωρώντας ότι, το τελευταίο μυθιστόρημα του Φαίδωνα Ταμβακάκη, με τη διακριτική του συνομιλία με την ελληνική Ιστορία ενός αιώνα και τον ασυνήθιστο, για την κλειστοφοβική ελληνική πεζογραφία, κοσμοπολιτισμό του, ανταποκρίνεται σε χαρακτηριστικές όψεις της πεζογραφίας του Νίκου Θέμελη (ατομική και συλλογική ταυτότητα σε ρευστά ιστορικά περιβάλλοντα, συμπλοκή Ιστορίας, Λογοτεχνίας και Πολιτικής), κατέληξε στην ομόφωνη απόφαση για την απονομή του «Βραβείου Νίκος Θέμελης» για το 2022 στο μυθιστόρημα Tο τελευταίο ποστάλι (Εκδόσεις Εστία).

 

Κριτικογραφία:

Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, «Φάρσα;», www. istos.gr, 4/4/2022

Γιάννης Καλογερόπουλος, «Το τελευταίο ποστάλι», ΝΟ14ΜΕ, 2/12/21

Αριστοτέλης Σαϊνης, «Φαίδων Ταμβακάκης», στο συλλογικό τόμο Γιώργος Αριστηνός (επιμ.), Νάρκισσος και Ιανός: Η νεωτερική πεζογραφία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Μεσόγειος, Αθήνα 2007, σσ. 549-555

«Σπουδές» σε μυθοπλαστικές σκουληκότρυπες» (Τακτοποίηση Αυθαιρέτων, Εκάτη 2013), Η Εφημερίδα των Συντακτών, «Ανοιχτό βιβλίο»: 19/10/2013

«Οδυσσέως και Πηνελόπης “αναπαλαιωμένος” αναγνωρισμός» (Η Αναπαλαίωση, Εστία 2015), Η Εφημερίδα των Συντακτών, «Ανοιχτό βιβλίο»: 7/6/2015

«Τεχνητή νοημοσύνη και λογοτεχνία» (Το μυστικό της Σεσάτ / Η έβδομη ιστορία, Εστία, 2019), Η Εφημερίδα των Συντακτών, «Ανοιχτό βιβλίο»: 1/9/2019

«Η ζωή ως ταξίδι, η κρίση ως διάπλους» (Το τελευταίο ποστάλι, Εστία 2021), Η Εφημερίδα των Συντακτών «Ανοιχτό βιβλίο»: 27/11/2021

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομα και κοινωνία στη νεώτερη ελληνική πεζογραφία 1974-2017, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018, σσ:486-488 & 860-861

«Πλέοντας προς την Αγία Ελένη», εφημ. Το Βήμα, «Βιβλία», 13/2/2022

Έλενα Χουζούρη, «Η ιστορία του επιχειρείν στη λογοτεχνία», www.bookpress.gr, 9/1/2022

Προηγούμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Έτσι άρχισαν όλα (του Κώστα Ακρίβου)
Επόμενο άρθροΝαζί και ζώα (της Άννας Λυδάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ