Τατιάνα Βολτσκάγια, Ποιήματα του πολέμου και της αγάπης
Παρουσίαση/μετάφραση: Χρήστου Τσιάμη
Αυτές τις μέρες της εισβολής και του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, υπάρχει μια μεγάλη μερίδα Ρώσων πολιτών, ειδικά στα αστικά κέντρα, που έχουν εκδηλώσει τον αποτροπιασμό τους και την ενεργή αντίθεση τους στο θάνατο και την καταστροφή που σκορπάει ο Ρωσικός στρατός στη γείτονα τους χώρα. Τις αντιπολεμικές αυτές φωνές τις έχουν μεθοδικά αποπνίξει οι αρχές, με μαζικές συλλήψεις, με τη λογοκρισία και το κλείσιμο ανεξαρτήτων μέσων μαζικής ενημέρωσης, και με άλλα μέτρα βίας και εκφοβισμού. Εδώ, παρουσιάζουμε μια από αυτές τις φωνές διαμαρτυρίας, την ποιήτρια Τατιάνα Βολτσκάγια, με πρόσφατα ποιήματα της, που γράφτηκαν με αφορμή τον πόλεμο, αλλά και με κάποια προγενέστερα για τον έρωτα και την αγάπη.
Η Τατιάνα Βολτσκάγια είναι ποιήτρια και κριτικός, και ζεί στην Αγία Πετρούπολη. Ποιήματα, δοκίμια και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά της Ρωσίας και έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές. Έχει συνδιευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό της Αγίας Πετρούπολης Postscriptum. Η ποίηση της έχει βραβευθεί κατ’ επανάληψη και ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, σουηδικά, ολλανδικά, φινλανδικά, ιταλικά και άλλες γλώσσες. Είναι μέλος του παγκοσμίου οργανισμού συγγραφέων PEN και εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Radio Liberty/Radio Free Europe. Το 2020, Συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Αθήνας.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
****
Ας το πούμε έξω απ’ τα δόντια. Άδικος πόλεμος
Τις διέγραψαν τις εντολές του παππού.
Εγώ τις κρατάω στη χούφτα μου
Και ζητάω συγνώμη – ο παππούς Ιβάν
ο γιατρός, σ’ ένα πολιορκημένο
στρατιωτικό νοσοκομείο. Θέλω
να ακούστε – τι θα έλεγε
Για τις ομοβροντίες των πυραύλων,
των δικών μας, στο Κίεβο. Σκύβω το κεφάλι, σιωπώ.
Παππού, ακούω τη φωνή σου –
Γιατί εμείς πεθαίναμε τότε, κοντά στη Μόσχα;
Για να αφήσει ο Ρώσος, αργότερα,
χήρα μια Ουκρανή;
Κάϊν, Κάϊν, πού είναι ο αδερφός σου ο Αβελ;
****
Η Ρωσία θα ακυρωθεί. Μαζί με τον Πούσκιν και τον Τολστόϊ.
Όταν θα καθαρίσει ο καπνός
Πάνω από την Ουκρανία,
Θα είμαστε ερειπωμένα
Βασίλεια. Ας πάρουμε μια βαθιά αναπνοή
Και ένα νοσοκομείο συντρίμμι
στη Μαριούπολη – θα είναι το μαντήλι της Φρίντας
που θα μας έρχεται κάθε πρωί παραπαπάμ κι απ’ την αρχή.
Κάτω από τα βογγητά και τις κλάψες μας.
Και η Ρωσία θα ακυρωθεί. Με τον Πάστερνακ και τον Τσέχωφ.
Με τον Μόϊντοντιρ, και τον Καρυοθραύστη – και πράγματι, γιατί
να τους θυμούνται αυτούς στα ερείπια νοσοκομείων και σχολείων;
Στα σύνορα θα φυτρώσει ένα παλάτι
από κρανία φλεγόμενα,
Και οι σιδερένιες σαύρες,
Αφού έχουν γουργουρίσει, θα σαπίσουν
μέσα στα κεφάλια μας.
Και εμείς θα είμαστε εδώ
Με εξηγήσεις όπως συνήθως περί ειρήνης και εργασίας.
Και σου γράφω γράμματα – από την κόλαση, με αγάπη.
Όμως, δεν θα φτάσουν.
****
Στο εστιατόριο παίζει μια μουσική,
Μια γυναίκα, ένα κερί, ένα ποτήρι κρασί.
Η Ουκρανία – κάπου εκεί – στην άκρη,
Από εδώ κανείς δεν μπορεί να τη δεί.
Η φλόγα σπάει, τα τέταρτα γκρεμίζονται
Από την πλατεία φτάνει: «Ντροπή!»
Η γυναίκα με κίνηση κουρασμένη
σιάζει τα μαλλιά της, στο μέτωπο.
Λευκό, ματ, σερβίτσιο,
καπουτσίνο με αφρό, και γλυκό.
Πολύ μακριά από εδώ, στην καταχνιά,
επιπλέει ο μικρός θάνατος κάποιου,
Μια κουκίδα, ένας κόκκος, μόνο
Κανείς δεν μπορεί να το μαντέψει –
Θα πέσει εδώ σε αυτό το τραπέζι
Μέσα στο αίμα, μια μάζα άμορφη.
****
Οι Ναζί πυροβολούν στο Χάρκοβο.
Οι Ναζί πυροβολούν στο Κίεβο.
Πολυκατοικίες μαύρα αποκαϊδια.
Ναζί, για πείτε μου, ποιοί είστε;
Μάλλον στρατιώτες της Βέρμαχτ,
Που σηκώνονται απ’ το χώμα,
στο Χάρκοβο που έγινε Γκουέρνικα,
Πυροβολούν τη Βολνοβάκα.
Λέω, πως όπου νάναι θα ακούσω,
σαν μια ταινία κολλημένη στο μυαλό
από την παιδική ηλικία, κάτω από τις
σκεπές μας, βαριά γλώσσα γερμανική,
σύντομη, και μισητή,
σαν χαστούκι η γλώσσα του άλλου.
Πάνω από τις βολές οι λέξεις πετούν
Ντόπιες – Λέτε να τρελάθηκα;
Όμως η λέξη ανάβει – φωτιές
Και την καταλαβαίνω.
Καλύτερα ετούτος ο στρατός
να ήταν καθ’ όλα μουγγός
και η σκέψη μου θα πήγαινε στις «τίγρεις»
του Φον Κλάϊστ και του Μανστάϊν
Η ταινία με τους υπότιτλους θα τεντωθεί
Και θα λιώσουν τα τάνκς – μια σκιά.
Αλλά, όχι, δεν είναι Ναζί – είναι Ρώσοι
Που ορμούν σε αυτούς τους δρόμους
Και δεν είναι μια αναπαράσταση αυτή,
και τα μυστήρια του διαβόλου.
Και το τρελό σφυρί ισοπεδώνει
Τις ανθισμένες πόλεις.
Μήτε τα εγγόνια μας θα προσεύχονται
για μας, μήτε και τα δισέγγονα. Ποτέ.
Σημειώσεις:
- Το «μαντήλι της Φρίντας» αναφέρεται στο μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα». Στο περιστατικό του Χορού του Διαβόλου, περνούν μπροστά από τη Μαργαρίτα, που είναι η βασίλισσα του χορού, όλες οι αμαρτωλές ψυχές, ανάμεσα τους και η Φρίντα, που είχε στραγγαλίσει τα παιδιά της με ένα μαντήλι. Προς τιμωρία, στην κόλαση, της φέρνουν το μαντήλι κάθε πρωί.
- «…τον Μόϊντοντιρ, και τον Καρυοθραύστη». Ο Μόϊντοντιρ είναι ο ήρωας ενός κλασσικού παιδικού βιβλίου του Τσουκόφσκυ. Ο Καρυοθραύστης απ’ το γνωστό μπαλέτο του Τσαϊκόφσκυ.
- Χάρκοβο, Βολνοβάκα, είναι πόλεις της Ουκρανίας.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
***
Απ’ το χορτάρι, που χορεύει με τον άνεμο,
Από λάκκους με νερό, και από υγρό πηλό
Ο Θεός σε έφτιαξε για πρώτη φορά,
Κι εγώ σε φτιάχνω για δεύτερη ξανά.
Από σκοτάδι, από χιόνι που λιώνει, από δάκρυα
που τα μαζεύω στα χείλη, σμιλεύω:
Και εμφανίζεται ένας ώμος, μια μύτη, μάγουλα,
Και χείλη, που σημαίνει αγαπώ.
Από τα βρύα, εκεί όπου ξεπετάγεται το κουνούπι,
Όπου είναι η φύρα κάτω απ’ του έλατου το φλοιό,
Ο Θεός με έφτιαξε για πρώτη φορά
Κι εσύ με φτιάχνεις για δεύτερη ξανά.
Ηδη κάτω απ’ το χέρι σου προβάλλουν
ένας αυχένας, ένας ώμος, ένας κρόταφος:
Δεν είχα δεί τον εαυτό μου σαν κι αυτό,
Ποτέ μου. Κι άλλο, κι άλλο!
* * *
Δεν μπορείς να συνηθίσεις χωρίς εμένα—
Χωρίς τη βροχή, τη γκρίζα ομίχλη.
Αφού είμαστε μαζί σου – αιώνια,
Τι κι αν μας τύχει λιγάκι χολέρα,
Τι κι αν μας τύχει λιγάκι καραντίνα —
Σφαλισμένος εσύ, πολιορκημένη εγώ —
Αλλά έχουμε την αιωνιότητα μπροστά μας
Και το χρόνο που καλπάζει από πίσω της—
Ξέχασε τον, μην τον πιστεύεις, μη μετράς
τα άλματα του – είναι πράγμα βαρετό.
Ο χωρισμός – είναι ένας μικρός θάνατος:
Μα σαν αγκαλιαστούμε, θα αναστηθούμε.
* * *
Για μερικούς η ζέστη, για άλλους η χιονοθύελλα
Και για άλλους, η άνοιξη χωρίς τελειωμό.
Οσο κοιτάμε ο ένας τον άλλον,
Μήτε ο θάνατος μήτε τα γηρατειά μας τρομάζουν.
Συνέχισε να με κοιτάς στα μάτια, συνέχισε,
Η αμηχανία σου δεν κρύβεται—
Σαν να μην υπήρχε το Παρίσι,
ούτε και η Πετρούπολη, παρά μονάχα εγώ,
Κι εσύ— στέκεσαι στο μπλε σου πουκάμισο,
Τρέμεις μέσα απ’ τα βλέφαρα, σαν σε δάκρυ:
Θα πάρουμε φωτιά, θα αφανιστούμε,
αν τύχει και στρέψουμε τα μάτια μας αλλού.