Του Θανάση Μήνα.
«Είναι Παρασκευή βράδυ και έχει πληρωθεί. Φορά λευκό πουκάμισο με γιακάδες που κουμπώνουν, αγορασμένο απ’ του Ben Sherman. Εφαρμόζει από πάνω μαύρο σακάκι, τρίκουμπο, όχι ετοιματζίδικο, ραμμένο στα μέτρα του. Τα κουβανέζικα ψηλοτάκουνα σφίγγουν επίτηδες στον αστράγαλο για να ρολάρουν. Τα προβάρει σφυρίζοντας τον επίμονο ρυθμό του “Green Onions”.
Ασύμμετρες αφέλειες, βιαστικά ανακατωμένες, τα μάτια ανοιχτά, κέρματα των δυο λιρών, τα ρουθούνια κυρτώνουν. Έτοιμος για έξω. Ready, Steady, Go!
Κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με όλη την αυτοπεποίθηση του κόσμου.
Girl, you really got me goin’/ You got me so I don’t know what I’m doin’/ Yeah
Στο τελευταίο σκαλοπάτι τρακάρει τον πατέρα του. Λευκό φανελάκι, χνώτο ξεθυμασμένης μπύρας.
-Μην αργήσεις, τ’ ακούς;
Τον αγνοεί. Χτυπά την πόρτα πίσω του. Στέκεται στο πεζοδρόμιο και καμαρώνει την ασημί Labretta, μοντέλο του 61, στη μάσκα ξεπροβάλει στάμπα ομόκεντρων κύκλων στο χρώμα του βύσσινου. Ρίχνει το παρκά στους ώμους. Μαρσάρει απαλά και τραβά γραμμή για το Σόχο».
Στην ελεύθερη αυτή απόδοση μιας χαρακτηριστικής σκηνής από τη ταινία Quadrophenia των Who, που αναφέρεται αναδρομικά στην υποκουλτούρα των mods, αντικατοπτρίζεται η σημειολογία της pop κουλτούρας. Χρειάζεται, ωστόσο, καταρχάς να αποσαφηνίσω τι εννοώ με τον όρο pop.
Η pop, αδιαμφισβήτητο φαινόμενο της φιλελεύθερης καπιταλιστικής συνθήκης, λες και γεννήθηκε από την πανουργία της Ιστορίας: σαν ένας διαβολάκος που διεισδύει στο εποικοδόμημα και, ανάλογα, διατηρεί σχέση άλλοτε υψηλής και άλλοτε χαμηλής έντασης με το mainstream.
Ο όρος pop δεν αφορά μόνο τη μουσική, όμως διεκδικεί μια έκκεντρη σχέση μαζί της. Η pop είναι μία από τις κύριες εκφάνσεις της μεταπολεμικής νεωτερικότητας. Ευρύτερα, απαντά σε όλες τις μορφές της τέχνης, αλλά και της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, η στενή σύνδεση της pop με τη μουσική αιτιολογείται: ανατρέχοντας σε όλες τις μορφές της τέχνης, οι πιο δυναμικοί πρεσβευτές αυτής της κουλτούρας είναι προφανώς οι Beatles.
Όμως κι η ίδια η pop είναι αποτέλεσμα αλλεπάλληλων αντιδανείων. Αν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε την άμεση γενεαλογία της, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην κουλτούρα των teenagers στην Αμερική του ’50, ως σημαίνον και μαζί σημαινόμενο του rock ‘n’ roll, που όμως κι αυτό αναζητά τη δική του γενεαλογία στις κουλτούρες της νύχτας του αφροαμερικανικού blues.
Όσο σύνθετη όμως κι αν είναι η γενεαλογία της, το σημείο εκκίνησης της οποιασδήποτε προσπάθειας καταγραφής της pop οφείλει να είναι το Λονδίνο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60: το πολυθρύλητο Swinging London. Εκεί ζυμώθηκε η pop κουλτούρα. Τη διαδικασία αυτή εξερευνά ο Shawn Levy στο υπέροχο βιβλίο του Ready, Steady, Go! Η υπέροχη άνοδος και η ιλιγγιώδης πτώση του Swinging London, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Κουκκίδα, σε προσεγμένη μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται φυσικά στην πιο δημοφιλή μουσική εκπομπή της βρετανικής τηλεόρασης στα χρόνια του ’60.
The Magnificent Six
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία της μικροϊστορίας: επιλέγει να αφηγηθεί σε παραλληλία τη συμβολή έξι διαφορετικών ανθρώπων που με τις πρωτοποριακές τους δημιουργίες συνδιαμόρφωσαν την τέχνη και το στιλ ζωής στο Λονδίνο στο πρώτο μισό του ’60.
Ωστόσο, ο Levy δεν εξατομικεύει. Αντιλαμβάνεται ότι οι έξι αυτές υποκειμενικότητες εγγράφονται σε μια προσδιορισμένη ιστορικότητα. «Δημιουργούν την ίδια τους την Ιστορία, όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν», όπως μας λέει ο Ένγκελς. Δεν είναι επώνυμοι ήρωες (αντίθετα, ήταν μάλλον άγνωστοι σε πρώτη φάση) αλλά περισσότερο λειτουργούν ως ιδεότυποι, αντικαθρεφτίζουν το mêlée που συντελείται στην αγγλική κοινωνική διαστρωμάτωση των αρχών του ’60.
Ας τους δούμε έναν-έναν:
Mary Quant: στένεψε τη φούστα στους γοφούς, την έκοψε σε μήκος αρκετά πάνω από το γόνατο. Πρακτικά εφηύρε το μίνι που θα παίξει το ρόλο του στο δρόμο προς τη σεξουαλική επανάσταση του δεύτερου μισού της ίδιας δεκαετίας.
Vidal Sassoon: παρόμοια με την Quant, ο διάσημος εβραϊκής καταγωγής κομμωτής (και μαχητής της Αντίστασης) απελευθέρωσε τη γυναίκα από τα αριστοκρατικά κατάλοιπα που, ενίοτε, εμφιλοχωρούν στον αστισμό: όχι άλλη λακ και χτένισμα σε στιλ περούκας προηγούμενων αιώνων, αλλά σειρές από αφέλειες, που σε αντίστιξη με το γαλλικό ”a la garçon”, πέφτουν πλέον ασύμμετρα.
Terence Stamp: κολλητός και συγκάτοικος του Michael Cane, που τελικά του πήρε τη δόξα, ο Stamp ήταν το τρομερό παιδί του αγγλικού New Cinema. Μαζί με τον Cane, μπόλιασαν τη βρετανική avant garde με την κουλτούρα «του δρόμου» των cockneys. Ο ρόλος και ερμηνεία του στην κινηματογραφική μεταφορά του Billy Budd (1962) του Χέρμαν Μέλβιλ παραμένει αρχετυπική για τους απανταχού Αταίριαστους, από τον Bowie ως τον Malcolm McDowell στο Κουρδιστό Πορτοκάλι και από εκεί ως το punk.
David Bailey: η μεταπολεμική νεωτερικότητα είναι, καλώς ή κακώς, μια εποχή αναπαραστάσεων. Το ίδιο το Swinging London δεν νοείται χωρίς την αναπαραγωγή του στιγμιαίου στο διηνεκές. Το εργαστήρι ήταν ο «σκοτεινός θάλαμος» του Bailey. O ίδιος στάθηκε το πρότυπο για τον φωτογράφο-ήρωα στο Blow Up του Antonioni. Μούσα του υπήρξε η σύντροφός του, Catherine Deneuve.
Andrew Loog Oldham: δαιμόνιος μπίζνεσμαν, ιμπρεσάριος και παραγωγός των Rolling Stones, ιδρυτής ανεξάρτητων εταιρειών, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την Marianne Faithful. Baby Boomer; Αδιαμφισβήτητα, με όρους όμως κοινωνικής κινητικότητας (θα επανέλθω). Η σημαντικότερη συμβολή του Oldham ήταν ότι διείδε έγκαιρα πως, μαζί με την Κερκόπορτα που διάνοιξαν οι Beatles, ξεπροβάλλουν νέες οδοί για να διαχυθεί η νεανική εξεγερτικότητα της pop. Αναζήτησε κάτι πιο ριζοσπαστικό και –φαινομενικά, για να είμαι δίκαιος- το βρήκε στους Rolling Stones. Οξυδερκής, ο Oldham επένδυσε στην αλητεία, μα και στο απίστευτο ταλέντο των Stones. Πιστώνεται επίσης με το ευφυές διαφημιστικό σλόγκαν: “Lock up your daughters …’cause ladies and gentlemen, it’s the Rolling Stones”.
Mick Jagger: τι να λέμε τώρα;
London Is The Place To Be
Το ερώτημα που εύλογα γεννάται είναι γιατί στο Λονδίνο και γιατί τη δεδομένη χρονική περίοδο, και σ’ αυτό απαντά το βιβλίο του Levy. Αν μελετήσουμε την κουλτούρα των teenagers που ξεπήδησε από το rock ‘n’ roll, στην Αμερική, στα μέσα του ’50, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια κουλτούρα της μεσαίας τάξης. Για να αναπτυχθούν οι νεανικές κουλτούρες αυτού του τύπου, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα χαρτζιλίκι για ξόδεμα. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Αγγλία, με την εξής όμως ιδιαιτερότητα: τόσο οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες δημιουργούς, όσο και η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που μετέχουν στο pop φαινόμενο, είναι παιδιά της εργατικής τάξης, μιας εργατικής τάξης όμως που, με όρους κοινωνικής κινητικότητας, ακολουθεί ανοδική πορεία. Η έκρηξη της pop μαρτυρά τη γενικευμένη αισιοδοξία που είχε προκληθεί λόγω της ανοδικής πορείας της βρετανικής οικονομίας ύστερα από τα πρώτα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Η ιστορική αποστροφή “Most of our people have never had it so good!” σε ομιλία στη Βουλή του τότε Βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ ΜακΜίλαν, σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας.
Όμως είναι μηχανιστικό να προσεγγίζουμε το φαινόμενο του Swinging London αποκλειστικά και μόνο με οικονομικούς όρους. Η αποστροφή του ΜακΜίλαν λέει τη μισή αλήθεια. Η μεταπολεμική συναίνεση στον δυτικό κόσμο, η βασισμένη στην κινητική κοινωνικότητα προς τα πάνω, είναι ίσως αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη. Η στενή οικονομική ανάγνωση παραγνωρίζει την ανάδειξη μιας δυναμικής νεανικής κουλτούρας, η οποία διεκδικεί το μερίδιο που της αναλογεί στη δημόσια σφαίρα. Η pop κουλτούρα του Swinging London, στις καλύτερες στιγμές της, είναι μια μορφή υπαρξισμού, ενός υπαρξισμού που αντικαθρεπτίζεται με παραδειγματικό τρόπο στους στίχους του πιο εμβληματικού τραγουδιού αυτής της κουλτούρας: του “My Generation” του Pete Townshed.
People try to put us d-down (Talkin’ ’bout my generation)
Just because we get around (Talkin’ ’bout my generation)
Things they do look awful c-c-cold (Talkin’ ’bout my generation)
I hope I die before I get old (Talkin’ ’bout my generation)
Εξάλλου ήδη από τη δεκαετία του ’50 άρχισαν να εμφανίζονται στο Σόχο πυρήνες ανθρώπων που προοιωνίζονταν την εμφάνιση της pop: οι επονομαζόμενοι hipsters (από εκεί προέρχεται ο όρος που στη συγχρονία χρησιμοποιείται μάλλον υποτιμητικά), θιασώτες της jazz, του υπαρξισμού και της nouvelle vague. Η ιταλική μόδα και τεχνολογία επηρέασε αυτή την υποκουλτούρα εξίσου αποφασιστικά. Ο Marcello Mastroianni στο La Dolce Vita του Fellini ανήχθη σε πρότυπο του στιλ, ενώ τα μοντέλα της Vespa και της Lambretta έγιναν ανάρπαστα, ειδικά στους κύκλους της υποκουλτούρας των mods.
Black Britain
Την ίδια περίπου εποχή, παράλληλα με την επίδραση του rock ‘n’ roll, χρονολογούνται και οι πρώτες μετακλήσεις καλλιτεχνών του blues, οι οποίοι, αν και παντελώς αγνοημένοι στην πατρίδα τους, βρήκαν στην Αγγλία ένα κοινό ευεπίφορο. Στο μεταξύ στη χώρα είχαν εγκατασταθεί εκατοντάδες Αμερικανοί κληρωτοί στρατιώτες που υπηρετούσαν σε αγγλικές βάσεις. Δημιουργήθηκε έτσι η ανάγκη γα την ανάπτυξη μιας καινούριας αγοράς. Για παράδειγμα άνοιξαν δεκάδες club που απευθύνονταν στους φαντάρους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και πολλοί Αφροαμερικανοί, τα οποία έπαιζαν κατά κόρον αμερικανική μουσική, κυρίως rhythm ‘n’ blues και soul. Οι ίδιοι οι φαντάροι δεν συμμετείχαν μόνο ως απλοί καταναλωτές, αλλά εισήγαγαν στην Αγγλία αγαθά που δεν ήταν διαθέσιμα ως τότε. Κάπως έτσι εισήχθησαν στην Αγγλία τα πρώτα Levis 501, απόλυτα συνδεδεμένα με τους ενδυματολογικούς κώδικες της pop, καθώς και εκατοντάδες τίτλοι που ως τότε δεν ήταν διαθέσιμοι στην εγχώρια δισκογραφία. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο δίκτυο διαπολιτισμικής επικοινωνίας, που ευνόησε την έλευση της εποχής του Swinging London.
Μια άλλη παράμετρος αποφασιστικής σημασίας για το θέμα που εξετάζουμε αφορά τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τη Μεγάλη Βρετανία. Οι κυβερνήσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων προσέφεραν κίνητρα για τη μετανάστευση στην Αγγλία, επειδή χρειάζονταν φθηνά εργατικά χέρια για να ανοικοδομηθεί η χώρα. Οι μετανάστες προέρχονταν από τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, κυρίως από τις χώρες της Καραϊβικής (τις Δυτικές Ινδίες όπως τις αποκαλούσαν οι Άγγλοι) και την Αφρική. Απολάμβαναν δηλαδή τα δικαιώματα του Βρετανού πολίτη. Υπολογίζεται ότι ανάμεσα στις αρχές του ’50 και στις αρχές του ‘60 πάνω από 600.00 μετανάστες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία Τζαμαϊκανοί, εγκαταστάθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία, ρίζωσαν εκεί και δημιούργησαν τους δικούς τους θύλακες (στο Λονδίνο ειδικότερα οι θύλακες αυτοί απαντούν στις συνοικίες του Μπρίξτον και του Κένσινγκτον). Οι μετανάστες εισήγαγαν στην Αγγλία πρωτόγνωρες μουσικές, χορούς, ενδυματολογικούς κώδικες, συνήθειες στον τρόπο διασκέδασης κλπ. Αν και οι μαύροι μετανάστες αρχικά αντιμετωπίστηκαν με επιφυλακτικότητα ή και εχθρικά από τους ντόπιους (φωτογραφίες εικονίζουν ταμπέλες της εποχής με την αποκρουστική επιγραφή “Rooms To Let. No Blacks, No Dogs, No Irish”), τελικά επέβαλαν δυναμικά την παρουσία τους στο νησί. Η επίδραση που άσκησαν στη νεολαία της βρετανικής εργατικής τάξης έχει υπογραμμιστεί επανειλημμένα. Ενδεικτικά αναφέρω την έκθεση “Black Britain” που φιλοξενήθηκε πριν από μερικά χρόνια στην Tate Gallery και το ομώνυμο λεύκωμα, την κλασική πλέον κοινωνιολογική μελέτη Υπολουλτούρα. Το νόημα του στυλ του Dick Hebdige, τη μουσικολογική-κοινωνιολογική μελέτη Sounds Like London του Lloyd Bradley κ.ά.
Ο Levy σημειώνει ότι τόσο οι διαπολιτισμικές ανταλλαγές όσο και ο εκμοντερνισμός της ζωής, οδήγησαν σε μια φιλελευθεροποίηση των αυστηρών αγγλικών ηθών. Σε απόδειξη της φιλελευθεροποίησης των ηθών, ο συγγραφέας ορθά υπογραμμίζει τον συμβολικό ρόλο της ιστορικής δικαστικής απόφασης του 1960, η οποία ήρε την απαγόρευση της κυκλοφορίας του μυθιστορήματος Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι, που μέχρι τότε θεωρούνταν άσεμνο και πορνογραφικό. Η ανακάλυψη της αντισύλληψης θα λειτουργήσει απελευθερωτικά και θα οδηγήσει τελικά στη σεξουαλική επανάσταση.
Το πνεύμα της pop βαθμιαία διαπότισε το σύνολο της κοινωνικής ζωής της Αγγλίας, από το οργανωμένο έγκλημα μέχρι την πολιτική. Για παράδειγμα οι αδελφοί Krays, οι πλέον διαβόητοι γκάνγκστερς στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’60, σύχναζαν τακτικά στο Ronnie Scott’s, το πιο ιστορικό λονδρέζικο jazz club, όπου και συναναστρέφονταν ανθρώπους από τον καλλιτεχνικό κόσμο. Ακόμα και το «σκάνδαλο Προφιούμο», που συντάραξε την πολιτική ζωή της χώρας, έχει κάτι από το άρωμα του Swinging London: η Christine Keeler, που αποτέλεσε και την πέτρα του σκανδάλου, ήταν τακτική θαμώνας σε club που έπαιζαν κυρίως blue beat (το βρετανικό αντίστοιχο του τζαμαϊκανικού ska).
Drop Out !
Η ακμή του Swinging London διήρκησε από τις αρχές του ’60 ως περίπου το ’66-’67. Η «ιλιγγιώδης πτώση» του, όπως αναφέρεται στον υπότιτλο της ελληνικής έκδοσης, σηματοδότησε τη μετατόπιση της κουλτούρας αυτής στο underground.
Στα τελευταία χρόνια του ’60, υπό την πίεση και της οικονομίας (η λίρα υποτιμήθηκε κατά 14,3% το 1967, ενώ η ανεργία αυξήθηκε ραγδαία), η απαστράπτουσα εξωστρέφεια που χαρακτήριζε το Swinging London έλαβε τέλος. Σαν να συντελέστηκε μια σιωπηρή διάσπαση: τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της pop κουλτούρας, που στο μεταξύ είχε μεταπλαστεί σε rock κουλτούρα, αναδιπλώθηκαν σε ένα πιο υπόγειο κύκλωμα, που πρότασσε νέου τύπου αναζητήσεις (π.χ. τον μετασχηματισμό της συνειδητότητας με τη βοήθεια της χημείας). Το αίτημα για ισότιμη συμμετοχή στη δημόσια ζωή, που εκφράστηκε ηχηρά στο πρώτο μισό του ’60, έδωσε τη θέση του στο αίτημα της απόρριψης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, που συνοψίστηκε στο σύνθημα του Drop Out!
Επηρεασμένο και από το κίνημα των hippies, το Swinging London έγινε κι αυτό λίγο πιο χίπικο. Αν και παρουσιάζει αναλογίες με το κίνημα της Αντικουλτούρας στην Αμερική, η σκηνή του Λονδίνου, ως αντανάκλαση της αντίστοιχης βρετανικής, ανάμεσα στο ’67 και το ’69, ήταν λιγότερο μαζική και αδιαμφισβήτητα πιο εσωστρεφής. Επιπλέον τα αιτήματα που έθετε ήταν περισσότερο πολιτιστικά παρά πολιτικοκοινωνικά. Ήταν μια κουλτούρα του underground.
Σε κάθε περίπτωση, οι πρώτες μέρες του’70 βρήκαν τους πρωταγωνιστές των 60’ς σε αμηχανία. Ξημέρωνε μια νέα εποχή, σαφώς πιο κυνική, σε αντίθεση με ό,τι προοιωνιζόταν το Καλοκαίρι της Αγάπης του 1967 ή το μαχητικό ’68, σαφώς πιο γκρίζα και σκοτεινή για να επιβιώσει η πολυχρωμία του Swinging London.
Για όσο κράτησε, η εποχή του Swinging London ήταν μια εποχή με ασύλληπτα δυναμική παραγωγή καινοτόμων δημιουργιών και νέων ιδεών. Το αποτύπωμά της παρέμεινε ανεξίτηλο στις νεανικές κουλτούρες που έμελλε να τη διαδεχτούν.
INFO: Shawn Levy – Ready, Steady, Go! Η υπέροχη άνοδος και η ιλιγγιώδης πτώση του Swinging London, μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κουκκίδα, σελ. 549