Μίνα Π. Πετροπούλου(*)
Το Βερονάλ έχει χαρακτηριστεί ως ιστορία με βιογραφικά στοιχεία, ως αφήγημα, ως πεζογραφικό δοκίμιο, ως ιστορικό πεζογράφημα, ως μυθιστορηματική αφήγηση και δοκίμιο μαζί. Είναι ένα σημαντικό δημιούργημα που μέσω του λόγου του και του σεβασμού στα ιστορικά γεγονότα που αφορούν στον Ιωάννη Συκουτρή και δεν αμφισβητούνται, παράγει ένα πόνημα πνευματικής αναγέννησης.
Συνθέτει Ιστορία και μυθοπλασία, έχει εξαιρετικά οργανωμένη εσωτερική δομή, διαθέτει λογοτεχνική πλαστικότητα. Υπάρχει έντονος αφηγηματικός ρυθμός, που κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη. Το ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο λόγω του τρόπου αφήγησης του συγγραφέα που δεν κουράζει και δεν αφήνει περιθώρια πλήξης. Αντιθέτως σε μυεί στην ερμηνεία της συμπεριφοράς και των κινήτρων των ανθρώπων.
Πρωτοποριακά ευφυής ο τίτλος: αναφέρεται σε μια ουσία που βοηθούσε τους ανθρώπους με προβλήματα αϋπνίας και δυσκολίας στην κατάκτηση της εσωτερικής γαλήνης. Αναφέρεται σε ανθρώπους που αδυνατούσαν να έχουν την πολυπόθητη ηρεμία της ψυχής, να ησυχάσουν, έστω και την νύχτα. Πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι των δύο εποχών· και τότε ηρεμιστικά και τώρα. Και τότε, κατέφευγαν στη χρήση σκευασμάτων που υποβοηθούσαν και συνέδραμαν σε μια διευθέτηση, έστω προσωρινή, των αδιεξόδων με τον εαυτό μας – πρώτα και πάνω από όλα. Και τώρα. Από την αρχή ο Τ. Θεοδωρόπουλος, πιάνει τον σφυγμό της εποχής, της δικής μας. Αγγίζει τη συναισθηματική διακύμανση του σύγχρονου ανθρώπου που καταφεύγει στη χρήση ηρεμιστικών ουσιών για να εξισορροπήσει. Μας κάνει να νιώσουμε οικεία … και μας μυεί στην εποχή, την άλλη, του Ι. Συκουτρή. Μας εισάγει με την απρόσμενη εικόνα του εξωφύλλου: τη βυσσινί εξώπορτα μιας παλιάς πολυκατοικίας. «Μπαίνοντας» στην είσοδο με την εντυπωσιακή πόρτα προετοιμαζόμαστε για μια ιδιαίτερη εξιστόρηση. Μια εξιστόρηση τριών επιπέδων: ιστορικής μνήμης, πορείας της γλώσσας αλλά και μελέτη περίπτωσης. Πρωτοποριακά ιδιαίτερο, λοιπόν, και το εξώφυλλο: Ομήρου 10 η πολυκατοικία, Αθήνα του σήμερα, με βεβαιωμένη την ύπαρξη και τη δημιουργία του χθες.
Έτσι και η ιστορία του Ιωάννη Συκουτρή: υπαρκτή και δημιουργημένη στο παρελθόν, παρούσα στο παρόν και στο διηνεκές, εκπροσωπώντας, όπως θαυμάσια θα γράψει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου «μια ευκαιρία για να τεθούν τα μεγάλα ερωτήματα: η συνειδητότητα του σημερινού Έλληνα και ειδικά του πνευματικού ανθρώπου· οι δυνατότητες, οι ευκαιρίες και τα λάθη του».
Ο Ιωάννης Συκουτρής, σημαντικό δημόσιο πρόσωπο – μεγάλη φιλολογική φωνή, πολύ αγαπητή στους φοιτητές και το ευρύτερο σκεπτόμενο κοινό, ιδιαιτέρως μισητή στη συντηρητική ακαδημαϊκή κοινότητα της εποχής, αυτοκτόνησε, παίρνοντας μεγάλη δόση Βερονάλ. Επρόκειτο για ένα ισχυρότατο ηρεμιστικό, που χρησιμοποιούταν κατά κόρον στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Είναι ο άνθρωπος που θα τολμήσει όχι απλώς να μιλήσει, όχι μόνο να θίξει, αλλά εμπεριστατωμένα και με επιστημοσύνη να πληροφορήσει αλλά και να ερμηνεύσει το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα στην εισαγωγή του Συμποσίου του Πλάτωνα, που θα εκδοθεί από την Ακαδημία Αθηνών στη σειρά Ελληνική Βιβλιοθήκη, σελ. 39-64.
Στην πνευματοκτόνο εποχή της εικόνας, της ταχύτητας, των σελέμπριτι, της facebookικής και διαδικτυακής ψυχρής επαφής με το βιβλίο του ο Θεοδωρόπουλος καταφέρει και εξεγείρει, γνωστοποιεί, προβληματίζει, τοποθετείται αλλά και αναλαμβάνει την ευθύνη των γραφομένων του. Δεν αρκείται απλώς στη λογοτεχνική παρουσίαση μιας αυτοχειρίας που προκαλείται και από τη συστηματική, μεθοδευμένη επίθεση αμόρφωτων αλλά και προσώπων που φέρουν πτυχία και τίτλους μετά πολλών επαίνων. Πρόκειται για την έκθεση με χειρουργική μαεστρία γεγονότων που καθόρισαν την κοινωνική, πολιτική, πνευματική πορεία της Ελλάδας από το 1901 έως το 1937. Γίνεται με τέτοιο τρόπο που το σχόλιο του γράφοντος είναι εμφανές και διαφοροποιείται από το γεγονός. Αλλά και το γεγονός είναι τοποθετημένο στο ευρύτερο πλαίσιο γέννησης, δημιουργίας και υλοποίησης του και να δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ευαισθητοποιηθεί, να γνωρίσει, να ερευνήσει και μόνος – κυρίως μόνος –να αναλογιστεί. Αυτό ακριβώς υποδηλώνει και αποδεικνύει το σεβασμό του στον εκλιπόντα Ιωάννη Συκουτρή και την ιστορία του αλλά και οπωσδήποτε τον σεβασμό στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας προσπαθεί να τον μυήσει στην αλήθεια, όπως την αντιλήφθηκε ερευνώντας τη, αλλά και να τον κάνει να συλλογιστεί ζητήματα ήθους και φιλοσοφία ζωής. Ζητήματα που έχουν διαχρονικότητα στην ύπαρξή τους και σηματοδοτούν τις αξίες που χαρακτηρίζουν τη βιοθεωρία του καθενός.
Γι’ αυτό πρόκειται για ένα βιβλίο μαρτυρία :
1)Της ζωής του Ιωάννη Συκουτρή, «ενός παιδιού χωρίς παιδική ηλικία»,
2)Της ζωής του μεσοπολέμου σε Ελλάδα και Γερμανία.
Με πλήρη σκιαγράφηση του κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου την περίοδο του Μεσοπολέμου
3)της ζωής στις φτωχικές γειτονιές λίγο έξω από την αρχόντισσα Σμύρνη την περίοδο της αίγλης της.
Μέσα από τη απλότητα της στιβαρής γραφής υπάρχει το ιδιαίτερο ξεδίπλωμα της πόλης στην καθημερινότητα των μεροκαματιάρηδων που για εκείνους η Σμύρνη ήταν ταυτόσημη με τον αγώνα για επιβίωση.
4)του απολιθωμένου πανεπιστημιακού κατεστημένου. Απόδειξη της θέσης του Κωστή Παπαγιώργη πως συχνά «το πανεπιστήμιο λειτουργεί ως ένα εκτροφείο παρανοϊκών “εγώ”»
5) της αληθινής διδασκαλίας που παρατίθεται μέσα από την αγάπη των φανατικών ακροατών του Ιωάννη Συκουτρή , είτε ήταν φοιτητές του, είτε όχι.
6) της πραγματικής μόρφωσης, που υλοποιείται με προσωπική ενασχόληση, κόπο και αφιέρωση χρόνου
7) του αγώνα του Ανθρώπου για την κατάκτηση της ύπαρξης
8) της αβύσσου της ανθρώπινης ψυχής και του τρόπου που λειτουργεί
9) του ταξιδιού αλλά και της δύναμης της γλώσσας, που είναι ένα εξαιρετικό μέσο αντίληψης, καταγραφής, διαιώνισης της σκέψης
10) της σπουδαιότητας της φιλοσοφικής κληρονομιάς και των ιδεωδών που μας προσφέρει.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που συνεχίζει την πολιτιστική μας κληρονομιά. Αποδεικνύεται μέσα από τη δυναμική της γραφής και τη συσχέτιση της με την ιστορία γενικότερα, την ιστορία του ελληνιστή Ιωάννη Συκουτρή ειδικότερα, της λογοτεχνικής συνέχειας αλλά και της μελέτης περίπτωσης. Η γλώσσα και ο λογοτεχνικός τρόπος που τη χρησιμοποιεί ο Τ. Θεοδωρόπουλος καθιστούν ισχυρό το αίσθημα της πνευματικής συνέχειας.
Αποδίδεται έξοχα το πώς ο πρωταγωνιστής θα χρειαστεί να βρεθεί αντιμέτωπος με μια Ελλάδα που τίποτα δεν έχει από το φως της σκέψης των αρχαίων φιλοσόφων και του αγαπημένου του Πλάτωνα. Ημιμαθής, απαίδευτη, αλαζονική, φθονερή σε ό,τι αποδεικνύεται δυνατότερο απ’ αυτή. Σε ό,τι αποδεικνύεται αληθινό και ουσιώδες, άρα επικίνδυνο να αποκαλύψει το μέγεθος της αμάθειας και της κακεντρέχειας της, να την εκβαραθρώσει απ’ το μεγαλείο της πνευματικής ανωτερότητας που βαυκαλίζεται ότι διαθέτει. Όμως ο συγγραφέας δεν αγιοποιεί τον ήρωα Συκουτρή. Μιλά για τους λόγους που παντρεύεται την Χαρά και το συμβατικό γάμο τους (παρόλη την αφιέρωση στην εισαγωγή του Συμποσίου: Της Χαράς μου/Μ’ ευγνωμοσύνη τα’ αφιερώνω/κι ήρθε προς εμέν’ απλή,/και γαλήνια και καλή…), για την επιστολογραφία του με τις αγαπημένες μαθήτριες – φοιτήτριες του, για τη συμπάθειά του προς τον Μεταξά, για την προσπάθεια υπέρβασης φυσικών αδυναμιών∙ μιλάει για την πορεία του προς το θάνατο σκιαγραφώντας όμως τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής του και προσπαθώντας να ερμηνεύσει την χαρακτηροδομή του και ό,τι αληθινά τον χάραξε. Αναρωτιέται μήπως η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του τον έχει οδηγήσει από νωρίς «να προδιαγράψει για τη ζωή του την ηρωική μοίρα του απόβλητου». Μέσα στις σελίδες του κάθε φράση είναι και ένα συμπυκνωμένο νόημα ζωής, μια αλήθεια βιώματος, ένας δυναμίτης σκέψης και εγρήγορσης. Με την θελκτική γραφή του αποκαλύπτει πως για τον Συκουτρή «ο χρόνος της ζωής του είναι πυκνός», αλλά και πως ως αληθινά τραγικός ήρωας «ο μικρόσωμος νεαρός φτωχοντυμένος φιλόλογος με τα γυαλάκια και το χλωμό πρόσωπο μαθαίνει να εμπνέει».
Ο Συκουτρής δεν αγωνίζεται για την επιβίωση αγωνίζεται για την ύπαρξη και τελικά το καταφέρνει. Υπάρχει στο διηνεκές μέσα το έργο του, από τη μόνιμη προσπάθεια ερμηνείας προσωπικότητάς του και της αυτοχειρίας του. Ο Θεοδωρόπουλος κατάφερε να κάνει τον Συκουτρή οικείο, παρουσιάζει τη μορφή του μικρόσωμου, μύωπα μικρασιάτη με τέτοιο τρόπο που αν δεν τον κάνει αγαπητό, τον κάνει πάντως ιδιαίτερα γνώριμο. Θυμίζει ο τρόπος που τον παρουσιάζει, τον ήρωα Άγγελο στην Αστροφεγγιά του Παναγιωτόπουλου. Αγωνίζονται να ξεφύγουν από την πορεία που φαντάζει προδιαγεγραμμένη στις φτωχές κοινωνικές ομάδες, έχουν ευρύτερη αποδοχή από έναν άλλου κοινωνικού επιπέδου κύκλο, πεθαίνουν νωρίς. Όμως ο Συκουτρής είναι πραγματική μορφή και όχι λογοτεχνικό γέννημα. Αναγνωρίζεται πανευρωπαϊκά για τη δύναμη του λόγου και της επιστημοσύνης του και αποφασίζει ο ίδιος να θέσει τέλος στη ζωή του. Γι’ αυτό και η δυσκολία της απόδοσης σε ένα λογοτεχνικής υφής κείμενο δεν είναι μικρή. Όμως ο λόγος λιτός, κοφτός, καίριος δε φοβάται την αλήθεια. Η γραφή του Θεοδωρόπουλου θυμίζει τον τρόπο πεζοπορίας του Συκουτρή. Δυναμική, γρήγορη, αποφασιστική.
Ανηλεής ο συγγραφέας και στην τοποθέτηση του για τον τρόπο λειτουργίας του πανεπιστημιακού κατεστημένου, αυτού που αρνείται τη βαθιά επιθυμία του Συκουτρή.
Ο Θεοδωρόπουλος έχει τη διορατικότητα, τη βραχυλογία και την ευθύβολη στόχευση του θουκυδίδειου λόγου. Αποκαλύπτει την ανθρώπινη ψυχολογία και με θάρρος στηλιτεύει τη μεμψιμοιρία και την μικρότητα ανθρώπων που όντας λίγοι γνωρίζουν το μέγεθος των άλλων, όμως αρνούνται να το ομολογήσουν ευθέως και λυσσαλέα αρνούνται να το αναγνωρίσουν. Χωρίς υπεκφυγές και με δεξιοτεχνία τοποθετείται· φθονούν τον Συκουτρή οι πανεπιστημιακοί της εποχής, γιατί αδυνατούν να τον φθάσουν.
Ο Συκουτρής μαθαίνει να βιώνει τη στιγμή ως ανθρώπινη οντότητα που επιζεί αλλά και την Αιωνιότητα ως λυτρωτικό χάρισμα της ενασχόλησης του με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ήταν άραγε γι’ αυτό ευτυχής; Πάντως, ήταν ζωντανός και αποφασισμένος να διεκδικήσει! Στο τέλος όμως παύει να ’ναι συναισθηματικά δυνατός. Νιώθει πως το έρεβος του θανάτου θα τον γλιτώσει και επιλέγει και τη σωματική απόδραση μέσω της αυτοκτονίας.
Με το «Βερονάλ» ο αναγνώστης προβληματίζεται, αποπειράται να ερμηνεύσει, ευαισθητοποιείται. Πρόκειται για ένα σημαντικό βιβλίο που υπηρετεί την ιστορική αλήθεια, τη λογοτεχνική τέρψη αλλά και την αξιοπρέπεια της πληροφορίας.
(*) Η Μίνα Πετροπούλου είναι φιλόλογος – Δρ.κοινωνιολογίας