της Μαρίζας Ντεκάστρο
Στη λεωφόρο Συγγρού, έξω από το Πάντειο και δυο λεπτά από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, υπάρχει μια υπόγεια διάβαση. Έχω καιρό να την περάσω, όμως τουλάχιστον μέχρι το φετινό φθινόπωρο η βρωμιά, η αποφορά και οι μουτζούρες δεν άφηναν χώρο στους ανώνυμους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν κάτι που να ευχαριστεί το μάτι. Κι ενώ ο δημόσιος χώρος κοσμείται τελευταία από εκπληκτικές τοιχογραφίες, άλλο τόσο επεμβαίνουν πάνω του έξαλλοι καλλιτέχνες-καταστροφείς.
Θυμήθηκα τη συγκεκριμένη διάβαση όταν διάβασα το νεανικό μυθιστόρημα Κοραλλιογενής ύφαλος, της Τζένης Κουτσοδημητροπούλου.
Πρωταγωνιστές τρεις νταήδες- ο Γιωργής, ο Κυριάκος και ο Μάρκος- μια τριάδα αγριεμένων μαθητών της Γ’ γυμνασίου, γκραφιτάδες όλοι τους και ένα θύμα. Είναι η Άννα, πρωτάκι στο γυμνάσιο, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της μετά από το διαζύγιο των γονιών της και η οποία χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσει γυρίζει το παιχνίδι προς όφελος όλων τους, αλλάζοντας τις σχέσεις μεταξύ τους, με το σχολείο και την κοινότητα. Κοραλλιογενής ύφαλος είναι ο τίτλος του γκράφιτι μεγάλων διαστάσεων που δημιούργησαν οι τέσσερις μαθητές στην υπόγεια διάβαση κοντά στο σχολείο.
Οι τέσσερις λοιπόν μπλέκονται σε μια συνηθισμένη σχολική ιστορία με παιδαγωγικό και κοινωνικό πρόσημο. Το μυθιστόρημά αναπτύσσεται σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (εδώ υπόγειου), ο δεύτερος τον βανδαλισμό και την απαξίωση του δημόσιου χώρου. Με δυο λόγια, η ουσία του μυθιστορήματος είναι ποιοι θα χειριστούν το θέμα ώστε να μπει τέλος και στον εκφοβισμό και στην αδιέξοδη μορφή διαμαρτυρίας των αγριεμένων και ο τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθεί η αλλαγή στη στάση των παιδιών. Όπως όλοι υποθέτουμε αυτό είναι δουλειά των ενηλίκων.
Η συγγραφέας με μεγάλη σύνεση αφήνει τους γονείς έξω από την ιστορία και αναβαθμίζει τον ρόλο του σχολείου. Τη υπόθεση αναλαμβάνει ο διευθυντής, ένας εκπαιδευτικός ο οποίος υποστηρίζει θετικές παιδαγωγικές παρεμβάσεις. Για να εξομαλυνθεί η κατάσταση, πρέπει κατά την άποψή του να βρεθεί η διέξοδος η οποία θα διοχετεύσει θετικά την ενέργεια των μαθητών του. Και αυτό πράττει. Επιπλήττει την Άννα επειδή χαζεύει και ζωγραφίζει συνεχώς στο μάθημα, της αναθέτει όμως να φιλοτεχνήσει ένα γκράφιτι εκεί που οι άλλοι είχαν γεμίσει τον τοίχο του Χημείου με μουτζούρες. Και έπειτα, ρίχνοντας το μπαλάκι στην τριάδα των αγοριών τα καλεί να συνεργαστούν μαζί της για να διακοσμήσουν, με τη σύμφωνη γνώμη του δήμου, τη δημόσια διάβαση. Τα αγόρια ξαφνιάζονται και η πρώτη αντίδραση είναι αρνητική: Τι εννοείτε να ζωγραφίσουμε; Εγώ μ’ αυτήν δεν κάνω τίποτα! δηλώνει ο ένας εξ αυτών. Κύριοι, δεν έχετε επιλογή, τους απαντάι. Το πώς θα συνεργαστείτε είναι δικό σας θέμα. Αλλά θα συνεργαστείτε, πάει και τελείωσε, για να μην αρχίσω να μοιράζω αποβολές. Και προσθέτει: Και, αγόρια, θέλω να δω όλο σας το ταλέντο, όχι μόνο μουτζούρες και τις γνωστές ταγκιές που μας χαρίζετε αδιάκοπα!
Η αφήγηση στακάτη. Δεν πλατειάζει, όπως συμβαίνει σε πολλά νεανικά μυθιστορήματα στα κεφάλαια -περάσματα, εδώ εκείνα που σκιαγραφούν το προφίλ του κοριτσιού παρουσιάζοντας την ψυχολογική κατάσταση της Άννας ή αυτά που αφορούν τη σχέση με τη μητέρα της, και φυσικά ούτε σ’ εκείνα με τη δράση (την παράνομη είσοδο στο σχολείο το βράδυ, το bullying που ασκείται στο κορίτσι, τη συνεργασία μεταξύ τους), με αποτέλεσμα να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι το τέλος!
Ο Βασίλης Γρίβας εικονογράφησε καταπληκτικά πιάνοντας τον παλμό των αγριεμένων εφήβων που θέλουν να αφήσουν το στίγμα τους, αρχικά καταγγέλλοντας την άχαρη ζωή του σχολείου, και στη συνέχεια (στις τελευταίες εικόνες) αποτυπώνοντας το δημιουργικό αποτέλεσμα συνεργασίας τους.
INFO: Τζένη Κουτσοδημητροπούλου,Κοραλλιογενής ύφαλος,Εικ. Βασίλης Γρίβας,Εκδ. Μεταίχμιο