του Αλέξη Σ. Ζήρα
Μόλις σήμερα διάβασα στη σελίδα του bookpress του Κ. Κατσουλάρη τα σχετικά με το φετινό booker. Ως γνωστόν, το βραβείο ετούτο, μακρινό όνειρο αναρίθμητων συγγραφέων κάθε ηλικίας, απονέμεται ετησίως σε πεζογραφικές εκδόσεις (όχι απαραίτητα μυθιστορήματα) που είτε είναι γραμμένες απευθείας στα αγγλικά είτε είναι μεταφράσεις ξενόγλωσσων πεζογράφων στα αγγλικά.
Για πολλοστή φορά μου έκαναν εντύπωση δυο πράγματα σ’ αυτό το βραβείο που νομίζω ότι είναι γενικώς καλοδεχούμενο από τους πεζογράφους πάντων των εθνών: α) Η κριτική του επιτροπή αποτελείται από συγγραφείς (αγγλομαθείς, βέβαια) που αντιπροσωπεύουν το νυν γίγνεσθαι της ανά τον κόσμο αφηγηματικής λογοτεχνίας (μεταφραστές, μυθιστοριογράφους, διηγηματογράφους, όπως και λογοτεχνικούς κριτικούς ή υπεύθυνους ενθέτων και σελίδων για το βιβλίο)∙ όχι όμως πανεπιστημιακούς, οι οποίοι στην Αγγλία, αντιθέτως προς εμάς, έχουν άλλα σοβαρά θέματα να ασχοληθούν, ερευνητικά, παιδευτικά, αποφεύγοντας να αναμειχθούν με δραστηριότητες που δεν τις κατέχουν, και β) ότι μεταξύ των υποψηφίων προς βράβευση εμφανίζονται στον κατάλογο πεζογράφοι από χώρες που ούτε καν υποψιαζόμαστε ότι έχουν σημαίνουσα λογοτεχνία. Κι όμως, φαίνεται ότι έχουν, και μάλιστα όχι μόνο πεζογράφοι που γράφουν σε δεσπόζουσες γλώσσες, αλλά και σε γλώσσες δεύτερης ή τρίτης σημασίας. Για κάποιους λόγους λοιπόν τα βιβλία τους προσέλκυσαν την προσοχή των μεταφραστών τους όπως και των `Άγγλων εκδοτών, και κατά δεύτερο προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της ανανεούμενης κάθε χρόνο αλλά ποτέ ακαδημαϊκά στελεχωμένης επιτροπής του booker!
Τα σημειώνω όλα αυτά, όχι για να εξάρω τον θεσμό των booker, που δεν διαφέρουν, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο σύνθεσης των επιτροπών τους και την εν γένει ηθική και την επιτελεστικότητά τους από τα αντίστοιχα γαλλικά goncourt ή renaudot. Συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, εύνοιες, τρικλοποδιές και μαχαιρώματα, συμβαίνουν και εκεί, όπως βέβαια (διατί να το κρύψομεν άλλωστε) και εδώ. Αναμφίβολα, τα τεκταινόμενα γύρω από τα διεθνή βραβεία υπακούουν πια στους κανόνες ενός παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού μάρκετινγκ, και όσοι εξ ημών λαχταρούν την μέσω αυτού διεθνή καταξίωση, υποθέτω ότι, γνωρίζουν πως πρέπει να κάνουν τις αναγκαίες υποχωρήσεις τους. Προκειμένου να μπουν σε μια λέσχη του σχετικού συγγραφικού κανόνα. Αλλιώς, τίνι τρόπω η σημερινή πρόεδρος των booker, η Γαλλοαλγερινή Λειλά Σλιμανί, είναι αυτή που μόλις προ έτους ή διετίας βραβεύτηκε με το goncourt;
Τα θέτω ετούτα υπ΄ όψιν για να πάω όμως πιο πέρα, στα καθ΄ ημάς συμβαίνοντα: στο ότι όλη αυτή η γκρίνια και η μουρμούρα που συνήθως βγαίνουν από τους διαρκώς γογγύζοντες συγγραφείς μας ( που λένε σε διάφορους τόνους πως εγκλωβίζονται στο ολιγάριθμο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, επικοινωνώντας σε μια γλώσσα διεθνώς βωβή), δεν μου φαίνονται και πολύ πειστικά. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι η Γκιντάνταλ Σρι που κέρδισε την προηγούμενη χρονιά το booker με το πεζογράφημά της Τύμβος από άμμο, μεταφρασμένο από τη γλώσσα των Χίντι, είχε ιδιαίτερο σπρώξιμο από τις πολιτιστικές υπηρεσίες της Ινδίας, ή οι φετινοί υποψήφιοι που μεταφράστηκαν από τα ταμίλ ή τα καταλανικά και πέρασαν από την σχετική επιτροπή του βραβείου, είχαν κάποια δυναμική κρατική υποστήριξη, ή, τέλος, ότι στο Χρονοκαταφύγιο του Βούλγαρου Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, στοιχημάτισε το αρμόδιο για αυτά τα θέματα Υπουργείο της Σόφιας!
Το κομβικό σημείο ή ένα από τα κομβικότερα για την προκοπή ενός φιλόδοξου πεζογραφήματος που πιστεύει ότι πρέπει να αναμετρηθεί στο μαρμαρένιο αλώνι των πάσης φύσεως booker θα έλεγα ότι είναι η μετάφραση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις που ήδη αναφέραμε πιο πάνω βρέθηκε ένας μεταφραστής ή μια μεταφράστρια (εγνωσμένης όμως ικανότητας) που γοητεύτηκε από το βιβλίο, και την ίδια στιγμή οσμίστηκε εκ πείρας ότι μπορεί να ενδιαφέρει την αγγλοσαξονική αγορά. `Ετσι, ανέλαβε το μικρό ή το μεγάλο ρίσκο να το εισηγηθεί με θερμότητα στους εκδότες ή στους διαμεσολαβητές τους, και, τέλος, το απέδωσε στα αγγλικά προσδοκώντας (κάτι που πολλοί το ξεχνούν) τα μισά από τις 50 000 στερλίνες…
ΑΛΕΞ. Σ. ΖΗΡΑΣ