της Αγάθης Γεωργιάδου
Μια «αντάρα» κι ένας ουρανός σκεπασμένος με μαύρα σύννεφα, ένας ήλιος κρυφά υποσχόμενος την ξαστεριά, και μια γαλήνια αλλά σκοτεινή θάλασσα αποτυπώνονται στη φωτογραφία του Στέφανου Αλιμπράντη στο εξώφυλλο του τέταρτου ποιητικού βιβλίου του Αλέξιου Μάινα, μετά από «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου» (2011), «Το ξυράφι του Όκαμ» (2014), «Ο διαμελισμός του Αδάμ» (2018). Ένα εξώφυλλο που προετοιμάζει τον αναγνώστη για το συναισθηματικό κλίμα που θα κυριαρχήσει στο βιβλίο, μεταφέροντάς του στην ουσία μια αίσθηση αδιεξόδου: «Κάθε δρόμος ψάχνει να τελειώσει σ’ ένα αδιέξοδο» γράφει, άλλωστε, σε ποίημα αυτής της συλλογής ο Μάινας, χωρίς ωστόσο να μας στερεί την προσμονή της λύτρωσης.
Ανάλογα και ο τίτλος του βιβλίου προοικονομεί τη θεματική της με σχολαστική ακρίβεια: ποίηση που γεννήθηκε από τα «προσκόμματα» μιας δυσοίωνης κατάστασης («σε περίπτωση αντάρας»), που απαιτεί «λύσεις» (με την ευρεία έννοια «ποιμαντικές», δηλαδή και πολιτική ευθυκρισία και προνοητικότητα), ώστε να κατέβει «η αγέλη» στον «κάμπο». Οι λέξεις και ο συμβολισμός της εικόνας παραπέμπουν εμφανώς στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε την τελευταία διετία με τα εμπόδια της πανδημίας, κυρίως με την απουσία του συναγελασμού με άλλους συνανθρώπους μας λόγω της καραντίνας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Η ποιητική σύνθεση αναπτύσσεται σαν θεατρικό έργο, το οποίο αναδιπλώνει βήμα-βήμα τους κραδασμούς που προκαλεί στον ποιητή η αδιέξοδη καθημερινότητα. Αρχίζει με τη «Θεωρία» και την «Κληρονομική ενοχή» στο Πρώτο μέρος και συνεχίζεται με την «Πράξη» σε πέντε «πράξεις» στο Δεύτερο μέρος. Χαρακτηριστικό της συλλογής είναι η χρήση δύο παραθεμάτων για κάθε ενότητα, αλλά και μότο – η ένθεση ενός μικρού στίχου του ίδιου του ποιητή μεταξύ τίτλου και κυρίως σώματος κάθε ποιήματος, είναι προσφιλής τακτική του σε όλες τις δημοσιεύσεις. Οι δε γενικές προμετωπίδες των ενοτήτων (σημεία από την Ιστορία της φιλοσοφίας ή της ποίησης) συνδιαλέγονται και νοηματοδοτούν το κειμενικό σώμα, και υποδεικνύουν, ανεξάρτητα από την ερμηνευτική τους συμβολή, τον θησαυρισμένο πλούτο και τη φιλοσοφική εμβρίθεια του ποιητή. Για μένα καθοριστικά για τη σημασιοδότηση όλης της συλλογής είναι τα αρχικά δύο παραθέματα από τον Μαρτιάλη και τον Κίρκεγκωρ, που προτάσσονται στην αρχή του βιβλίου, και τα οποία προβάλλουν τη μοναδικότητα κάθε στιγμής της ανθρώπινης ζωής, καθώς και τη βεβαιότητα πως ο θάνατος δεν είναι φάρσα, αλλά η σκληρή πραγματικότητα που μας περιβάλλει (και ως απειλή) ακόμα περισσότερο εν μέσω πανδημίας.
Το Πρώτο μέρος, η «Θεωρία», αποτυπώνει μια κατάσταση ήρεμης αναμονής, η οποία εγκυμονεί την καταιγίδα. Οι σκηνές και εικόνες που συνθέτουν τους στίχους αισθητοποιούν μια «έρημη χώρα»: το ξεραμένο χώμα, τα τρένα που «δεν σφυρίξαν», τα βαγόνια που «σταμάτησαν στις ράγιες», η βροχή, το άδειο που «είχε πάρει πια τη θέση του κενού» – όλα αυτά και άλλα, όπως ο επίμονος λίβας, η σιωπή, η αδράνεια, η σκόνη, η αρρώστια, είναι τα αναγνωριστικά σημάδια της «κληρονομικής ενοχής».
Το Δεύτερο μέρος με τίτλο «Αποστάτες της αφής» σηματοδοτεί την απουσία επ-αφής, λόγω της επιβεβλημένης απόστασης από τους άλλους. Η Πρώτη πράξη συνιστά μια φιλοσοφική θεώρηση του θανάτου, όπως δηλώνει και ο υπότιτλος «Το κοπάδι των τεφρών», που ανακαλεί στη σκέψη μας την «Τετάρτη των τεφρών», μια μέρα υπενθύμισης της ανθρώπινης θνητότητας. Άλλωστε, όλη η συλλογή αποτελεί μια μελέτη θανάτου, που πηγάζει από την εσωτερίκευση της «αντάρας» και εκφράζει ήπια και μελαγχολικά την αγωνία του ποιητή απέναντι στο καθημερινό γκρίζο.
Η Δεύτερη πράξη με τίτλο «Κυριακή των απόμακρων» είναι αυτοαναφορική της παρούσας ιστορικής συνθήκης του ποιητικού εγώ (και όλων μας), σκηνοθετώντας ποιητικά τον εγκλεισμό και τη μοναξιά. Ο ποιητικός φακός μετακινείται από τον έξω χώρο της «έρημης χώρας» στον εσωτερικό, σε μια «μικρή περιήγηση στο σαλόνι», που το χαρακτηρίζει η ατέρμονη σιωπή. Ο ποιητής, ενώπιος ενωπίω με το δικό του αντικαθρέφτισμα, παρακολουθεί σκεπτικός κι αθέατος τον μινώταυρο του θανάτου να καλπάζει στον λαβύρινθο, ενώ «εσύ» (ο ποιητής και ο καθένας μας), σαν Θησέας, κάνεις κύκλους γύρω απ’ τον εαυτό σου και «δεν έχεις τίποτα πια να πεις/ αλλά τα χνότα κολλάνε στη μάσκα// καθώς η Πασιφάη/ σ’ ακούει να τραυλίζεις/ και σου βάζει τον λοστό/ στο πάνινό σου στόμα» (στο ποίημα «Ο κυκλικός Θησέας»). Βέβαια, «Αγάπη μου/ φορούσες πάντα/ μάσκα», θα μας πει λίγο παρακάτω («Τα πρωτόκολλα της αφής», XI).
Στην Τρίτη πράξη με τον οξύμωρο τίτλο «Η σφαιρική αστάθεια» εικονοποιείται η ερημιά του ποιητικού υποκειμένου, που παρομοιάζεται με την Καλαχάρι και τους αμμόλοφούς της, στο μικρό πρώτο ποίημα από «Τα πρωτόκολλα της αφής» (Ανάμεσα στην Καλαχάρι και το μπάνιο): «Αμμόλοφοι μέχρι τους φεγγίτες./ Σαλόνια/ με θαμμένους γείτονες». Ο εγκλεισμός και η ζωή στο «χαράκωμα» καταγράφονται με φιλοσοφική διάθεση και υποδόρια ειρωνεία, και αντιμετωπίζονται με ιώβεια υπομονή. Εμφανής στους στίχους και η θλίψη που προκαλούν στο ποιητικό υποκείμενο οι σκέψεις που αναφύονται λόγω του κλειστού χώρου και της υποχρεωτικής αποχής από τους άλλους, κατάσταση που βιώνεται τραυματικά.
Στην Τέταρτη πράξη η ενδοσκόπηση βαθαίνει και μετατρέπεται σε επίμονο μονόλογο με το παρελθόν και τις μνήμες που ανασύρει, όπως λ.χ. την αίσθηση ενός αγγίγματος, το ανέμισμα των μαλλιών της στο φως πριν τη δύση. Καθώς προχωρά ο χρόνος με τον ίδιο μονότονο ρυθμό κι η εποχή αλλάζει, ο ποιητής εμβαθύνει στο νόημα της εμπειρίας: «Έτσι, το νόημα κάθε έργου –πράξης ή ποιήματος–/ δεν πρέπει να ορίζεται και να εξαντλείται/ από μας. Είτε το νιώσει κάποιος άλλος είτε/ όχι, ο τρόπος πάνω απ’ όλα του κλεισίματος/ εξέχει πάντα προς τον δέκτη από το βάζο/ της μορφής. Κι είναι καλό να παίρνει,/ απαλύνοντας, το χρώμα της δικής του ανάγκης,/ το σχήμα της δικής του τρύπας». («Ο Χάιντεγγερ αποφασίζει ν’ ανοιχτεί στη σόμπα, IV, Επίφραση και απομύθιο»).
Τέλος, στην εξόδια Πέμπτη πράξη ο ποιητής ψηλαφεί το καταστάλαγμα των γεγονότων και τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε μέσα του ποιητικά. Και επειδή ο Πλάτων έλεγε πως η ποίηση έχει πολλές όψεις και απέχει πολύ από την αλήθεια, κατά τον Μάινα: «Ό,τι κατατέθηκε λοιπόν/ είναι ένα είδος αφαίρεσης –/ η λεγόμενη ποίηση.// Είναι το θαύμα του ψέματος χωρίς ανειλικρίνεια./ Το θαύμα τού να βγαίνει ένα καρφί/ απ’ το πόδι.// Τώρα θα πρηστεί λιγάκι». («Ο μορφασμός της ενόχλησης»).
Πάντως, ο ποιητής Μάινας δεν αφαιρεί τίποτα, αλλά προσθέτει στην ποιητική του κατάθεση τη μοναδική μαεστρία του κατά την επεξεργασία του στίχου, ενός απόλυτα ελεύθερου στίχου, χωρίς καμία μετρική σύμβαση, αλλά με εσωτερικό κυματισμό και αρμονία, και ενίοτε με ομοιοκαταληξία –την «απελεύθερη ομοιοκαταληξία» του– που μεταθέτει ενίοτε διακριτικά το ποιητικό βάρος στη νοηματοδότηση του κειμένου. Μια ρυθμική αρμονία που φροντίζει στους στίχους του παρά τον έντονα μεταφορικό και εικονοπλαστικό του λόγο. Η ποίηση του Μάινα έχει αυστηρή δομή και είναι πυκνή και πολύσημη, χωρίς να είναι σκοτεινή, και δίχως να γκρεμίζει τις γέφυρες επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Η αναμέτρησή του με την πραγματικότητα και τα τραύματα του παρόντος επιτυγχάνεται με μια αξιοθαύμαστη μινιμαλιστική πύκνωση, η οποία συμβάλλει καθοριστικά στην αποκρυστάλλωση ενός καθαρά προσωπικού ύφους.