του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
«Το κέντρο του Αλέππο στη Συρία ήταν ένα θαύμα» γράφει ο Rowan Moore, του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, επιφανής κριτικός της αρχιτεκτονικής στη Βρετανία. «Ηταν μια επίδειξη της ομορφιάς της σύζευξης ανθρωπιάς και πέτρας, δηλαδή των οικοδομικών υλικών. Ηταν μια ενσάρκωση του υλικού και πολιτιστικού πλούτου που έκανε κάποτε τη Συρία έναν από τους πιο τυχερούς και πολιτισμένους τόπους της Γης- μια Καλιφόρνια της Μέσης Ανατολής, ευλογημένης από το κλίμα, την εύφορη γη, τη φυσική ομορφιά και τη θέση της μεταξύ της Μεσογείου και του Δρόμου του μεταξιού στην Ανατολή.» Ο Moore αναφέρεται στη διαχρονική πολιτιστική κληρονομιά αυτής της χώρας («Η όμορφη επαρχία μου», έλεγε στοχαστικά ο Ηράκλειος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου τον 7ο αιώνα, « τι παράδεισο θα βρουν εκεί οι εχθροί μας, αν την καταλάβουν»): από τη βασιλική του Αγίου Συμεών του στυλίτη, τη μεγαλύτερη εκκλησία του κόσμου τον 5ο αιώνα, την Παλμύρα μια πόλη στην έρημο με ρωμαικές επιρροές, τα παλάτια και τα τεμένη των Ουμαϊδών, των Αββασιδών και των Οθωμανών, τα κάστρα των Σταυροφόρων, τα σουκς- έναν τεράστιο ιστό κατοίκησης με στοές και καλυμμένους δρόμους που πάλλονται με ζωή.
Το Αλέππο, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας, είναι σήμερα ερειπωμένο από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Εχει ξεκινήσει μια κάποια προσπάθεια για την αναστήλωση ορισμένων μνημειακών κατασκευών. Το Ιδρυμα Αγά Χαν εστιάζει στις περιοχές των παραδοσιακών σουκ ώστε να μπορούν να επανακατοικηθούν. Η κυβέρνηση της Τσετσενίας, για άγνωστους πολιτικούς λόγους, χρηματοδοτεί την αναστήλωση του τεμένους των Ουμαϊδών. Ζωηρό ενδιαφέρον δείχνει το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, του Μουσείου της Περγάμου στο Βερολίνο, το οποίο έχει συγκεντρώσει 200.000 φωτογραφίες των κατασκευών των ιστορικών περιοχών, ώστε η τυχόν αναστήλωση να βασιστεί σ’αυτές.
Παρ’όλα αυτά, η Συρία που πλήττεται εκτός από τον πόλεμο και από τις διεθνείς κυρώσεις που στραγγαλίζουν την οικονομία της, όπως και από τον κορονοϊό, απέχει πολύ ακόμα και από την προοπτική μιας έστω στοιχειώδους ανασυγκρότησης. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται από το ότι είναι αδιανόητη η επιστροφή στη χώρα για τα εκατομμύρια των Σύρων προσφύγων που είναι διασκορπισμένα στα στρατόπεδα ανά τον Κόσμο. Ευρισκόμενη η Συρία σε ένα καθεστώς διαρκούς πολέμου χωρίς κανόνες, χωρίς καν σαφώς δηλωμένους αντιμαχόμενους, έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιστοιχούν σε μια δραματική οπισθοχώρηση του πολιτισμού: η χρόνια πλέον διακοπή της λειτουργίας της κανονικότητας, από τα σχολεία και την ιατρική φροντίδα ως την Πολεοδομία, τις δουλειές γενικά και τους δημόσιους χώρους συγκέντρωσης, μαζί με τη γενικευμένη τυφλή, αδέσποτη βία, επιφέρει σαφώς την ποικιλότροπη αποσάρθρωση της κοινωνίας. Ανάλογα ισχύουν, σε διαφορετικό βαθμό για την κάθε χώρα, για τη Λιβύη, το Ιράκ και όλο και περισσότερες περιοχές του πλανήτη αυτή την εποχή.
Το τοπίο του διαρκούς πολέμου χωρίς κανόνες δεν είναι παρά ένας απέραντος διαρκής ερειπιώνας, που αντιστοιχεί στην ερειπωμένη δομή της συγκεκριμένης κοινωνίας, στο έδαφος της οποίας διεξάγεται αυτός ο πόλεμος.
Το αστικό τοπίο της Ευρώπης μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο
Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ο καταστρεπτικότερος πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο από πλευράς ανθρώπινων απωλειών όσο και υλικών καταστροφών. Το ζήτημα είναι πάντως ότι ήταν ένας πόλεμος με αρχή, μέση και τέλος. Με τη λήξη του και τη διαμόρφωση των νέων παγκόσμιων ισορροπιών, η κατεύθυνση σε Δύση και Ανατολή ήταν η ανασυγκρότηση σε όλα τα επίπεδα, και η λειτουργία μιας νέας κανονικότητας. Οι πόλεις μεγάλωσαν ώστε να προσαρμοστούν στη νέα βιομηχανική εποχή και χτίστηκαν- ερειπωμένες από τον πόλεμο περιοχές αλλά άλλες που ανακατασκευάστηκαν εκ βάθρων, όπως και πρώην αγροτικές γαίες- με μοντερνιστικό τρόπο, τόσο μορφολογικά όσο και με την έννοια της παροχής κομφόρ, και με πυκνή δόμηση ώστε να στεγάσουν τα νέα στρώματα των μικρομεσαίων των άστεων. Η βιβλιογραφία για την ελληνική μεταπολεμική ανοικοδόμηση είναι μεγάλη, ενώ είναι πρακτικά ανύπαρκτη (όχι μόνο στην Ελλάδα) μια βιβλιογραφία συγκριτικών μελετών της ανοικοδόμησης που να αφορά διάφορες πόλεις και χώρες της Ευρώπης, σε Δύση και Ανατολή. Η έλλειψη αυτή, κυριολεκτικά μια “μαύρη τρύπα”, είναι κρίσιμη και συντελεί σε μια λειψή αυτοσυνειδησία, αλλά και επίγνωση των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων εκείνης της επιχής. Με δεδομένο αυτό το κενό, μπορεί κάποιος να ανατρέξει σε βιβλία που αφορούν άλλες χώρες και πόλεις. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά κάποια βιβλία όπως: “Britain” του Alan Powers, “Rebuilding Scotland” του Miles Glendinning, “Warsaw” του David Crowley. Η σχετική ιταλική βιβλιογραφία είναι μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα, μα είναι στην ιταλική γλώσσα.
Οσον αφορά τις κύριες παραμέτρους που επηρέασαν τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού αστικού τοπίου, ο καταναλωτισμός υπήρξε, τουλάχιστον για τις χώρες της λεγόμενης Δύσης και τις ζώνες επιρροής τους το modus vivendi, συνδυασμένος με την ανάλογη έμφαση στη βιομηχανική παραγωγή. Τα πολιτικά προβλήματα δεν έλειπαν, ακόμα και η περιοδική όξυνση της καταπίεσης που κάποιες φορές προκαλούσε εξεγέρσεις και καταστολή, όπως και κάποιοι περιφερειακοί πόλεμοι, με τον πόλεμο του Βιετνάμ στο διεθνές επίκεντρο, μα η εγκαθιδρυμένη κανονικότητα λειτουργούσε γενικά, όπως και ένα κλίμα αισιοδοξίας με την έννοια ότι πιά «κάθε γενιά ζει καλλίτερα από την προηγούμενη». Εχει κρίσιμη σημασία για τις θεωρήσεις μας το γεγονός ότι παρά την τεράστια έκταση των πολεμικών καταστροφών, σε πολύ μικρό διάστημα έλαβε χώρα μία αναλόγως τεράστια από επιχειρησιακή άποψη ανοικοδόμηση.
Βεβαίως, παράλληλα με τη ριζική τομή της μοντερνικότητας που καθόρισε κατά πολύ το νέο τοπίο των πόλεων, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες- τόσο στον δυτικό όσο και στον ανατολικό πολιτικό σχηματισμό- δόθηκε μια έμφαση, αλλού μεγαλύτερη αλλού μικρότερη, στη διατήρηση ή ακόμα και επανακατασκευή κατεστραμμένων από τον Πόλεμο περιοχών με κτίρια παλαιότερων εποχών. Μαζί με τα αισθητικά κίνητρα αυτής της στάσης, όπως και την ανάγκη για μια πολυφωνία ρυθμών στο αστικό περιβάλλον, υπήρχε μια βαθειά διάθεση της κοινωνίας να αισθανθεί σε συλλογικό επίπεδο ότι “δεν ερχόμαστε από το πουθενά”, στον αντίποδα της στρατηγικής κατακτητών που καταστρέφουν την υλική υπόσταση της ιστορικής μνήμης ώστε να συντρίψουν το φρόνημα του πληθυσμού. Η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους το 1922, όπως και η καταστροφή των αρμενικών μνημείων στην Τουρκία κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας τους, λίγα χρόνια πριν από τη Σμύρνη, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της τακτικής. Για το θέμα της ισοπέδωσης της ιστορικής μνήμης στα τοπία του πολέμου υπάρχουν πολύ σημαντικά βιβλία, όπως το “The destruction of memory: architecture at war” του Robert Bevan, και το “Architecture and armed conflict: the politics of destruction” που επιμελήθηκαν οι J.M. Mancini και Keith Bresnahan.
Καταλήγοντας, το αστικό τοπίο της μακράς μεταπολεμικής κανονικότητας, ή αλλιώς το τοπίο του Ψυχρού (όχι θερμού) Πολέμου, είναι ριζικά διαφορετικό από τα τοπία- ο πληθυντικός αφορά το ότι σχεδόν κάθε χώρα είχε την ιδιοπροσωπία όσον αφορά τις πόλεις της- της προπολεμικής εποχής, χαρακτηρίζεται πάντως όλο και πιο πολύ από μία διεθνή ομογενοποίηση με βάση κυρίως τον μοντερνισμό, κρατώντας πάντως και μια αναφορά στην ιδιοπροσωπία των πόλεων, με διατήρηση περιοχών ιστορικών κτιρίων.
Η κατάσταση αυτή κράτησε για αρκετές δεκαετίες, αλλά η συνέχεια της όχι μόνο δεν προβλέπεται γραμμική, μα ενδέχεται να μην υπάρξει καν συνέχεια αλλά μόνο ριζικές τομές, ενδεχομένως ανεπιθύμητες για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Οι πόλεις διαμορφώνονται έτσι ώστε να ανταποκριθούν σε επερχόμενο πόλεμο;
Ο Γάλλος πολεοδόμος και φιλόσοφος Paul Virilio, δεινός μελετητής των καταστροφών, συγγραφέας μεταξύ άλλων του βιβλίου «Το Πανεπιστήμιο της καταστροφής», έγραψε κάπου ότι « οι πόλεις μεταμορφώνονται πολεοδομικά και μορφολογικά έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο πόλεμο.» Αλλά ο Virilio συχνά διατύπωνε απόψεις ως υποθέσεις εργασίας. Η συγκεκριμένη πάντως δεν επαληθεύεται, τουλάχιστον για τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Ο Walter Benjamin είχε γράψει πολύ πριν από τον Virilio: « Επί σειρά ετών, έχω παίξει με την ιδέα να αποτυπώσω τη σφαίρα της ζωής- τον βίο- σε έναν χάρτη. Στην αρχή, οραματιζόμουν έναν συνηθισμένο χάρτη αλλά πλέον θα προτιμούσα έναν στρατιωτικό χάρτη του κέντρου μιας πόλης, αν υπήρχε κάτι τέτοιο. Αναμφίβολα όμως δεν υπάρχει, λόγω της άγνοιας του πεδίου των μελλοντικών πολέμων.»
Οι εξελίξεις στην εποχή μας είναι ταχύτατες και πολύ συχνά μεταλασσόμενες, με ανατροπές των βεβαιοτήτων. Για παράδειγμα, η πυκνή δόμηση των παλαιστινιακών πόλεμο εθεωρείτο ότι συνιστά ένα πολύτιμο όπλο προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο μιας εισβολής του ισραηλινού στρατού. Όμως, ο ισραηλινός Eyal Weizman στο βιβλίο του « Urban Warfare: Walking through Walls», ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα βιβλία για τις πόλεις ως πεδία των μαχών, ανατρέπει αυτή τη θεώρηση. Όπως αναλύει ο συγγραφέας, οι Ισραηλινοί στρατιώτες εφάρμοζαν από το 2002 μια πρωτόγνωρη τακτική, αυτή της «ανεστραμμένης γεωμετρίας»: αντί να κινηθούν μέσω των δρόμων, γινόμενοι εύκολα ο στόχος των Παλαιστινίων ανταρτών, που είχαν παγιδεύσει τους δρόμους και ναρκοθετήσει τις εισόδους των κτιρίων, περνούσαν από σπίτι σε σπίτι ανοίγοντας τρύπες σε τοίχους και πατώματα. Κατά τον Weizman, επί χρόνια στρατηγοί μελετούν «ανάποδα» τα έργα των διανοούμενων του Μάη του 68, Ντελέζ, Γκαταρί, Ντεμπόρ αλλά και αρχιτεκτόνων όπως ο Τσουμί, μετατρέποντας τα Κατεχόμενα σε εργαστήριο εφαρμογής μεθόδων για την καταστροφή του κτισμένου περιβάλλοντος και του πληθυσμού. Εχει πάντως ενδιαφέρον ότι στον Λίβανο στη συνέχεια μελετήθηκαν αυτές οι τακτικές του ισραηλινού στρατού, οπότε αντιμετώπισαν με επιτυχία την ισραηλινή εισβολή το 2006.
Σε ακραίες περιπτώσεις, αν καμμία τακτική δεν εξυπηρετεί, υπάρχει και η ολική καταστροφή μιας πόλης, η «πολεοκτονία» όπως την ονομάζει ο βρετανός γεωγράφος Steven Graham, κάτι ανάλογο με την καταστροφή εκατοντάδων χωριών στην Ελλάδα από τους Γερμανούς στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με τον Graham, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ διεθνές πεδίο αναστοχασμού πάνω σε στρατιωτικές επιχειρήσεις πάνω σε αστικό έδαφος, από στρατιωτικά ινστιτούτα και κέντρα εκπαίδευσης, που μελετούν μεταξύ άλλων τις αστικές υποδομές, τη δομική αντοχή των κατασκευών και τις κατασκευαστικές τεχνικές.
Καταλήγοντας, η υπόθεση του Virilio σε σχέση με τις πόλεις δεν επαληθεύεται στη σημερινή εποχή του «διαρκούς πολέμου». Η αλήθεια είναι ότι δεν επαληθεύεται ούτε για την εποχή που προηγήθηκε του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η οικονομία των ευρωπαικών χωρών ήταν τόσο καχεκτική στα χρόνια που ακολούθησαν τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, που το αστικό περιβάλλον έμεινε γενικά στάσιμο και καθηλωμένο, αντανακλώντας τη γενικότερη κατάσταση της κοινωνίας. Τόσο καθηλωμένο, που το γενικό αίσθημα όπως το αντανακλούσαν και διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα ήταν μια «καθαρτήρια» απαλλαγή από την «παλιατζούρα». Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει κάποια προσαρμογή του χτισμένου τοπίου στον επερχόμενο πόλεμο, αυτή συμβαίνει στη ναζιστική Γερμανία με την ανέγερση εργοστασίων που τροφοδοτούσαν τους εξοπλισμούς, όπως βεβαίως και η συγκρότηση στρατοπέδων συγκέντρωσης από τα SS, όπου σε συνθήκες δουλείας εντατικοποιήθηκε η παραγωγή, όπως αναλύεται στο βιβλίο «The Arcitecture of Opression: the SS forced labor and the Nazi monumental building economy» του Paul B. Jaskot. Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Albert Speer, ο οποίος γλύτωσε την εκτέλεση στη Δίκη της Νυρεμβέργης προβάλλοντας την αρχιτεκτονική του ιδιότητα, ήταν ο επιχειρησιακός υπεύθυνος για την ανάπτυξη και λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των μεγάλων μνημειακών κατασκευών που θα δόξαζαν τον εθνικοσοσιαλισμό για τις επόμενες χιλιετίες.
*
Εκεί που η υπόθεση του Virilio επαληθεύτηκε, με παράδοξο και αντιφατικό τρόπο πάντως, είναι στις ΗΠΑ την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Κατά μία έννοια, ο Ψυχρός Πόλεμος είναι ένας πόλεμος που δεν συνέβη ποτέ, τουλάχιστον σε ότι αφορά τους πρωταγωνιστές του, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ενωση: οι πύραυλοι με τις πυρηνικές κεφαλές δεν εκτοξεύθηκαν ποτέ, τα καταφύγια δεν κατοικήθηκαν ποτέ. Στο βιβλίο «Survival city: Adventures among the ruins of atomic America» ο Tom Vanderbilt αναδεικνύει την τεράστια στρατιωτική επιχείρηση κατασκευής υποδομών εν όψει πυρηνικού πολέμου, από τις βάσεις εκτόξευσης πυραύλων και τις πυρηνικές κεφαλές που φυτεύτηκαν, δηλαδή αποθηκεύτηκαν σε εύφορες αγροτικές περιοχές, μέχρι τα τεράστια μπούνκερ- με ονόματα ελληνικών νησιών!- που είναι θαμμένα στους λόφους της Δυτικής Βιρτζίνια και προοριζόταν να φιλοξενήσουν την πολιτική ηγεσία της χώρας.
Είναι εντυπωσιακή η έμφαση που δόθηκε στην κατασκευή καταφυγίων σε κάθε σπίτι (υπήρχαν ξενοδοχεία που διαφημιζόταν ως αντι-ατομικά), μολονότι ήταν απολύτως γνωστό ότι στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο δεν λειτούργησαν αποδοτικά σε αεροπορικές επιδρομές, πόσο μάλλον τώρα που η απειλή ήταν πυρηνική. Στο βιβλίο του «On the natural history of destruction» ο W.G. Sebald περιγράφει την φοβερή καταστροφή του Αμβούργου το 1943 από συμμαχική αεροπορική επίθεση, με την χαρακτηριστική κωδική ονομασία «Επιχείρηση Γόμμορα», κατά τη διάρκεια της οποίας τα καταφύγια- όσα δεν τα διάτρησαν οι βόμβες- λειτούργησαν εκ των πραγμάτων ως φούρνοι υψηλότατης θερμοκρασίας. Στο βιβλίο του «Η Γερμανία στις φλόγες: οι βομβαρδισμοί της Γερμανίας 1940- 1945» ο Φρίντριχ Γιέργκ καταγράφει με λεπτομέρειες που αφορούν τόσο τα μέσα καταστροφής όσο και τα αποτελέσματα στο χτισμένο περιβάλλον για κάθε βομβαρδισμένη γερμανική πόλη. Και εδώ προκύπτει ότι επί της ουσίας τα καταφύγια είναι αναποτελεσματικά στις από αέρος επιθέσεις. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου, ακόμα και αν το καταφύγιο αποδειχθεί ανθεκτικό δεν θα μπορέσει η ζωή να διατηρηθεί για πολύ εκεί αν το εξωτερικό περιβάλλον γεμίσει με ραδιενέργεια. Υπάρχουν ενδιαφέρουσες ταινίες με αυτό το θέμα, όπως και ένα μυθιστόρημα του Philip K. Dick.
Αυτό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό είναι ότι η ριζική μεταλλαγή του αστικού τοπίου στις ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου, με τη λεγόμενη προαστιοποίηση και τη μαζική μετακίνηση του πληθυσμού από τα κέντρα των πόλεων στα περίχωρά τους, συνδέθηκε με μια κρίσιμη θεώρηση εθνικής ασφαλείας, ότι δηλαδή εν όψει πυρηνικής επίθεσης η πυκνότητα κατοίκησης πρέπει να μειωθεί δραματικά, ώστε με τη διασπορά των κατοίκων να μειωθούν κατά το δυνατόν οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό. Κατά τον Νόαμ Τσόμσκι, οι μεγάλοι μεταπολεμικοί αυτοκινητόδρομοι των ΗΠΑ χρηματοδοτήθηκαν από το Κράτος ως στρατιωτικές δαπάνες. Όπως αναλύει συστηματικά στο βιβλίο του ο Vanderbild, κατά κάποιο τρόπο είχε αποφασιστεί σε κεντρικό επίπεδο «ο θάνατος των πόλεων- όπως τις γνωρίζαμε». Χαρακτηριστικό αυτού του κλίματος είναι ένα φυλλάδιο της Ομοσπονδιακής Διοίκησης Πολιτικής Αμυνας εκείνης της εποχής, με τίτλο « Με τέσσερις τροχούς προς τη Σωτηρία», όπου γραφόταν μεταξύ άλλων « το αυτοκίνητό σου μπορεί να γίνει το σπίτι σου- μπορείς να φύγεις μ’αυτό, να ζήσεις, να φας, να κοιμηθείς, μέχρι να απομακρυνθεί ο κίνδυνος». Βεβαίως, το ζήτημα της εξέλιξης των πόλεων της σύγχρονης εποχής είναι πολύ πιο σύνθετο και δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Το εμβληματικό βιβλίο της Jane Jacobs « The Death and Life of American Cities» αποτύπωσε ήδη από το 1961 τις νέες τάσεις της εξέλιξης των πόλεων από το μέσο του 20ου αιώνα και μετά, πλην όμως η ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα ενέτεινε και επιτάχυνε αυτές τις εξελίξεις.
Στα χτισμένα τοπία που συνδέονται με τον πόλεμο πρέπει να προστεθούν οι προσομοιώσεις πόλεων που κατασκευάστηκαν σε ερήμους των ΗΠΑ ως πεδία δοκιμών, είτε για να μελετηθούν οι επιπτώσεις πυρηνικών επιθέσεων την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, είτε για να πολλαπλασιαστεί η καταστρεπτικότητα των συμμαχικών βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Mike Davis στο βιβλίο του «Dead Cities» αναλύει συστηματικά την κατασκευή,σχεδιασμένη από επιφανείς αρχιτέκτονες όπως ο Mendelsohn και υλοποιημένη από τη Standard Oil, ολόκληρων συνοικιών που προσομοίαζαν με αυτές των γερμανικών πόλεων στην έρημο της Utah, όπως και την εξέλιξη των δοκιμών σε συσχετισμό με τους βομβαρδισμούς στο πραγματικό πεδίο.
Πόλεμος και Ειρήνη
Από το «Πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου, την περίοδο των μεγάλων φιλοσόφων της Ιωνίας, ως το «Η ειρήνη είναι η συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα» του σπουδαίου στρατηγιστή του 19ου αιώνα φον Κλαούζεβιτς, και ως τις μέρες μας, η αντίληψη ότι δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον πόλεμο και στην ειρήνη έχει μεγάλο ειδικό βάρος. Το ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να είναι δημιουργική μια τοποθέτηση, είναι να προσδιορίζεται κάθε φορά το πλαίσιο αναφοράς της. Οι προαναφερθείσες ρήσεις λοιπόν ισχύουν οπωσδήποτε σε γενικό επίπεδο, με την έννοια ότι οι αντιμαχόμενες δυνάμεις είναι ο κινητήρας των εξελίξεων, αλλά κατά τα άλλα υπάρχουν μεγάλες και κρίσιμες διαφορές αναφορικά με τις επιπτώσεις. Πολύ σχηματικά: η βία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη και ωμότερη στον πόλεμο σε σχέση με την ειρήνη, σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι η καταστρεπτικότητα του πολέμου εκδηλώνεται σε σύντομο χρόνο, σε σχέση με τους αργούς ρυθμούς της ειρήνης. Από αυτή την άποψη, ο πόλεμος προσομοιάζει περισσότερο στη φυσική καταστροφή, στον σεισμό ή στον τυφώνα.
Πάντως, καταστροφές μεγάλης κλίμακας που επηρεάζουν και το αστικό τοπίο σε καιρό ειρήνης συμβαίνουν σε περιόδους ριζικής μεταβολής του συστήματος παραγωγής. Η περίπτωση της αποβιομηχανοποίησης του Ντητρόϊτ στην Αμερική, της κάποτε υπερήφανης πρωτεύουσας της αυτοκινητοβιομηχανίας, άφησε στάσιμο το χτισμένο τοπίο, ακόμα και την επίπλωσή του, καθώς αυτό έμεινε μετέωρο: δεν αντιστοιχούσε πια σε κανένα σύστημα παραγωγής, σε μια πόλη που είχε πιά αποψιλωθεί από τον επαγγελματικά ενεργό πληθυσμό της. Το βιβλίο «The last days of Detroit» του Mark Binelli είναι ένα υποδειγματικό καλειδοσκόπιο μιας τέτοιας κατάστασης. Σε άλλη περίπτωση και σε πλανητική διάσταση, το εμβληματικό βιβλίο του Mike Davis « Late Victorian Holocausts: El Niño famines and the making of the Third World», που τα συμπεράσματά του υιοθετήθηκαν από προσωπικότητες όπως του Νομπελίστα Amartya Sen, οι τεράστιες ανθρωπιστικές καταστροφές του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα που είχαν αποδοθεί σε φυσικά φαινόμενα ήταν στην πραγματικότητα συνέπειες της θεμελίωσης των δομών της λεγόμενης «πρώτης παγκοσμιοποίησης», σε σχέση με μια νέα πλανητική ιεραρχία και τη δημιουργία του Τρίτου Κόσμου.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στον πόλεμο και στην ειρήνη. Οποια και αν είναι η «κανονικότητα» της ειρήνης, οι άνθρωποι μπορούν να επεμβουν στα πράγματα, να διεκδικήσουν, και βεβαίως «να στήσουν το σπιτικό τους»- παρά τις όποιες δυσκολίες. Οταν μάλιστα η ειρήνη διαδέχεται έναν πόλεμο, μπορεί να υπάρξει μια ανασυγκρότηση της κοινωνίας σε νέα βάση, εφ’όσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις. «Ο σεισμός ήταν σωσμός!» έλεγαν άνθρωποι στην Κεφαλλονιά χρόνια μετά τον φοβερό σεισμό του 1953 που κατέστρεψε το υψηλής αισθητικής αστικό περιβάλλον του νησιού και προκάλεσε μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό που ήθελαν να πουν είναι ότι μέσα από τα ερείπια της τρομερής καταστροφής προέκυψε μια καινούρια κατάσταση για όσους επέζησαν στο νησί, μια οργάνωση της κοινωνίας τέτοια που έδινε ευκαιρίες για ανάπτυξη και ικανοποιητικού βιοπορισμού σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία ήταν κατά κάποιο τρόπο αποκλεισμένα στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων. Το νέο χτισμένο περιβάλλον που προέκυψε αντανακλούσε αυτές τις εξελίξεις. Κατ’αναλογία, αυτό συνέβη στην Ευρώπη κατά την ανασυγκρότησή της μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
*
Καταλήγοντας, το αστικό τοπίο αντανακλά την κατάσταση της κοινωνίας: το σύστημα παραγωγής, τις εσωτερικές της ισορροπίες ή ανισορροπίες, τις ιδέες της, την αντίληψή της για τα παρελθόντα και τα μελλούμενα, τις προτεραιότητές της. «Οι πέτρες έχουν φωνή και μιλάνε!» έγραφε ο Διονύσιος Σολωμός και φρόντιζε να μας υπενθυμίζει ο Αρης Κωνσταντινίδης. Το ζήτημα είναι ότι οι «διαρκείς πόλεμοι»- για να επιστρέψουμε στην αρχή του κειμένου- που διαρκώς πολλαπλασιάζονται στον πλανήτη και τείνουν να αποτελέσουν τον κανόνα, με μισθοφόρους κάθε λογής αντί των κανονικών στρατών, με αμέτρητους πρόσφυγες που δεν έχουν πού να πάνε, με μια μόνιμη διάλυση κάθε κανονικότητας, χωρίς προοπτικές ειρήνευσης, αντιστοιχούν σε μία διαλυμένη κοινωνία, κι αυτή με τη σειρά της ζει αναπόφευκτα σε περιβάλλοντα που προσομοιάζουν σε ερειπιώνες. Η κατάσταση αυτή- που ισοδυναμεί με μια σοβαρή οπισθοχώρηση του πολιτισμού- δεν αφορά μόνο τα συγκεκριμένα πεδία των ένοπλων αναστατώσεων, μα η ολέθρια δυναμική της υπονομεύει εκ των πραγμάτων την κανονικότητα ακόμα και των χωρών που φαινομενικά είναι μακριά από αυτές τις εξελίξεις.
Επομένως, εφ’όσον δεν μπορούμε να προετοιμάσουμε αποτελεσματικά τις πόλεις μας έναντι επερχόμενων πολέμων, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε και να σχεδιάζουμε ιδανικά αστικά περιβάλλοντα, ας φροντίσουμε να συμβάλλουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας στη δημιουργία μη φοβικών περιστάσεων, που να δίνουν χώρο στη δημιουργία και σε ικανοποιητικές συλλογικές προοπτικές.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Πολύ μου άρεσε! Με βάλατε για ακόμη μια φορά σε σκέψεις. Αν μπορώ να προσθέσω κάτι κι εγώ με αφορμή αυτό, θα ήταν μια σκέψη για τη σημερινή πραγματικότητα, η οποία αισθάνομαι να με καταβάλει όλο και περισσότερο. Καθημερινή μάχη, αν όχι με τον ίδιο τον ιό, σίγουρα με τον ψυχισμό μου. Σημερινός πόλεμος ή ειρήνη, ή ένας πόλεμος με ειρηνικούς σκοπούς και μέσα; Με αφορμή την τακτική της «ανεστραμμένης γεωμετρίας» και την κίνηση μέσα από τρύπες σε τοίχους και πατώματα, άρχισα να σκέφτομαι αντίστοιχες τακτικές για τη σημερινή κατάσταση (πολέμου ή ειρήνης) που βιώνουμε. Τρύπες, όχι στο σπίτι του γείτονα, για ευνόητους λόγους – αν είχαμε βέβαια “συγκατοικήσει” εξαρχής με γνώμονα τις κοινωνικές μας σχέσεις και όχι με σκοπό η κοινωνική μας σχέση να προκύψει από τη “συγκατοίκηση” ή να μην προκύψει και ποτέ, τότε ίσως θα ήταν κι αυτή μια καλή λύση – αλλά στο έδαφος. Καλά σχεδιασμένες υπόγειες διαδρομές για ξένοιαστες ατομικές μετακινήσεις χωρίς μάσκες, ελπίζοντας να μην φταρνιστεί κάποιος από τους ανθρώπους-σκουλήκια των διπλανών υπόγειων διαδρομών και μας μεταδώσει τα μικρόβιά του δια μέσου των στιβάδων του υπεδάφους. Ο ορισμός της ανεστραμμένης γεωμετρίας! Το ανεστραμμένο αστικό τοπίο. Ατομικές υπόγειες διαδρομές, σαν τις πορείες που χαράσουν τα σκουλήκια στο εσωτερικό ενός μήλου που έχουν προσβάλλει. Ένα αστικό τοπίο στο οποίο ανοιγοκλείνουν τρύπες-ίχνη ανθρώπων-σκουλικιών. Σπανίως ένα σκουλήκι θα προσβάλει ένα ήδη προσβεβλημένο μήλο. Κατ’ αναλογία, κάθε άνθρωπος-σκουλήκι θα ακολουθεί μόνο την πορεία που ο ίδιος έχει διαγράψει, μειώνοντας έτσι στο ελάχιστο και τη μετάδοση του ιού μας. Ζούμε και πάλι ξέγνοιαστα! Ανοίγεις το μήλο και το μόνο που βλέπεις είναι το ίχνος από τη διαδρομή του σκουληκιού. Το σκουλήκι δεν θα είναι εκεί, θα έχει κιόλας φτάσει στον επόμενο προορισμό του. Αλήθεια οι άνθρωποι-σκουλήκια τι προορισμό θα έχουν;
Είναι εντυπωσιακή η χρήση της ανεστραμμένης γεωμετρίας που κάνετε, ώστε να προκύψει ένα μοντέλο αντιπροσωπευτικό της σημερινής κατάστασης του διαρκούς πολέμου- και δεν εννοούμε μόνο τον κορονοίό: το αστικό περιβάλλον ως υπόγειο και όχι ενιαίο/ οι άνθρωποι κυκλοφορούν σε μοναχικές στοές μήπως και σωθούν!
Εχει νόημα να αντιπαραθέσουμε το μοντέλο σας με αυτό των Καταστασιακών του Γκυ Ντεμπόρ για την πόλη, όπως αποτυπώνεται από τον σπουδαίο Ολλανδό αρχιτέκτονα και ζωγράφο Constant Nieewenhuis: όλες οι οχλούσες χρήσεις (όπως η κυκλοφορία των αυτοκινήτων) γίνονται υπόγειες, ενώ η πάνω επιφάνεια της πόλης αποδίδεται στους πεζούς και στην εν δυνάμει δημιουργία καταστάσεων!!
Δεν μπορεί να αποτυπωθεί καλλίτερα η διαφορά μεταξύ της Εποχής της Αισιοδοξίας, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, και τη σημερινή.
Πολύ ωραίο κείμενο. Κατ’ αρχάς χαίρομαι που γίνονται αναφορές σε δυο συγγραφείς τους οποίους έχω μελετήσει αρκετά, τον Philip Dick και τον Mike Davis. Ο Philip Dick με τα μυθιστορήματα του επιστημονική φαντασίας έχει δώσει πολλές φορές περιγραφές μελλοντικών πόλεων, όπως η πόλη του San Franscisco, στο εξαιρετικό διήγημά του “Do Androids Dream of Electric Sheep?, στο οποίο βασίστηκε και η ταινία του Ridley Scott “Blade Runner” (ο Ridley Scott μετέφερε την δράση στο Los Angeles). Σχεδόν όλες οι πόλεις στα μυθιστορήματα του Philip Dick είναι χτισμένες μετά από καταστρεπτικούς πολέμους και η ανοικοδόμηση τους δημιούργησαν πόλεις-εκτρώματα, χτισμένες έτσι ώστε να είναι αφιλόξενες και πλήρως αστυνομοκρατούμενες. Ο Mike Davis στο City of Quartz αλλά και στο βιβλίο του «Πέρα από το Blade Runner: Αστικός Έλεγχος – Η οικολογία του φόβου» καταπιάνεται με την πόλη του Los Angeles και κατά πόσο διάφορα γεγονότα, όπως οι ταραχές στο Los Angeles του 1992, διαμορφώνουν την πολιτική δόμησης εκ νέου για την διαχείριση του πλήθους και την εξάλειψης οποιαδήποτε ελευθερίας.
Οπότε εγώ θεωρώ ότι οι πόλεις περισσότερο πια ανοικοδομούνται με την προοπτική της «φυλάκισης» των πολιτών τους μέσα σε αυτές και των περιορισμών τους μέσα τους, ως απλώς πόλεις-κατοικίας και όχι ως πόλεις-ζωντανούς οργανισμούς. Ο σκοπός είναι να χτιστούν πόλεις εκ νέου με μια διαδρομή μέσα στην πόλη και να μην δίνεται η δυνατότητα της ελεύθερη μετακίνησης με τα πόδια ή με άλλο μέσο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές πόλεις σε ταινίες ή μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας (δυστοπικά κυρίως) τα πεζοδρόμια και οι μικροί δρόμοι απουσιάζουν και οι άνθρωποι μετακινούνται σε μεγάλους αυτοκινητοδρόμους μέσα σε αυτόματα αμάξια με προκαθορισμένους προορισμούς και η πεζοπορία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Επίσης γίνεται και η προσπάθεια εξάλειψης των διαμαρτυριών, τα κέντρα παύουν να είναι φιλόξενα για την οποιαδήποτε διαμαρτυρία πολιτών αλλά αντιθέτως γίνεται η προσπάθεια να γίνουν «βιτρίνες» για τους τουρίστες διαγράφοντας των γηγενή πληθυσμό και περιορίζοντας τους μόνο σε συνήθειες όπως ψώνια, εργασία κτλ. Νεκρώνουν με αυτό τον τρόπο την ανάγκη των πολιτών να κάνουν τις πόλεις τους ανοιχτές σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα την θρησκεία τους, την καταγωγή τους, το οικονομικό τους υπόβαθρο και να δημιουργήσουν εκδηλώσεις, στέκια, μαγαζιά πέρα από αυτά που θα επιτρέψει η εξουσία.
Σε αυτό το σημείο και με αφορμή το παραπάνω θα κάνω μια αναφορά στο βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου «Μαύρες Διαθήκες». Στο κεφάλαιο «Ο Χάιντεγκερ στην Σιγκαπούρη» στην σελίδα 164 ξεκινάει το υποκεφάλαιο «Δίχως κέντρο» όπου ο συγγραφέας εξηγεί εκτενώς γιατί είναι δύσκολο να περιπλανηθείς την Σιγκαπούρη, σε μια πόλη χτισμένη για να μην έχει κέντρο, να μην έχεις την δυνατότητα να περιπλανηθείς. Έτσι λοιπόν χτίζονται ξανά οι πόλεις, με το σκεπτικό της απόλυτης εκμηδένισης της περιπλάνησης με ότι αυτή συνεπάγεται. Όταν δεν μπορείς να περιπλανηθείς πέρα από τα όρια που σου βάζει μια πόλη τότε χάνεις και την ουσία της, τα ψεγάδια της και την ποικιλομορφία της.
Συμμερίζομαι τη σκοτεινιά που αναδεικνύετε- αλλά όχι την απόλυτη διάστασή της. Αποδίδοντας στην όποια εξουσία τόσο απόλυτες δυνάμεις κάνουμε τη δυστοπία πιό κοντινή- στην πραγματικότητα, όπου υπάρχει δράση υπάρχει και αντίδραση. Ετσι προχωρούσε πάντοτε η ανθρωπότητα.
——-
Επί πλέον υπάρχουν ακόμα πολλά φώτα στον πλανήτη: παρά τα προβλήματά τους, οι περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, για παράδειγμα. Οσο για τις ασιατικές πόλεις, μας λείπουν του κόσμου τα δεδομένα για να τις αποτιμήσουμε με επάρκεια- παρά τη φαινομενική ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης, οι επί μέρους πολιτισμοί εξακολουθούν να δίνουν τον τόνο.