Της Έλενας Αβραμίδου.
Ο Πάμπλο Νερούδα είχε τρία σπίτια, την Τσασκόνα στο Σαντιάγο, την Ίσλα Νέγκρα, σε απόσταση περίπου 95 χιλιομέτρων από τη χιλιανή πρωτεύουσα, και τη Σεμπαστιάνα στο Βαλπαραίσο. Και τα τρία μαρτυρούν την αγάπη του ποιητή για τη θάλασσα· η βαθιά του σχέση με το υγρό στοιχείο αντανακλάται στο σχέδιο, στην εσωτερική διαρρύθμιση, στη διακόσμηση και, τουλάχιστο στα δύο, στην τοποθεσία: η Ίσλα Νέγκρα είναι κτισμένη μπροστά στον Ειρηνικό και η Σεμπαστιάνα πάνω σε ένα λόφο με θέα στο λιμάνι του Βαλπαραίσο. Επιπλέον, και τα τρία είναι ουσιαστικά δημιούργημά του, αφού ο ίδιος διαμόρφωνε και διακοσμούσε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους, γκρέμιζε τοίχους ανοίγοντας μεγάλα παράθυρα προς τη θάλασσα και επινοούσε το δικό του ρυθμό, ξαφνιάζοντας τους αρχιτέκτονες και αλλάζοντας ριζικά τα σχέδια που του παρουσίαζαν. Όλα χρειάστηκαν χρόνια για να ολοκληρωθούν· οι εργασίες προχωρούσαν σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνατότητες, γιατί τα αγόρασε και τα έκτισε με τα χρήματα που κέρδισε από τις πωλήσεις των βιβλίων του.
Τα σπίτια του Νερούδα έχουν δωμάτια μικρά, που θυμίζουν καμπίνες πλοίου, με παράθυρα σαν φινιστρίνια· στενοί διάδρομοι και σκάλες στενές και περιστρεφόμενες οδηγούν σε πάνω ορόφους ακόμη μικρότερους, και στον τελευταίο όροφο βρίσκεται ένας μόνο χώρος, συνήθως η κρεβατοκάμαρα ή το γραφείο του. Στην Ίσλα Νέγκρα ένας πύργος, ευρωπαϊκής έμπνευσης, σπάει τη μονότονη επιφάνεια ενός μονώροφου κτίσματος που περιλαμβάνει διάφορα δωμάτια και χώρους υποδοχής, και στον υψηλότερο όροφό του βρίσκεται το υπνοδωμάτιο. Εδώ κυριαρχεί στο χώρο το διπλό κρεβάτι τοποθετημένο έτσι ώστε να έχει θέα προς τη θάλασσα και από τις τρεις πλευρές. Τα παράθυρα, που καταλαμβάνουν όλο τον τοίχο, δίνουν την αίσθηση πως βρίσκεσαι στην αγκαλιά της γαλάζιας θάλασσας που απλώνεται μπροστά χρυσίζοντας.
Παντού, σε όλους τους χώρους, βρίσκονται ετερόκλητα αντικείμενα που ο ποιητής συνέλεξε κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής: από την Κίνα και την Ιαπωνία, τη Βιρμανία και την Αφρική έως τη Ρωσία, την Πολωνία και τα νησιά του Ειρηνικού, την Μπατάβια και το Παρίσι. Μάζευε παλιά έπιπλα και διακοσμητικά αντικείμενα που οι γάλλοι, ως άχρηστα, παρατούσαν στους δρόμους, όπως εκείνο το σιδερένιο τραπεζάκι που κάποτε ανήκε σε κάποιο παρισινό μπιστρό. Μάζευε επίσης ξύλα, μαδέρια, πέτρες, κοχύλια που έβγαζε η θάλασσα. Έχει μια μεγάλη συλλογή από κοχύλια στην Ίσλα Νέγκρα, για την οποία ήταν υπερήφανος· κοχύλια που μάζεψε στη Χιλή, στο Μεξικό, σε θάλασσες οικείες και μακρινές και στα παρισινά μικρομάγαζα, καθώς και κοχύλια που δέχθηκε ως ανεκτίμητα δώρα φιλίας, όπως εκείνο, ένα από τα σπανιότερα στον κόσμο, κατά το ταξίδι του στην Κίνα. Υπάρχουν ακόμα συλλογές από γυάλινα χρωματιστά μπουκάλια, βάρκες σε μινιατούρες, βάρκες σε γυάλινα μπουκάλια, κούκλες και βιβλία. Πρόκειται για βιβλία με πτηνά, ψάρια, ταξιδιωτικά και, βεβαίως, ποιήματα· αλλά και βιβλία-κειμήλια, όπως εκείνα των Θερβάντες, Κεβέδο, Ριμπώ και Λωτρεαμόν σε πρωτότυπες εκδόσεις και ένα του Μολιέρο “Ad usum delphini” (για το διάδοχο του γαλλικού θρόνου). Υπάρχουν, επίσης, χειρόγραφα και επιστολές, ανάμεσα σ’ αυτές και δύο της Ιζαμπέλ Ριμπώ προς τη μητέρα της, που του χάρισε ο Ελυάρ για τα γενέθλιά του.
«Στο σπίτι μου μάζεψα παιγνίδια μικρά και μεγάλα, χωρίς τα οποία δεν μπορώ να ζήσω. Το παιδί που δεν παίζει δεν είναι παιδί· όμως ο άνδρας που δεν παίζει έχει χάσει το παιδί που ζούσε μέσα του, και θα του λείψει πολύ. Έκτισα και το σπίτι μου σαν παιγνίδι και παίζω μέσα σ’ αυτό από το πρωί ως το βράδυ», εξομολογείται ο ποιητής[1].
Ένας χώρος που δεν λείπει σε κανένα σπίτι είναι το μπαρ. Στην Τσασκόνα έχει δύο: το Μπαρ του Καπετάνιου, όπως το ονόμασε, δίπλα στην τραπεζαρία, και το καλοκαιρινό μπαρ, στον κήπο. Το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό, όμως, βρίσκεται στην Ίσλα Νέγκρα, όπου με ιδιαίτερη χαρά ετοίμαζε τα ποτά για τους καλεσμένους του. «Εγώ είμαι ο καπετάνιος και οι καλεσμένοι μου είναι το πλήρωμά μου», συνήθιζε να λέει. Πράγματι, σ’ εκείνα τα σπίτια-πλοία ένιωθε αληθινά καπετάνιος· ένας καπετάνιος που του άρεζε να φροντίζει το πλήρωμά του, αλλά δεν του άρεζε να πλέει! Στην αυλή της Ίσλα Νέγκρα υπάρχει μια ξύλινη βάρκα που δεν ξανοίχθηκε ποτέ στο πέλαγο. Όμως τα άγρια κύματα του Ειρηνικού, που του άρεζε να ακούει, τον συντροφεύουν πάντα. Εκεί, δίπλα στο κύμα βρίσκεται ο τάφος του, όπως το είχε παραγγείλει 50 χρόνια νωρίτερα με το Κάντο Χενεράλ: «Σύντροφοι, θάψτε με στην Ίσλα Νέγκρα,/ μπροστά στη θάλασσα που γνωρίζω». Εκεί έχει ενταφιασθεί και η αγαπημένη του Ματίλντε, για την οποία είχε γράψει Τα ποιήματα του καπετάνιου, που δημοσίευσε ανώνυμα το 1952, κατά τη διάρκεια της εξορίας του στο Κάπρι της Ιταλίας.
Η Ίσλα Νέγκρα ήταν το σπίτι που αγαπούσε περισσότερο· εκεί, άλλωστε, είχε ζήσει και πιο πολύ. Το αγόρασε το 1939 από έναν ισπανό σοσιαλιστή καπετάνιο. Ήταν ένα μισοτελειωμένο πέτρινο σπίτι μπροστά στον ωκεανό, απομακρυσμένο από τον κόσμο, σε μια εντελώς άγνωστη τοποθεσία, και όχι σε νησί όπως το όνομά του (Μαύρο Νησί) αφήνει να εννοηθεί. Είχε μόλις αρχίσει το Κάντο Χενεράλ και ήθελε ένα ήσυχο μέρος για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Το αγόρασε με τα χρήματα που οι εκδότες του τού προκαταβάλανε για τα δικαιώματα του ποιήματος.
«Το σπίτι μεγάλωσε, όπως οι άνθρωποι, όπως τα δέντρα…», γράφει ο Νερούδα. Μεγάλωσε βέβαια με δυσκολίες, αφού τα οικοδομικά υλικά μεταφέρθηκαν με κάρα από δρόμους ανύπαρκτους. Τελικά όμως έγινε ένα πανέμορφο σπίτι με κήπο σε μια από τις ωραιότερες γωνιές του κόσμου. Μπροστά στην απεραντοσύνη του Ειρηνικού, λουσμένο σε ένα λαμπρό φως που καταυγάζει τα πάντα, μαρτυρά την ευαισθησία και το σπάνιο γούστο του ποιητή. «Ο Ειρηνικός ωκεανός (…) ήταν τόσο μεγάλος, άτακτος και γαλάζιος που δεν χωρούσε πουθενά. Γι’ αυτό τον άφησαν μπροστά στο παράθυρό μου», σχολιάζει ο ποιητής.
Το εσωτερικό του είναι ένας ολόκληρος κόσμος που μαγεύει και υποβάλλει· συνυπάρχουν αρμονικά παράξενα και σπάνια αντικείμενα από διάφορα μέρη του κόσμου, παιγνίδια, πίνακες, βότσαλα, ένα κεφάλι Μέδουσας, ξυλόγλυπτα σκαλιστά στολίσματα από πλώρες καραβιών: γυναικείες φιγούρες, ημίγυμνες θεές, γοργόνες, μυθικά ζώα, τοτεμικά πτηνά. Το ωραιότερο απ’ όλα τα ακρόπρωρα ήταν, όμως, για το Νερούδα η Μαρία Σελέστε: μια ξύλινη γυναικεία μορφή, μαυρισμένη από τα χρόνια, με τα μάτια στυλωμένα στον ορίζοντα, που φαίνεται σαν να πετάει έτσι καθώς ο άνεμος, πνέοντας, αναδεικνύει το μακρύ φόρεμά της.
Η Σεμπαστιάνα βρίσκεται στο λόφο Φλόριδα, στο Βαλπαραίσο, μια πόλη με την οποία ο ποιητής είχε βαθείς δεσμούς από τα χρόνια της νεότητάς του. Κουρασμένος από το Σαντιάγο, γράφει στη βιογραφία του, ήθελε να βρει ένα σπίτι στο Βαλπαραίσο για να γράψει και να ζήσει ήρεμα. Το σπίτι έπρεπε να πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές. «Να μην είναι ούτε πολύ ψηλά ούτε πολύ χαμηλά. Πρέπει να είναι απομονωμένο, αλλά όχι υπερβολικά. Με γείτονες, αλλά να είναι αθέατοι. Δεν πρέπει να τους βλέπεις ούτε να τους ακούς. Πρωτότυπο, αλλά άνετο. Με πολλές πτέρυγες, αλλά σταθερό. Ούτε πολύ μεγάλο, ούτε πολύ μικρό. Μακριά απ’ όλα, όμως κοντά στη συγκοινωνία. Ανεξάρτητο, όμως κοντά στην αγορά. Επιπλέον πρέπει να είναι πολύ φτηνό. Πιστεύεις ότι μπορώ να βρω ένα τέτοιο σπίτι στο Βαλπαραίσο;», έγραφε στη φίλη του Σάρα Βιάλ.
Τελικά, βρήκε το σπίτι που ήθελε και το αγόρασε το 1959 μαζί με ένα φιλικό ζευγάρι, το Φρανσίσκο Βελάσκο και τη Μάρτα Μάτνερ. Αυτοί στους δύο πρώτους ορόφους και ο Νερούδα στους δύο τελευταίους. Στον τέταρτο όροφο βρίσκεται το γραφείο του, με υπέροχη θέα στο λιμάνι. Μια φωτογραφία του Ουώλτ Ουίτμαν είναι στον τοίχο. Ένας εργάτης τον είχε ρωτήσει κάποτε αν ήταν ο πατέρας του. «Ναι, στην ποίηση», ήταν η απάντηση του Νερούδα. Η σκάλα που οδηγεί εκεί είναι μικρή και στενή, όπως και οι υπόλοιποι χώροι. Παντού βρίσκονται προσωπικά αντικείμενα, ενθύμια ταξιδιών, χάρτες, πολύχρωμα ποτήρια, κούκλες, μουσικά κουτιά, ένα ξύλινο αλογάκι και ένα βαλσαμωμένο πτηνό από τη Βενεζουέλα. Η ζωγραφιά από χάρτη της Παταγονίας στον τοίχο της σκάλας και το τζάκι με βότσαλα από την Ίσλα Νέγκρα είναι έργα της γλύπτριας Μάρτα Μάτνερ. Σε αυτό το σπίτι ο Νερούδα έζησε λίγο· περνούσε όμως εκεί πάντα την πρωτοχρονιά. Του άρεζε να βλέπει από ψηλά τα πυροτεχνήματα κάτω στο λιμάνι. Το σπίτι το ονόμασε Σεμπαστιάνα προς τιμή του πρώτου ιδιοκτήτη του, Σεμπαστιάν Κογιάδο, ισπανικής καταγωγής, γιατί ήταν «ένας ποιητής του ξύλου και της κατασκευής».
Τσασκόνα αποκαλούσε ο ποιητής την τρίτη του σύζυγο, Ματίλντε Ουρουτία, για τα πλούσια σγουρά και ατίθασα μαλλιά της. Έτσι ονόμασε και το σπίτι που αγόρασε γι’ αυτήν. Πρόκειται για λέξη που ανήκει στη γλώσσα Κέτσουα των ντόπιων πληθυσμών της Χιλής και σημαίνει τούφα μαλλιών, έγινε, δε, πασίγνωστη χάρη στον ποιητή. Ένα απόγευμα, καθώς περπατούσαν στο Μπάριο Μπεγιαβίστα, είδαν ένα μικρό οικόπεδο προς πώληση στους πρόποδες του Λόφου Σαν Κριστόμπαλ. Εκεί αποφάσισε να κτίσει το σπίτι που έμελλε να γίνει το σύμβολο του έρωτά του γι’ αυτήν. Υψώνεται μέσα σε έναν πλούσιο κήπο που εκτείνεται σε διαφορετικά επίπεδα, πνιγμένο στα δέντρα και τα φυτά· έτσι καθώς τα κλαδιά τους πέφτουν σαν μεγάλες τούφες μαλλιών πάνω στους τοίχους, δίνει και αυτό την εντύπωση μιας ‘τσασκόνας’. Η Ματίλντε έζησε μόνη στο σπίτι αυτό τα δύο πρώτα χρόνια, έως ότου ο Νερούδα, αφού χώρισε από την προηγούμενη σύζυγό του, το 1955, πήγε να ζήσει εκεί. Έζησαν μαζί ως το τέλος της ζωής του ποιητή, το 1973.
Εντυπωσιάζουν κι εδώ τα μικρά δωμάτια, η στενή σκάλα που οδηγεί στους επάνω ορόφους, τα παράθυρα σαν φινιστρίνια πλοίου, τα ξύλινα πατώματα που τρίζουν· έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε παλιοκαιρίσιο καράβι. Στους τοίχους υπάρχουν πίνακες φίλων ζωγράφων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ένας του Ντιέγκο Ριβέρα· είναι το πορτρέτο με δύο κεφάλια της Ματίλντε, πάνω στο οποίο διακρίνεται αδρά το προφίλ του Νερούδα. Επίσης, ξύλινες μάσκες από την Αφρική, ζωγραφιές σε μετάξι από την Ιαπωνία και την Κίνα, ναυτικοί χάρτες, πυξίδες και ρολόγια. Και παντού ενθύμια, προσωπικά αντικείμενα, βιβλία, τα μουσικά όργανα της Ματίλντε και το βραβείο Νόμπελ με το οποίο τιμήθηκε ο ποιητής το 1971.
Το σπίτι δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να γλιτώσει από την καταστροφική μανία των οπαδών του δικτατορικού καθεστώτος. Ωστόσο, σε αυτό το κατεστραμμένο από τους βανδαλισμούς σπίτι θέλησε η Ματίλντε να ξενυχτήσει, συντροφιά με λίγους φίλους, το νεκρό ποιητή. Ήταν 23 Σεπτεμβρίου 1973, μόνο 12 μέρες μετά την εισβολή των τανκς στο Προεδρικό μέγαρο Λα Μονέδα, που σήμαινε το τέλος του Αλιέντε και την αρχή της δικτατορίας του Πινοσέτ.
Η Ματίλντε φρόντισε να αποκαταστήσει την Τσασκόνα, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής της, το 1985. Το σπίτι λειτουργεί σήμερα ως μουσείο, όπως και η Σεμπαστιάνα και η Ίσλα Νέγκρα, και ανήκουν όλα στο Ίδρυμα Νερούδα, στο οποίο τα κληροδότησε ο ποιητής.
[1] Oι παραπομπές είναι από το βιβλίο του P. Neruda, Confieso que he vivido, Santiago, εκδ. pehuén, 2013.