της Κατερίνας Σχινά
Τα αφηγήματα που συνθέτουν την «Εξουθένωση» του Μισέλ Φάις γραμμένα στον ίδιο, ίσως πιο οξυμμένο τόνο με τα κείμενα συλλογής «Απ’ το ίδιο ποτήρι», του 1999, είναι εποικισμένα με «πλάσματα της οργής, του πανικού, της λαγνείας, της μελαγχολίας, της ειρωνείας, της μνήμης και της περιπλάνησης», όπως και πριν από είκοσι τόσα χρόνια, κι ενώ το βλέμμα του συγγραφέα έχει βαθύνει, η ετυμηγορία παραμένει ίδια: Ο κόσμος είναι μια αέναα εκδιπλούμενη, πολύπτυχη οδύνη. Εξαρθρωμένος, ακρωτηριασμένος, είναι το πεδίο μιας ανηλεούς πάλης που εκκρίνει μόνο αγωνία· στο εσωτερικό του κόσμου, το σύμπαν των ζώντων αποτελεί μια ζώνη ακόμα οξύτερου πόνου, και η ανθρώπινη ζωή, η πιο εντελής μορφή της, είναι επίσης η πλουσιότερη σε δεινά: ένα θολό, ταραγμένο ποτάμι που διακόπτεται από τις πέτρες που εμποδίζουν τη ροή του – απουσίες, απώλειες, πλάνες, ψεύδη – για να εκβάλλει οριστικά στη λήθη με μια βουβή κατάρρευση ή μια ακαριαία πιστολιά.
Ο Φάις στήνει τα σύντομα επεισόδιά του σε μια σκηνή, προτάσσοντας τον τεχνητό, συμβολικό χαρακτήρα του θεάτρου, εκεί όπου μπορεί να αρθρωθεί το ανείπωτο, να σαρκωθεί το ανομολόγητο, κι εμείς, οι θεατές, να εξοικειωθούμε με το ακραίο (μεταλλάσσω ελαφρώς ένα απόσπασμα από το βιβλίο του «Caput mortem/ Φάρσα αφανισμού»). Ο σκηνικός διάκοσμος δεν ενδιαφέρει, ή αν περιγράφεται είναι για να αναδείξει το αληθινό επίδικο της γραφής του Μισέλ: τη σύγκρουση των παθών και το αδιέξοδο της ύπαρξης. Το παρόν, βαρύ σαν πέτρα, ή κούφιο κέλυφος του προσωρινού· το μέλλον μια ανυπόφορη, ακατάληπτη βοή από την μυστική προέλαση των προσιόντων· αλλά το παρελθόν «ολοζώντανο, υπερδραστήριο, μεταβλητό και αεικίνητο» εμφανίζεται μπροστά στους συνδιαλεγόμενους και τους κόβει τη χολή, όπως λέει ο χορευτής στη «Μπάρα», «σαν να σου λέει, αυτό που έζησες ή νομίζεις πως έζησες, δεν έχει παρέλθει. Θα το βρεις σήμερα και αύριο πλάι σου και μέσα σου και παντού». Το παρελθόν ως καταδυνάστευση. Δεν έχει και άδικο ο συγγραφέας.
Το παρελθόν είναι βέβαια και οι νεκροί του. Παρόντες κι αυτοί, στοιχειώνουν τους ζωντανούς, διεκδικούν θέση στο βίο τους, διαγκωνίζονται μαζί τους, στριμώχνονται στον μηδαμινό χώρο που αναλογεί στους ζωντανούς, στερώντας τους την ανάσα. Δεν είναι καλόγνωμοι οι νεκροί εδώ.
Σ’ όλη την έκταση του βιβλίου, πάντως, μοιάζει να αντηχεί, σαν επίμονο οστινάτο, ο λόγος του Εκκλησιαστή «διεστραμμένον ου δυνήσεται του επικοσμηθήναι/ και υστέρημα ου δυνήσεται του αριθμηθήναι» (Ό,τι στράβωσε δεν γίνεται να ισιώσει και ό,τι λείπει δεν μπορεί να μετρηθεί, μεταφράζει ο Αλέξανδρος Ίσαρης). Η στρεβλότητα και η απουσία πρωταγωνιστούν εδώ, οδηγώντας τους συνδιαλεγόμενους σε μια φρικτή, παραλυτική τελμάτωση, μια καταπνιγμένη επιθυμία χωρίς καθορισμένο αντικείμενο, ένα αδιάκοπα παρόν σεξουαλικό πένθος, θανάσιμη χαύνωση, αναστολή του βούλεσθαι, ή, στην άλλη πλευρά του νομίσματος, παροξυσμικές αντιδράσεις ακραίας βίας και εκρηκτικής έντασης, μπροστά στην ματαιωμένη επικοινωνία, στην έκπτωση της ζωής σε επιβίωση, την διάχυτη εχθρότητα ακόμα και απέναντι στον εαυτό. Εδώ κυριαρχεί το απεχθές, τοποθετημένο ακριβώς στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ηδονής και φόβου, ζωής και θανάτου, καθαρού και ακάθαρτου, απειλώντας αδιάκοπα με κατάρρευση του νοήματος, γεννώντας αδιάκοπα αποστροφή προς τον άλλον και ταυτόχρονα ταύτιση με τον άλλον. Σπάνια μπαίνει λίγο φως, από μια χαραμάδα αγάπης και καλοσύνης, που διανοίγουν όσοι σε «νοιάζονται αθόρυβα, σχεδόν αόρατα, όντας κάτι ανάμεσα σε ντροπαλούς αγγέλους και δοτικούς ήρωες». («Κόκκινο σκοτάδι»). Ή «αυτοί που αντέχουν την αγάπη που αντέχει τον εαυτό της», όπως οι πενηνταπεντάρηδες που βλέπουν την Νύχτα του Αντονιόνι ένα απόγευμα στο Ελσίνκι («Μια ταινία»). Ή όταν εξεγείρεται αυτοθυσιαστικά κάποια αφυπνισμένη συνείδηση, μπαφιασμένη από την ασημαντοποίηση των πάντων («Χρυσό μπαστούνι ή κόκκινο σφυρί»).
Ο Μισέλ Φάις συλλαμβάνει με εξαιρετική διαύγεια αυτήν την διολίσθηση προς την ανθυγιεινή, πλαστή, βαθιά παρωδιακή ατμόσφαιρα στην οποία είμαστε όλοι παγιδευμένοι, ενώ ο χρόνος μετράει για όλους αντίστροφα. Ανασυνθέτει γυμνά, έρημα, καψαλισμένα τοπία του πραγματικού, ή ονειρικούς τόπους όπου η ανθρώπινη ταυτότητα διασαλεύεται. Χαρακτήρες οικείοι ή αλλόκοτοι, αντιφατικοί και τρομοκρατημένοι, μπλεγμένοι σε σχέσεις ή συνθήκες που τους εγκλωβίζουν, απεργάζονται, εν πλήρει συνειδήσει, αμοιβαία δεινά, χωρίς το φταίξιμο να μπορεί να αποδοθεί σαφώς σε κάποιο από τα μέρη. Γι’ αυτό και η πιο ακραία δυστυχία δεν περιγράφεται ως εξαίρεση, αλλά σαν κάτι που συμβαίνει εύκολα, σαν κάτι αυτονόητο, σχεδόν κατ’ ανάγκην εκπορευόμενο από την ίδια τη φύση του ανθρώπου – κι έτσι μας γίνεται τρομακτικά κοντινό. Αλλά δεν πρόκειται για μια τραγωδία της κοινοτοπίας. Πρόκειται για το δράμα της διάλυσης και της φθοράς, παιγμένο πάνω στη σκηνή ενός κόσμου που αργοπεθαίνει, κυριαρχημένος από το κακό.
Στο τέλος, όλες αυτές οι συνηχήσεις, οι κακοφωνίες, τα ασθματικά λόγια που κρύβουν αναφιλητά, οι εξομολογήσεις και οι βρισιές, θα κλείσουν μέσα σε μια τεταμένη σιωπή, τη σιωπή της αναμονής, βαριά, ογκώδη. Είναι τα προσιόντα για τα οποία μίλησα πιο πάνω, το ανοιχτό, ρευστό και άδηλο επικείμενο συμβάν που όλοι περιμένουν, απροσδιόριστο και ανησυχητικό, υπό αναστολή και όμως αμετάκλητο γιατί έχει ήδη ξεκινήσει, έρχεται, ακόμη κι αν αργήσει, «ακόμη κι αν αγγίξει τα όρια του αείποτε». Το παρακολουθεί να καταφθάνει η Κυρία Εξουθένωση όπως τη φαντάστηκε και τη ζωγράφισε ο γιος του συγγραφέα, ο Μάρκος, με μουτζουρωμένο το πρόσωπο, χωρίς χέρια, με λιγνά ποδαράκια που καταλήγουν αυτονοήτως σε σιδεροπάπουτσα – ό,τι πρέπει για να ποδοπατήσει το θύμα της και να το βυθίσει στον λασπερό βούρκο μιας ακατανόητης πραγματικότητας.
Κι όμως, η «Εξουθένωση» δεν εξουθενώνει τον αναγνώστη. Δι’ ελέου και φόβου τον οδηγεί σ’ ένα έξαρμα, απ’ όπου μπορεί να δει, μέσα από τα σκοτάδια, να φέγγει η συγκλονιστικά κατανοητική συμπόνοια του συγγραφέα απέναντι στα ανθρώπινα. Δεν τα σκορπίζει τα σκοτάδια, αλλά μπορεί να τα διασχίσει.