Τα σεπτά πάθη της «Λυκοχαβιάς» (του Γιώργου Φράγκογλου)

0
255

του Γιώργου Φράγκογλου

Τι κάνεις, όταν διαβάζεις ένα βιβλίο και δε σου αρέσει, δε σου λέει τίποτα, δεν επικοινωνείτε τέλος πάντων;

Θυμώνεις, βρίζεις όποιον\όποιαν σου το πρότεινε, κατηγορείς τον εαυτό σου για ευπιστία ή ελαττωματική κρίση και το εκδοτικό σύστημα για διαφημιστικό εκμαυλισμό.

Τι κάνεις, όμως, όταν διαβάζεις ένα βιβλίο που σε συναρπάζει, που σε ταξιδεύει, που σου αλλάζει τη διάθεση;

Χαβώνεσαι, όπως θα έλεγε ο Κώστας Μπαρμπάτσης. Γιατί η σιωπή είναι ο ανώτερος βαθμός σεβασμού στην τέχνη. Και κλαις. Γιατί η συγκίνηση που εκδηλώνεται σωματικά είναι ο ανώτατος βαθμός σεβασμού στην τέχνη.

Κι αυτό μου συνέβη πριν από ένα περίπου χρόνο με τη «Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες» του Κώστα Μπαρμπάτση. Και τώρα είμαι αναγκασμένος να κάνω τη σιωπή και την συγκίνηση λόγο, δηλαδή να περάσω για άλλη μια φορά το δράμα του φιλολόγου, παρότι στη σύνταξη: να ταξιδέψω με το λόγο στο μύθο, να επιβιβαστώ στη ναυαρχίδα της επιστημοσύνης, για να παρατηρήσω – όσο και όπως μπορέσω- τη μαγική φελούκα της λογοτεχνίας.

Και ενώ ξέρω πως ο συγγραφέας χειρίζεται επαγγελματικά τη σύγχρονη τεχνολογία, σ’ αντίθεση με μένα, τον παλιομοδίτη της γραφής, στο βάθος, νιώθω πως εγώ έχω ήδη πάρει τον κατηφορικό δρόμο της εγγραμματοσύνης, ενώ η δική του προσπάθεια αποτελεί μια ανηφορική Εβδομάδα των Παθών.

Στη συγκεκριμένη, μάλιστα, περίπτωση του πρώτου βιβλίου του Κώστα, αυτή η Μεγάλη Εβδομάδα μπορεί να διαβαστεί ξεκάθαρα.

Πρώτο διήγημα: «Θα φύγω ξάδερφε». Προμήνυμα των όσων τραγικών θα ακολουθήσουν. Ένα λογοτεχνικό Σάββατο του Λαζάρου, όπου η ξενιτιά ισοδυναμεί με έναν χώρο θανάτου, τόπο σκληρό, έναν τόπο όπου «τόσες ώρες είμαστε ο ένας αντίκρυ στον άλλον και δεν ξεύρουμε τι ρόλο βαρεί ο καθένας μας». Ο μηχανοποιημένος αστικός πολιτισμός απωθεί τον ήρωα, που αποφασίζει να γυρίσει στο χωριό του. Όχι τόσο από τη νοσταλγία των ανθρώπων, όσο από τη νοσταλγία των ζωντανών: του Σιούτου, της Κανούτας, της Καστανής, της Μπούτσκας, της Κόρπας, του Τσιούρου· των κατσικιών, που θρήνησαν το μισεμό του Πάνου, του ήρωα, και των σκυλιών, που ψόφησαν απ’ τον καημό τους κάτω απ’ τις μυγδαλιές. Γιατί ο χωρισμός φέρνει, τελικά, αντάρα στα ζωντανά και όχι στους ανθρώπους. Γιατί αυτά είναι αθάνατα -όπως σωστά το ‘χει επισημάνει ο Κώστας Μαυρουδής στην «Αθανασία των σκύλων»[i]– μα και δεν ξέρουν τι θα πει «θάνατος» και χαίρονται τη ζωή και τη φύση, με το χαλίπωμά της και την ανάστασή της. Ενώ οι άνθρωποι πιστεύουν στο παραμύθι της πόλης και νιώθουν σαν χαϊβάνια, χωρίς ρολόι, και αργούν να καταλάβουν την γοητεία του αγροτικού δειλινού, όταν «μαζεύονται στο κονάκι τους, λένε εκεί δυο τρεις κουβεντούλες, κάνα παραμυθάκι και κουρνιάζουν».

Δεύτερο διήγημα: «Πεσκέσι». Στάση στην Κυριακή των Βαΐων, όχι με τη γνωστή είσοδο στα Ιεροσόλυμα «εν μέσω βαΐων και κλάδων», αλλά με την παραβολή της ξεραμένης συκιάς. Ο Μπαρμπάτσης σ’ αυτό το διήγημα χώνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, αναμοχλεύοντας μια ματωμένη ιστορία των εμφυλιακών χρόνων, που μας παραπέμπει στην «Ερωφίλη» του Χορτάτση. Έτσι, το άδωρο δώρο του πατέρα στην κόρη του, τη Σεβαστή, «το κεφάλι του αγαπημένου της», νοτισμένο από τα αίματα του εμφυλίου σπαραγμού, συνομιλεί με την κατάρα του Ιησού στην άκαρπη συκιά, που τελικά ξεράθηκε. Γιατί, όπως η άκαρπη συκιά είχε μόνο φύλλωμα, δηλαδή καλλωπισμό, επιφάνεια και όχι ουσία, έτσι και ο αλληλοσκοτωμός δημιουργεί μια άκαρπη χώρα, της οποίας η «εθνική υγεία» είναι καλλωπιστική, ενώ το τραύμα συνεχίζει να πυορροεί.

Τρίτο διήγημα: «Λυκοχαβιά», και Μεγάλη Δευτέρα, δηλαδή η παραβολή των δέκα παρθένων, με την επισήμανση της ανάγκης για ετοιμότητα, για πίστη, για φιλανθρωπία. Το δέσιμο του Τσίλια, του ορφανού «μουγκού» παιδιού, με το Ζάρκο, το λύκο, δίνει το έναυσμα στο συγγραφέα να πλέξει μια ιστορία αδελφοσύνης, και να καυτηριάσει την υποκρισία και τη φιλοχρηματία του φαρισαϊκού κοινωνικού περίγυρου. Η «λυκοχαβιά», το φυλαχτό από το δέρμα γύρω από το στόμα του λύκου, στοιχείο αγριότητας, αποτελεί ευθεία αναφορά στον άνθρωπο που στηρίζει τη ζωή του στο ψέμα. Και επιβεβαιώνει την άποψη του Mark Rowlands στο “Φιλόσοφο και το λύκο»[ii] ότι ο κόσμος θα ήταν σίγουρα διαφορετικός, αν ο άνθρωπος ακολουθούσε στη συμπεριφορά τον έντιμο λύκο και όχι τον απατεώνα πίθηκο. Γι’ αυτό και ο Τσίλιας αφαιρεί τη ζωή του Ζάρκου και χάνεται στο δάσος, μακριά από τον κόσμο των «λυκανθρώπων».

Τέταρτο διήγημα: «Στον τόπο του». Έχουμε φτάσει στη Μεγάλη Τρίτη, γνωστή για το τροπάριο της Κασσιανής, και ο Μπαρμπάτσης μας επιφυλάσσει μια φυλετική αντιστροφή. Ένας φαντάρος και ένας λοχαγός είναι οι ήρωες του διηγήματος, που διαδραματίζεται κατά την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από το αλβανικό μέτωπο τον Απρίλιο του 1941. Ο φαντάρος-θηρίο και ο λοχαγός-άνθρωπος. Ο φαντάρος χορταίνει την πείνα του, χωρίς να υπολογίσει τους συστρατιώτες του· σκοτώνει μια νεαρή αλβανίδα, έτσι, χωρίς λόγο· κλέβει τον πατέρα της· και καυχιέται για ό,τι  έκανε. Ο Λευτέρης, ο λοχαγός, που έχει στόχο να φέρει σώο τον φαντάρο στον τόπο του, τον σκοτώνει. Και αρχίζει για τον αναγνώστη η διελκυστίνδα του «ποιος αμαρτάνει». Φόνος πολέμου, φόνος αθώων, φόνος αδίστακτων φονιάδων. Όλοι είναι φόνοι. Αλλά όλοι οι φονιάδες είναι ίδιοι; Και, τελικά, ποιοι δικαιούνται να ζητήσουν συγχώρεση ως οι «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούντες άνδρες»;

Πέμπτο διήγημα: «Ας λάμπει ο ήλιος». Ίσως το πιο «μυστικό» διήγημα της συλλογής· σαν το Μυστικό Δείπνο της Μεγάλης Τετάρτης. Μια γυναίκα και ένας έρωτας χωρίς ανταπόκριση· ή μήπως εμμονικός, μέσα στο μυαλό της μόνο; Η τέχνη δεν είναι 1+1=2. Υπάρχουν πολλές αναγνώσεις, και, άρα πολλές λύσεις. Πάντα, όμως, η προσευχή λυτρώνει: «Ας λάμπει ο ήλιος, κι ας λάμπει και στα βουνά!» Σαν την προσευχή στο όρος των Ελαιών, ενώ καραδοκεί για τη Γιωργία, την ηρωίδα, η προδοσία του Ιούδα· ο χαρακτηρισμός της τρέλας («λωλή», «τρελέγκω», «που να σε κλείσουν στο Δαφνί») και το περιθώριο.

Έκτο – και τελευταίο- διήγημα: «Ζωντανό σκιάχτρο». Ήρωας ο Γιάννης ή Λώλος, ένας «τρελός του χωριού» στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ένας χαρακτηριστικός αποδιοπομπαίος τράγος της ελληνικής επαρχίας, ένας αμνός που «αιρεί τας αμαρτίας του κόσμου». Και γι’ αυτό δέχεται πτυσίματα, μαστιγώματα, κοροϊδίες, εξευτελισμούς, χτυπήματα, ακάνθινο στεφάνι, σταύρωση (σαν σκιάχτρο) και θάνατο. Και μόνο τη θάλασσα λαχταρά, τη γαλάζια μήτρα του κόσμου· κι εκεί νιώθει ελεύθερος. Όπως ελεύθερος νιώθει και με το ανίκητο γέλιο του απέναντι στα βασανιστήρια των Γερμανών.  Γιατί το γέλιο είναι το μεγάλο όπλο του ανθρώπου, ακόμη και στη σταύρωση της Μεγάλης Πέμπτης. Και αυτό θα ξαναβρεί, τρεις μέρες μετά, στην Ανάσταση.

Αλλά, μέχρι την ανάσταση, τι γίνεται; Εδώ βρίσκεται το τριήμερο του αναγνώστη. Να βυθιστεί στα πάθη του Πάνου, της Σεβαστής, του Τσίλια, του Λευτέρη, της Γιωργίας και του Λώλου. Να τους αγγίξει, ν’ ακούσει τις σιωπές τους, να δει τα μυστικά τους. Και τρεις μέρες μετά, ν’ αναστηθεί μαζί τους, να πει πως απόλαυσε τις ιστορίες τους, πως τους νιώθει πια δικούς του ανθρώπους.

Και όπως είπε η Βιρτζίνια Γουλφ:

«Ονειρεύομαι μερικές φορές πως τουλάχιστον, όταν έρθει η μέρα της Κρίσης και τότε όλοι οι σπουδαίοι καταχτητές, οι δικηγόροι , οι πολιτικοί καταφτάσουν, για να παραλάβουν τα έπαθλά τους, τα στέμματά τους, τις δάφνες τους, και τα ονόματά τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει με κάποιο ίχνος ζήλειας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια: «Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα»[iii].

Και ο συγγραφέας; Αυτός θα διασχίσει την ιστορία και στον ιδανικό μελλοντικό κόσμο θα χτίσει με τα όνειρα των ηρώων του, που είναι και δικά του όνειρα. Προς το παρόν, θα συνεχίσει να λέει τις ιστορίες του, σε μαζώξεις που θυμίζουν πανηγύρια, όπου οι γυναίκες χορεύουν πασχαλιάτικο ταπεινό και οι άντρες τις καμαρώνουν πίνοντας ανέρωτο κρασί και χαβώνονται.

 

[i] Κώστας Μαυρουδής «Η αθανασία των σκύλων», εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2013

[ii] Mark Rowlands Ο φιλόσοφος και ο λύκος, εκδ, του Εικοστού πρώτου, Αθήνα, 2010 (μτφρ. Ελένη Βαχλιώτη)

[iii] Βιρτζίνια Γουλφ «Δοκίμια», εκδ. Scripta, Αθήνα, 1998 (μτφρ. Αργυρώ Μάντογλου)

 

Κώστα Μπαρμπάτσης, Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες, Κέδρος 

 

Προηγούμενο άρθροΚριστιάν Μπομπέν, Ο σχοινοβάτης: το νέο φανταστικό και ο «κανονικός» άνθρωπος (της Δήμητρας Λουκά)
Επόμενο άρθροΠαζάρι βιβλίου στο ΜΙΕΤ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ