του Γιάννη Σ. Παπαδάτου(*).(Κλασικό εφηβικό Μέρος Β΄).
Το μυθιστόρημα Τα ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1919-2001), ανήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις κειμένων της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας που έχουν γραφτεί ικανά σε αριθμό θεωρητικά και κριτικά κείμενα, από σημαντικούς μελετητές και το οποίο, παράλληλα, παρουσιάζει αλλεπάλληλες εκδόσεις και από διαφορετικούς οίκους από τη χρονολογία έκδοσής του ως σήμερα. Επίσης, μεταφράστηκε και στη γαλλική γλώσσα ήδη από το 1950, από τον Gallimard, με τον τίτλο Trois étés, όπως επίσης και στην αγγλική από τις εκδόσεις Κέδρος, το 1995 (Three Summers, μτφρ. Karen Van Dyck). Σύμφωνα δε με τον Beaton, προηγείται της εποχής του, μάλιστα προσιδιάζει στην παραγωγή των δεκαετιών ’70 και ’80 (Βeaton, 1996: 292). Επιπλέον, ενώ υποτίθεται ότι απευθυνόταν στο ενήλικο κοινό, τις τελευταίες δεκαετίες, διαβάζεται ιδιαίτερα και από εφήβους, αλλά και σπαράγματά του γίνονται γνωστά και στα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου. Συγκεκριμένα, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Κύπρου διδασκόταν στην Γ΄ Γυμνασίου και τελευταία, προτείνεται ως ελεύθερο ανάγνωσμα. Υπάρχει δε, προς τούτο, ως υποστηρικτικό υλικό, ένα βιβλίο για τον εκπαιδευτικό το οποίο περιέχει, εκτός από ιστορικά και θεωρητικά στοιχεία, διδακτικές και δημιουργικές δραστηριότητες με αφορμή το περιεχόμενό του (Λάμπρου, 2007. ). Επίσης, στα περισσότερα βιβλία για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των μεταπολιτευτικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, περιέχονται αποσπάσματα από τα Ψάθινα καπέλα (Γεωργιάδου κ.ά. 2008: 145). Τέλος, στο Α΄ τεύχος της Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού υπάρχει ένα απόσπασμα περιγραφής της φύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα δημιουργικής γραφής για την «καθοδήγηση» και ενθάρρυνση των παιδιών σε ανάλογου περιεχομένου κείμενα (Ιορδανίδου κ.ά., 2008: 8-9).
Τα Ψάθινα καπέλα, σημαντικό έργο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας αναφερόμενα και στη ζωή της συγγραφέως, βέβαια, είναι άγνωστο μέχρι ποίου βαθμού (Σαχίνης, 1983: 60 κ.α.), αναπαριστούν «τη θηλυκή δημιουργικότητα με τη μορφή της μητρότητας και της τέχνης» (Φαρίνου-Μαλαματάρη, 1988: 137, μέσω της σταδιακής ωρίμασης των τριών πρωταγωνιστριών, που ανήκουν στην αστική τάξη της εποχής καθώς και άλλων προσώπων που εντάσσονται σε διάφορα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα της δεκαετίας κυρίως του 1930. Παρατηρείται δε, μια αντίθεση μεταξύ του ιστορικού χρόνου του μυθιστορήματος και του χρόνου συγγραφής του και έκδοσής του (Beaton, ό.π:289). Εκδόθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1946). Η μη αναφορά στα τότε συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα, παρά τις ορισμένες νύξεις π.χ. για το εργατικό κόμμα στην Αγγλία ή και έμμεσες θετικές απόψεις για τους Εβραίους, έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι το βιβλίο κατά έναν τρόπο αποτελεί μια «διαφυγή» από τα δύσκολα εκείνα χρόνια (Λάμπρου, ό.π.: 21). Εξάλλου, η Λυμπεράκη, λίγο αργότερα, το 1950, με το μυθιστόρημα Ο άλλος Αλέξανδρος, έδωσε ανάγλυφα μέσα από μια νεωτεριστική αφήγηση (Πολίτης, 1985: 355) διαρθρωμένη συνειρμικά με έντονους ελλειπτικούς μηχανισμούς (Vitti, 1987: 439), τους κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής με ιστορικό πλαίσιο τον εμφύλιο σπαραγμό.
Ο κύριος χώρος δράσης των Ψάθινων καπέλων είναι η Κηφισιά και τα περίχωρά της. Η έφηβη Κατερίνα, ως πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια παρουσιάζει σε τρία καλοκαίρια τις διαδρομές της καθημερινότητας, μαζί και των άλλων δύο, κατά δύο και τέσσερα χρόνια, αντίστοιχα, μεγαλύτερων αδελφών της, της Ινφάντας και της Μαρίας και συγκεκριμένα τις σκέψεις τους, τα όνειρά τους, τις σχέσεις τους με νέους της τάξης τους και παράλληλα, αναδεικνύει διάφορα πρόσωπα της οικογένειάς της αλλά και δευτερεύοντα και περιφερειακά πρόσωπα του κοινωνικού περίγυρού της. Μεταξύ αυτών των προσώπων εκείνα που ξεχωρίζουν, εκτός από τους τρεις νεαρούς που συνάπτουν σχέσεις με τις κοπέλες, είναι η μητέρα των κοριτσιών Άννα, ο παππούς τους, η Πολωνέζα γιαγιά τους, ο Ανδρέας ένας καπετάνιος αλλά και ο πατέρας του. Μέσα δε από τις διάφορες σχέσεις η αφηγήτρια αλλά και οι αδελφές της, μεγαλώνοντας, περνάνε από ένα είδος αυτογνωσίας και μύησης από την εφηβική ηλικία στην πρώτη νεότητα. Ο Σαχίνης αναφέρει ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, «ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα της δεκαετίας του 40» (Σαχίνης, ό.π.: 59), επηρεασμένο δημιουργικά από τα βιβλία της Rosamond Lehman, όπου οι ηρωίδες της ζουν σε μια ποιητική ατμόσφαιρα με ειδυλλιακά τοπία, μαζί με τα μυθιστορήματα Ο απόγονος του Θ. Πετσάλη, η Eroika του Κ. Πολίτη, ο Λεωνής του Γ. Θεοτοκά κ.ά., εντάσσεται σε ένα νέο είδος μυθιστορήματος αυτό της εφηβικής ηλικίας. Σε ένα τέτοιο γεγονός συνέτεινε κατά πολύ η ανάπτυξη της ψυχολογίας και ιδιαίτερα της ψυχανάλυσης, η ζοφερή ατμόσφαιρα της εποχής και η «επιτακτική ανάγκη της αναζήτησης …ενός αντίρροπου παράδεισου», στις περιοχές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (Σαχίνης, ό.π.: 17, 19, 24, 25). Τα γνωρίσματα του συγκεκριμένου είδους είναι οι πρώτοι έρωτες των εφήβων, εξαγνισμένοι ή και ανικανοποίητοι και τυραννικοί, η εξοχή, κυρίως το καλοκαίρι, με ιδιαίτερο γνώρισμα στην ψυχοσύνθεση των εφήβων την ευαισθησία και την τάση για μοναξιά, η γοητεία και το θαύμα της ζωής και η μη ύπαρξη προβλημάτων μέσα από πολυπρόσωπες συνθέσεις και εντατικές εξελίξεις (Σαχίνης, ό.π.: 26-27). Η Αμπατζοπούλου υπογραμμίζει ότι, παρόλο που ορισμένα μυθιστορήματα έχουν χαρακτηρισθεί μυθιστορήματα εφηβείας, μεταξύ αυτών και Τα ψάθινα καπέλα, πρόκειται για έργα που κρατούν μακριά από κοινωνικούς προβληματισμούς τους ήρωές τους δίνοντας το βάρος τους στον έρωτα και στη φύση. Σημειώνει δε, ότι την τελειότερη εκδοχή αυτού του είδους τη βρίσκουμε στα Ψάθινα καπέλα, συμπληρώνοντας, ότι το θέμα αυτών των έργων συγγενεύει με το πολυδιαβασμένο στην Ελλάδα μυθιστόρημα του Alain Fournier Ο μεγάλος Μολν (1913) (Αμπατζοπούλου, 2000: 68, 69). Επιπλέον, παραθέτουμε και την άποψη της Καστρινάκη, η οποία ειδικά για τα Ψάθινα καπέλα, επισημαίνει τις εντυπωσιακές ομοιότητές τους με τις Μικρές Κυρίες της Λουίζας Μέυ Άλκοτ (Καστρινάκη, 1998: 367-368).
Εάν Τα ψάθινα καπέλα ανήκουν ή όχι στο είδος του Bildungsroman (μυθιστόρημα διαμόρφωσης ή μαθητείας), είδος που άκμασε στη Γερμανία κατά το 18ο και 19ο αιώνα (Τσιαμπάση, 2012:19), υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Για ορισμένους το μυθιστόρημα εντάσσεται στο συγκεκριμένο είδος (Κόκορης, 2007: 2401) ή επιπλέον (Πάγκαλος, 2007: 298) αποτυπώνει την ειδική απόχρωση του Künstlerroman (μυθιστόρημα διάπλασης του καλλιτέχνη). Το μυθιστόρημα εφηβείας είναι μυθιστόρημα μύησης από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή, δεν ταυτίζεται μεν, αλλά σχετίζεται με το Bildungsroman στο οποίο κυρίως πρωταγωνιστεί ένας ήρωας (Καστρινάκη, 1995: 30-31, Τσιαμπάση, ό.π.: 22). Η Καστρινάκη υποστηρίζει, ότι πιο κοντά στο Bildungsroman είναι ο Λεωνής του Θεοτοκά (Καστρινάκη, ό.π.: 31). Στην περίπτωση δε των Ψάθινων καπέλων που πρωταγωνιστούν πολλοί ήρωες, η πρωταγωνίστρια ηρωίδα, προς το τέλος, συγκρούεται με τις συμβάσεις του περίγυρού της, μια στάση τυπικά νεανική (Καστρινάκη, ό.π: 32).
Τα Ψάθινα καπέλα προσφέροντας τη γυναικεία πλευρά του νεοελληνικού μυθιστορήματος της εφηβικής ηλικίας (Σαχίνης, ό.π.: 60) και με βάση τα προαναφερόμενα ιδεολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, αποτυπώνουν μια σειρά θεμάτων (βλ. και Λάμπρου, ό.π.) τα οποία συγκρινόμενα με αντίστοιχα σύγχρονα της ατομικής και της κοινωνικής πραγματικότητας παρουσιάζουν διαφορές αλλά και ομοιότητες. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε, ενδεικτικά, να σημειώσουμε ορισμένα από αυτά τα θέματα καθώς και να αναφερθούμε στην «αντοχή» του μυθιστορήματος στον χρόνο.
Ο έρωτας συνυφασμένος με τη ζωή δρώντας και ως κινητήρια δύναμή της καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, για όλα σχεδόν τα πρόσωπα που συμμετέχουν και ιδιαίτερα για τα τρία κορίτσια. Η μεγαλύτερη, η Μαρία, θα παντρευτεί τον παιδικό της φίλο Μάριο, αφού η ίδια, προηγουμένως, έχει συνευρεθεί ερωτικά με έναν άλλον νεαρό. Είναι πιο κοντά στη ρεαλιστική πλευρά της ζωής «…θέλω να ζήσω σαν τα φυτά και τα ζώα…», λέει κάπου (Λυμπεράκη, 1995: 90). Από το φαινομενικά ανέμελο, την πολυδιάσπαση της συμπεριφοράς της και την αντιφατικότητα των σχέσεών της με τους άλλους, ολοκληρώνεται ως γυναίκα τεκνοποιώντας δύο φορές, εξελίσσεται δε σε ιδανική σύζυγο ενίοτε εκφράζοντας με διάφορους τρόπους στιγμές μοναχικής και ιδιαίτερη προσωπικής και απόλυτης θέασης των πραγμάτων. Η Ινφάντα, δημιουργεί σχέση με τον νεαρό Νικήτα, τον οποίο στο τέλος μάλλον απωθεί με τον τρόπο της, αν και στην ουσία τον έχει ερωτευτεί. Είναι από εκείνες τις γυναίκες που ψάχνουν για το απόλυτο (Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π.: 135) και δε δείχνει να επηρεάζεται ουσιαστικά από τη σχέση του συγκεκριμένου νεαρού με άλλη γυναίκα. Η αντίφαση γενικά στις πράξεις της είναι μόνιμο στοιχείο. Κάτι ανάλογα συναντάμε και στη μικρότερη, την Κατερίνα, η οποία είναι και η αφηγήτρια του μυθιστορήματος. Είναι μοναχική με τάσεις απομόνωσης, αλλά κι όταν χρειαστεί επικοινωνιακή συνάμα, η οποία ενώ ερωτεύεται τον Δαυίδ, μέσα από μια σειρά συναισθηματικών αλλαγών της κι ενώ ο ίδιος τη ζητά σε γάμο, εκείνη αρνείται, αναζητώντας συνεχώς ονειρικές διαδρομές στη ζωή της, τις οποίες, στο τέλος, τις ενισχύει ο καπετάνιος Ανδρέας, μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα του, τον οποίο ουδέποτε έχει συναντήσει. Ο Ανδρέας είναι ένα πρόσωπο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας το οποίο στην πορεία της αφήγησης αποκτά διαστάσεις μύθου στο μυαλό της Κατερίνας, η οποία ανέκαθεν αρεσκόταν να κατασκευάζει στην καθημερινότητά της μυθεύματα και φανταστικές ιστορίες. Πρόκειται για ένα πρόσωπο το οποίο στην ουσία αποτελεί «πρωτόλειο υλικό» για τη συγγραφική της πορεία. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι παρασέρνει και τον αναγνώστη/την αναγνώστρια, όταν στο τέλος εμφανίζει τον Ανδρέα να «έρχεται» και να συνομιλεί μαζί τους. Η Κατερίνα, επισημαίνει η Φαρίνου-Μαλαματάρη, ως αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια στη διαδρομή της υπόθεσης, ωριμάζει ως γυναίκα και συνειδητοποιεί την ανάγκη της για τη συγγραφική τέχνη (Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π.: 135).
Στο μυθιστόρημα, η ζωή ξαναπλάθεται κάθε μέρα και στο διάβα της χωνεύει το κάθε τι (Σαχίνης, ό.π. : 62). Η ρήση της Μαρίας που η ίδια την ακολουθεί και την κάνει πραγματικότητα « …ξέρω πως η καθημερινή ζωή είναι που κρύβει τη μεγαλύτερη δύναμη…» (Λυμπεράκη, ό.π.: 90), επιτυγχάνεται σε κάθε πτυχή της ακολουθίας των γεγονότων και για τα άλλα πρόσωπα της υπόθεσης και σε πραγματικό αλλά και σε φαντασιακό επίπεδο. Μπορούμε δε να πούμε ότι το τελευταίο φαντασιακό επεισόδιο της «εμφάνισης» του Ανδρέα εγγίζει τα όρια του αφηγηματικού τρόπου του μαγικού ρεαλισμού. Πρόκειται για ένα επεισόδιο που βασίζεται στην απουσία εξήγησης των συμβάντων, δεν ανατρέπει την πραγματικότητα, αλλά αντίθετα την ενισχύει, στοιχείο το οποίο γίνεται «αποδεκτό» και από την ηρωίδα αφηγήτρια αλλά και από τον αναγνώστη/την αναγνώστρια (Bowers, 2004: 22).
Ένα άλλο πρόσωπο, ίσως το πλέον ενδιαφέρον, κατά την άποψή μας, στο μυθιστόρημα, το οποίο δεν εμφανίζεται στα δρώμενα όμως στην ουσία είναι μία «αφανής» πρωταγωνίστρια και το οποίο βρίσκεται καθημερινά στις σκέψεις όλων, ιδίως της Κατερίνας – και της μητέρας της–, είναι η Πολωνέζα γιαγιά, μια καλλονή, που αίφνης άφησε τον άνδρα της για να ακολουθήσει τη φωνή της καρδιάς της, έναν μουσικό που ήρθε στην Αθήνα. Αποκαλύπτεται ότι η μητέρα των κοριτσιών είχε κρυφή αλληλογραφία μαζί της, υπό τη σκιά του παππού, ο οποίος δεν αναφερόταν στο θέμα, αν και ποτέ δεν έπαψε να τον απασχολεί. Αλλά στη σκέψη και στην πράξη της Κατερίνας η Πολωνέζα γιαγιά, που πίστευε ότι ιδιαίτερα της έμοιαζε, λάμβανε ιδανικές και μυθικές διαστάσεις που κορυφώθηκαν στο έπακρο, όταν, στο τέλος, οι αφηγήσεις του πατέρα του Ανδρέα, αλλά κυρίως τα γράμματα προς τη μητέρα της και όπως η ίδια τα προσέλαβε, της «αποκαλύπτουν» ότι και οι τρεις αδελφές έχουν κάτι από την προσωπικότητά της γιαγιάς. Η Μαρία για το γέλιο της και για την επιλογή της να παντρευτεί τον συγκεκριμένο άνδρα, αδύναμο στην ουσία, όπως και, σύμφωνα με την άποψή της, ο παππούς της, η Ινφάντα, που έχει την ομορφιά και το θάρρος της, και η ίδια που όπως λέει « της μοιάζω στο λαιμό και στα ψέματα που έλεγε…» (Λυμπεράκη, ό.π.: 385-386).
Όσον αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων, είναι εμφανές ότι το γυναικείο φύλο στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα «προχωρεί» ανενόχλητα στο θέμα της εξέλιξης της γυναίκας. Αποτυπώνεται μέσω των συγχρονικών συνηθειών μάλλον αρνητικά η παρουσιαζόμενη υποταγή της γυναίκας στον άντρα, ο οποίος παρουσιάζεται ισοπεδωτικά, ενίοτε εγκεφαλικός και πάντως ως αντικείμενο του γυναικείου πόθου (Λάμπρου, ό.π.: 24). Αλλά, θα λέγαμε, πως, στην ουσία οι πρωταγωνίστριες γυναίκες, η κάθε μια με διαφορετική διαδρομή προς την ωρίμαση, ακόμη και η Μαρία, ακολουθούν έναν μοναχικό δρόμο ανεξαρτησίας, σημαίνον στοιχείο του μυθιστορήματος εφηβείας, κρατώντας το χώρο τους σε συσχετισμό είτε με την οικογένεια είτε με τη φύση.
Η οικογένεια είναι άλλο πλαίσιο μέσα στο οποίο, κυριολεκτικά, παρά τις αντιφάσεις τους εμβαπτίζονται οι τρεις αδελφές. Ο Πολίτης υπογραμμίζει ότι το έργο είναι γεμάτο από τη ζεστή, όλο αγάπη ατμόσφαιρα της οικογένειας και από νεανική δροσιά και χάρη (Πολίτης, ό.π.: 355). Παρόλο δε που υπάρχουν περιστατικά τα οποία διασπούν την ενότητα της οικογένειας εντούτοις «γίνονται αγαπητά και οικεία κατά την ανάγνωση, ώστε τα δυσάρεστα περιστατικά ξεχνιούνται στη ροή της αφήγησης» (Σαχίνης, ό.π. : 60).Οι τρεις αδελφές, παρά το χωρισμό της μητέρας τους και το διαζύγιο που ρίχνει τη σκιά του καθημερινά, κυρίως μέσα από τη φιγούρα της και τις μυστικές της στιγμές μοναξιάς, έχουν καλές σχέσεις με τον πατέρα τους και γενικά η αγάπη που εισπράττουν από τον παππού τους, απλώνεται ενισχυτικά στις όποιες διαφορές και μικρές συγκρούσεις έχουν μεταξύ τους και με τους άλλους. Αλλά, και η οικογένεια που δημιουργεί η Μαρία, στην ουσία αποκαθαίρει και «υπονομεύει» με τη θετική της ενέργεια την αντιφατικότητα των συμπεριφορών των άλλων.
Η φύση είναι ένα εμβληματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα και τα οποία είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα με αυτήν. Υπάρχει παντού και προπάντων στις τελευταίες σελίδες, ίσως τις πλέον στοχαστικές, του μυθιστορήματος. Είναι εμβληματική η φράση που συνδέεται με τα ανθρώπινα κι έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο: «Να νιώσεις τη φύση των πραγμάτων και να την εκφράσεις: να εκφράσεις το σχήμα, το χρώμα, τον ήχο…» (Λυμπεράκη, ό.π.:358). Η φύση στο μυθιστόρημα της Λυμπεράκη έχει μια τρισυπόστατη σημασία: από τη μια πλευρά προσωποποιείται: «Ο ήλιος χανόταν απότομα. η πεδιάδα αφού τον είχε δεχτεί για να χαρεί μαζί του, έφτανε στο ζενίθ της ηδονής….οι ελιές δείχνανε τον εαυτό τους . τα πρόσωπα και τα χέρια τους, που κρύβουνε τη μέρα» (Λυμπεράκη, ό.π.: 112) ή είναι απλά όμορφη ειδυλλιακή και χαρούμενη: «Οι πρωινές αχτίδες ….κάναν χίλια παιχνίδια στον απέναντι τοίχο, πεταλούδες να κυνηγιούνται, νερά που αναριγάν, κύκλους να χάνονται, όλα χρυσά…» (Λυμπεράκη, ό.π.: 142). Από μια δεύτερη οπτική αναδύονται οι θαυμάσιες λιτές όσο και ποιητικές περιγραφές της, που, νομίζουμε, ότι ενέχουν μια μοναδική, την πλέον οικολογική οπτική με ουσιαστικό περιεχόμενο στα συγγενή μυθιστορήματα εφηβείας. Έτσι, η φύση εξελίσσεται και πάνω από όλα δεν έχει ηθική. Λειτουργεί για την ισορροπία των οικοσυστημάτων: «…όταν ένα ζώο έτρωγε ένα άλλο, τούτο ήταν χωρίς αμφιβολία κακό για το πιο αδύναμο, αλλά έτσι ίσως να σώζονταν άλλα ζώα ή άλλα φυτά» (Λυμπεράκη, ό.π.: 81). Από μια τρίτη οπτική, η φύση συμμετέχει στις ανθρώπινες σκέψεις κι έχει έμμεση παιδαγωγική αξία: «Συλλογιζόταν η Μαρία κι όταν συλλογιζόταν, κοίταζε χάμω. Το κοκκινωπό χώμα, τα μυρμήγκια που πηγαινοέρχονταν, οι φωλιές τους, το λιωμένο ρετσίνι βοήθαγαν και συμπλήρωναν τη σκέψη της. Τα ‘βλεπε και διδασκόταν κι έβγαζε συμπεράσματα» (Λυμπεράκη, ό.π.: 80-81).
Τέλος, όσον αφορά στο ύφος, η γλώσσα κυρίως στις περιγραφές της φύσης είναι ποιητική και ρέουσα. Το μυθιστόρημα αποτελεί μια άσκηση ύφους για την ίδια τη συγγραφέα, γεγονός που έχει επισημανθεί από θεωρητικούς,. Σε κάποια σκηνή το ανέφερε μεταξύ αστείου και σοβαρού στον Δαυίδ: «Γράφω ένα μυθιστόρημα… Δεν έπρεπε να με τσακώσει να λέω ψέματα. Γιατί είχα πει τέτοιο πράγμα; Πώς μού’ ρθε;» (Λυμπεράκη, ό.π. : 219-220). Ο Beaton σημειώνει χαρακτηριστικά, ότι «…η Κατερίνα στο τέλος του μυθιστορήματος με την εικόνα του Ανδρέα, είναι ένα έργο τέχνης, της τέχνης της αφήγησης, φτιαγμένη από λέξεις και από το υλικό των ονείρων…» (Beaton, ό.π.: 291) και η Φαρίνου-Μαλαματάρη ότι στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται η ανάπτυξή της ως «γυναίκας και αφηγήτριας». Η Λυμπεράκη, αποτυπώνοντας «τη διαφοροποίηση μεταξύ εμπειρίας και γραφής της εμπειρίας που μαζί με τον αυθορμητισμό του ύφους αποτελούν τις κυριότερες παρεκκλίσεις της από τη νόρμα των ελληνικών εφηβικών μυθιστορημάτων με αγόρια και σπανιότερα με κορίτσια-ήρωες», γιατί ελαχιστοποιείται το τραγικό, δεδομένου ότι επέρχεται είτε συμβιβασμός με τη ζωή είτε επιστροφή στα όνειρα της παιδικής ηλικίας ή το μεγάλο πάθος (Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π. 135, 137). Τα δε στοιχεία διακειμενικότητας (επισήμανση στιγμών από άλλα λογοτεχνικά βιβλία, εικόνες από τη λαϊκή και θρησκευτική παράδοση κ.ά.) που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε, αφηγηματικά, δίνουν στο μυθιστόρημα μαζί με το ανοιχτό του τέλος μια σύγχρονη, εν πολλοίς μεταμυθοπλαστική όψη. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εσωτερικού διακείμενου το οποίο μπορούμε να το συσχετίσουμε με στοιχεία από το πρώτο μυθιστόρημα της Λυμπεράκη Τα Δέντρα (1945) και για το οποίο η Καστρινάκη αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα δέντρα, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, είναι οι νέοι και ιδιαίτερα οι γυναίκες που μένουν σταθερές και καρπίζουν, οι γεμάτες ουσία (Καστρινάκη, ό.π. σ. 363). Στην ουσία πρόκειται για μια αλληγορία συναισθημάτων και εμπειριών που μας δένουν με τη ζωή όπως ακριβώς οι ρίζες δένουν τα δέντρα με τη ζωή (Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π.: 134). Στα Ψάθινα καπέλα, η Ινφάντα αναφέρεται σε ένα δέντρο, ένα πεύκο συγκεκριμένα, που το αγαπούσε ιδιαίτερα από παιδί, κι όταν έμενε μόνη το αγκάλιαζε, ονειρευόταν στη σκιά του, το συνέδεε με το θείο, ήταν το μυστικό της, όπως έλεγε (Λυμπεράκη, ό.π.: 331-332).
Στο άρθρο μας εστιάσαμε συνοπτικά σε ορισμένα από τα θεματικά μοτίβα του μυθιστορήματος για τα οποία, πιστεύουμε, ότι σηματοδοτούν εφαλτήρια εναύσματα σύγχρονων αναγνώσεων και ίσως να αποτελούν και τους λόγους για τους οποίους ακόμη και σήμερα, παρά την αναπόφευκτη, όπως σημειώνει ο Σαχίνης, «πολυλογία» του που «εκτείνεται σε μάκρη αδικαιολόγητα» (Σαχίνης, ό.π.: 62) σε μια πλοκή που «δεν είναι ιδιαίτερα συναρπαστική» (Σαχίνης, ό.π.: 59 – Λάμπρου, χ.χ.: 20), το κάνει θελκτικό, ιδιαίτερα από ένα ικανό μέρος της σύγχρονης νεολαίας;
Πιστεύουμε, ότι εκείνο που προέχει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι τα πολλαπλά αναγνωστικά του επίπεδα που αποτυπώνονται στην ανάδυση μιας φύσης και μιας Αττικής που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, στην ανεμελιά και στην αξία της καθημερινότητας, στις σχέσεις των δύο φύλων, ένα ενδιαφέρον στοιχείο –και το οποίο, μάλιστα, επισημαίνουν και σχολιάζουν σε σχέση με το σήμερα, σε διάφορες εργασίες τους οι έφηβοι, τις οποίες μπορεί κάποιος να τις ανεύρει εύκολα στο διαδίκτυο. Και θα επαναλάβουμε, τονίζοντας την εξαίσια ποιητική γραφή του και συνάμα τη σχεδόν ιδανική ατμόσφαιρα της ζωής που βιώνει ο σαγηνευτικός κόσμος του, κάθε στιγμή της καθημερινότητάς του.
Μια τέτοια θεματολογία, νομίζουμε και με τον τρόπο που αποτυπώνεται, δημιουργεί στον αναγνώστη/στην αναγνώστρια προϋποθέσεις ώστε να αισθανθεί ενεργό και δημιουργικό υποκείμενο. Ολόκληρο άλλωστε το μυθιστόρημα παρουσιάζει ανάγλυφα αυτή την καθημερινή δυναμική σε συνδυασμό με τις διαφορετικές διαδρομές των ηρωίδων και συνάμα με την ανάγκη για τη συγγραφή, της αφηγήτριας. Έτσι, ο αναγνώστης/η αναγνώστρια όχι μόνο επιθυμεί να συζητήσει με άλλους/άλλες για το περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά να καταθέσει την εμπειρία του/της και να «συνομιλήσει» μαζί του. Eπιπλέον, ο αναγνώστης/η αναγνώστρια προσλαμβάνει ένα υλικό το οποίο προσφέρει πολλές ερμηνευτικές δυνατότητες οι οποίες δημιουργούν προϋποθέσεις κριτικής και παράλληλα συγκριτικής ανάγνωσης που κάνουν το συγκεκριμένο βιβλίο να είναι εξόχως προσπελάσιμο στο χρόνο και από τους/τις εφήβους αναγνώστες/αναγνώστριες, συμβάλλοντας σε αυτό, σύμφωνα και με τη θεωρία της «αισθητικής πρόσληψης», ο «αναγνωστικός ορίζοντας προσδοκιών» τους, δηλαδή, οι πολιτισμικές καταβολές τους σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα και τις συγκυρίες της. Το νόημα, δηλαδή, ενός έργου δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τον/τη συγγραφέα, αλλά το δίνει και ο αναγνώστης, δυνητικά, ανάλογα με το κάθε φορά ιστορικό και κοινωνικοπολιτισμικό στάδιο (Jauss, 1982, 1995). Σε μια τέτοια συλλογιστική, νομίζουμε, ότι εκτός από τα αμέσως παραπάνω αναφερθέντα, συνέβαλαν δημιουργικά και η ένταξη του μυθιστορήματος Τα ψάθινα καπέλα στη σχολική πραγματικότητα, η παρουσίασή του κατά τη δεκαετία του 90 στην τηλεόραση και οι μετέπειτα επαναλήψεις, και, βεβαίως, και αυτό πρέπει να το υπογραμμίσουμε, το ευνοϊκό κλίμα των τριών τελευταίων, περίπου, δεκαετιών που έχει δημιουργήσει στο χώρο της θεωρίας αλλά και της έκδοσης, στο διεθνή αλλά και στον ελληνικό χώρο η εξελικτική άνοδος του σύγχρονου «εφηβικού μυθιστορήματος» (Κανατσούλη-Πολίτης, 2011. Παπαδάτος, 2014: 39-75).
( *) Ο Γιάννης Παπαδάτος είναι επίκ. Καθηγητής Παν/μίου Αιγαίου, κριτικός λογοτεχνίας για νέους
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Αμπατζοπούλου, Φρ. Η Γραφή και η Βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης. Αθήνα, Πατάκης, 2000.
– Beaton, R. Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία (1821-1992). Μετ. Ευ. Ζουργού-Μ. Σπανάκη. Αθήνα, Νεφέλη, 1996.
– Bowers, M. A. Magic(al) Realism. Routledge, London and New York, 2004.
– Γεωργιάδου, Α. κ.ά. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου. Βιβλίο καθηγητή. Αθήνα. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 2008.
– Ιορδανίδου, Ά. κ.ά. Γλώσσα Στ΄ Δημοτικού. Λέξεις…Φράσεις…Κείμενα. Α΄ τεύχος. Αθήνα, ΟΕΔΒ-Πατάκης, 2008.
– Jauss, H.R. Toward an Aesthetic of Reception. Minneapolis, University of Minnesota Press, 1982.
– Jauss, H.R. Η θεωρία της πρόσληψης. Μτφρ. Μ. Πεχλιβάνος. Αθήνα, Εστία, 1995.
– Κανατσούλη, Μ. – Πολίτης, Δ. (επιμ.). Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία. Από την ποιητική της εφηβείας στην αναζήτηση της ερμηνείας της. Αθήνα, Πατάκης, 2011.
– Καστρινάκη, Α. Οι περιπέτειες της νεότητας. Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική πεζογραφία (1890-1945). Αθήνα, Καστανιώτης, 1995.
– Καστρινάκη, Α. «Το όνειρο του ταξιδιού στα Ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη», στο: Χ. Λ. Καράογλου (επιμ.): Mνήμη Eλένης Tσαντσάνογλου. Eκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά Z´ Eπιστημονικής Συνάντησης (Θεσσαλονίκη, 25-27 Απριλίου 1997).. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1998.
– Κόκορης, Δ. Ψάθινα καπέλα. Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι . Αθήνα, Πατάκης, 2007.
– Λάμπρου, Λ. Τα Ψάθινα καπέλα – Βιβλίο Εκπαιδευτικού. Λευκωσία: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου/Παιδαγωγικό Ινστιτούτο/Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, 2007.
– Λυμπεράκη, Μ. Τα ψάθινα καπέλα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1995 (50ή έκδ.)
– Πάγκαλος, Γ. Bildungsroman. Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι. Αθήνα, Πατάκης, 2007.
– Παπαδάτος, Σ. Γ. Το Παιδικό Βιβλίο στην Εκπαίδευση και στην Κοινωνία. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2014.
– Πολίτης, Λ. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985.
– Σαχίνης, Α. Η σύγχρονη πεζογραφία μας. Αθήνα: Εστία, 1983.
– Τσιαμπάση, Γ. Φ. Η αναγνωστική διαδικασία υπό το πρίσμα της θεωρίας της Αναγνωστικής Ανταπόκρισης στο σύγχρονο εξελικτικό μυθιστόρημα της Λογοτεχνίας για Παιδιά και Νέους. Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα, ΕΚΠΑ, 2012.
– Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γ. «Μαργαρίτα Λυμπεράκη», στο: Η μεταπολεμική πεζογραφία: από τον πόλεμο του ‘40 ως τη δικτατορία του ‘67. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, σσ. 130-178.
– Vitti, M. Iστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, Οδυσσέας, 1987 (20).