Της Δήμητρας Κονδυλάκη (*).
Η λογοτεχνία μετουσιώνει τον εαυτό. Αυτή η ζωτική «ανησυχία (άρνηση συμφιλίωσης με το πεπερασμένο του χρόνου; ναρκισσισμός; απεγνωσμένη επιθυμία μοιράσματος;) έχει γεννήσει πλήθος συγγραφέων. Το κείμενο είναι ένας αραχνοϋφαντος ιστός από λέξεις που φιλτράρουν τη βιο-γραφία. Αλλά περισσότερο την πλέκουν, καλύπτουν το κενό της, πληρώνουν την αέναη αναμονή αυτού που «θα’πρεπε» αλλά δεν είναι η ζωή, αυτού που υπόσχεται αλλά τελικά στερεί.
Διαβάζοντας τα Πικρούτσικα – πικρούτσικα του Θάνου Κάππα –που ο χυμός τους μας αφήνει ήδη απ’ τον τίτλο την υπόγευση μιας ευεργετικής στέρησης– σκέφτομαι ακριβώς έτσι τη λογοτεχνία : ως παραμυθητικό αντίδοτο σ’ ένα διάχυτο πένθος της ύπαρξης. Πένθος όχι για κάτι πραγματικά χαμένο αλλά για το αναπότρεπτο της απώλειας που απλώνεται αδιάκριτα επί σημαντικών και ασήμαντων με το εξιδανικευτικό του πέπλο. Πένθος για μια παιδική ηλικία που «δεν ζήσαμε», για έναν έρωτα που αναπολούμε ενώ ποτέ δεν μας έδωσε όσα περιμέναμε απ’ αυτόν, για μια ζωή που δικαιούται το όνομά της μόνο χάριν του αναστοχασμού μιας αλλοτινής αθωότητας. Ο χρόνος τρέχει και δεν προλάβαμε να ζήσουμε, δεν προλάβαμε να αδράξουμε τη στιγμή εκείνη που μας φαινόταν αιώνια κι όμως κράτησε ελάχιστα, να γευτούμε μια ευτυχία που φαινόταν τότε κοινότοπη, ενώ βιώνουμε ως ανεπανάληπτη τώρα.
Κι όμως τα αλλοτινά γεγονότα, στιγμιότυπα μιας ζωής, που ο συγγραφέας στα Πικρούτσικα με τόση χάρη ανασυνθέτει, δεν είναι αποσπάσματα χλιαρών αναμνήσεων˙ δεν αποθεώνουν τη δύναμη της νοσταλγίας όσο την παρατήρηση του μηχανισμού της εξιδανίκευσης που είναι ικανός να ισοπεδώσει τα πάντα. Κι εδώ –στην πνευματώδη αλλά και τόσο τρυφερή αποκαθήλωση αυτού του μηχανισμού– έγκειται η απόλαυση στην ανάγνωση αυτών των αφηγημάτων. Η γραφή του Θάνου Κάππα συνδυάζει μελαγχολία και σπαρταριστό χιούμορ, μελοδραματισμό και συναίσθηση της παγίδας της γραφικότητας που ο νοσταλγικός εαυτός μας μάς στήνει.
Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο ανάγνωσμα για την άνοιξη –γιατί αυτή, με τη μυθολογία της, τον υποσχόμενο ευδαιμονισμό της, το άρωμα του άνθους της νερατζιάς, τα χρώματα και τους ήχους της πόλης στον αναστατωτικό ρυθμό της αναμονής της Ανάστασης – αυτή είναι η μαγιά της γραφής του βιβλίου, αυτή το διαποτίζει ως ουσία, πιο πολύ κι απ’ το ελληνικό καλοκαίρι ή τα (αλλοτινά) καλοκαίρια στην Ανάφη, τη Σέριφο, τη Φολέγανδρο που αφήνουν στις σελίδες του μοναδικούς πίνακες ευτυχίας, σπαρμένους με αρωματικά φρύγανα, αστέρια και ήχους της νύχτας. Η άνοιξη ως ματαιωμένη αλλά πάντα ζωντανή αναμονή κρύβεται σ’ αυτό το «μακριά, πολύ πίσω στο χρόνο, συντελέστηκε το φετινό καλοκαίρι» ή στο «είμαι ο έλληνας μπόιφρεντ κλεισμένος είκοσι χρόνια σε μια σκοτεινή βιβλιοθήκη, σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη με κρύο και υγρασία», στον «ήχο μιας δυνατότητας που πέρασε ξυστά»… και σε τόσες άλλες φράσεις που υλοποιούν την συστατική «πικρούτσικη» αμφισημία του βιβλίου.
Με αποκορύφωμα την παράγραφο που συμπυκνώνει την πολιτική και υπαρξιακή μας στιγμή την ώρα ακριβώς που διαβάζουμε: « Όσο και να απορροφηθείς από το σκάνδαλο μιας χώρας υπό διαρκή σωτηρία και μόνιμη κατάρρευση, δεν γίνεται να ξεχάσεις το βασικό, καθημερινό σκάνδαλο που εκτυλίσσεται παράλληλα: τον μόνο εαυτό σου, παραδομένον στην αγιάτρευτη ανάγκη για έρωτα μέσα στη φαντασμαγορία της άνοιξης. Ας ήξερες τουλάχιστον τι απ’ αυτόν τον καταναγκασμό είναι δικό σου κατόρθωμα και τι όχι. Ας ήξερες σε ποιο μυθιστόρημα, σε ποιο θεατρικό έχεις κληθεί να συμμετάσχεις και ποιο το τέλος των ηρώων». Και το υστερόγραφο σε παρένθεση «Υπερβολές. Κι αυτή η άνοιξη θα είναι περαστική». Πόσο γνώριμος αυτός ο αυτοσχολιασμός, πόσο αντίστοιχος της δυσκολίας με τους αποχαιρετισμούς που διαπερνά όλο το βιβλίο και πόσο ξένος στη χειρονομία του να φεύγεις χωρίς να κοιτάξεις παρατεταμένα πίσω.
Όχι, αυτές οι σελίδες κοιτάζουν πίσω, δεν μπορούν να ξεκολλήσουν το βλέμμα από ένα σκηνοθετημένα αρμονικό παρελθόν, αμήχανο στην πραγματικότητα, γι’ αυτό όμως και τόσο ιδανικό ως πεδίο αυτοαμφισβήτησης και αναθεώρησης της πορείας που έχει κανείς διανύσει. Όπως η κωμικά αλλά και σπαρακτικά διψασμένη για έπαινο «Έκθεσις 7η» με θέμα «Περιμένοντας με χαρά τα Χριστούγεννα» εκείνου του χαρισματικού μαθητή που «οι λέξεις του άγγιζαν όπως τα λόγια του Παπαδιαμάντη την ψυχή της δασκάλας».
Στριμωγμένη στο μετρό με όλα αυτά τα ανέκφραστα πρόσωπα γύρω μου επιμελώς να κρύβουν τα μυστικά τους, δεν μπορώ, όσο κι αν προσπαθώ, να μην χαμογελάσω διαβάζοντας αυτή την έκθεση-μνημείο της παιδικής ηλικίας μιας άλλης εποχής –ίσως και της δικής μου– που ο συγγραφέας άκαρδα και σκληρά κατεδαφίζει για τη «μικρομέγαλη» επιμέλεια και τον αμάσητο λυρισμό της. Γνωρίζει βέβαια ότι δεν ξεμπέρδεψε έτσι εύκολα, δια του αυτασαρκασμού, με την φαρμακερή παγίδα του εύκολου λυρισμού. Αυτή πάντα θα καιροφυλακτεί στην περιφρόνηση του παρόντος, στην αυτοσυγκίνηση με το άπιαστο, το ανεκπλήρωτο, το ανικανοποίητο μιας ζωής γεμάτης «Μισές σχέσεις» και ολόκληρες στιγμές σε αστερίσκο. Πρέπει κανείς να βλέπει την κωμικοτραγική πλευρά των πραγμάτων, να καταφεύγει στο «πνεύμα» – μόνο αυτό ελαφραίνει. Κι η αλήθεια είναι ότι ο Θάνος Κάππας διαθέτει άφθονο. Όπως και μια τσεχοφική σχεδόν, δυσεύρετη στους σύγχρονους συγγραφείς, ικανότητα να συγχωρεί τα πρόσωπά του, παρόλα τα λάθη, τις εμμονές και τις καθηλώσεις τους.
INFO: Θάνος Κάππας, Πικρούτσικα – Πικρούτσικα, Εστία, 2015
(*) Η Δήμητρα Κονδυλάκη είναι Θεωρητικός θεάτρου, σκηνοθέτις και μεταφράστρια