της Δήμητρας Ρουμπούλα
Πόσο εφικτό είναι να αποτυπώσει κανείς την πλήρη πορεία μιας ζωής, είτε την κοιτάζει από μέσα είτε από έξω; Τί είναι πέτρινο και τί εφήμερο ή άπιαστο; Αυτά τα ερωτήματα αντιμετωπίζει η Κάρολ Σίλντς, η οποία αναμετριέται με τις τεχνικές της αφήγησης καθώς μεταφέρει στα «Πέτρινα ημερολόγιά» της την φαινομενικά συνηθισμένη ζωή της Ντέιζι Γκούντγουιλ Φλετ, κυρίαρχη φιγούρα μέσα σε ένα οικογενειακό έπος, με κεφάλαια να αναπτύσσονται χρονολογικά από τη «Γέννηση» το 1905 και φτάνοντας στο «Θάνατο» τη δεκαετία του 1990.
Η γεννημένη στην Αμερική Καναδή συγγραφέας Κάρολ Σίλντς (1935-2003), η οποία συχνά αναφέρεται για την σπουδαιότητά της δίπλα στα ονόματα δύο ακόμη Καναδών συγγραφέων, της Μάργκαρετ Άτγουντ και της Άλις Μονρό, δημοσίευσε τα «Πέτρινα ημερολόγια» το 1993, τα οποία προκρίθηκαν για το Μπούκερ εκείνης της χρονιάς και τελικά τιμήθηκαν με το Πούλιτζερ το 1995. Έκτοτε έχουν γνωρίσει αλλεπάλληλες εκδόσεις και μεταφράσεις, ενώ έχουν χαρακτηριστεί ως ένα σύγχρονο κλασικό μυθιστόρημα, στο οποίο όσο το διαβάζεις ανακαλύπτεις νέες αρετές, σχετικές με τις τεχνικές της αφήγησης και τους περιορισμούς της (αυτο)βιογραφίας. Η ίδια προς το τέλος του βιβλίου θέτει ξεκάθαρα τα ερωτήματα που την απασχολούν: «Η ιστορία μιας ζωής τί είναι; Χρονικό γεγονότων; Ή μια επιδέξια δουλεμένη εξιστόρησή τους; Η συγκέντρωση, μήπως, όσων φοβάται; Ή η απαρίθμηση όσων συμπτωματικά έχουν έρθει στο φως; Ο τυχαίος συνδυασμός σκόρπιων ασήμαντων κομματιών που τυχαία έγιναν (έμειναν) γνωστά;»
Ακολουθώντας τον μακρόχρονο βίο της ηρωίδας της, η συγγραφέας «παίζει» με αφηγηματικές τεχνικές, χρησιμοποιώντας ακόμη και επιστολές, άρθρα σε εφημερίδες, αλλά και ένα περίτεχνο γενεαλογικό δέντρο. Εξερευνά την τέχνη της βιογραφίας, υποστηρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι οι βιογραφίες είναι μόνο εκδοχές των γεγονότων. Παράλληλα, αντιμετωπίζει κατάματα το ίδιο το μυστήριο του ανθρώπινου κύκλου μέσα από το ταξίδι στον κόσμο του 20ού αιώνα μιας γυναίκας της διπλανής πόρτας, η οποία σαστισμένη από την αδυναμία της να κατανοήσει τη θέση της στη ζωή προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να αφηγηθεί την ιστορία της. Έζησε δύο πολέμους, έναν χαοτικό αιώνα αλλαγών και όμως η δική της ζωή, σημαδεμένη από τραγωδίες αλλά και στιγμές ευτυχίας και εκπλήρωσης, δεν αφορά τα μεγάλα γεγονότα. Αυτά συμβαίνουν «εκτός σκηνής».
Η Ντέιζι φτάνει σε αυτόν τον κόσμο με τις λιγότερο φιλόξενες συνθήκες, σε μια στιγμή τραύματος. Η μητέρα της, η παράλογα ευτραφής Μέρσι Στόουν, η οποία δεν είχε αντιληφθεί την εγκυμοσύνη της, πεθαίνει την ώρα του τοκετού στο πάτωμα της κουζίνας. Πριν από αυτό, όμως, η Σίλντς παρουσιάζει ένα εξαιρετικό πορτρέτο της Μέρσι και του συζύγου της, του πράου και λεπτεπίλεπτου Κάιλερ Γκούντγουιλ. Είναι ένας επιδέξιος και εμμονικός μάστορας της πέτρας (πολλά συμβολικά λογοπαίγνια με το υλικό του λιθοξόου), που εργάζεται στα λατομεία Στόουνγουολ και εκπλήσσει τους πάντες όταν παντρεύεται ένα παχύσαρκο ορφανό κορίτσι, τη Μέρσι, αλλά εκείνος απολαμβάνει τη «γενναιόδωρη αφθονία της σάρκας της».
Η ζωή της Ντέιζι είναι ζωντανή από περιστατικά κι όμως ο αναγνώστης νιώθει ότι η ηρωίδα έχει μια αίσθηση αδυναμίας. Μετά τον θάνατο της μητέρας της, υιοθετείται από μια γειτόνισσα, την Κλαρεντάιν Φλετ, η οποία εγκαταλείπει τον πεισματατάρη και δύστροπο σύζυγό της, Μάγκνους, μετανάστη από τα νησιά Όρκνι στα οποία κάποτε επιστρέφει. Η Κλαρεντάιν μετακομίζει μαζί με το βρέφος από την αγροτική Μανιτόμπα του Καναδά για να ζήσει στο Γουίνιπεγκ με τον γιό της Μπάρκερ, οποίος εξελίσσεται σε μια από τις σημαντικότερες φιγούρες στη ζωή της Ντέιζι αφού, μετά από διάφορα γεγονότα και αφού ζήσει για μερικά χρόνια με τον πατέρα της και σπουδάσει σε κολέγιο στην Ιντιάνα, γίνεται σύζυγός της. Βοτανολόγος, αναγνωρισμένος διευθυντής Γεωπονικών Ερευνών, ο Μπάρκερ έχει πάθος με τη μελέτη της άγριας ορχιδέας κυπριπέδιο, κοινώς λεγόμενης «πεδιλάκι της κυράς». Οι βοτανολογικές μεταφορές και οι ερωτικές ματιές του πάνω στη μικρή Ντέιζι αφθονούν και σχετίζονται με «κεφάλαια σε κάθε ζωή που σπάνια διαβάζονται – και σίγουρα όχι με δυνατή φωνή».
Περιζήτητος ως λιθοξόος, ο Κάιλερ Γκούντγουιλ, μετά τον θάνατο της συζύγου του, βρίσκεται σε διάφορους τόπους και τελικά γίνεται ένας πλούσιος επιχειρηματίας. Την πορεία της ζωής του συνοψίζει η κόρη του: «Στα είκοσί του ήταν όμηρος του Έρωτα, στα τριάντα του ανήκε στο Θεό, και αργότερα, στην Τέχνη. Τώρα, στα πενήντα του, διακρίνεται στο άθλημα του Εμπορίου». Ο ολιγομίλητος Κάιλερ γίνεται εύγλωττος, μιλά για το θαύμα της πέτρας, παρομοιάζοντας το πελέκημά της με την ίδια τη ζωή: «Η ζωή του ανθρώπου είναι σαν τον ασβεστόλιθο της Ιντιάνα, μπορεί ο καθένας να πελεκήσει τη δική του προς όποια κατεύθυνση θέλει, υπάρχει επιλογή». Παρακολουθούμε τη ζωή του μέσα από τα μάτια της κόρης του, μέχρι τη σκηνή του θανάτου του δίπλα σε μια λίμνη ανακαλώντας το όνομα της αγαπημένης του Μέρσι.
Τα «Πέτρινα ημερολόγια» πηδούν από δεκαετία σε δεκαετία, από στάδιο σε στάδιο της ζωής της Ντέιζι: τον πρώτο της καταστροφικό γάμο με έναν αλκοολικό νεαρό, τον δεύτερο γάμο με τον παλιό της γνώριμο και πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία Μπάρκερ Φλετ και τη γέννηση των τριών παιδιών τους που φροντίζει σχολαστικά, όπως και τον κήπο της στην Οτάβα. «Με τι τρόπο, θεούλη μου, είναι αναγκασμένοι να ενώνονται οι άντρες και οι γυναίκες! Πόσο άσχημα είναι οργανωμένη η πραγματικότητα», σκέπτεται. Όταν πεθαίνει ο Μπάρκερ, εκείνη αναλαμβάνει με επιτυχία τη στήλη κηπουρικής που διατηρούσε ο μακαρίτης σε μια τοπική εφημερίδα και γίνεται η «κυρία Πρασινοδάκτυλη», γεγονός που την αναπτερώνει. Ξαφνικά έγινε μια άλλη, πολύ διαφορετική γυναίκα. Μια γυναίκα εργαζόμενη, έξω από το σπίτι. Απόκτησε υπόσταση, λες και είχε βρει το δρόμο της, που όμως διακόπτεται βίαια όταν αντικαθίσταται από έναν άνδρα, μόνιμο συνεργάτη του εντύπου, κάπου στα 1965, εκείνη στα 59 της, και πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη.
Η κατάκτηση της εργασίας, της μόρφωσης και της δυνατότητας επιλογών από τις γυναίκες διατρέχει τις σελίδες, συμβαδίζοντας με το γυναικείο κίνημα στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Μέσα από τις γυναικείες παρουσίες διαφορετικών γενεών που πλαισιώνουν την κεντρική ηρωίδα, όπως η κόρη της, διακεκριμένη μελετήτρια του Τσέχοφ, και οι δύο ισόβιες φίλες της, οι οποίες προπορεύονται της εποχής τους, στα «Πέτρινα ημερολόγια» θίγονται αθόρυβα καίρια φεμινιστικά ζητήματα.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με το θάνατο της «Γιαγιάς Φλετ» στη Φλόριντα, καθώς εικόνες του βίου της καρφώνονται στο μυαλό της, επιθυμώντας να γράψει τη δική της ιστορία. Ωστόσο, μια μακρόχρονη ζωή πλανάται με θραύσματα από συνομιλίες, συνταγές, λίστες για ψώνια, σημειώσεις από το κολέγιο, δουλειές που έπρεπε να γίνουν και τίτλους βιβλίων. Δίχως, «λόγω ιστορικής ατυχίας, λόγω αδιαφορίας, λόγω άγνοιας ή έλλειψης ευκαιριών και θάρρους», όπως διαβάζουμε σε ένα από τα αριστουργηματικά σχόλια, να έχει δοκιμάσει τα τρυπημένα αυτιά, τον γυμνισμό, το τσιγάρο, τα σουηδικά τσόκαρα, την ομαδική ψυχοθεραπεία, την οργισμένη κατακραυγή, τις λέξεις «Σ΄ αγαπώ, Ντέιζι» και δεκάδες άλλα που σήμερα θεωρούνται κατακτημένα και ίσως τετριμμένα.
Τα «ημερολόγια» της Κάρολ Σίλντς μοιάζουν σαν φωλιασμένες ρωσικές κούκλες. Η πληθώρα των ημερολογίων στον τίτλο υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει μόνο μια ιστορία, μόνο ένας αφηγητής ή μία εκδοχή, αλλά πολλές εκδοχές μέσα από τα μάτια των άλλων. Η ίδια η συγγραφέας γράφει ότι είχε στο μυαλό της μια σειρά από κινεζικά κουτιά. «Εγώ έφτιαξα το εξωτερικό κουτί, η Ντέιζι το εσωτερικό – και μέσα στο δικό της δεν υπήρχε τίποτα. Σκεφτόταν την ιστορία της ζωής της, αλλά ήταν μια ζωή από την οποία είχε αφαιρεθεί αυτή, το υποκείμενο… Αυτό ισχύει για τις ζωές των περισσότερων γυναικών». Πράγματι, η κεντρική ηρωίδα, γυναίκα «πέτρα», όπως αυτοπροσδιορίζεται, που όμως «δεν κατάλαβε το νόημα» όσων έχει ζήσει, ελάχιστα μιλά για τον εαυτό της, σαν να καταναλώνεται από τους ρόλους της, ως παιδί, σύζυγος, μητέρα, χήρα, εργαζόμενη, γιαγιά. Μοιάζει σαν να της δόθηκε να πει μια ιστορία, αλλά δεν της δόθηκε η φωνή.
«Πριν αρχίσει ν΄ αρθρογραφεί στην εφημερίδα, η μαμά μου δεν ήξερε την αξία της… ήταν σκλάβα στην κοινωνία μας», λέει η κόρη της. Κυρίως άλλοι διηγούνται την ιστορία της, για παράδειγμα ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στα γράμματα που λαμβάνει η «κυρία Πρασινοδάκτυλη» κι ένα άλλο περιλαμβάνει αφηγήσεις από τα παιδιά και τις φίλες της που απαντούν στο γιατί η Ντέιζι έχει πέσει σε κατάθλιψη. Ο καθένας υποστηρίζει κάτι διαφορετικό: την απώλεια της εργασίας, την έλλειψη σεξουαλικής ζωής, το αργοπορημένο πένθος, την οργή. «Η ζωή είναι μια ατελείωτη επιστράτευση μαρτυριών». Εκείνο που κάνει αυτή την εκπληκτική ιστορία ζωής τόσο αξιοσημείωτη είναι η αφαίρεση της αυτοβιογραφικής εγκυρότητας. Η γραφή εναλλάσσεται μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου, μεταξύ της οπτικής της Ντέιζι και μιας υποτιθέμενης παντογνωσίας. «Μια άσκηση αφηγηματικής τεχνικής», όπως αναφέρεται στην εκτενή Εισαγωγή.
Με αργούς, αλλά όχι βαρετούς ρυθμούς και γεμάτα από συνηθισμένα που γίνονται ασυνήθιστα, τα «Πέτρινα ημερολόγια» είναι ένα υπέροχο ανάγνωσμα, βαθιά συμπονετικό, όμορφα γραμμένο με μυθοπλαστική δεξιοτεχνία, εξυπνάδα και χιούμορ. Τα συμβάντα και τα σχόλια, ανάλογα με τον αφηγητή, εμφανίζονται άλλοτε αντιθετικά, άλλοτε φτιασιδωμένα ή τσαλακωμένα. Οι διακρίσεις μεταξύ γεγονότος και φανταστικού συσκοτίζονται ηθελημένα. Άλλωστε, όπως γράφει η Σίλντς, «Ζούμε στην εποχή του ντοκιμαντέρ. Λες και οι πληροφορίες δεν είναι ποτέ αρκετές».
Carol Shields, Πέτρινα ημερολόγια, εκδ. Gutenberg, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου