Τα όπλα και τα λόγια (του Χρήστου Τσιάμη)

0
643

 

 

του Χρήστου  Τσιάμη

 (Ο ανταποκριτής μας στην Νέα Υόρκη σε μια σύντομη περιδιάβαση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας στις ΗΠΑ) 

Οι πόλεμοι δεν έχουν τελειωμό.  Είναι στη φύση του ανθρώπου, λένε.  Όμως στη φύση του ανθρώπου είναι κι όλα τα όμορφα πράγματα που έχουν οδηγήσει στον πολιτισμό.  Κι αν κανείς διαφωνήσει ότι ο πολιτισμός είναι μάλλον «παρά φύσει», δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι από κάπου βαθιά πηγάζει αυτή η τεράστια ψυχική και πνευματική προσπάθεια να διορθωθεί το κακό των πιο ταπεινών μας έξεων.  Ετσι, από τότε που μάθαμε να κρατάμε γραφτούς λογαριασμούς, την καταστροφική ενέργεια κάθε πολέμου την έχει ακολουθήσει κατά πόδας η δημιουργική ενέργεια του ανθρώπου, που στη δύναμη των όπλων αντιτάσσει τη δύναμη του λόγου και προσπαθεί, με έπη και άλλα λογοτεχνικά κατασκευάσματα, να κατανοήσει και, κατά κάποιο τρόπο, να ξορκίσει την κατάρα του πολέμου.

Πριν αρχίσει η νέα θηριωδία στην Ανατολική Ευρώπη, που πηγάζει από τις «κεκλεισμένων των θυρών» ψυχολογικές και νοητικές διαδικασίες στο εγώ ενός, ουσιαστικά, απόλυτου ηγέτη μιας τεράστιας χώρας, της Ρωσίας, πριν αρχίσει αυτό, είχε μόλις τελειώσει μια εικοσαετής αιματηρή εμπλοκή στην Ασία μιας άλλης υπερδύναμης, της Αμερικής, που είχε επιτεθεί ανελέητα (“shock and awe”) σε μια μακρινή χώρα, όμως μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες!  Αλλά και στην περίπτωση αυτή, η ρηχή, πνευματικά, πολιτική τάξη είχε βάλει πλάτη για να στηρίξει τα ψυχολογικά πάρε-δώσε ανάμεσα στον πρόεδρο της χώρας και στον πρώην πρόεδρο πατέρα.  Και εθελοτυφλούσε όταν την καλούσαν να ζυγίσει τα κατασκευασμένα τεκμήρια για casus belli. Και τα αποτελέσματα ήταν μοιραία.  Όμως, και πάλι, η καλύτερη φύση του ανθρώπου άρχισε να ξεμυτίζει.   Κι ανάμεσα στα ερείπια και στα κατεστραμμένα ανθρώπινα σώματα, έκανε την εμφάνιση του το ζωντανό σώμα μιας νεογέννητης λογοτεχνίας.  Ίσως θα άξιζε να τοποθετήσουμε αυτή τη λογοτεχνική παρουσία μέσα στο μεγαλύτερο πλαίσιο της λογοτεχνίας του πολέμου σε αυτή τη χώρα, σε μια συνέχεια ενός περίπου αιώνα, κι έτσι να φωτογραφήσουμε αυτό που περιγράψαμε στην αρχή.

***

Ο

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) έχει φέρει απερίγραπτη καταστροφή στην Ευρώπη αλλά το τέλος του φέρνει και μια ολική, ανανεωτική, επαναστατική αλλαγή στη λογοτεχνία.  Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου έχουμε το λεγόμενο annus mirabilis (θαυμάσια χρονιά, το 1922) για τη λογοτεχνία, όταν εκδίδονται τα βιβλία τριών μεγάλων μοντερνιστών.  Το «Ulysses» του Τζέιμς Τζόϊς, «The Waste Land» του T.S. Eliot, και «Jacob’s Room» της Βιρτζίνια Γουλφ.  Κάποιοι Αμερικανοί συγγραφείς, νεόφυτοι τότε, που βρέθηκαν στην Ευρώπη κατά τον πόλεμο, γυρίζουν στην πατρίδα τους και εκδίδουν σημαντικά βιβλία με θέμα τον πόλεμο.  O John Dos Passos εκδίδει το «Τρείς Στρατιώτες» (1921) και πολύ αργότερα ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ εκδίδει το μυθιστόρημα «Αποχαιρετισμός στα Όπλα» (1929).  Και τα δυο αυτά βιβλία ζωγράφισαν ζωηρά το τοπίο του πολέμου, με τις εικόνες της καταστροφής αλλά και με την ανθρωπιά και την αγάπη να σηκώνουν ολοένα κεφάλι.  Το πιο ανατρεπτικό βιβλίο όμως ήταν το «Το Τεράστιο Δωμάτιο» (1922), το πρώτο βιβλίο ενός νέου συγγραφέα που κατόπιν θα γινόταν γνωστός από το ποιητικό του έργο, του e.e. cummings.

Ο συγγραφέας είχε πάει στη Γαλλία εν τω μέσω του πολέμου να υπηρετήσει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου.  Μετά από μια κωμική σχεδόν ακολουθία συμπτώσεων συλλαμβάνεται από τις Γαλλικές αρχές ως κατάσκοπος των Γερμανών και καταλήγει να φυλακιστεί μαζί με πολλούς άλλους σε έναν τεράστιο θάλαμο (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου).  Μέσα από καινούργιους, τότε, τρόπους έκφρασης, που συμπεριλαμβάνουν εσωτερικό μονόλογο (ας θυμηθούμε ότι  ο «Οδυσσέας» του Τζόϊς εκδίδεται ταυτοχρόνως με το βιβλίο του cummings) και τυπογραφικούς νεωτερισμούς (κάτι που από εδώ και πέρα θα είναι η προσωπική του υπογραφή στην ποίηση), το βιβλίο διακωμωδεί τη νοοτροπία των αρχών και εξυψώνει το άτομο σε σύγκριση με κάθε οργανωμένο σύνολο, συμπεριλαμβανομένων του στρατού και των κυβερνήσεων που ξεκινάν πολέμους.  Το βιβλίο θα θεωρηθεί το κατ’ εξοχήν αντιπολεμικό βιβλίο στην Αμερική.

Παρενθετικά, θα παραθέσω εδώ αποσπασματικά ένα από τα πιο αντιπολεμικά ποιήματα του e.e. cummings, από τη συλλογή του «VIVA» (1931) [μετάφραση δική μου]:

Τραγουδάω για τον Όλαφ τον χαρούμενο και τον τρανό

που η καρδιά του η τόσο ζεστή απεχθανόταν τον πόλεμο:

ένας αντιρρησίας συνείδησης

 (……………………………………………….)

 Αφού περιγράφει όλη την καζούρα στην οποία υποβάλλεται ο Όλαφ στον στρατό για την αντιπολεμική του στάση, περιγράφει μια σκηνή όπου κάμποσοι στρατιώτες τον βασανίζουν μπήγοντας στον κώλο του ξιφολόγχες ζεσταμένες στη φωτιά.  Και τελειώνει το ποίημα ως εξής:

 ο  Όλαφ (κάτω, σε ό,τι ήταν γόνατα πριν)

επαναλαμβάνει σχεδόν ασταμάτητα

«να φάω σκατά, αλλά όχι όμως κι αυτά!»

 

και ο πρόεδρος μας, που έμαθε

δεόντως όσα με πείσμα είχε πεί 

τον έριξε τέτοιο του κώλου καθίκι

σε ένα μπουντρούμι, όπου πέθανε

 

τον Χριστό (με το έλεος Του το άπειρο)

δέομαι να ιδώ, και τον Όλαφ επίσης

 

μάλλον πιο πολύ γιατί

εκτός κι αν ψεύδονται οι στατιστικές

ήταν πιο ήρωας από μέ: πιο ξανθός από σέ.

***

Το 1936 αρχίζει ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ουσιαστικά ένας πόλεμος ανάμεσα στις τάξεις του φασισμού και στις δημοκρατικές τάξεις, και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ θα βρεθεί στην Ισπανία για να γίνει μάρτυρας των γεγονότων εκεί που σίγουρα αντανακλούσαν ένα μεγαλύτερο παιχνίδι παγκοσμίως.  Από τις εμπειρίες του στην Ισπανία προκύπτει το αριστουργηματικό του μυθιστόρημα «Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα».  Πριν καλά – καλά όμως προφτάσει να το εκδώσει, το 1940, έχει αρχίσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.  Αυτόν θα τον αντιμετωπίσει με τον λόγο της μια καινούργια γενιά Αμερικανών συγγραφέων, που υπηρέτησαν στα διάφορα μέτωπα του πολέμου.

***

Το 1948 κάνει τη θριαμβευτική του εμφάνιση στα Αμερικανικά γράμματα ένας 25-χρονος απόστρατος του πολέμου, ο Νόρμαν Μέιλερ, με το μυθιστόρημα του «Οι γυμνοί και οι νεκροί» The Naked and the Dead».)  Το βιβλίο περιγράφει, με τρόπο ρεαλιστικό, τις περιπέτειες ενός στρατιωτικού σώματος στις Φιλιππίνες, όπου οι Αμερικάνοι πολεμούσαν τους Γιαπωνέζους, και όπου είχε υπηρετήσει ο Μέιλερ.  Μαζί με τις συναρπαστικές περιγραφές των επιχειρήσεων και τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν, και πώς αυτές διαμορφώνονταν με την πορεία των γεγονότων, το μυθιστόρημα είναι μια ευκαιρία για τον συγγραφέα να παρεμβάλει με δεξιοτεχνία και τις απόψεις του για την Αμερικανική κοινωνία και για τον πόλεμο.

Τα δυο άλλα σημαντικά μυθιστορήματα της Αμερικανικής λογοτεχνίας για τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ακολουθούν πολύ αργότερα.  Πρώτα, το 1961, το μυθιστόρημα «Catch-22» του Joseph Heller  όπου έχουμε μια παρωδία του πολέμου.  Σε μια σειρά από κωμικά συμβάντα ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τον παραλογισμό του πολέμου, συνεχίζοντας κατά κάποιο τρόπο την περιπαικτική προσέγγιση του e.e. cummings επάνω στο θέμα.  Και στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, το 1969, εμφανίζεται το μυθιστόρημα του Kurt Vonnegut «Σφαγείο 5» («Slaughterhouse 5»).  Ο Βόννεγκατ ήταν αιχμάλωτος πολέμου, από τους Γερμανούς, στη Δρέσδη, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις κατέστρεψαν, σχεδόν ολοκληρωτικά, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς την πόλη αυτή.  Στο μυθιστόρημα του ο συγγραφέας μεταδίδει τη φρίκη αυτού του βομβαρδισμού αλλά χρησιμοποιεί και το είδος της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας (science fiction) για να μας δείξει το αποτρόπαιο του πολέμου μέσα από τα μάτια όντων από άλλον πλανήτη που τον έχουν πάρει μαζί τους.

***

Την εποχή που εκδόθηκε το «Σφαγείο 5», οι Αμερικάνοι είχαν ήδη εμπλακεί για τα καλά σε πόλεμο στο Βιετνάμ, όπου κάποιες από τις πιο αιματηρές μάχες είχαν λάβει χώρα τον προηγούμενο χρόνο, το 1968, κατά τη διάρκεια του περίφημου πιά Tet Offensive, της συντονισμένης δηλαδή μεγάλης επίθεσης σε όλη τη χώρα των Βορειοβιετναμέζων και των ανταρτών Βιετκόνγκ.  Τρία χρόνια μετά το τέλος αυτού του πολέμου, ο Τιμ Ο’Μπράϊαν, που είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία στο Βιετνάμ, εκδίδει το μυθιστόρημα «Κυνηγώντας τον Κατσιάτο» («Going After Cacciato»)(1978) που κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.  Πρόκειται για ένα βιβλίο στην παράδοση, πιά, του «Τεράστιου Δωμάτιου» του ε.ε. κάμμινγκς, με τη θεματική του και την τεχνική του (ένα κράμα ρεαλισμού, σουρεαλισμού, και μαγικού ρεαλισμού) να αποσκοπούν να υποσκάψουν την ιδέα του πολέμου και των θεσμών που άπτονται αυτής.  Ο Κατσιάτο είναι ένας απλός (και αγαθός) στρατιώτης που μια μέρα ανακοινώνει ότι βάζει τέλος στον  πόλεμο, τουλάχιστον όσο περνάει από το χέρι του, και φεύγει, με τα πόδια, για το Παρίσι!  Όταν οι ανώτεροι του αντιλαμβάνονται ότι έχει όντως εξαφανιστεί (δηλαδή, λιποτακτήσει), στέλνουν ένα άγημα από τη μονάδα του για να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω.  Η υπόθεση περνάει σε μια άλλη διάσταση όταν οι άντρες του αγήματος πέφτουν από μια τρύπα μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο τούνελ, απ’ τα πολλά που είχαν ανοίξει οι Βιετκόνγκ για να τους βοηθήσουν στην αντίσταση τους προς τους Αμερικάνους.  Είναι ένα πέρασμα σαν και αυτό της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, που θα τους οδηγήσει σε διάφορα μέρη της γης (από την Τεχεράνη, στην Αθήνα, στο Παρίσι) και του νου, στους συλλογισμούς τους για την πράξη του Κατσιάτο και για τον πόλεμο εν γένει.

***

Περισσότερο από δέκα χρόνια αργότερα, το 1990, ο Τιμ Ο’Μπράϊαν θα εκδώσει ένα ακόμα βιβλίο για το Βιετνάμ, το «Τα πράγματα που κουβαλούσαν» («The Things They Carried»).  Είναι μια συλλογή συνδεδεμένων διηγημάτων για εφτά στρατιώτες που πολεμούν μαζί, στη μονάδα Άλφα, και τη σχέση τους στις μάχες και πέρα από αυτές.  Τα πράγματα που κουβαλούν είναι μεν πράγματα που τους είναι απαραίτητα στο πεδίο της μάχης (βαριά όπλα, φάρμακα, γράμματα δικών τους), αλλά περισσότερο  βαραίνει το ψυχικό φορτίο.  Ψυχικές καταστάσεις που κουβαλούν από την πατρίδα, την οικογένεια, το κοινωνικό τους περιβάλλον, και ένα σύμπλεγμα αισθημάτων που αρχίζει να βαραίνει στην ψυχή τους κάτω από τις επιδράσεις των φοβερών συνθηκών του πολέμου.  Και είναι, τέλος, κι αυτά που κουβαλούν στην ψυχή (λύπες, ενοχές, εφιάλτες) όταν γυρίζουν σπίτι τους.  Ανάμεσα στα είκοσι δύο διηγήματα υπάρχει και μια μικρή ακολουθία που επεξεργάζεται το θέμα της φύσης της αλήθειας στον πόλεμο. (Μια λογοτεχνική αναλογία, δηλαδή, του κινηματογραφικού έργου «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάουα).  Και αυτό βέβαια, χωρίς να το αναφέρει, στοχεύει στην καρδιά της αρχής της μεγάλης εμπλοκής της Αμερικής στο Βιετνάμ με την υποτιθέμενη επίθεση, από το Βόρειο Βιετνάμ, σε ένα Αμερικανικό πολεμικό πλοίο στον Κόλπο του Τονκίν.  Συνέβη άραγε έτσι ακριβώς όπως είχαν πεί τότε;  Το ερώτημα αυτό δεν έχει πλήρως απαντηθεί.  Αυτό το βιβλίο του Ο’Μπράϊαν σίγουρα παίρνει μια θέση ανάμεσα στα κορυφαία βιβλία της λογοτεχνίας του πολέμου του περασμένου αιώνα.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ εξακολούθησε να τροφοδοτεί θεματικά την Αμερικανική λογοτεχνία και στον 21ο αιώνα.  Έτσι, το 2007 ο σημαντικός συγγραφέας Ντένις Τζόνσον εκδίδει ένα μεγάλο (πάνω από 600 σελίδες) και σπουδαίο μυθιστόρημα, «Το δέντρο από καπνό» («The Tree of Smoke»), με θέμα τις δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής στο Βιετνάμ και στις γύρω περιοχές.  Το βιβλίο κέρδισε το Κρατικό Βραβείο και κάποιοι υπέθεσαν ότι, δεδομένων των γεγονότων που οδήγησαν στην εισβολή του Ιράκ, το 2004, βάσει ασυστάτων πληροφοριών που χρησιμοποιήθηκαν σαν δικαιολογία, ο συγγραφέας έγραφε μεν μια ιστορία για το Βιετνάμ αλλά έκανε και κριτική στις αιτίες που οδήγησαν στον πιο κοντινό, χρονικά, πόλεμο του Ιράκ.  Πολύ αργότερα, εκδόθηκαν δυο σημαντικά μυθιστορήματα, «Ο συνοδοιπόρος»The Sympathizer») (2015), και «Ο δεσμευμένος» («The Committed»)(2021) του γεννημένου στο Βιετνάμ Αμερικανού συγγραφέα Βιέτ Θαν Νγκουγιέν.  Τα μυθιστορήματα αυτά εξετάζουν τις επιπτώσεις του πολέμου στους Βιετναμέζους που στο τέλος του πολέμου αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους.

***

Οι τελευταίοι δυο πόλεμοι της Αμερικής (Αφγανιστάν, Ιράκ) μόλις τέλειωσαν.  Τα βιβλία για αυτούς τους πολέμους ακόμα γράφονται.  Θα σημειώσουμε εδώ κάποια από αυτά που έχουν ήδη πάρει τη θέση τους στην παράδοση της Αμερικανικής λογοτεχνίας του πολέμου: «Τhe Yellow Birds» (Τα Κίτρινα Πουλιά)(2012) του Kevin Powers, «Redeployment» («Εκ νέου αποστολή»)(2014) του Phil Clay, και «Youngblood» («Νέο αίμα») (2016) του Matt Gallagher.

***

Εστιάζοντας την προσοχή μας σε μια χώρα, στο διάστημα ενός αιώνα, δώσαμε μια εικόνα της σχέσης πολέμου και λογοτεχνίας.  Οι κυβερνώντες σηκώνουν τα όπλα και οδηγούν σε πόλεμο μια χώρα (δικαίως ή αδίκως, αυτό είναι μια άλλη ιστορία), και κάποιοι άλλοι, αντιδρώντας, επιστρατεύουν την τέχνη του λόγου, τα λόγια, για να καταπολεμήσουν την έξη για πόλεμο και, ει δυνατόν, να την αφανίσουν.  Το ερώτημα είναι εάν ο ευγενής αυτός αγώνας αποφέρει καρπούς.  Προφανώς, εν πρώτη όψει, όπως είδαμε από την περιδιάβαση μας αυτή, η απάντηση είναι όχι.  Μήπως η επίδραση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας είναι αθροιστική και χρειάζεται ο πολιτισμός μας περισσότερους αιώνες για να προσαρμοστεί; Κάποτε, σε νεαρότερη ηλικία, ήθελα να πιστέψω αυτό που μου είχε πει ένας γνωστός μου Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας.  Καθόμαστε σ΄ένα παγκάκι, στην πλατειούλα στη γωνία της οδού Πρίνς με την Έκτη Λεωφόρο, στο Μανχάτταν, περιμένοντας να περάσει η ώρα για να πάμε να δούμε μια παράσταση του έργου του Δημήτρη Κεχαίδη «Το Τάβλι», σε ένα θεατράκι εκεί κοντά.  Είχε πει, λοιπόν εκείνος: ‘είναι λίγοι αυτοί που μας διαβάζουν, αλλά η επιρροή μας είναι σε αυτούς που βγάζουν αποφάσεις’ [γιατί υποτίθεται αυτοί διαβάζουν].  Όταν φτάσαμε στο θεατράκι, μάθαμε ότι η παράσταση είχε αναβληθεί.  Κι έτσι δεν έμαθα ποτέ μου το μήνυμα που είχε για μας ο συγγραφέας εκείνου του θεατρικού.  Κάπως έτσι φαντάζομαι συμβαίνει και με τα μηνύματα των βιβλίων.  Δεν φτάνουν πάντα στους αποδέκτες που στοχεύουν.

****

Αν υπάρχει ένα βιβλίο που είναι παγκοσμίως γνωστό ως αριστούργημα για την θεώρηση του πολέμου με τρόπο ολοκληρωτικό είναι το μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη» του Ρώσου Λέοντα Τολστόι, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες μεταξύ 1865-1867.  Στις χίλιες διακόσιες τόσες σελίδες του (στην πιο πρόσφατη αμερικανική έκδοση του) ο συγγραφέας όχι μόνο περιγράφει λεπτομερώς τις τιτάνιες μάχες των πολέμων της Ναπολεόντειας εκστρατείας στη Ρωσία, και τις επεκτάσεις τους στην κοινωνία, αλλά αφιερώνει κι ένα μεγάλο μέρος για μια περισυλλογή επάνω στο φαινόμενο του πολέμου γενικώς.  Και καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που αμφιβάλλω αν ο σημερινός ηγέτης της Ρωσίας, που μόλις εξαπέλυσε την μήνι του πολέμου στη γείτονα του χώρα, το είχε ποτέ του διαβάσει και αναλύσει.  Λέει, λοιπόν, ο Τολστόι ότι αυτό που καθορίζει την έκβαση των πολέμων δεν είναι η προετοιμασία, τα πολυ-μελετημένα σχέδια, η ισχύς των όπλων και των αριθμών (του στρατού, του πολεμικού υλικού), αλλά οι απρόβλεπτες συγκυρίες στο πεδίο της μάχης.  Κι εδώ τίθεται το ερώτημα: αν ο Πούτιν είχε διαβάσει το «Πόλεμος και Ειρήνη», αν το είχε σπουδάσει, μήπως θα ήταν λιγότερο σίγουρος για τα σχέδια της σημερινής περιπέτειας;  Μήπως θα καθόταν στ’ αυγά του αντί να βάζει στον τζόγο τόσες και τόσες ζωές ;  Μπορεί να μη συνέβη ακόμα, αλλά η τέχνη του λόγου συνεχίζει τον αγώνα.  Μέχρι να βρει αποδέκτες, ανάμεσα σε αυτούς που παίρνουν τις μεγάλες αποφάσεις, που θα προσλάβουν τα μηνύματά της.  Έτσι ώστε η λογοτεχνία του πολέμου, κάποτε, να γίνει ένα εκλιπόν είδος του λόγου σε μουσείο, σαν τους δεινόσαυρους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΚατερίνα Μπάμπκινα -Τρυφερά καλοκαίρια στη σκιά του πολέμου (συνέντευξη στην Χριστίνα Σανούδου)
Επόμενο άρθρο13 Ουκρανοί λογοτέχνες και η φωνή τους για τον πόλεμο (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ