της Άννας Λυδάκη
Ο Αγγελόπουλος αφηγούνταν πως το 1975, μετά την προβολή του Θιάσου, οι περισσότεροι φίλοι του κριτικοί, πλην του Σταματίου που ύμνησε την ταινία, έλεγαν: «Δεν πειράζει, Θόδωρε, δεν μας βγαίνουν και όλες οι ταινίες καλές». Βέβαια, μετά τα εύσημα που αποδόθηκαν στον Αγγελόπουλο στις Κάννες και την υπόκλιση του Βέρνερ Χέρτζογκ στον «Τεό», όλα άλλαξαν.
Το παραπάνω συμβάν -και πολλά άλλα, άγνωστα στο ευρύ κοινό- εμπεριέχεται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου. Ο ιστορικός του κινηματογράφου, συγγραφέας και σκηνοθέτης μάς παραδίδει ακόμη ένα βιβλίο που αναφέρεται στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που απαρτίζεται από ομιλίες του σε κινηματογραφικές λέσχες, σε φεστιβάλ και σε βραδιές αφιερωμένες σε σπουδαίους δημιουργούς, από παρουσιάσεις και κριτικές βιβλίων του συγγραφέα, από προλόγους του ίδιου σε βιβλία και από άλλες δημοσιεύσεις σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους…
Και σ’ αυτό το βιβλίο πρωταγωνιστεί ο κινηματογράφος, όπως και σε τόσα άλλα του Σολδάτου. Εδώ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά: Πολλά από τα κείμενα -με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία- αναφέρονται στους ανθρώπους του κινηματογράφου, στις εμπειρίες του συγγραφέα, στις φιλίες και στις σχέσεις του μαζί τους. Και αυτή η παρουσίαση των ανθρώπων -ζώντων και τεθνεώτων-, εκείνων που βρίσκονται πίσω από το έργο, κάνει τη διαφορά.
Ο Σολδάτος γράφει και για τους πιονέρους του κινηματογράφου και σχολιάζει ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος «δεν είναι σύμπας καλός ή κακός», όμως υπήρξαν κριτικοί που αδίκησαν τους μεγάλους κωμικούς με άστοχες κριτικές. Άλλοι κριτικοί υπήρξαν σπουδαίοι δάσκαλοι, όπως ο «πάπας» και «αναγεννησιακός» τύπος Β. Ραφαηλίδης, ο «ισορροπιστής» Γ. Μπακογιαννόπουλος, ο Κ. Σκαλιόρας, ο Κ. Σταματίου…
Στο βιβλίο παρουσιάζονται όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου: Ο πρωτοπόρος Γιώργος Τζαβέλας και ο πατέρας του νεοελληνικού ρεαλισμού Γρηγόρης Γρηγορίου‧ ο Ντίνος Δημόπουλος, ισορροπιστής ανάμεσα στον «παλιό» και τον «νέο» κινηματογράφο‧ ο Α. Δαμιανός, που στο έργο του αναγνωρίστηκε ο συνδυασμός της υψηλής τέχνης και της λαϊκή φόρμας, και ο σπουδαίος μαθητής του Λάκης Παπαστάθης‧ ο Παντελής Βούλγαρης, που πέραν του μελοδράματος και της φαρσοκωμωδίας, στάθηκε πάντα εντός του ιστορικού μας δράματος‧ ο Δήμος Αβδελιώδης, μια ιδιόμορφη καλλιτεχνική μορφή που άφησε τα ίχνη της στα κινηματογραφικά δρώμενα της χώρας‧ ο Γιάννης Δαλιανίδης, που μας μεγάλωσε και μας διασκέδασε και τώρα η τηλεόραση παίζει και ξαναπαίζει το έργο του με ποσοστά θεαματικότητας που ζαλίζουν‧ ο Θωμάς Μποτίνας, που έφυγε νωρίς‧ ο Γιάννης Σμαραγδής, που πάλευε με τον Γκρέκο μια δεκαετία, με τεράστιο ψυχικό και οικονομικό κόστος‧ ο ιδιόμορφος, μοναχικός και μοναδικός Κώστας Σφήκας‧ ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και ο Νίκος Ψαρράς, που δεν παραμέλησαν την αισθητική για χάρη της ιδεολογίας‧ ο Νίκος Νικολαϊδης, μια αινιγματική προσωπικότητα‧ ο «ενοχλητικός» Δήμος Θέος, που αναγκάστηκε να αποσυρθεί νωρίς‧ ο Κώστας Κουτσομύτης που έγινε χρυσοφόρο κεφάλαιο των κρατικών και των ιδιωτικών καναλιών…
Ο Σολδάτος γράφει ακόμη για τον Σταύρο Τσιώλη, τον Θανάση Ρεντζή, τη Λουκία Ρικάκη, τον Ροβήρο Μανθούλη, τον Σταύρο Ιωάννου, τον Αντώνη Νικολάου και άλλους. Από το έργο δεν λείπουν και σχόλια για σπουδαίους ηθοποιούς, όπως ο Θανάσης Βέγγος και ο Γιώργος Φούντας.
Στον τόμο αναλύονται εκτενώς το έργο του Μιχάλη Κακογιάννη, που ξέφυγε από τα περιορισμένα όρια του ελληνικού χώρου και μετέφερε διεθνώς το πρόσωπο της νεότερης Ελλάδας, και ο ανθρωποκεντρικός κινηματογράφος του Νίκου Κούνδουρου, με το ανθρώπινο σώμα ως κυρίαρχο στοιχείο στο έντονα εικαστικό κάδρο του, και τη βία της εξουσίας πανταχού παρούσα. Ο Σολδάτος σχολιάζει ακόμη τις εικόνες στοχασμού, μα και παιχνιδιού ταυτόχρονα με τη ζωή και την κινηματογραφική γλώσσα, του Νίκου Παναγιωτόπουλου, τις ευαισθησίες και τις λαογραφικές μελέτες του Μανούσου Μανουσάκη, και τη βίαιη, σκληρή γραφή του Γιάννη Οικονομίδη, που γίνεται παραβολική και καταλυτική.
Ο συγγραφέας αναφέρεται, επίσης, στους πρωτοπόρους Ρόμπερτ Φλάερτι, Τζίγκα Βέρτοφ και Ζαν Ρους και σε άλλους σπουδαίους ξένους σκηνοθέτες, όπως ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, που «έβαλε φωτιά» στο γαλλικό και το παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι, ο ευφυέστερος όλων δημιουργός Όρσον Γουέλς, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. ο «γιος του πάστορα που αναμετρήθηκε με τον Θεό».
Πολύ ενδιαφέρον είναι το κείμενο για το γυμνό στον κινηματογράφο, που η «τέχνη φλερτάροντας με το απόκρυφο και το φανερό δημιούργησε τη δική της μυθολογία, τα έργα τέχνης, τα αριστουργήματα ή τα αγοραία προϊόντα…» (από την Εισαγωγή στο Γ. Σολδάτος, Σημειώσεις για μια ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο, εκδ. Αιγόκερως, 2022). Ο συγγραφέας σχολιάζει και την παρουσία της γυναίκας στον κινηματογράφο, από το Τάισμα του μωρού των αδελφών Λυμιέρ μέχρι σήμερα, συμπεραίνοντας πως η γυναικεία μορφή έχει κατακτήσει τη μερίδα του λέοντος στην 7η Τέχνη.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο του Σολδάτου αποτελεί ένα συναρπαστικό πανόραμα της κινηματογραφικής τέχνης, που συμπληρώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, καθώς στον τόμο εμπεριέχονται και πολλά στιγμιότυπα, ανεκδοτολογικά στοιχεία, «παρασκηνιακές» λεπτομέρειες και συνομιλίες του συγγραφέα με τους δημιουργούς, όπως η συζήτηση που έγινε όταν εκείνος προσπαθούσε να εικονοποιήσει την ποίηση:
«Ρώτησα επανειλημμένα και επίμονα τον Γκάτσο ποιος είναι ο Γιάννης ο φονιάς και μου απαντούσε: ‘Είναι παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη που βγήκε απ’ τη φυλακή γιατί είχε κάνει ένα ερωτικό έγκλημα’. Ρώτησα τον Χατζιδάκι και απαντούσε τα ίδια. Μου διηγούνταν κι αυτός ξανά τους στίχους. Ρώτησα τον Γεωργουσόπουλο και μου είπε: ‘Καταλαβαίνω τι θες να κάνεις, αλλά μη ρωτάς κανέναν, γιατί κανένας δεν μπορεί να σε βοηθήσει και προπάντων ο ποιητής’»…
Γιάννης Σολδάτος,Θέματα και πρόσωπα του κινηματογράφου, του θεάτρου, της μουσικής και του βιβλίου, Αιγόκερως/Κινηματογράφος, Αθήνα 2022.