Τα Κεράσια της Εύας (του Γιώργου Λίλλη)

0
289

 

του Γιώργου Λίλλη

Είναι δύσκολο εγχείρημα να γράψει κάποιος ποιήματα με θεολογικό υπόβαθρο. Κι αυτό γιατί αμέσως μπορεί να στιγματιστεί η προσπάθεια πως είναι εκτός εποχής. Τα Κεράσια της Εύας είναι το πρώτο βιβλίο της Βίκυ Κατσαρού.  Σε μια πρώτη ανάγνωση του βιβλίου μπορεί κάποιος να πιστέψει  πως πρόκειται για μια θρησκευτική ποίηση, λόγω των τίτλων, που παραπέμπουν σε ιστορίες της Βίβλου, αλλά και για την συνεχής αναφορά του θεού, σε πολλά ποιήματα.

Διαβάζοντας όμως προσεκτικά τα ποιήματα είναι εύκολο να διακρίνουμε πως η Κατσαρού δεν γράφει θρησκευτική ποίηση αλλά υπαρξιακή. Χρησιμοποιεί το γνωστό πρόσωπο της Εύας της Βίβλου, για να μιλήσει για την ίδια, για τον αγώνα ενός ανθρώπου να ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα στα πολλαπλά και παραπλανητικά κάτοπτρα του κόσμου.

Αυτό που καταφέρνει η Κατσαρού, και δεν είναι αυτονόητο, είναι να γράψει μια βαθιά ερωτική ποίηση, μεταφυσικής πνοής, χωρίς να πέσει στις παγίδες που προανέφερα. Εξάλλου το δηλώνει και ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος της συλλογής: «Εν αρχή ην ο έρως», για να συνεχίσει σε ένα άλλο ποίημα παρακάτω:

 

Γεννήθηκα – μου είπε-

ελεύθερη και πάναγνη

ήμουν – λέει-

καρπός αγάπης.

Μα μόλις τα μάτια μου καθρέφτισαν

το φως της πλάσης,

μόλις το χώμα ψήθηκε

στις ζεστές του Φούχτες μέσα

κι ένιωσα την υγρή Του ανάσα

ούριο άνεμο

να σηκώνει τα ιστία της ζωής μου,

άκουσα στη φωνή Του να βροντούν

χίλιες σάλπιγγες

τα όρη καίγονταν,

τα δάση μου μιλούσαν.

 

Να ένα είδος γραφής που ο σουρεαλισμός έχει τις καταβολές του σε έναν λυρισμό που σπάνια πια χρησιμοποιείται. Το πρόβλημα της εποχής μας είναι πως έχουμε την τάση να μιλάμε για μεταμοντέρνα γραφή, ισοπεδώνοντας κάθε γέφυρα με το παρελθόν, οδηγώντας την ίδια την γραφή σε αδιέξοδα. Η Κατσαρού δεν φοβάται να εκτεθεί και να μιλήσει απλά για τον άνθρωπο. Αυτόν που αναζητά την αρχή του σε μια Εδέμ που συμβολίζει την αθωότητα.  Η υπαρξιακή αγωνία αυτής της αναζήτησης, είναι πως στην πορεία διαπιστώνουμε πως η φθορά μας κατατροπώνει, πως ο έρωτας, η κινητήρια δύναμη σβήνει, ο θεός πεθαίνει, και μένουμε εντέλει μόνοι, ολομόναχοι, αντιμέτωποι με το τέλος:

 

Έκπτωτη γκρεμίστηκα στη γη,

γεννήθηκα βαριά ενέργεια από θνητούς γονείς,

μεγάλωσα ανελεύθερη, ζωντανή νεκρή.

Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί.

Ένα μήλο μοναξιάς δάγκωνα,

ο κόσμος μόνος κραύγαζε από πόνο.

Το θεό μου αποθύμησα.

Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί.

Χωρίς δέρμα, χωρίς χρώμα

περιβλήθηκα μετάνοια και ταπείνωση.

Ήμουν εξόριστη και γύρισα,

ήμουν απορριπτέα και μ΄ ανακαίνισε,

ήμουν άνθρωπος και τώρα θα με θέωνε.

 

Ίσως αυτή η γραφή να ακούγεται υπερβολική, αλλά βρίσκω πως ταιριάζει στο όλο το πνεύμα της σύνθεσης. Γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο ποιημάτων, αλλά με μια σύνθεση που διαβάζεται σαν αφήγηση. Η Κατσαρού έχοντας επίγνωση του δύσκολου εγχειρήματός της, αναζητά έναν τρόπο επικοινωνίας άμεσο και το πετυχαίνει.

 

info: Βίκυ Κατσαρού, Τα κεράσια της Εύας, Ιωλκός

 

Προηγούμενο άρθροΕγκώμιο της γύμνιας (της Ευρυδίκης Τρισόν Μιλσανή)
Επόμενο άρθροΆρνολντ Μπέννετ: Θαμμένος ζωντανός από τον κύκλο των μοντερνιστών; (της Ελένης Κεχαγιόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ