Τα κατάλληλα παπούτσια (διήγημα του Γιώργου Πολυμενάκου)

0
445

του Γιώργου Πολυμενάκου

Ήταν σαφείς. Προτιμήστε ρούχα βαμβακερά.

Δεν της ήταν καθόλου εύκολο να βρει βαμβακερό κοστούμι. Έψαξε όλα τα ρούχα του μακαρίτη του άντρα της (ευτυχώς που τα είχε κρατήσει) αλλά τα περισσότερα ήταν κάτι φτηνά συνθετικά και ένα μονάχα μάλλινο, κασμίρι.

Τελικά, στο βάθος της ντουλάπας, βρήκε ένα βαμβακερό σπορ κοστούμι, απομεινάρι από τα νεανικά χρόνια του συχωρεμένου αλλά που άντεχε ακόμα μετά από τόσον καιρό γιατί το είχε, και το έχει ακόμη, συνήθειό της ν’ αλλάζει ταχτικά τις βαπόνες στις ντουλάπες.
Με την γραβάτα δεν δυσκολεύτηκε πολύ. Βρήκε, στην ίδια ντουλάπα, μια γκρι βαμβακερή, με ύφανση ψαροκόκαλο.
Πουκάμισο και κάλτσες βαμβακερές βρήκε εύκολα, στη ντουλάπα με τα δικά του ρούχα.
Έπρεπε επίσης να βρει, ήταν της είπαν απαραίτητα, την ταυτότητα, το ΑΜΚΑ και το ΑΦΜ.

Την ταυτότητα την βρήκε στο πορτοφόλι του, πίσω από μια δική της φωτογραφία όταν ήταν νέα (ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό της αλλά από χθες όλα ένας κόμπος έχουν γίνει, όλα τα νήματα της ζωής της έχουν γίνει ένα κουβάρι, πελώριο, που την έχει καλύψει ολόκληρη και είναι αδύνατον να το ξεμπλέξει γιατί και τα χέρια της είναι δεμένα μέσα σ’ αυτό το κουβάρι που είναι φτιαγμένο από την κλωστή που έκοψε η Άτροπος και έπλεξε η Κλωθώ, η Μοίρα που γνέθει το νήμα της ζωής, και που ακόμα και η άλλη Μοίρα, η Λάχεσις, ούτε αυτή δεν μπορεί να το ξετυλίξει, εκείνη που μοιράζει τους κλήρους, που καθορίζει τι θα λάχει στον καθένα, εξού και λαχείο, το λαχείο που της κλήρωσε χθες).

ΑΦΜ δεν βρήκε αλλά αυτό, της είπαν, δεν είναι απαραίτητο για να προχωρήσουν οι διαδικασίες.
Και ΑΜΚΑ δεν βρήκε αλλά της είπαν δεν πειράζει, θα το βρουν εύκολα, όλοι έχουν πια έναν αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφάλισης, χαμογελάει πικρά, μέσα της, και σκέφτεται ότι για κάποιους, όπως το παιδί της, θα έπρεπε να υπάρχει και ένας αριθμός μητρώου κοινωνικής απόρριψης, αλλά κάνει αυτή τη σκέψη πέρα γιατί ποια είναι αυτή που θα κατηγορήσει τους άλλους, με ποιο δικαίωμα, καλύτερα να ξεκινήσει τις κατηγόριες από τον ίδιο της τον εαυτό, που σήμερα το πρωί όπως σκάλιζε τα συρτάρια του χρειάστηκε να κάνει πέρα, με βιασύνη, διάφορα πράγματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί.
Κανονικά. Αυτό το «κανονικά» μάς έφτασε ως εδώ, σκέφτεται. Αλλά ποιος μπορούσε να το φανταστεί; Βέβαια, σημάδια υπήρχαν, ήταν πάντοτε εκεί αλλά τα έκανε πέρα, όπως σήμερα το πρωί έκανε πέρα εκείνα τα πράγματα που, κανονικά, δεν θα έπρεπε να βρίσκονται μέσα στα συρτάρια του.
Υπήρχαν τα σημάδια, σίγουρα, αλλά ήταν κρυμμένα κάτω από τις εφήμερες σχέσεις με κοπέλες, πίσω από την διαρκή ανεμελιά κι εκείνη την  τρελή χαρά που έμοιαζε να μην τον εγκαταλείπει ποτέ.
Υπήρχαν τα σημάδια αλλά εκείνη προτιμούσε να τα κάνει πέρα, αποφάσισε να συγκατοικήσει με τον Γιώργο, που είναι το κακό, οι περισσότεροι νέοι συγκατοικούν στις μέρες μας, μήπως τρέχει κάτι παραπάνω με τον Γιώργο τον ρώτησε, τι λες ρε μάνα, για αδερφή με πέρασες, και μετά αποφάσισε να ζητήσει την Κατερίνα σε γάμο, στα καλά καθούμενα, χρόνια φίλοι και μόνο φίλοι, πώς σου ήρθε ξαφνικά να της προτείνεις γάμο, η κοπέλα έπεσε από τα σύννεφα, γιατί να μην την ζητήσω σε γάμο ρε μάνα, τι είμαι, δεν είμαι άντρας εγώ;

Όλα τα σημάδια ήταν εκεί και έκανε πως δεν τα βλέπει αλλά να που τώρα είναι εδώ, εδώ που φτάσανε, και δεν μπορεί πια να μην βλέπει, να μην βλέπει το μέικ απ που έχουν απλώσει στο πρόσωπό του για να φαίνεται κάπως ζωντανό, δεν μπορεί να μην βλέπει το απαλό κραγιόν που έχουν αλείψει στα χείλη του, αυτό το κραγιόν κι αυτό το μέικ απ που εκείνος δεν τόλμησε να τα βάλει στο πρόσωπό του όσο ζούσε, δεν μπορεί να μην βλέπει το βαμβακερό πουκάμισο και τη γραβάτα που προσπαθούν να κρύψουν το κυκλικό σημάδι στον λαιμό του.

Δεν μπορεί πια να κάνει πως δεν βλέπει, να κάνει πως δεν ακούει που την ρωτάνε αν έφερε παπούτσια, κατάλληλα παπούτσια, να ταιριάζουν με το κοστούμι, γι’ αυτό κι εκείνη σκύβει και σηκώνει από το πάτωμα την πάνινη τσάντα που έχει όλη αυτή την ώρα δίπλα στα πόδια της, την ανοίγει, βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι γόβες στιλέτο που βρήκε το πρωί κάτω από το κρεβάτι του και λέει με σιγουριά:

«Αυτά είναι τα κατάλληλα παπούτσια».

Προηγούμενο άρθροΤο Ποιητικό Εικοσιένα, μία διαρκής αναγωγή (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθροΟι έρρυθμες φόρμες του ηρωικού μηδενισμού (του Θανάση Μαρκόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ