του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Ενώ πηγαίναμε με το ταξί σε μια περιοχή που δεν πολυγνώριζα, ο ταξιτζής, πιεσμένος κι αυτός, όπως όλοι μας, από τις δυσκολίες μιας μακράς περιόδου περιορισμών, μου έδειχνε τους περαστικούς να μιλάνε στο κινητό και απέδιδε τη δυσανεξία των καιρών στο ηλεκτρονικό σύμπαν- από την τηλεόραση ως τα κινητά- που επηρεάζει αρνητικά τη ζωή μας, στερώντας της την αυθεντικότητα της υλικής επαφής, φθάνοντας μέχρι και στην αλλοίωση της προσωπικότητας των ανθρώπων. Την ίδια ώρα εκθείαζε το GPS που είχε εγκατεστημένο στο ταξί, λέγοντας ότι χωρίς την πλοήγησή του δεν θα κατάφερνε να με πάει στον δύσκολο προορισμό μου, μέσα από στενούς δρόμους και σοκάκια της μεγαλούπολης, που ούτε αυτός ούτε εγώ γνωρίζαμε καλά. Μόνο που και το GPS ανήκει στο ηλεκτρονικό σύμπαν. Οπότε;
*
Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε μια αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά με τίτλο «The Body Snatchers», στην οποία εξωγήϊνοι εποίκιζαν το μυαλό και τα σώματα προσωπικοτήτων, αλλά και απλών ανθρώπων, προκειμένου κρυμμένοι μέσα σ’αυτούς να κατακτήσουν την ανθρωπότητα. Η σειρά είχε μεγάλη επιτυχία, και πολλές άλλες τη μιμήθηκαν, όπως και σχετικές κινηματογραφικές ταινίες και βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Κάποιοι είχαν τότε δει τις σειρές αυτές ως στρεφόμενες κατά του παγκόσμιου κομμουνισμού που διεισδύει στα σπίτια μας και μας μετατρέπει σε όργανά του με πλύση εγκεφάλου. Όταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε, οι Body Snatchers θεωρήθηκαν από κοινωνιολογούντες ως μια πρώτης τάξης προσομοίωση για τον τρόπο που λειτουργούν οι τηλεοράσεις, το Ίντερνετ και τα άϋλα ηλεκτρονικά δίκτυα, εκ των πραγμάτων εξ αιτίας της φύσης αυτών των μέσων, ή, ακόμα χειρότερα, για λογαριασμό μιας αόρατης εξουσίας.
Είναι λοιπόν όντως τόσο επιδραστικά αυτά τα ηλεκτρονικά «φαντάσματα», αυτά που μας κοινωνούνται μέσα από τις κάθε λογής οθόνες, και τόσο ανησυχητικά τα παράγωγα της σκέψης μας υπό την επήρειά τους;
Επιδραστικότητα, Ανησυχία και η δυναμική των ηλεκτρονικών μέσων
Πρώτα απ’όλα, καθώς το σύμπαν των φαντασμάτων, δηλαδή των άϋλων πλασμάτων που μπλέκονται με το πεδίο της πραγματικότητας στο μυαλό μας, είναι απέραντο και πολυποίκιλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, οφείλουμε να εστιάσουμε.
Δεν αναφερόμαστε λοιπόν εδώ-παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν- στα πλάσματα που εξετάζει η λαογραφία και αφορούν κλειστές αγροτικές κοινωνίες και νύχτες σκοτεινές χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Οι συλλογές της δημοτικής μας ποίησης είναι πολύ πλούσιες, για όσους ενδιαφέρονται να ψηλαφήσουν πρωτογενώς αυτό το πεδίο. Ούτε στην δια της τέχνης μετάπλασης αυτών των απειλητικών οντοτήτων τον 18ο και τον 19ο αιώνα, είτε με τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ στη Γερμανία και του Περρώ στη Γαλλία (σε θαυμάσιες μεταφράσεις, ποικίλες διασκευές και εκδόσεις στη χώρα μας, μεταξύ άλλων αυτές της «Άγρας»), όπως αυτοί απάλυναν την τραχύτητα των λαϊκών θεωρήσεων και τα πέρασαν απαλυμένα και εμπνευστικά στην εσωστρεφή ζωή των σπιτιών της νεοπαγούς αστικότητας στην Ευρώπη, είτε με τα σχετικά ζωγραφικά έργα με νεράϊδες και τελώνια της βικτωριανής εποχής στην Ευρώπη. Μεταπλάσεις που υπήρξαν και τον 20ο αιώνα, όπως η σειρά βιβλίων με τον τίτλο «Άρχοντας των δαχτυλιδιών» του Τόλκιν. Ούτε, τέλος, αναφερόμαστε στην ιδιαίτερη έννοια του «πολιτισμού των φαντασμάτων», με την έννοια των αποτυπωμάτων του παρελθόντος που μπορεί να νοηματοδοτήσουν αλλιώς, να εμπνεύσουν και να εμπλουτίσουν το παρόν.
Βεβαίως, εννοείται ότι παρά το ότι οι προγενέστερες εποχές των φαντασμάτων δεν είναι στο επίκεντρο της παρούσας προσέγγισης, δεν παύουν αυτές να αποτελούν ένα πολύτιμο κοίτασμα προσωπικών και συλλογικών εμπειριών στις οποίες μπορούμε να ανατρέχουμε προκειμένου να βοηθηθούμε στην ερμηνεία των σύγχρονων εξελίξεων.
*
Ποια η σχέση μας λοιπόν ειδικά με τα ηλεκτρονικά φαντάσματα; Υπάρχει βεβαίως ένα πλήθος ρηχών φοβικών προσεγγίσεων, οι οποίες αφθονούν πάντοτε όταν εμφανίζεται ένας ριζικός νεωτερισμός που ανατρέπει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα (για παράδειγμα, όταν ήρθε ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, πολλοί γονείς απαγόρευαν στα παιδιά τους να πάνε, και κάποιοι τα δέρνανε αν αυτά δεν τους άκουγαν). Αλλά η ρηχότητα και η φοβικότητα δεν προσφέρονται ως δημιουργικά εργαλεία διερεύνησης της κατάστασης. Δεν έχει επίσης νόημα να σταθούμε πολύ στα προβλήματα που δημιουργεί η μονοτροπική ή υπερβάλλουσα ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά μέσα. Από αυτή την άποψη ούτε τα βιβλία και το διάβασμα είναι αθώα: δέστε πώς κατάντησε ο Φάουστ, όπως μας τον παρουσιάζει ο Γκαίτε, κλεισμένος όλη του τη ζωή σε ένα υπόγειο να διαβάζει ολημερίς και ολονυκτίς. Γενικότερα ισχύει ότι όσον αφορά τις περιστάσεις της ενασχόλησης, αυτές κρίνονται με διαφορετικά κριτήρια κάθε φορά. Οπως κάπου γράφει ο Αλμπέρ Καμύ, ως παιδί κατέφευγε στο σπίτι ενός θείου του για να διαβάζει με τις ώρες, καθώς οι γονείς του έβλεπαν με μισό μάτι αυτή του την έφεση. Στη δική του περίπτωση, αν μπορεί κανείς να κρίνει εκ των υστέρων, «το πολύ διάβασμα του βγήκε σε καλό».
Μια από τις σοβαρές, συγκροτημένες προσεγγίσεις για τις ανησυχητικές επιδράσεις των ηλεκτρονικών φαντασμάτων, είναι αυτή του σύγχρονου Γάλλου ανθρωπολόγου της υπερ-νεωτερικότητας Marc Augé (γενν. 1935). Ο Ausé είναι γνωστός στην Ελλάδα και ευρύτερα από το εμβληματικό βιβλίο του «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, όπως και από το «Πού χάθηκε το μέλλον;», εκδόσεις Πολύτροπον. Το βιβλίο του «The War of Dreams», Pluto Press, ασχολείται ακριβώς με την «εισβολή των ηλεκτρονικών φαντασμάτων στην πραγματικότητα», με τόσο απόλυτο τρόπο ώστε να εποικίζουν ακόμα και τα όνειρά μας. Το αποτέλεσμα αυτής της εισβολής, θεωρεί ο Ausé σ’αυτή την πρωτότυπη μελέτη του, είναι η απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας, όπως και η απώλεια της ικανότητάς μας να δημιουργούμε μύθους σαν αυτούς που για τόσους πολλούς αιώνες υποστήριζαν την αίσθηση της συλλογικής μας ταυτότητας. Το θεωρητικό εργαλείο που χρησιμοποιεί ο Marc Ausé είναι ένα τρίγωνο αλληλεπιδράσεων με τρείς κορυφές: 1. Συλλογική φαντασία και Μνήμη/ 2. Ατομική φαντασία και Μνήμη/ 3. Μυθιστορηματική και Καλλιτεχνική Δημιουργία (fictional creation). Η αφυδάτωση ακόμα και μιας από τις παραπάνω πηγές επηρεάζει ανάλογα και τις άλλες, κατά τον Γάλλο ανθρωπολόγο.
Η προσέγγιση του Ausé, πολύτιμη ως μια βάση για συζήτηση, έχει προβλήματα καθώς τείνει να εξετάζει τον σημερινό κόσμο με παραδοχές (και ενίοτε εξιδανικεύσεις) του παρελθόντος. Η συλλογική μας ταυτότητα δεν μπορεί πια να βασίζεται σε μύθους: αντλούμε μεν από το παρελθόν μα αποκλείεται να θέλουμε να το επαναφέρουμε, και επί πλέον η εποίκιση των ονείρων μας δεν είναι κάτι το καινοφανές. Για παράδειγμα, ο εξέχων Γάλλος μεσαιωνολόγος Ζακ Λε Γκοφ (1924-2014) στο βιβλίο του «Το φαντασιακό στον Μεσαίωνα», εκδόσεις Κέδρος, αναδεικνύει την τεράστια προσπάθεια της Καθολικής Εκκλησίας να ελέγξει το φαντασιακό των ανθρώπων.
*
Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε επί της ουσίας, είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε τη φύση και τη δυναμική των μέσων της ηλεκτρονικής εποχής. Ο θεωρητικός της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και «γκουρού περιωπής» των μέσων Marshall Mc Luhan (1911-80) εξηγεί ότι κάθε τεχνολογική τομή αναδιατάσσει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα: το ηλεκτρικό φως δεν άλλαξε μόνο τη νύχτα, κάνοντάς τη να μπορεί να βιώνεται όπως και η μέρα, αλλά απελευθέρωσε πολλές καινοτόμες ενέργειες. Τα οχήματα μπορούν να κυκλοφορούν τις νύχτες, οι αθλητές να αγωνίζονται οποιαδήποτε ώρα του 24ωρου, ακόμα και τα παράθυρα να μην είναι απαραίτητα για τα κτίρια.
Ανάλογα δραστική, από την άποψη των αναστατωτικών επιπτώσεων, είναι και η επινόηση και ραγδαία διάδοση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας. «Η τηλεόραση ανατίναξε τα θεμέλια των τρόπων της παραδοσιακής εκπαίδευσης» έγραψε κάπου ο Mc Luhan, πριν ακόμα τη διάδοση του μεταγενέστερου από αυτόν Διαδικτύου. Αλλά αυτά δεν γράφονται θρηνητικά: η ανάδειξη των επιπτώσεων καλεί για νέους τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας, ασχέτως αν οι πρώτες φάσεις των μεταβολών είναι αντιπαθητικές και δύσκολα διαχειρίσιμες για όσους είχαν μάθει αλλιώς. Επί πλέον, μια τέτοια αναστάτωση μπορεί να είναι ευθέως ευεργετική σε κάποιες περιστάσεις, ανοίγοντας ρωγμές σε καταπιεστικά ή απλώς παρωχημένα κλειστά συστήματα. Δεν είναι συμπτωματικό ότι από τους πρώτους στόχους ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηλεκτρονική εποχή χαρακτηρίζεται από μια μόνιμα εγκατεστημένη διάχυτη αναστάτωση, εξ αιτίας των συνεχών και ραγδαίων μεταβολών που εκδηλώνονται συχνά με τρόπο απρόβλεπτο. Με αυτή την έννοια, έχει σημασία ότι δεν είναι τα Μέσα η γενεσιουργός αιτία της τεράστιας κοινωνικής και προσωπικής αστάθειας, μα ο ρυθμός και η φύση των εξελίξεων στο πεδίο. Η λεγόμενη «απελευθέρωση της εργασίας», που συνδέεται με μια γενικευμένη υπερρευστότητα σε όλα τα επίπεδα αυτού του τόσο κεντρικού για τις ζωές των ανθρώπων τομέα, αλλά και η κοχλάζουσα διαρκής γεωπολιτική αναστάτωση που αφορά ολόκληρο τον πλανήτη, βάζουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις καθημερινά.
Την υπερρευστότητα μπορούμε να την πιστοποιήσουμε και από τα επιφαινόμενα, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξουμε στα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα περί τα οικονομικά, τα παραγωγικά ή συνολικά τα κοινωνικά. Αν θυμηθούμε τις παλιές καρτ ποστάλ που απεικόνιζαν την για πολλά χρόνια παγιωμένη μορφή των πόλεων, είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση ενός αρχιτέκτονα σε σχέση με τις σύγχρονες πόλεις, ότι δηλαδή είναι αδιανόητη σήμερα η έννοια της καρτ ποστάλ, καθώς η εικόνα μιας πόλης μεταβάλλεται διαρκώς με μεγαλύτερη ταχύτητα. Προσθέτουμε ότι η καρτ ποστάλ είναι σήμερα αδιανόητη και για έναν ακόμη λόγο: πριν από την ηλεκτρονική εποχή τα ταξίδια ήταν πολύ σπάνια, και γι’αυτό αξιομνημόνευτα, ενώ στους καιρούς μας είναι πολλαπλά και συνεχή, οπότε η πυκνότητα των αλληλοδιάδοχων και πολύ διαφορετικών εντυπώσεων είναι ανάλογη με αυτή στην οποία υπόκειται ο τακτικός θεατής της τηλεόρασης ή ο συχνά μετέχων των ηλεκτρονικών δικτύων κοινωνικής δικτύωσης. Τα Μέσα λοιπόν συντονίζονται με τον ρυθμό της ζωής στην εποχή μας, δεν είναι αυτά που τον γεννούν.
Υπάρχει μια εκτεταμένη διεθνής βιβλιογραφία- η γαλλική είναι η πιο ανησυχαστική, μα και η πιο ενδιαφέρουσα από πλευράς λεπταίσθητης διεισδυτικότητας- για τη δυναμική και τα επιδραστικά χαρακτηριστικά του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Πωλ Βιριλιό (1932-2018), Γάλλου θεωρητικού του πολιτισμού, πολεοδόμου και φιλοσόφου, όπως «Η πληροφορική βόμβα», «Πανικόβλητη πόλη», «Το πανεπιστήμιο της καταστροφής», από τις εκδόσεις Νησίδες, και πολλά άλλα, αξίζουν της ιδιαίτερης προσοχής μας. Παρά το γεγονός ότι τα βιβλία που αφορούν την κοινωνική μηχανική, όπως και τα αντίστοιχα της εφαρμοσμένης τεχνικής μηχανικής, παλιώνουν σχετικά γρήγορα εξ αιτίας της ταχύτητας των εξελίξεων (γι’αυτό ο Μισέλ Φουκώ προσομοιάζει αυτό το είδος, συμπεριλαμβάνοντας και το δικό του έργο, με μια στοχαστική ριζοσπαστική δημοσιογραφία), είναι πολύτιμα προκειμένου να πιάσουμε τον πραγματικό σφυγμό της κατάστασης με μια καινούρια, φρέσκια αντίληψη, σε σχέση με τον «παραδοσιακό» τρόπο που αφορούσε προηγούμενες εποχές.
Η αμφίδρομη διαχείριση των ηλεκτρονικών μέσων
Πέρα από τη δυναμική των Μέσων καθ’εαυτή, υπάρχει και η κάθε λογής διαχείρισή τους από τους ανθρώπους. Το μετρό συντομεύει δραστικά τον χρόνο μετακίνησης μεταξύ δύο τοποθεσιών, μα είναι ζήτημα διαχείρισης το πού θα γίνουν οι γραμμές και οι σταθμοί. Επί πλέον, όλοι χρησιμοποιούμε το μετρό, μα ο καθένας για τον σκοπό του: άλλος για να πάει στη δουλειά του, άλλος για ψυχαγωγία, και άλλος για κάποιο σκοτεινό λόγο. Ανάλογα ισχύουν για τα ηλεκτρονικά μέσα.
Μια τυπική εξουσιαστική χρήση των μέσων είναι αυτή της προπαγάνδας, από κάθε είδους, πολιτική, οικονομική ή άλλη, εξουσία, για λόγους που ποικίλουν, από τη διευκόλυνση της επιβολής ως την πώληση προϊόντων. Κεντρικός αγωγός διάδοσης της ηλεκτρονικά προωθούμενης προπαγάνδας είναι η τηλεόραση ως σταθερός πομπός με καθημερινό πρόγραμμα, αλλά με συστηματικές, οργανωμένες μεθοδεύσεις αυτή μπορεί να κοινωνηθεί αλλιώς και στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε η διαδραστικότητά τους να λειτουργήσει υπέρ του πολλαπλασιασμού της και της περαιτέρω διάδοσης και διείσδυσής της. Η προπαγάνδα αφορά τη μια κορυφή του τριγώνου του Ausé που προαναφέραμε, και σχετίζεται με το συλλογικό φαντασιακό.
Η βιβλιογραφία για την ηλεκτρονική προπαγάνδα είναι τεράστια, και η εν δυνάμει δραστικότητά της επίσης. Ας περιοριστούμε σε κάποια κρίσιμα σημεία: έχει σημασία ότι η διαδικασία αυτή δεν αποσκοπεί στο να πείσει, μα στο να θολώσει το ψυχοδιανοητικό τοπίο των ανθρώπων (δεύτερη κορυφή του τριγώνου του Ausé), βομβαρδίζοντάς τους με στοχευμένες, δραματοποιημένες ειδήσεις. Δεν δημιουργεί ακριβώς φαντάσματα, μα ένα φασματικό τοπίο, το οποίο υποβάλλεσαι να αναγνωρίσεις ως στοιχείο της πραγματικότητας. Η υψηλής ακρίβειας εικόνες που μεταδίδονται λειτουργούν ως αποδεικτικό της στενής σχέσης με την πραγματικότητα, μόνο που όπως γράφει ο Πωλ Βιριλιό: «Όπως η υπερβολική εφαρμογή δικαιοσύνης θολώνει την έννοια της δικαιοσύνης, η υπερβολική ακρίβεια θολώνει το τοπίο, καθώς με την εστίαση σε ακριβείς λεπτομέρειες θολώνει η συνολική εποπτεία του τοπίου.»
Από την άλλη μεριά, έχει σημασία το ότι η ύπαρξη ηλεκτρονικής προπαγάνδας και η έμφαση σ’αυτή, παραπέμπει σε κοινωνία με αρκετούς βαθμούς ελευθερίας- οπότε οι άνθρωποι πρέπει να πειστούν ή να χειραγωγηθούν και με μεθόδους άλλες από τη στυγνή καταπίεση-, ή έστω σε μια οργανωμένη κοινωνία που πάντως αναφέρεται σε ένα πλαίσιο λειτουργίας. Σε συνθήκες διάλυσης κάθε νομιμοποιητικής αναφοράς, όπως πρόσφατα στη Συρία, στις καταδιασπασμένες χώρες της Αφρικής, αλλά ακόμα και στα υπερ-γκέττο των δυτικών μεγαλουπόλεων (που συνιστούν «θύλακες του Τέταρτου Κόσμου μέσα στον Πρώτο» κατά τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν) δεν λειτουργεί τέτοιου είδους χειραγώγηση: τα πράγματα εκεί λειτουργούν με ωμό τρόπο, στη βάση του «δίκιου του ισχυρότερου».
Κλείνοντας, έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι η προπαγάνδα δεν αφορά στενά τα δελτία των ειδήσεων, μα συνολικά τη συγκρότηση ενός φασματικού σύμπαντος και την υποβολή της ιδέας ότι αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζεις. Η τιμημένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόϊ (γενν. 1959) θεωρεί ότι ένας «αεροστεγής»- σε σχέση με τις ιδέες- ιδεατός θόλος σκεπάζει αυτό το φασματικό σύμπαν.
*
Αν η (ηλεκτρονική) προπαγάνδα είναι σύμφυτη με το σύστημα λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών, είναι οι άνθρωποι απλώς παθητικοί συμμέτοχοι του ηλεκτρονικού σύμπαντος; Όχι ακριβώς. Και όχι μόνο επειδή αυτό το σύμπαν εξυπηρετεί και άλλες ανάγκες (ενημέρωση, διασκέδαση, ψυχαγωγία, επικοινωνία και συντονισμός με τους άλλους: μεγάλη η συμβολή αυτού του συστήματος στην αντιμετώπιση του κορονοϊού, τόσο ιατρικά όσο και κοινωνικά, για παράδειγμα). Ακόμα και η προπαγάνδα μπορεί να τύχει ανάστροφης διαχείρισης από τους ανθρώπους.
Το θεατρικό έργο «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του σπουδαίου Ιταλού δραματουργού Εντουάρντο ντε Φίλιππο (1990-84), μολονότι αναφέρεται σε προ-ηλεκτρονικά φαντάσματα της αστικής ζωής, θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένα πολύ διεισδυτικό δοκίμιο για την ανάστροφη (εκμεταλλευτική) διαχείριση των φαντασμάτων. Στο έργο, ένα ζευγάρι με πολύ ταλαιπωρημένη, σχεδόν αποξενωμένη τη μεταξύ τους σχέση (ψυχή πονεμένη αυτός, ψυχή χαμένη αυτή) μετακομίζει σε ένα σπίτι που η γειτονιά βοά ότι είναι τόπος που κυβερνούν τα φαντάσματα. Οι δυό τους, μαζί με τον εραστή της κυρίας (ψυχή ανήσυχη εκείνος) γυρίζουν την ιδέα των φαντασμάτων προς το συμφέρον τους: ο εραστής μπαινοβγαίνει στο σπίτι, νομιμοποιημένος ως φάντασμα, όποτε θέλει, αφήνοντας στην τσέπη του σακακιού του συζύγου χρήματα, τα οποία αυτός με τη σειρά του δεν τα κρύβει, αποδίδοντας το γεγονός στην καλή διάθεση των φαντασμάτων. Ενας μικρόκοσμος ανθρώπων, αυτοί και το περιβάλλον τους, αναφέρεται σε άϋλα πλάσματα που εμπλέκονται στη ζωή τους απαλλάσοντας τους από υποχρεώσεις έναντι του συμβατικού πλαισίου της κοινωνίας, μέχρι που η πραγματικότητα, ως «η αλήθεια δίχως πέπλα» χτυπάει αποφασιστικά την πόρτα τους, δίνοντας άλλη τροπή στα πράγματα.
Η ανάστροφη διαχείριση μπορεί να αφορά και άλλα πεδία. Από την ηλικιωμένη κυρία στο Γηροκομείο που «ερωτεύεται» τον διάσημο τηλεπαρουσιαστή των ειδήσεων και τον «συμβουλεύει», ενώ αυτός μιλάει στην τηλεόραση, να κοιμάται περισσότερο ή να φοράει κάτι βαρύτερο για να μην κρυώνει, όπως στο θαυμάσιο ντοκυμαντέρ της Ευας Στεφανή, μέχρι τους πολλούς ανθρώπους που καθηλώνονται με τις ώρες στα δράματα των ειδήσεων ή των σειρών, αναζητώντας εκεί το δράμα που λείπει από τις καθηλωμένες ζωές τους, και ακόμα αυτούς που αναζητούν μια ταυτότητα υιοθετώντας τον ρόλο του τιμητή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά αυτά είναι στοιχεία μιας παθολογίας που προϋπήρχε της ηλεκτρονικής εποχής και εκδηλωνόταν στις πλατείες, στα καφενεία και τις γειτονιές των πόλεων, αντί του κυβερνοχώρου.
Αλλά δεν πρόκειται μόνο για παθολογία, μα και για την ικανοποίηση μιας πολυσύνθετης ανάγκης για ενημέρωση περί τα τεκταινόμενα στο αστικό περιβάλλον. Οπως γράφει πολύ παραστατικά φίλος για την προ-ηλεκτρονική εποχή: “Ως γιός μπαρμπέρη και μεγαλώνοντας μέσα στο κουρείο: το μαγαζί λειτουργούσε ως το διαδίκτυο της εποχής. Σε πολύ λίγο χρόνο μάθαινες τί είχε συμβεί στην πόλη, και από ορισμένους πιό φλύαρους πελάτες γινόσουν αποδέκτης προσωπικών, πικάντικων, και πάσης φύσεων γεγονότων!” Τα παρελκόμενα της συλλογικής ζωής, πέρα από τις καθαρά ευεργετικές της διαστάσεις, είναι πολλά και ανεξάρτητα των μέσων που χρησιμοποιούνται: από την ανάγκη ενός ηλικιωμένου απομονωμένου προσώπου για μια παρέα έστω και άϋλη, μέχρι την επιτακτική έμφαση μιας κοινωνίας στο φαίνεσθαι, που μπορεί να δημιουργήση ατμόσφαιρα ακόμα και μιας μόνιμης υφέρπουσας υστερίας, χωρίς να παρεμβάλλονται ηλεκτρονικά μέσα, όπως πολύ παραστατικά αναδεικνύεται στο θεατρικό έργο που έγινε και και τηλεοπτική σειρά “Συμπέθεροι από τα Τίρανα”.
Δημιουργική χρήση
Πρώτα απ’όλα, μια δημιουργική χρήση των Μέσων δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει, με μια κατά το δυνατόν δημιουργική ζωή. Σ’αυτά τα πλαίσια, πέρα από την παθολογική χρήση των Μέσων (έτσι ή αλλιώς), και πέρα από την επωφελή χρήση προκειμένου να κάνεις τη δουλειά σου ή να ξοδέψεις το διάλειμμά σου- στην οποία δεν αναφερόμαστε αναλυτικά καθώς είναι τόσο προφανής όσο και πολύτιμη για την αποδοτική ροή της καθημερινότητά μας-, υπάρχει ασφαλώς και η δημιουργική χρήση, η οποία έχει κι αυτή τους κανόνες της. Είναι σαφές, για παράδειγμα, ότι όπως δεν μπορείς να κάνεις κατοικία σου το Mall, αυτό κατ’αναλογία ισχύει και για τον ηλεκτρονικό κόσμο. Ο Ισπανός Πέντρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, το λέει ποιητικά στο θεατρικό του έργο «Η ζωή είναι ένα όνειρο»: «…ας ονειρευτούμε ψυχή μου, ας ονειρευτούμε πάλι, αλλά ας έχουμε το νου μας και να μην ξεχνάμε ότι όταν έλθει η ώρα πρέπει να ξυπνήσουμε και να απομακρυνθούμε από αυτή την ευχαρίστηση…»
Αλλά η καταφυγή στα όνειρα δεν προκαλεί μόνο ευχαρίστηση. Αν συχνά οι άνθρωποι χρειαζόμαστε την αλήθεια σκεπασμένη από πέπλα, για να μην βλέπουμε την πραγματικότητα της ζωής μας ωμή (να αποφύγουμε να κοιτάξουμε τα μάτια της Μέδουσας), μην ξεχνάμε ότι τα «ηλεκτρονικά πέπλα» είναι ενίοτε ακόμα πιο τρομακτικά και αναστατωτικά από αυτό που υποτίθεται ότι κρύβουν.
Επειτα, υπάρχουν τόσων άλλων ειδών πέπλα προκειμένου να πλησιάσουμε με τρόπο την αλήθεια, παράλληλα απολαμβάνοντας και εμβαθύνοντας στη ζωή: η Τέχνη (η τριτη κορυφή του τριγώνου του Ausé, που προαναφέραμε) είναι ευτυχώς ακόμα ζωντανή και ποικιλοτρόπως ενδιαφέρουσα. Η Τέχνη της εποχής μας, μάλιστα, συχνά συνδέεται και αξιοποιεί τον ηλεκτρονικό κόσμο, όπως είναι φυσικό, και αυτό συνέβαινε σε κάθε εποχή της ανθρωπότητας με την ώσμωση της καλλιτεχνικής, ποιητικής, λογοτεχνικής και εν γένει δημιουργικής έκφρασης με τα διατιθέμενα σε κάθε φάση μέσα. Ειδική μνεία επίσης πρέπει να γίνει στη μεγάλη αξία του τυπωμένου γραπτού λόγου και τα βιβλία, όχι μόνο σε σχέση με την καινούρια παραγωγή έργων, μα και επειδή μια στιβαρή βιβλιοθήκη συμβάλλει σε κάτι πολύτιμο και αναντικατάστατο: στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης της διαχρονικής ανθρώπινης περιπέτειας, ενώ η έμφαση των ηλεκτρονικών μέσων είναι στον συγχρονισμό μας στο παρόν, σ’αυτό (που φαίνεται να) συμβαίνει τώρα.
Εννοείται επίσης ότι τα «πέπλα», ακόμα και τα δημιουργικά πέπλα της Τέχνης, δεν είναι παντός καιρού: δεν έχει νόημα να σκεπαζόμαστε συνέχεια με μια κουβέρτα, όπως στο καρτούν Σνούπυ, για να κυκλοφορούμε. Η διαδραστική ζωή στο πεδίο της πραγματικότητας, ο δημιουργικός συγχρωτισμός μας με τους άλλους, και οπωσδήποτε η αίσθηση της πραγματικότητας που αποκτάμε δια της εργασίας και της πρακτικής οικοδόμησης της τωρινής και της προβαλλόμενης στο μέλλον ζωής μας- της δικής μας, και της συλλογικής-, η πολλαπλή και ποικιλότροπη ενημέρωση και μαθητεία, είναι στο επίκεντρο μιας πλούσιας και ουσιαστικής ανθρώπινης εμπειρίας.
Καταλήγοντας, το σημαντικότερο όλων στις θεωρήσεις μας είναι ότι τα Μέσα (ακόμα και τα ηλεκτρονικά) δεν είναι παρά Μέσα, δηλαδή εργαλεία, στενά συνδεδεμένα με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Αν αισθανόμαστε δυσανεξία στη ζωή μας, μάταια θα καταδικάσουμε τα Μέσα γι’αυτό. Προκύπτουν παραπλανητικές θεωρήσεις για μας και για τους άλλους, από μια τέτοια στάση. Η θεμελιώδης αιτία τυχόν δυσανεξιών μας είναι ο τρόπος που είναι στημένη η ζωή μας, η προσωπική και η συλλογική. Και με αυτή τη συνειδητοποίηση φεύγουμε από τη Φαντασίωση (ηλεκτρονικά ή αλλιώς υποστηριζόμενη), και ανοίγουμε την πόρτα στην Πολιτική.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι συγγραφέας και πολιτικός μηχανικός.