Τα ίχνη της εμπειρίας

0
1523

 

 

Του Θανάση Καράβατου. (Ο ανθρώπινος ψυχισμός  δεν είναι ούτε ανεγκέφαλος, ούτε άψυχος, ούτε ακοινώνητος).

 

 

Η σύγχρονη ψυχιατρική […] δεν στοχεύει παρά μόνο σε συμπτώματα, η αξιοπιστία των οποίων βρίσκεται στο γεγονός ότι όλοι τα βλέπουν με τον ίδιο τρόπο. Είναι η προοπτική των DSM-IV και ICD-10 που αυτοπαρουσιάζονται ως α-θεωρητικά και τελικώς απομένουν χωρίς υποκείμενο, τόσο από τη μεριά του παρατηρούμενου όσο και από εκείνη του παρατηρητή. […] Απέναντι σε αυτή την εξέλιξη, δεν είναι ίσως υπερβολή να πούμε πως στην ψυχανάλυση ξαναβρίσκουμε σήμερα τις προκλήσεις της κλινικής μεθόδου. […] Στην κλινική στηρίζεται τόσο για να επιλύει τα θεωρητικά της προβλήματα όσο και για να προσανατολίζει την πρακτική της.

 

François Ansermet. Les inventions de la Clinique.

Vacarme 2004, 29, 102-105.

 

Η κεντρική μου ιδέα είναι […] να πετύχουμε τη συνάντηση της ψυχιατρικής με τις νευροεπιστήμες, μέσα σε μια προοπτική ολοκλήρωσης που δεν θα είναι είδος αναλογικού συνκρητισμού, ένα αμάλγαμα αντικρουόμενων δοξασιών. […] Το κεφαλαιώδες για μένα είναι: η εκπαίδευση των φοιτητών στη ιατρική, την ψυχιατρική, τις νευροεπιστήμες να  διαθέτει την ακρίβεια της επιστημονικής αντικειμενικότητας χωρίς να χάνει τη μη αναγώγιμη κατανόηση του υποκειμένου.

Συνέντευξη του Pierre Magistretti στους S. Parizot, Ph. Conus.

LInformation Psychiatrique 2010, 86, 529-532

 Θα του άρεσε άραγε του Freud ετούτη εδώ η αρχή του 21ου αιώνα; Το ερώτημα ετέθη στον τίτλο άρθρου που δημοσίευσε η Information Psychiatrique το 2007, σε τεύχος αφιερωμένο στις νευρεπιστήμες.[i] Οι συγγραφείς απαντούσαν θετικά, αφού όμως προηγουμένως είχαν αναπτύξει τους προβληματισμούς τους πάνω στη «συνάρθρωση μεταξύ ψυχανάλυσης και νευροεπιστημών», όπως συμπλήρωναν τον τίτλο τους. Η θετική τους απόφανση βασιζόταν σε όσα είχαν προσθέσει στον σχετικό προβληματισμό ο Edelman, οDamasio  και κυρίως οι εργασίες του Eric Kadel για τη μνήμη [βραβείο Νόμπελ 2000]. Ο ίδιος άλλωστε προσδιόριζε εκείνο τον καιρό ότι «το επιστέγασμα των ιδεών» του που επηρέασαν το έργο του και «τροφοδότησαν το ενδιαφέρον για τη συνειδητή και τη μη συνειδητή μνήμη» προέρχονταν  από μια «προοπτική του νου» που του έδωσαν «η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση».[ii] Με αφετηρία λοιπόν τη «νευρωνική πλαστικότητα» του Kandel, οι αρθρογράφοι θα κάνουν ιδιαίτερη μνεία στο βιβλίο A chacun son cerveau,των François Ansermet και Pierre Magistretti· Το βιβλίο δηλαδή που μας προσφέρουν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, λίγο πριν την εκπνοή του 2015, σε μετάφραση της Βασιλικής Βακάκη και επιστημονική επιμέλεια του Ηλία Κούβελα, υπό τον τίτλο «Τα ίχνη της εμπειρίας – Νευρωνική πλαστικότητα & η συνάντηση της βιολογίας με την ψυχανάλυση».

 

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που προωθεί τον διάλογο μεταξύ ψυχανάλυσης και βιολογίας, με σεβασμό στα επιστημολογικά προβλήματα που τίθενται, όπως το καταγράφουμε εκ προοιμίου στην αρχή του κειμένου. Πάει να πει πως είναι ένα βιβλίο που δεν ακολουθεί τη διθυραμβική υποδοχή μιας «νευροψυχολογίας του βάθους», της «νευροψυχανάλυσης» του Mark Solms, όπως κάποια στιγμή έγινε του συρμού. Τυπικό παράδειγμα ένα άρθρο του 2004 που εξέφραζε, στον τίτλο του επίσης, την πλήρη βεβαιότητα πως ο Freud θα ένιωθε απολύτως άνετα σε τούτη την αρχή του 21ου αιώνα. Επειδή ο Solms «χάρασσε έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό μεταξύ των φροϋδικών θεωριών […] και της αρχιτεκτονικής του εγκεφάλου, όπου οι πρόσφατες χαρτογραφήσεις κάνουν προφανή μια περιοχή, γύρω από το λιμβικό σύστημα και την κεντρική περιοχή του εγκεφαλικού στελέχους, υπεύθυνη για τις ενορμήσεις και τα ένστικτα, το “Αυτό”. Στον μετωπιαίο φλοιό διακρίνεται, επίσης, μια κοιλιακή μοίρα, υπεύθυνη για την ασύνειδη επιλεκτική αναστολή, που μπορεί να θέσει το όριο “συνείδηση/ασυνείδητο”, μια πρόσθια-άνω μοίρα που επιτρέπει τον έλεγχο των συνειδητών σκέψεων, το “Υπερ-Εγώ”, ενώ ο οπίσθιος εγκέφαλος, με όλες τις αντιληπτικές του ζώνες που φέρνουν το άτομο σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, μπορεί να αντιπροσωπεύει το “Εγώ”».[3] Σύμφωνα με τονSolms και τη γυναίκα του Kaplan-Solms, ο σκοπός μιας «νευροψυχολογίας του βάθους δεν ήταν να αντικαταστήσουν ένα ψυχικό μοντέλο του πνεύματος με ένα άλλο φυσικό μοντέλο, αλλά να προσθέσουν στην παραδοσιακή μεταψυχολογική αντίληψη μια νέα, φυσική, αντίληψη και να προσπορισθούν έτσι μια πρόσθετη προοπτική για κάτι που δεν μπορεί να γίνει άμεσα γνωστό».[4]

Η θέση των Ansermet και Magistretti βρίσκεται στο αντίποδα αυτής της αντίληψης: «ανάμεσα στις νευροεπιστήμες και την ψυχανάλυση, γράφουν, δεν υπάρχει «δυνατότητα σύνθεσης» [σελ. 33]. Προκρίνουν άλλη οδό. Από τα τέσσερα μοντέλα για τη σχέση νευροεπιστημών και Ψυχανάλυσης: (1) την απόλυτη ετερογένεια [αλληλεπίδραση], (2) την υπέρθεση [αναγωγιστική ερμηνεία των νόμων της μιας πλευράς με τους νόμους της άλλης], (3) τη συγχώνευση [αμάλγαμα] και (4) τομή [τομή δύο ετερογενών τάξεων], οι συγγραφείς επιλέγουν το 4ο μοντέλο στο οποίο τους οδηγεί η πλαστικότητα, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ γονότυπου και περιβάλλοντος για να δώσει τον φαινότυπο, αντίθετα προς την αλληλεπίδρασης, όπου το περιβάλλον δρα απευθείας στον γονότυπο για τον ίδιο λόγο [σελ. 33].

*

Όταν ο ειδικός επί των ονείρων Alan Hobson έλεγε «Freud must go»,[5] ο βιολόγος Edelman αφιέρωνε ένα από τα βιβλία του στον Freud και τον Darwin. Κι όταν ο καθηγητήςTallis «έθαβε τoν Freud»,[6] η ψυχανάλυση είχε κιόλας αρχίσει να συνδιαλέγεται με τις νευροεπιστήμες, τουλάχιστον με ένα μέρος τους. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι ψυχαναλυτές έβρισκαν πιο εύκολα τους συνομιλητές τους στην πλευρά της γενικής βιολογίας, όπως ο Henri Atlan κι ο Francisco Varela, παρά στη πλευρά των νευροβιολόγων, με μερικές βέβαια φωτεινές εξαιρέσεις όπως ο Jean-Didier Vincent, o Gerald Edelman, o Alain Prochiantz, ο Pierre Magistretti κι o αείμνηστος φίλος μας Marc Jeannerod. Δεν εξαφανίστηκαν οι διαφορές, αλλά υπήρχε πλέον η δυνατότητα συνομιλίας, έγραφε το 1998 ο André Green.[7] Ήταν γόνιμη, για παράδειγμα, η «αναλογική μεταφορά» εννοιών τουEdelman σε άρθρο του ψυχαναλυτή Michel Neyraut για τη μνήμη.[8]

Σήμερα, οι σχέσεις μεταξύ ψυχανάλυσης και νευροεπιστημών βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο και η μελέτη τους διευρύνεται: (α) εμπλουτίζεται, όταν δεν παραγνωρίζονται τα επιστημολογικά προβλήματα[9] και (β) δυσχεραίνεται, είτε όταν καλύπτεται η διαφορά ανάμεσα σε «αντικείμενο» της ψυχανάλυσης και «αντικείμενο» των νευροεπιστημών, είτε αγνοείται η εξέλιξη των φροϋδικών ιδεών, ζώντος ακόμα του Freud, π.χ. η «στροφή» μετά το 1920 και το Πέραν της αρχής της ηδονής. Φυσικά, πάντα θα υπάρχουν τα προβλήματα της ορολογίας, ακραία η περίπτωση του «νέου ασυνείδητου» του νευρολόγου Lionel Naccache που υποστηρίζει πως οι ιδιότητες τις οποίες ο φροϋδισμός αποδίδει στο ασυνείδητο, [απώθηση, προθετικότητα κ.α.] είναι κατ’ ουσία ιδιότητες της συνείδησης.[10]

Το ψυχαναλυτικό περιοδικό Le Coqhéron έθεσε, σε πρόσφατο τεύχος του (2015/3), το ερώτημα για τις σημερινές σχέσεις της ψυχανάλυσης με την επιστήμη.[11] Σε ένα από τα άρθρα του, ο ψυχαναλυτής Γιώργος Δημητριάδης θέτει το ερώτημα αν, παρόλα τα προβλήματα, υπάρχουν σήμερα «δυνατότητες για έναν διάλογο μεταξύ νευροεπιστημών και ψυχανάλυσης που να σέβεται την επιστημολογική ιδιαιτερότητά τους». Η απάντησή του είναι θετική. Το μαρτυρούν ήδη πολλές εργασίες, όπως αυτές «του François Ansermetκαι του Pierre Magistretti πάνω στα ίχνη της εμπειρίας, όπως άλλωστε και οι εργασίες του Bernard Golse που αναφέρονται στον αυτισμό».[12] Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να δημοσιεύσω στο περιοδικό Σύναψις, την εργασία του Golse για το πέρασμα από την διυποκειμενικότητα στην υποκειμενικότητα, γραμμένη σε διάλογο με τους νευροεπιστήμονες.[13]

 

*

«Τούτο το βιβλίο […] βασίστηκε στην κοινή διαπίστωση ότι η εμπειρία αφήνει πίσω της ένα ίχνος», γράφουν οι συγγραφείς στον πρόλογο τους [σελ. 19-24]. Χάρη σε αυτή τη «θεμελιώδη θέση» της νευροβιολογίας  ξεπεράστηκε η «άκαμπτη στάση» για το νευρικό σύστημα – «οι συνάψεις υπόκεινται συνεχώς σε τροποποιήσεις ανάλογα με τη βιωματική εμπειρία». Ταυτόχρονα, η ίδια ιδέα «κατέχει επίσης κεντρική θέση στην ψυχανάλυση». […] Η πρωτοτυπία στη διατύπωση του Φρόυντ έγκειται στο ότι υπέθεσε πως δεν υπάρχει μία μόνο αποτύπωση της εμπειρίας, αλλά ότι η εμπειρία μεταγράφεται σε διαφορετικά συστήματα, καταλήγοντας στη δημιουργία μιας ασυνείδητης ψυχικής ζωής».

Ένα από τα κύρια θέματα αυτού του βιβλίου είναι ακριβώς η διερεύνηση των μηχανισμών που επιτρέπουν τη δημιουργία της εν λόγω ασυνείδητης πραγματικότητας, και κυρίως ο καθορισμός της επίδρασης που ασκείται στην εξέλιξη του υποκειμένου». Στη διαδικασία αυτή εμπλέκεται και το σώμα. Να προσθέσω ότι σε μια μονιστική αντίληψη το «ψυχικό» δεν είναι ισοδύναμο του «άυλου, του μη σωματικού», εφ’ όσον αναζητούμε και τις ψυχικές ρίζες του σώματος που προϋποθέτει την αναγνώριση ότι το σώμα δεν είναι εξ αρχής δεδομένο, αλλά κατασκευάζεται μέσω της ψυχικής εργασίας που συνδέει αντιλήψεις και εντυπώσεις συναισθημάτων και πράξης.[14]

 

*

Δεν είναι φυσικά δυνατόν να παρουσιαστούν εδώ όσα αναπτύσσονται στα 15 κεφάλαια του βιβλίου με τους λίαν ευρηματικούς τίτλους, που το καθένα τους αναφέρεται στις ποικίλες πτυχές του θέματος. Θα παραθέσω μόνο τους επεξηγηματικούς υπότιτλους:

 

Οι υπότιτλοι των κεφαλαίων: [1] τι συνεπάγεται η πλαστικότητα, [2] αντίληψη και αναμνήσεις, [3] η μοίρα της αντίληψης, [4] από την εμπειρία στο ίχνος, [5] συναπτικό ίχνος και ψυχικό ίχνος, [6] αντιλήψεις και συναισθήματα, [7] ψυχικά ίχνη και σωματικές καταστάσεις, [8] φαντασίωση, αντικείμενο και πράξη, [9] προέλευση και κατάληξη των ορμών, [10] ηδονή και δυσαρέσκεια, [11] ας συνοψίσουμε, [12] ήξεις, αφήξεις ουκ εν τω πολέμω θνήξεις, [13] οι επιδράσεις της εσωτερικής πραγματικότητας, [14] ασυνείδητο, μνήμη και απώθηση, [15] Πέρα από το φαντασιακό σενάριο.

 

Κι έπειτα θα σταθώ μόνο στο κεφάλαιο 1– «Η πολική αρκούδα και η φάλαινα» [ειρωνική διατύπωση για ένα απίθανο ζευγάρωμα], που ακολουθείται από τον διευκρινιστικό υπότιτλο «τι συνεπάγεται η πλαστικότητα», όπου εκτίθενται, μεταξύ άλλων, και οι ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες για τις μεταξύ γενετικής και πλαστικότητας σχέσεις

 

Η πλαστικότητα του νευρικού συστήματος μας επιτρέπει να αλλάξουμε την οπτική για την αιτιολογία και την παθογένεια των ψυχικών ασθενειών, αποφεύγοντας τον απλοϊκό αναγωγισμό που ικανοποιείται με την απόλυτη υπαγωγή του ψυχικού στο οργανικό. «Είναι πλέον αρκετά σαφές ότι δεν μπορούμε να αναγάγουμε την εμφάνιση των ψυχικών παθήσεων σε γενετικές ανωμαλίες που συνδέονται μόνο με ένα γονίδιο, όπως προβλέπει το μοντέλο των μονογονιδιακών νοσημάτων» – που δεν ξεπερνούν άλλωστε «το 2-3% της ιατρικής, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχιατρικής. […] Εδώ, βρισκόμαστε ενώπιον δύο ντετερμινισμών, παράλληλων αλλά διαφορετικών: ενός γενετικού ντετερμινισμού, σαφώς πολυγονιδιακού, και ενός περιβαλλοντικού ή ψυχικού ντετερμινισμού, οι οποίοι συνδέονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στο φαινόμενο της πλαστικότητας. Από αυτή την άποψη δεν υπάρχει σε μεγαλύτερο βαθμό γενετικός προκαθορισμός απ’ ό,τι περιβαλλοντικός ή ψυχικός» (σελ 30-31). Κι ας προσθέσω ότι, όταν δεν πρόκειται για μονογενετικό νόσημα, αλλά για «πολύπλοκα ανθρώπινα χαρακτηριστικά», η βασική εξίσωση της ποσοτικής γενετικής δείχνει πλήρη αδυναμία να καταστρωθεί μια μετρήσιμη σχέση μεταξύ γονιδιακής και περιβαλλοντικής δράσης.[15]

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την παλιά απόφανση του François Jacob για τη «χαλάρωση» της κληρονομικότητας στο άνθρωπο, την οποία επιτρέπει ο τρόπος ωρίμανσης και οργάνωσης του νευρικού του συστήματος.[16] Προϋπόθεση για την ανάπτυξη ανθρώπινου ψυχισμού, αποτελεί η βιολογική ανωριμότητα του ανθρώπινου βρέφους. Διότι, η ωρίμανση και η κάλυψη της ελλειμματικότητας θα γίνει, όχι απλώς εντός ενός περιβάλλοντος, αλλά εντός ενός κόσμου, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία που διαθέτει λόγο, απέναντι σε έναν άλλον.[17] Προωθώντας, βέβαια έτσι και την πορεία του προς την «ελευθερία» της πολιτισμικής του ανέλιξης, αναλώμασι, φυσικά, της βιολογικής του ασφάλειας. Διότι το «βιολογικό» παρέχει, όντως, ασφάλεια, εις βάρος όμως της ελευθερίας.[18]  Έτσι δημιουργούνται περιθώρια για προεκτάσεις, ανατροπές, αμφισημίες, αυξάνοντας το πεδίο ελευθερίας του ανθρώπου. Και τους κινδύνους, φυσικά, της ψυχοπαθολογίας!

Η πλαστικότητα, προσθέτουν οι συγγραφείς, μας φέρνει στο σημείο «να μπορούμε ακόμη και να διανοηθούμε μια ψυχική αιτιότητα να διαμορφώνει την οργανική» (σελ. 29). Το έχει διατυπώσει προκλητικά ο νευροβιολόγος Alain Prochiantz στο θαυμάσιο βιβλιαράκι του Η Βιολογία στο Μπουντουάρ [ένας εν είδει διηγήματος διάλογος, όπου μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων συζητά σε έναν πύργο τα μυστικά της βιολογίας]: «Αν ο εγκέφαλος εκκρίνει τη σκέψη όπως το ήπαρ τη χολή [κατά τη παλιά διατύπωση των οργανικιστών του 19ου αιώνα], αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή –μέσα στα όρια που τίθενται από το είδος– η σκέψη επίσης εκκρίνει τον εγκέφαλο». Είναι εξ ίσου βιολογικό «να αποδέχεσαι πως η δόμηση του εγκεφάλου είναι επίσης ατομική».[19] Κάτι ανάλογο, από τη μεριά της κοινωνιολογίας, έγραψε πρόσφατα ο Alain Ehrenberg: «O εγκέφαλος δεν είναι τόσο η αιτία κάποιων καινοτομιών που έχουν τον αντίκτυπό τους στην κοινωνική ζωή όσο η δυναμική που αυτή ενεργοποιεί».[20]

 

*

Θα κλείσω παραθέτοντας τις δύο ακροτελεύτιες προτάσεις του επιλόγου: (α) οι συγγραφείς τονίζουν ότι στο βιβλίο τους δεν αναπτύσσεται «απλώς μια αποδεικτική λογική η οποία επαληθεύει την ψυχανάλυση με βάση τις νευροεπιστήμες ή πείθει τους νευροεπιστήμονες να λάβουν υπ’ όψιν τους τις θέσεις ης ψυχανάλυσης»· (β) το προέχον γι’ αυτούς είναι ότι στο βιβλίο τους αναλύουν «τις συνέπειες τις οποίες συνεπάγεται η μετατόπιση του παραδείγματος που έχει προκαλέσει το φαινόμενο της πλαστικότητας, ένα φαινόμενο του οποίου αποκαλύπτονται οι εξαιρετικές δυνατότητες που εμπεριέχει μια οποιαδήποτε εμπειρία, τόσο για το γίγνεσθαι του κάθε υποκειμένου όσο και για το γίγνεσθαι του κάθε εγκεφάλου» [οι υπογραμμίσεις δικές μου].

 

INFO: François Ansermet – Pierre Magistretti, “Τα ίχνη της εμπειρίας

Νευρωνική πλαστικότητα & η συνάντηση της βιολογίας

με την ψυχανάλυση”, Απόδοση στα ελληνικά: Βασιλική Βακάκη, Επιστημονική επιμέλεια & Πρόλογος στην ελληνική έκδοση: Ηλίας Κούβελας

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, 234.

 

 


[1] Braconnier Α, Hanin Β. Freud aurait-il aimé ce début du 21ème siècle? Quelques réflexions sur l’articulation entre psychanalyse et neurosciences. L’Information Psychiatrique, 2007/2, 83, 123-128.

[2] Kandel Ε. Αναζητώντας τη μνήμη. Η ανάδυση μιας νέας επιστήμης του νου. Μετάφραση & επιστημονική επιμέλεια: Αζαρία Καραμανλίδη, πρόλογος Ηλία Κούβελα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2008, 444-445.

[3] Sandretto J. Freud aurait aimé ce début de 21ème siècle. Topique 2004/3, 88, 145-155.

[4] Kaplan-Solms C., Solms M. Clinical studies in Neuro-Psychoanalysis. Intoduction to a depth neuropsychology. Karnac Books, 2002, 251.

[5] Green Α. Philosophie de l’esprit et psychanalyse. Στο Psychanalyse, neurosciences, cognitivismes, Débats de psychanalyse. Monographies de la Revue Française de Psychanalyse, Paris, PUF 1996, 13-25.

[6] Tallis RC. Burying Freud. The Lancet, 1996, 347, 9002, March 9, 1996, 669-71.

[7] Green A. Vers un armistice? Perspectives Psychiatriques 1998, 37, 2, 81-83.

[8] Neyraut M. La memoire inconsciente comme limite épistémologique». Στο Psychanalyse, neurosciences, cognitivismes, Débats de psychanalyse. Monographies de la Revue Française de Psychanalyse, Paris, PUF 1996, 43-50.

[9] Βλ. (α) Braconnier Α, Hanin Β. Freud aurait-il aimé ce début du 21ème siècle? Ό.π. & (β) Dimitriadis Y. Ladite neuro-psychanalyse est-elle une liaison dangereuse? Le Coq-Héron, 2015/3, 222, 64-71.

[10] Naccache I. Le nouvel inconscient. Freud Christophe Colomb des neurosciences. Odile Jacob, Paris 2006.

[11] Danjoy E. Editorial. Le Coq-Héron, 2015/3, 222, 7-10.

[12] Dimitriadis Y. Ladite neuro-psychanalyse est-elle une liaison dangereuse? Ό.π.

[13] Golse Β. Από τη διυποκειμενικότητα στην υποκειμενικότητα. Ένα παράδειγμα περάσματος από το διαπροσωπικό στο ψυχικό. Σύναψις, 2014, 34, 8-13.

[14] Goffette J. Quelques pas théoriques vers une psychogènese du corps. L’Évolution Psychiatrique 2010, 75, 353-369.

[15] Formeut J. Les glissements progressifs d’une equation. La Recherche 1998, 311, 50-51.

[16] Jacob F. Η Λογική του Ζώντος: Ιστορία της Κληρονομικότητας (μτφρ. Γ. Κ. Χατζόπουλος). Ράππας, Αθήνα 1972, 437.

[17] Καράβατος Αθ. Ο ψυχικός άνθρωπος. Σύγχρονα Θέματα, στο ειδικό αφιέρωμα «Εγκέφαλος και συνείδηση», 2004, 87, 31-91.

[18] Ruffié J. De la biologie à la culture, Flammarion, Παρίσι 1976.

[19] Prochiantz A. Η Βιολογία στο Μπουντουάρ – ένας διάλογος για το έμβιο. Μτφρ Θ Τσαπακίδης, Επιμ. Χ. Καζλαρής. Κάτοπτρο, Αθήνα 1997, 140.

[20] Ehrenberg A. Se définir par son cerveau. Esprit, 2015/1, 68-81.

 

Προηγούμενο άρθροΈνας ζωγράφος ανάμεσα σε δυο κόσμους: Μιχαήλ Αξελός
Επόμενο άρθρο«Σαιξπηρικόν» :Μια ποιητική – αναγνωστική διαστροφή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ