Χρήστος Τσιάμης
XVI
Τα Ευτράπελα και τα Παράξενα
Θυμάμαι, με παραξένευε, μικρόν, όταν πολλοί μιλούσαν για ένα «ταλέντο» του πατέρα μου, να κάνει τους πενθούντες στις παρηγοριές (ιδιαιτέρως γερόντων τεθνεώτων) να ξεκαρδίζονται στα γέλια με τις ιστορίες του και το καυστικό του, φορές φορές, χιούμορ. Τις μέρες αυτές, όμως, που της πόλης οι μυρουδιές έχουν απαλειφθεί, με τα πλήθη μαζί, και μια οσμή θανάτου, έστω και νοερή, αρχίζει να κρέμεται πάνω απ’ την έρημη πόλη, αρχίζω να καταλαβαίνω την ανάγκη για του πατέρα μου το ταλέντο, την ανάγκη θεραπευτικού γέλιου, ίσως και επαναστατικού, όταν ο θάνατος πάει να μας καταδυναστεύσει και η θλίψη αρχίζει να παίρνει το επάνω χέρι.
Μέσα απ΄τα σκοτάδια της σκέψης, άρχισα να κοιτάζω απέξω, εκεί όπου συμβαίνει η ζωή με όλα της τα αναπάντεχα, τα αστεία και τα παράξενα, εκεί που δεν το περιμένεις, κι έτσι ανάσανα προς στιγμήν. Με κάποια γέλασα, με άλλα σάστισα, με όλα τους όμως ξεκουράστηκα. Θα μοιραστώ μερικά μαζί σας, προς διασκέδαση σας, όσο καλά μπορώ, γιατί αμφιβάλλω ότι έχω το μυθοποιημένο πατρικό ταλέντο. Αυτές οι μικρές ιστορίες προέρχονται από προσωπικές παρατηρήσεις, από φίλων διηγήσεις, ή από ειδήσεις στην τηλεόραση και στις εφημερίδες.
Τα Ευτράπελα
Μάσκα του σέξ
Ένα ζευγάρι προχωρημένης ηλικίας (στα εβδομήντα της αυτή, στα ογδόντα του εκείνος) αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα σοβαρό. Να βρούνε στρατηγική για να γεμίσουν το ψυγείο και τα ντουλάπια στην κουζίνα γιατί αν δεν τους σκοτώσει ο κορoνοϊός κινδυνεύουν να πάνε από πείνα…Και μάσκες, του είδους που οι ειδικοί υποδεικνύουν για την περίπτωση, πουθενά πιά δεν βρίσκεις, και αν βρεις σου λένε λίγο πολύ ότι θα πρέπει να έχεις τύψεις αν δεν τις δωρίσεις σε αυτούς που βάζουν τη ζωή τους σε ρίσκο σε κάθε υπερχειλίζον, από τα θύματα του ιού, νοσοκομείο.
Κι έτσι τής έρχεται η επινόηση. Και πέφτει με τα μούτρα η σύζυγος να την εφαρμόσει, για να πάει στο σούπερ μάρκετ προς αναζήτηση τροφής ο σύντροφος χωρίς να βάλει τη ζωή του σε κίνδυνο. Ανοίγει, λοιπόν, στην κάμαρα της το συρτάρι με τα εσώρουχά της και ψάχνει για έναν στηθόδεσμο (κοινώς σουτιέν) ουδέτερου χρώματος, βάζει με τον νου, για να μην προκαλέσει αυτός στο σούπερ μάρκετ την περιέργεια του κοινού. Αρπάζει ένα λευκό σουτιέν λοιπόν, το κόβει στα δυο, συγκολλά το λάστιχο από την μια μεριά και από την άλλη στο ένα «κύπελλο», και…βουαλά! η μάσκα.
Σπρώχνει τώρα αυτός – ένας ψηλός, στητός, γεροδεμένος κύριος – το καρότσι των τροφίμων στου μαγαζιού τους διαδρόμους, διαλέγοντας ένα λάχανο, δυο τρία αγγούρια και αρούγκουλα εδώ, κάμποσα πακέτα μακαρόνια παρακάτω, στη λίστα του διαγράφων ό,τι προσθέτει στο φορτίο του μεθοδικά, και όλα αυτά με πλήρη σιγουριά για την προστασία που του προσφέρει το μισό σουτιέν στη φάτσα. Και φτάνει στα ψυγεία με το γάλα. Θα μπορούσαν τότε της σκέψης κάποιοι συνειρμοί τυφλά να τον οδηγήσουν στην αίσθηση μιας προσφιλούς θηλής που του φαίνεται σα να την αγγίζει με το στόμα μέσα στης μάσκας του την εσοχή; Και ω! η ζωή που του χαρίζει αυτή η εφεύρεση η απλή! Και ω! η άλλη ζωή που αναβρύζει τώρα στα σκέλια του ανάμεσα! Και ω! το πανηγύρι σαν γυρίσει στο σπίτι και πριν αδειάσει τις σακούλες την τραβήξει αυτή, την ανυποψίαστη, στην κάμαρα! Κι ένα φιλί στο ένα θα της σκάσει, κι ύστερα στο άλλο, και… θα φάνε καλά τώρα με τέτοια νηστεία που είχαν περάσει!
Έξεις και αναφλέξεις
Ξύπνησε στη μέση της νύχτας κάθιδρος, να πάει στο μπάνιο, στο τέρμα στον μακρύ διάδρομο, και ενώ στεκούμενος εκεί άκουγε τον άνεμο να σφυρίζει στα παράθυρα άρχισε να τουρτουρίζει και να τρέμει ακράτητα. Γυρίζει στην κρεβατοκάμαρα, αυτή κάτω απ’ τα σκεπάσματα σιγοροχαλίζει. Κάποτε (ώρες;) αργότερα ανοίγει πάλι τα μάτια. Τα ρούχα του είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Το δωμάτιο ακόμα σκοτεινό. Παίρνει πάλι τον δρόμο για το μπάνιο. Αρχίζει πάλι το τρέμουλο, τόσο που ακούει τον ήχο των δοντιών του σαν κάποιο δυνατό, ρυθμικό κρουστό. Γυρίζει με μαύρες σκέψεις τώρα στο κρεβάτι. Και η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται άλλη μια φορά. Το ξημέρωμα, αμφιβάλλει αν έκλεισε, όλη νύχτα, μάτι. Γιατί του είχε μπει η ιδέα ότι εκείνο το βράδυ είχε εκδηλώσει όλα τα συμπτώματα του ιού όπως τα είχαν περιγράψει οι εφημερίδες και η τηλεόραση.
Κατεβαίνει στην κουζίνα το πρωί. Εκείνη έχει αρχίσει να τρώει το πρωϊνό της.
Βάζει στην κούπα του ζεστό καφέ και κάθεται στου στενόμακρου τραπεζιού την άλλη άκρη. Με το κυνικό χιούμορ της, που είναι συστατικό του δικηγορικού χαρακτήρος της, σηκώνει από το πιάτο της τα μάτια, τον κοιτάει, και τον ρωτάει, «έτοιμοι να αρχίσουμε τη συνεδρίαση;» Δικηγόρος κι αυτός της απαντάει «εξαρτάται από εσάς. Παραμένει αμετακίνητη η δική μας θέση». «Δεν θα φας;» του λέει. Κι εκείνος είναι σχεδόν έτοιμος να αρχίσει να κλαίει. Πώς να της το πει ότι μπορεί να έχει αλλάξει η ζωή τους; Ό,τι του είχε συμβεί εν τω μέσω της νυχτός ενόσω αυτή ήταν σε ύπνο βαθύ.
«Άκου», της λέει. «Όλη νύχτα ψηνόμουνα στον πυρετό. Τρείς φορές που πήγα στο μπάνιο, απ’ του πυρετού τη λάβα στα τσάκα τσάκα το γύριζε σε κάτι ρίγη φοβερά, κυριολεκτικά έτρεμα απ΄το κρύο. Λες νάχω τον ιό;» Κι εκείνη τον κοιτάει στιγμιαία με τα χείλη σφραγισμένα ώσπου ξεσπάει σε ένα ασταμάτητο γέλιο. Κι αυτός δεν ξέρει τι συμπέρασμα να βγάλει. Απλώς, σαστισμένος την κοιτάει και περιμένει να σταματήσει και να του ξεφουρνίσει περί τίνος ο λόγος της ευθυμίας της…
«Αγάπη μου», του λέει, «δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει ότι έχουμε μπει σε μια καινούργια περίοδο της ζωής μας – κι εδώ χρησιμοποιώ πληθυντικόν της μεγαλοπρεπείας.» Επιστρέφει αυτός δικηγορικά, «δηλώνετε το προφανές, μαντάμ.» Κι αυτή του απαντά, «ο λόγος δεν είναι για την πανδημία». Αυτός γουρλώνει τη μάτια. Αυτή του χαμογελά. «Εδώ και λίγον καιρό πήρα διαβατήριο για εκεί που το λένε η Τρίτη Ηλικία. Προς πληροφόρησή σου, έχω μπει στην κλιμακτήριο…Κι έτσι, κάθε βράδυ, τότε που για σένα πέρα βρέχει, εγώ έχω τουλάχιστον τρείς φορές του κορμιού μου αναφλέξεις. Το σώμα μου ιδρώτα στάζει…Είναι αυτή η έξτρα θέρμανση κάτω από το πάπλωμα, λοιπόν που αρπάζεις, κατά κάποιο τρόπο, κι όχι κάποιο κρυολόγημα, ή τον ιό, ή οτιδήποτε άλλο συμπεραίνει το υποχονδριακό σου μυαλό. Όσο για το μπάνιο στου διαδρόμου το τέλος, στο έχω πει εκατό φορές: το σπίτι είναι εκατό χρονών, οι σωλήνες θέρμανσης δεν λειτουργούν εκεί, και το παράθυρο χρειάζεται φτιάξιμο γιατί δεν κλείνει εντελώς! Ελπίζω, αφού παρέλθει αυτό που για τον εαυτό σου έχεις διαγνώσει, γιατί έχεις τέτοια έξη, να αξιωθείς να το επιδιορθώσεις…»
A Flower overdose (Yπερβολική δόση ανθέων)
«Δεν την αντέχω άλλο αυτή τη μαυρίλα», είπε από μέσα της. Μαυρίλα που ξεχειλίζει από παντού αυτές τις μέρες. Απ’ το ραδιόφωνο, που διακόπτουν τα προγράμματα μουσικής με έκτακτα COVID-19 δελτία ενημέρωσης, απ’ τις εφημερίδες, κι αν δεν είδες αρκετές εικόνες σ’ αυτές έρχεται να γεμίσει τα κενά η τηλεόραση σαν βρύση συνεχούς καταστοφής, κι από τον ήχο των σειρήνων που ακούς ακόμα κι όταν έχουν σταματήσει να στριγγλίζουν. “Χρειάζεται να φέρω λίγο χρώμα μέσα στο σπίτι μου. Να φτιάξω έναν βωμό στην Αφροδίτη…η αγάπη γιατρεύει…η αγάπη είναι αυτό που μας λείπει…” Κι έτσι της ήρθε η ιδέα να κάνει, με τον υπολογιστή, μια παραγγελία για λουλούδια “για να ξεσηκώσουν τις αισθήσεις!”
Περίμενε στο μπροστινό παράθυρο με ανυπομονησία, τη μέρα που το μήνυμα ενημέρωσης έγραφε ότι θα φτάσει η παραγγελία. Με το που το σκεφτόταν και μόνο είχε ήδη φτιάξει η διάθεση της. Είχε βάλει νερό στα δυο βάζα και είχε φροντίσει στρατηγικά να τα τοποθετήσει για μέγιστη προσωπική της ευχαρίστηση στη μέση μιας προσωπικής ρουτίνας που δεν είχε αλλάξει για μέρες, έγκλειστη στο σπίτι. Κι εκεί που είχε βυθιστεί στο διάβασμα άκουσε το θόρυβο από το φορτηγάκι που πάρκαρε μπροστά απ’ το γραμματοκιβώτιο στου γρασιδιού την άκρη. Ένα ανοιχτό «ντατσουνάκι» με την καρότσα του γεμάτη πορφυρά τριαντάφυλλα από άκρη σ’ άκρη. «Δεν είμαι η μόνη», μονολόγησε, κι έριξε μια περισκοπική ματιά στη γειτονιά μήπως μαντέψει ποιοι άλλοι γείτονες έτρεφαν στη μοναξιά τους παρόμοια συναισθήματα, δηλαδή την ανάγκη να δραπετεύσουν…μέσα στα ίδια τους τα σπίτια! Σηκώθηκε και πήγε να φορέσει τα γάντια πριν ανοίξει την εξώπορτα και να πάρει λίγα χρήματα για το φιλοδώρημα.
Άνοιξε και είδε μπροστά της την άνοιξη! Από την πόρτα, στο κεφαλόσκαλο, κατεβαίνοντας τρία σκαλιά, και για κάμποσα μέτρα στο μονοπατάκι το πέτρινο, ένα κατακόκκινο άνθινο ταπέτο! «Είναι δικά μου όλα αυτά;», ρώτησε, καθώς είδε πάνω από τον ώμο του το φορτηγό του άδειο. «Ναι, όλα για την διεύθυνση αυτήν εδώ που βλέπω» απάντησε ο νεαρός. Και δείχνοντας της ένα χαρτί, πιστοποιεί ότι αυτό είναι όντως το όνομα της. Βάζει τα γέλια καθώς τον φιλοδωρεί. Γελάει κι εκείνος μαζί, ευγενικά, μάλλον πιο πολύ για το γερό πουρμπουάρ. «Θέλετε να σας βοηθήσω;» «Όχι, ευχαριστώ, θα τα τακτοποιήσω».
Βάζει από έξη στα δυο βάζα με το νερό, βρίσκει σ’ ένα ντουλάπι δυο ακόμη βάζα, βάζει από έξη τριαντάφυλλα στο καθένα, κοιτάζει στο πάτωμα και βλέπει ότι από τριαντάφυλλα δεν υπάρχει τελειωμός. Πάει στο υπόγειο, στον κάδο των ανακυκλώσιμων κι επιστρατεύει κάθε άδειο μπουκάλι από ποτό που έχει μαζευτεί εκεί (πλήθος, τέτοια εποχή!) Τώρα αρχίζει να την πιάνει πανικός. Γιατί θα πρέπει να είναι στο πάτωμα ακόμη εκατό τριαντάφυλλα σε μπουκέτα που περιμένουν τη σειρά τους. Έρχεται η σειρά για άδειες γυάλες – γυάλες που στέγαζαν χρυσόψαρα παλιά, άδειες μικρές και μεγάλες γυάλες από μαρμελάδες και γλυκά – μα ούτε κι αυτές είναι αρκετές. Στο τέλος θα χρησιμοποιήσει τενεκεδάκια κάθε είδους. Όταν τελειώνει, έχει διακοσμήσει με τριαντάφυλλα κάθε δωμάτιο του σπιτιού, συμπεριλαμβανομένων κουζίνας, μπάνιων και κάθε διαδρόμου. Σίγουρα έχει διώξει τη μαυρίλα. Ο κόσμος της γέμισε χρώμα και ευωδία. Στέκει στη μέση στο καθιστικό. Τα μάτια της γεμίζουν κόκκινο. Τα ρουθούνια της τα γαργαλάει η έντονη μυρωδιά των ανθέων και ξεσπάει σ’ ένα τρανταχτό γέλιο. «Αυτό συμβαίνει όταν παραγγέλνεις μια ντουζίνα τριαντάφυλλα από τον Ισημερινό!» Γιατί στο ξένο της γλωσσικό ιδίωμα, το ισπανικό, είχε παραγγείλει μια ντουζίνα μπουκέτα επί δώδεκα τριαντάφυλλα στο καθένα. Για κάνετε, λοιπόν, τον πολλαπλασιασμό…
Τι περιέχεται σε ένα όνομα
Πήγα βράδυ αργά να ψωνίσω, τον κόσμο να αποφύγω, γιατί δεν είχα ακόμη παραλάβει την χειροποίητη μάσκα που μου είχαν ράψει χέρια αγάπης. Και άρχισα να γυρίζω στους άδειους σχεδόν διαδρόμους, άδειους από ανθρώπους και από προμήθειες στα ράφια, με την μια ιδέα μετά την άλλη για το τι θα ετοιμάσω για δείπνο εκείνο το βράδυ να καταρρέει, αφού όταν σκεφτόμουνα ένα συγκεκριμένο συστατικό δεν μπορούσα κατόπιν να βρω το ταίρι του στη συνταγή. Κι έτσι κατέληξα στην εύκολη λύση: προπαρασκευασμένη πίτσα στο κουτί. Θα την ζεστάνω, ενώ θα ζεσταίνομαι κι εγώ μ’ ένα βαρβάτο ποτό, και σε είκοσι λεπτά θα μεταμορφωθώ στον σερβιτόρο που περήφανα θα φέρει τον αχνίζοντα δίσκο τραγανής κρούστας και αφράτου τυριού στον ορεξάτο πελάτη, καθώς θα αλλάζω ρόλο διαβαίνοντας από τη μια μεριά του τραπεζιού στην άλλη.
Έσπευσα στον διάδρομο με τα ορθόστητα ψυγεία και με όση φόρα ανέπτυξα με άλλη τόση σε απελπισία έπεσα. Το κατάλευκο φως το κρύο από τις λάμπες φθορίου έδινε σε κάθε σχεδόν άδειο ψυγείο την όψη στείρου πολικού τοπίου. Στη μέση του διαδρόμου εντόπισα τα ψυγεία με την ένδειξη ‘Πίτσα’. Στα πολλαπλά μεταλλικά ράφια τώρα κείτονται σκόρπια, σαν σε μάχη λαβωμένα, πέντε έξη τετράγωνα χάρτινα κουτιά με εικόνες από αυτό που περιέχουν μέσα. Πίτσα με μανιτάρια, πίτσα με λουκάνικο, πίτσα με διάφορα κρεατικά. Τίποτα του γούστου μου. Έκανα όρεξη μίαν απλή Πίτσα Μαργαρίτα. Απογοήτευση. Όχι όμως για πολύ.
Γιατί στο τέλος των ψυγείων πιάνει το μάτι μου μια στρογγυλή στήλη κοντά μισό μέτρο ψηλή. Σπεύδω. Πίτσα Μαργαρίτα σε σχετική αφθονία (όλα σήμερα είναι σχετικά με ό,τι ξέραμε παλιά). Νάτες, σε στρογγυλό χαρτόνι επάνω, περιτυλιγμένες με διάφανο πλαστικό, μπορείς να δεις και να ορεχθείς το περιεχόμενο. Να πάρω πέντε έξη να έχω, λέω από μέσα μου. Είναι και σε τιμή ευκαιρίας! Ανοίγω φουριόζος την γυάλινη πόρτα, το χέρι μου απλώνω μέσα στο ψύχος και, νομίζω, αν είσαστε εκεί θα ακούγατε τον βροντερό ήχο σαν η χαρά μου χτύπησε με φόρα έναν αόρατο τοίχο κι έπεσε επί τόπου νεκρή. Διάβασα, και ξαναδιάβασα, της μάρκας τον παχύ τίτλο: «Tombstone», Ταφόπετρα δηλαδή! Τέτοιες μέρες, τέτοια λόγια! Ισως κι άλλοι πελάτες νωρίτερα το ίδιο θα είχαν σκεφτεί κι έτσι τις άφησαν ανέγγιχτες εκεί. «Εντάξει, φίλε μου», λέω βουβά εις εαυτόν, «πάλι απόψε στο μενού μια γκουρμέ μακαρονάδα, σπαγγέτι νούμερο εννιά με καμένο βούτυρο…»
Τα Παράξενα
Πασχαλινά Χριστουγεννιάτικα δέντρα
Είναι βράδυ, κι επιστρέφω από το δίπλα «χωριό» των πλουσίων, όπου έχω πάει για να προμηθευθώ από το σούπερ μάρκετ που μένει αργά ανοιχτό πράγματα που μου λείπουν για ένα υποτυπώδες φαγητό. Ψυχή στον δρόμο! Σταματάω στο κόκκινο φανάρι στη μεγάλη διασταύρωση, δίπλα στον αυστηρό, πέτρινο, προτεσταντικό ναό και απέναντι από το δημαρχείο. Βυθισμένος σε αόριστες σκέψεις, μου παίρνει κάμποσο να συνειδητοποιήσω αυτό που αντικρύζω. Στου δημαρχείου το τεράστιο γωνιακό, με χλοοτάπητα, προαύλιο, το πανύψηλο φυσικό χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι τώρα πάμφωτο!
Καθώς το προσπερνάω, δεν ξέρω τί να σκεφτώ. Γιατί τυχαίνει αυτές τις μέρες να γιορτάζουν εδώ το Πάσχα το Προτεσταντικό και το Καθολικό…Και αμέσως, καθώς ανεβαίνω τον ελικωτό ανήφορο με τα «αρχοντικά», νάτο κι άλλο ένα δέντρο με φώτα πολύχρωμα στολισμένο! Και τι πελώριος στρογγυλός γλόμπος στην κορυφή, εκεί όπου συνήθως τοποθετούν το αστέρι! Μα σαν ανεβαίνοντας τον λόφο παίρνω την στροφή, διαπιστώνω πως αυτό που, εν κινήσει, απ’ τη συγκεκριμένη γωνία μου την οπτική, το είχα εκλάβει για στολίδι, ήταν μια πανέμορφη ολόγιομη σελήνη! Κι ύστερα στην ευθεία, κι άλλα δέντρα φωτισμένα, εδώ κι εκεί, στων κατοικιών το μπροστινό γρασίδι.
Τη λογική τους δεν μπορώ να την νοηθώ. Είτε είναι κάποιο είδος δέησης προς τον Χριστό (που ετούτη η εβδομάδα είναι και γι αυτόν η εβδομάδα των Παθών) ή, όπως το ελπίζω, είναι κάτι πιο ποιητικό. Να, εκείνο το «Φως, περισσότερο φως!»
Drive-in εξομολόγηση
Το είδα στην τηλεόραση. Στην πολιτεία του Μέρυλαντ, ένας παππάς καθολικός, θέλοντας να εξυπηρετήσει το ποίμνιον του, έστησε εξομολογητήριο στο ύπαιθρο,
και συγκεκριμένα σ’ ένα τεράστιο τσιμεντένιο πάρκινγκ. Καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα, ντυμένος στα ράσα και δεξιά του είχε σχηματιστεί μια μακριά ουρά από γιώτα χι. Μια Drive-in εξομολόγηση, δηλαδή, με τον τρόπο που οι Αμερικανοί συνηθίζουν να ψωνίζουν, όταν εν βιασύνη, χάμπουργκερ και τροφές κάθε είδους.
Καθώς ένα αυτοκίνητο κυλούσε αργά και σταματούσε μπροστά του, ο παππάς κατέβαζε ένα σκούρο τετράγωνο πανί δεμένο με κορδόνι γύρω από το κεφάλι, για να καλύψει τα μάτια του και να μη δει τον εξομολογούμενο, ως είθισται σε εκκλησία καθολική με εκείνο το ειδικό παραθυράκι στης εξομολόγησης το κουβούκλιο. Τότε κατέβαινε σιγά σιγά του οδηγού το παράθυρο και, από ψηλά (γιατί σχεδόν όλα τα οχήματα που έδειχνε η τηλεόραση ήταν SUV τύπου), κάποιος εξομολογείτο στον παππά, από την απαιτούμενη την σήμερον ημέρα απόσταση τουλάχιστον δυο μέτρων, τα αμαρτήματα του, λίγο πολύ δημοσίως. Γιατί, εκτός από τον παππά ήταν κι ο από πίσω με το αυτοκίνητο του πολύ πλησίον. Και ποιος το εγγυάται ότι δεν ήταν περίεργος, και ότι δεν είχε ήδη χαμηλώσει το τζάμι, κατά τι…
Του Ιησού οι πληγές
Στην τηλεόραση πάλι, μια κυρία του θρησκεύματος των Ευαγγελιστών πάει στην εκκλησία όταν, για λόγους δημόσιας υγείας, οι συγκεντρώσεις κάθε είδους έχουν απαγορευτεί. Στην παρατήρηση του ανταποκριτή ότι κάνοντας αυτό βάζει σε κίνδυνο τους άλλους και τον ίδιον της τον εαυτό, του απαντάει εκείνη (και το επαναλαμβάνει τρείς φορές), «έχω του Ιησού το αίμα επάνω μου». Και εννοεί, φαντάζομαι, ότι αυτό την προστατεύει από το κάθε τι ακόμα και από τον κορονοϊό!
Στο ίδιο μήκος κύματος και κάτι άλλο που είχα δεί στις ειδήσεις τον ίδιο καιρό: σ’ ενός φορτηγού το καπό, γραμμένο με μεγάλα γράμματα, προς κατανάλωση τού κοινού προφανώς, αυτό: «Ο Ιησούς είναι το εμβόλιο μου.»
Τις άγιες αυτές ημέρες, καθώς έρχονται στο νου τού Εσταυρωμένου εικόνες μέσα από τις τέχνες, εκείνο που βλέπω καθαρά είναι ότι οι πραγματικές του πληγές είναι εκφάνσεις της θρησκείας σαν κι αυτές.