της Αθηνας Βογιατζόγλου (*)
Η έρευνα του περιοδικού Τύπου βρίσκεται στον πυρήνα της επιστημονικής δραστηριότητας της Μάρθας Καρπόζηλου ως επιστήμονος, καθώς στην περιπέτεια αυτή – περιπέτεια ζωής – συνδυάζει με τον ιδανικότερο τρόπο τη γερή θεωρητική σκευή της με κάτι που θα αποκαλούσα «φιλολογικό αισθησιασμό» της. Τη φαντάζομαι να αγγίζει με προσοχή το εύθραυστο σώμα παλιών τευχών, να μυρίζει το χαρτί τους, να περιηγείται αδηφάγα στις σελίδες τους, να φωτογραφίζει με προσοχή τα εξώφυλλά τους, με την ικανοποίηση εκείνου που διασώζει κάτι πολύτιμο από τον χαμό. Η Μάρθα διαθέτει έναν διόλου συνηθισμένο συνδυασμό παιδείας και κουλτούρας, σοφίας και γούστου. Η ζωή της, για όσους έχουν τη χαρά να την ξέρουν, είναι μοιρασμένη δίκαια και ευφορικά ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, τόσο στην καθημερινότητα όσο και στην ερευνητική της δράση. Σπούδασε ευρωπαϊκή ιστορία στο Connecticut College και, αρκετά χρόνια αργότερα, (μια και της αρέσει να μαθητεύει), Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, αποκτώντας τις στέρεες επιστημονικές βάσεις της. Στον θεωρητικό αυτό πλούτο πρόσθεσε την πιο υλική ειδίκευση της βιβλιοθηκονομίας. Τη φαντάζομαι να οργανώνει τις Βιβλιοθήκες του Κλασικού Σπουδαστηρίου και του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ΑΠΘ· να εργάζεται, αργότερα, για λίγο ως διευθύντρια της Βιβλιοθήκης του Κολεγίου “Ανατόλια”· να κινείται με ζωντάνια και θαυμαστή επιτελεστικότητα στον χάρτινο λαβύρινθο του Μπόρχες, βάζοντας τάξη στο χάος των βιβλίων, τα οποία αγαπά τόσο για το περιεχόμενο όσο και ως κάτι χειροπιαστό. Ίσως αυτός να είναι και ένας από τους λόγους που την οδήγησαν προς τη συστηματική και πολύχρονη έρευνα του περιοδικού Τύπου, αυτού του πρωτεϊκού, του τόσο δύσκολου στην καταγραφή και την τεκμηρίωσή του είδους, του σκορπισμένου σε τόσες ανά τον κόσμο βιβλιοθήκες, που αλλάζει συνεχώς τίτλους, εξώφυλλα, εκδότες, σχήμα, συχνότητα κυκλοφορίας και τόσα άλλα.
Η συνεργασία της με τον Γ.Π. Σαββίδη, στον κύκλο του οποίου μπήκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν φοιτούσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., σίγουρα θα ενθάρρυνε αυτόν τον έτσι κι αλλιώς επιβεβλημένο από την ιδιοσυγκρασία της προσανατολισμό, καθώς ο σημαντικός αυτός φιλόλογος και εκδότης ήταν ένας άνθρωπος πολύ ιδιαίτερος, που μετέτρεπε συνεχώς τη φιλολογία σε ζωή. Δουλεύοντας κανείς με τον Σαββίδη ή κάτω από την επιρροή του δεν ήταν δυνατόν να μελετάει κλεισμένος σε ελεφάντινο πύργο. Θα ζούσε με πληρότητα, θα συνεργαζόταν, θα μοιραζόταν συγκινήσεις, αισθητικές απολαύσεις, ωραία δείπνα, ερευνητικές ανακαλύψεις. Εκδοτικός καρπός της συνεργασίας της Καρπόζηλου με τον Σαββίδη ήταν το βιβλίο της για τα Κριτικά κείμενα σε περιοδικά του 19ου αιώνα (1831-1863). Σε ποικίλες ακόμη πτυχές του περιοδικού Τύπου αφιέρωσε βιβλία της, όπως είναι ο Ελληνικός νεανικός Τύπος (1830-1914), τα Ελληνικά οικογενειακά-φιλολογικά περιοδικά (1847-1900), τα Τεύχη-Αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1897-1997).
Κορωνίδα, όμως, της προσφοράς της Καρπόζηλου στην έρευνα του περιοδικού Τύπου και έργο ζωής είναι το μεγαλόσχημο, εξαιρετικά καλαίσθητο δίτομο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, καρπός μιας προσπάθειας που ξεκίνησε τέσσερις δεκαετίες πριν, με μια συζήτηση της φοιτήτριας Μάρθας με τον Άλκη Αγγέλου στον αύλειο χώρο της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Πρόκειται για τη λεπτομερή καταγραφή όλων των ελληνικών περιοδικών του 19ου αιώνα, συνοδευμένη από φωτογραφίες των εξωφύλλων τους και πολυσέλιδη εισαγωγή. Τον πρώτο τόμο προλογίζει μεστά και ποικιλοτρόπως διαφωτιστικά η γενική επιμελήτρια της έκδοσης Έλλη Δρούλια και στη συνέχεια, σε διακόσιες σχεδόν σελίδες, η Μάρθα Καρπόζηλου μιλά με κατακτημένη από πολύχρονη μελέτη πυκνότητα για τον πολυφωνικό κόσμο των περιοδικών, τις εξελίξεις στη μελέτη τους στην παγκόσμια και εγχώρια βιβλιογραφία και για όλες τις πτυχές τους, όπως είναι ο χώρος και ο χρόνος τους, οι τίτλοι τους, οι εκδότες και οι συνεργάτες τους, τα οικονομικά τους ζητήματα (συνδρομητές, χορηγοί, αρωγοί), τα γραφεία και τα τυπογραφεία, το σχήμα τους, η συχνότητα κυκλοφορίας τους κλπ. Την εισαγωγή ακολουθεί πλούσια βιβλιογραφία και Ευρετήρια Εκδοτών, Τυπογραφείων και Τόπων.
Στον δεύτερο τόμο εμφανίζονται τα 589, συνολικά, περιοδικά με αλφαβητική σειρά και με όλα τα χαρακτηριστικά τους: τίτλο, υπότιτλο, μότο, εκδότη/-τρια, διευθυντή/-ρια, τόπο, τυπογραφείο, κυκλοφορία, συχνότητα, σχήμα και φυσική περιγραφή, συνδρομή, βιβλιοθήκες στις οποίες απαντάται η έντυπη μορφή, ψηφιακή μορφή, όταν υπάρχει, βιβλιογραφία σε σχέση με την εγγραφή καὶ τέλος «Σχόλια». Τα τελευταία, άλλοτε περισσότερα και άλλοτε λιγότερα, αφορούν μια ποικιλία από ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως είναι η ακτίνα διάδοσης των εντύπων, οι «στόχοι» που καταγράφονται σε κάποια από τα αρχικά τεύχη τους, οι τυχόν βραβεύσεις τους, τα αίτια διακοπής της κυκλοφορίας τους, οι αλλαγές στην συχνότητα της κυκλοφορίας τους, οι προσφορές τους προς το αναγνωστικό κοινό, τα Παραρτήματα που ενίοτε εκδίδουν κλπ.
Ένας ολόκληρος αιώνας ανασαίνει στην έκδοση αυτή, μια εποχή ανασταίνεται με λόγια και εικόνες, καθώς τα περιοδικά έχουν κεντρική θέση στο πολιτιστικό γίγνεσθαι μιας εποχής. Τον 19ο αιώνα, εξάλλου, τον οποίο επέλεξε η Μάρθα για την ερευνητική προσφορά της, το περιοδικό ταξιδεύει πλέον με τρένα και ατμόπλοια και οι αποδέκτες του διευρύνονται δυναμικά καθώς, όπως η ίδια σημειώνει, περισσότεροι από ποτέ επιθυμούν πλέον «να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα σύμπαν που μέχρι τότε προοριζόταν για τους λίγους». Η τεράστια σημασία του εγχειρήματος αυτού αναδεικνύεται τόσο από τον πρόλογο της Δρούλια όσο και μέσα από σκόρπιες παρατηρήσεις της ίδιας της Καρπόζηλου, όπως ότι «ουσιαστικά ο ελληνικὸς περιοδικός τύπος παραμένει πανοραμικά αθέατος και μόνο κατακερματισμένα προσβάσιμος στους ερευνητές, παρ’ όλο που η συγκεντρωτική καταγραφή και παρουσίασή του θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υπηρεσία στη συλλογική αυτογνωσία». Η καταγραφή, λοιπόν, των εκατοντάδων ελληνόγλωσσων περιοδικών του 19ου αιώνα σε αυτή την έκδοση της Βουλής αποσκοπεί, όπως σημειώνει η μελετήτρια, «στη δημιουργία ενός σώματος (corpus) που θα λειτουργήσει ερεθιστικά για μελλοντικές έρευνες, ιδιαίτερα τώρα που αρκετά περιοδικά έχουν σαρωθεί ή ψηφιοποιηθεί και είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο». Βέβαια με την ψηφιοποίηση, όπως μας τονίζει η Μάρθα, και όπως οι θεωρητικές εξελίξεις της μελέτης των περιοδικών δείχνουν, χάνονται πολλά. Μενει ασφαλώς η εικόνα, αλλά το σχήμα, το μέγεθος, δεν υπάρχουν πια παρά μόνο ως αριθμοί. Η μυρωδιά, η αφή, η ανεπανάληπτη αίσθηση της περιοδικής, με λαχτάρα επίσκεψης των αναγνωστών στις σελίδες των εντύπων, και άλλα πολλά, έχουν οριστικά χαθεί. Υπάρχει μια δραματικότητα σε αυτό το παράδοξο, μια θλίψη υπαρξιακή, θα έλεγε κανείς, την οποία η Μάρθα θα πρέπει να έχει αισθανθεί περισσότερο από πολλούς άλλους, καθώς έχει ζήσει την υλικότητα του κόσμου των περιοδικών που χαρτογραφεί. Χιλιάδες έντυπα χρειάστηκε να φυλλομετρήσει για να καταλήξει στα εμπειρικά κριτήρια με τα οποία εξέτασε και παρέθεσε τα σύνθετα δεδομένα της. Πολλά ταξίδια από βιβλιοθήκη σε βιβλιοθήκη βρίσκονται πίσω από τους δυο αυτούς τόμους· ταξίδια σε βιβλιοθήκες δημόσιες κεντρικές και δημοτικές ανά την Ελλάδα, σε βιβλιοθήκες εγχώριες αλλά και της Κωνσταντινούπολης, της υπόλοιπης Ευρώπης και της Αμερικής. Πολλοί άνθρωποι συνεισέφεραν με ποικίλους τρόπους στην έρευνά της, με πρώτο τον στενό εξαρχής συνεργάτη της Μάνο Χαριτάτο, ψυχή του ΕΛΙΑ, στη μνήμη του οποίου αφιερώνεται το δίτομο. Και άλλοι πολλοί, όμως, συντρόφευσαν στα ταξίδια της τη Μάρθα (διευθυντές και υπάλληλοι βιβλιοθηκών και σπουδαστηρίων, ιστοριοδίφες, συνάδελφοι, φίλοι και γνωστοί) και συσσωρεύονται σε έναν μακρύ κατάλογο θερμών ευχαριστιών, πίσω από τον οποίο πάλλει η καρδιά της ανθρώπινης επικοινωνίας και συχνά της φιλίας που γεννιέται στις διαδρομές της φιλολογίας· αμέτρητες ώρες μόχθου κρύβονται εδώ, εταστικής παρατήρησης, σχολαστικού ελέγχου, επιμονής και υπομονής.
Εμείς μένει να απολαύσουμε τον πλούτο που μας προσφέρεται και είτε να τον αξιοποιήσουμε ερευνητικά, αν ασχολούμαστε με τον 19ο αιώνα, είτε απλώς να κατανοήσουμε καλύτερα την ιστορία, την πνευματική κίνηση, τα ενδιαφέροντα, τα προβλήματα, τις αγωνίες, τις κατακτήσεις κάθε είδους λογίων, λογοτεχνών, επιστημόνων, επαγγελματιών, θρησκευόμενων που έζησαν, οραματίστηκαν, έγραψαν στη διάρκεια αυτών των εκατό τόσο κρίσιμων για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Δυτικού Κόσμου χρόνων. Μια πλατιά γεωγραφία σχηματίζεται, καθώς μολονότι η Αθήνα έχει ασφαλώς την πρωτοκαθεδρία ως τόπος έκδοσης των εντύπων, έναν αξιόλογο αριθμό περιοδικών συγκεντρώνουν και η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Αλεξανδρεια, αλλα και η Πάτρα και το Ναύπλιο· από νησιά κυριαρχούν η Ζάκυνθος, η Κέρκυρα, η Ερμούπολη, η Κεφαλονιά, ενώ από ένα έως έξι περιοδικά τυπώνονται σε μια πλειάδα από πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, από τα Γιάννενα ως τη Σπάρτη και από το Λονδίνο ως τη Λάρνακα. Όσο για τη θεματική τους, είναι σχεδόν απέραντη, όσο και η πνευματική κίνηση ενός αιώνα: ένα μεγάλο μέρος τους είναι ποικίλης οικογενειακής ύλης, με πλούσιο λογοτεχνικό και φιλολογικό περιεχόμενο· πολλά είναι, όπως θα ανέμενε κανείς, και τα θρησκευτικά έντυπα, και κατόπιν τα σχετικά με την εκπαίδευση και τη διάπλαση των νέων, ενώ εκπροσωπούνται και δεκάδες επαγγέλματα και τομείς του επιστητού, από τη γεωργία μέχρι τη φαρμακευτική, από τον φιλοτελισμό μέχρι τα εργόχειρα, από την αρχαιολογία μέχρι τη νομική.
Καθώς δεν είμαι ειδική στον 19ο αιώνα, θα περιοριστώ σε ορισμένες παρατηρήσεις αναφορικά με τους τίτλους των περιοδικών. «Τίτλοι και υπότιτλοι» ονομάζεται ένα από τα κεφάλαια του πρώτου τόμου, όπου η Καρπόζηλου μας δίνει εξαντλητικές πληροφορίες για το ενδιαφέρον αυτό ζήτημα και προτείνει μια τυπολογία των τίτλων («βασισμένη σε μια στοιχειώδη ταξινόμηση των ίδιων των εντύπων και όχι σε κάποιο θεωρητικό τυφλοσούρτη»), χωρίζοντάς τους σε εννέα κατηγορίες. Δεν θα μπορούσα ασφαλώς να προσθέσω τίποτα σε αυτά. Να πω μόνο ότι μέσα στη γενική λιτότητα των τίτλων, όπου, όπως είναι αναμενόμενο, πλειοδοτεί η αρχαιοελληνική κληρονομιά (Θεοί, ημίθεοι, ποιητές, φιλόσοφοι, οι Μούσες, αλλά και η Αθήνα και η Αττική έχουν την τιμητική τους) ξεχωρίζουν κάποιοι τίτλοι ευφάνταστοι, που διόλου τυχαία ανήκουν συχνά σε σατιρικά έντυπα: Ο Αβδηρίτης και του διαβόλου τα πηδήματα, Ο Αριστοφάνης και η μαγνητιζομένη, Ο τρωγλοδύτης Διογένης. Κυρίως: λέξεις όπως «ανθοδέσμη», «βιβλιοθήκη», «Ηώς», «Κυψέλη», «Μέλισσα», χρησιμοποιούνται από τέσσερα ή και πολύ περισσότερα διαφορετικά έντυπα, καθρεφτίζοντας την ουσία του περιοδικού Τύπου: τη δελεαστική ποικιλία της ύλης του, καθώς η επιβίωση ενός περιοδικού εξαρτιόταν από την ικανότητά του να γίνει απαραίτητο σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Στο όμορφο εξώφυλλο του πρώτου τόμου, μία μητέρα προσφέρει στην κόρη της ένα καλαθάκι με μια ξεχωριστή λιχουδιά. Η εικόνα προέρχεται από το περιοδικό Μύρια Όσα, το οποίο κυκλοφόρησε στο Παρίσι ανάμεσα στο 1868 και στο 1869. Δεν πρόκειται για μία τυχαία επιλογή. Το παράδειγμα υποδηλώνει τις πολλαπλές γεωγραφίες του ελληνικού εκδοτικού φαινομένου, την πεποίθηση των εκδοτών ότι διαμορφώνουν με τους καρπούς της διάνοιάς τους τις επόμενες γενιές και τον διαρκή διάλογο ανάμεσα στο «ευχάριστο» και στο «ωφέλιμο» που καθόρισε την ανάπτυξη του περιοδικού σύμπαντος στον 19ο αιώνα. Υπάρχει όμως και ακόμα μία διάσταση. Παροντική. Το έργο της Καρπόζηλου μας προσφέρει ένα εκλεκτό εργαλείο έρευνας και ένα πολύτιμο δώρο για την ιστορική και φιλολογική μας αυτογνωσία.
(*) Η Αθηνά Βογιατζόγλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Μάρθα Καρπόζηλου, Τα ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, τόμοι Α’ και Β’, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2022