της Αγάθης Γεωργιάδου (*)
Με καλαίσθητο εξώφυλλο σε άσπρο-μαύρο, αντλημένο από πίνακα του Σινόπουλου, επίκαιρη και ανανεωμένη είναι η νέα ποιητική συλλογή Pixels του Δημήτρη Κοσμόπουλου. Κι ενώ διατηρεί σταθερό τον δεσμό της με την έμμετρη παράδοση, ανοίγει τη βεντάλια της προς την πλευρά της νεωτερικότητας, όπως φαίνεται κι από το τίτλο της αλλά και από πλήθος άλλων γλωσσικών στοιχείων που σηματοδοτούν τον σύγχρονο ψηφιακό πολιτισμό μας, των γυάλινων οθονών και της κοινωνικής δικτύωσης, όπως: laptop, τηλεοράσεις, τάμπλετς, κινητά, οθόνες, πρίζες, κάμερες, Skype, Facebook, teams, on-line, διαδίκτυο, τηλεδιασκέψεις. Η συλλογή δίνει, παράλληλα, και το θλιβερό στίγμα της νέας πραγματικότητας: πανδημία, Yersinia pestis, λοιμική, SARS-CoV-2, ισπανική γρίππη, αίμα, Χάρος, θάνατος. Είναι ποιήματα που γράφτηκαν κατά την πρωτόγνωρη περίοδο της καραντίνας και ιχνογραφούν το μαύρο χρώμα της εποχής μας, τον φόβο, τον εγκλεισμό, τη μοναξιά:
ΧΙ
«Βουβή πανσέληνος, 7.4.2020»
[…]
«Μάσκες στα πρόσωπα, αντισηπτικό,
έρημοι δρόμοι, περιπολίες φαντάρων.
Κι οι καύτρες, στα μπαλκόνια, των τσιγάρων».
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που στη συλλογή προτάσσεται ένα συγκλονιστικό απόσπασμα θουκυδιδικής υφής από το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογέφσκι στην υποβλητική μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποκαλυπτικό για τη μάστιγα μιας επιδημίας που οδήγησε σε μανιώδη συμπεριφορά τους ανθρώπους, σε φόνο και οδυρμό. Με την πρόταξη αυτή ο Δημήτρης Κοσμόπουλος προοικονομεί την κύρια θεματική της συλλογής του: τις θλιβερές συνέπειες της πανδημίας στην καθημερινότητα και τον ψυχισμό μας με τον υποχρεωτικό αυτοπεριορισμό στις πολυκατοικίες, που φαντάζει στο ποιητικό υποκείμενο σαν «ζωή εν τάφω» και «απείκασμα ζωής».
Την ποιητική συλλογή διατρέχει το μοτίβο της σπηλιάς, εμπνευσμένο από την πλατωνική «Πολιτεία», όπου οι δεσμώτες, εγκλωβισμένοι στη σκοτεινή σπηλιά, βλέπουν μόνο σκιές του έξω κόσμου και λαχταρούν το φως. Είναι μια αντίθεση που δεσπόζει στη συλλογή, εκφράζοντας την ενδότερη επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου για έξοδο από την απομόνωση και επανένωση με τη ζωή και τον έξω κόσμο.
Η νέα ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου μας αιφνιδιάζει ευχάριστα όχι μόνο με την τεχνική αρτιότητα των 35 ποιημάτων της αλλά και με την ευαισθησία με την οποία ο ποιητής προσεγγίζει μια αναπάντεχα κρίσιμη κατάσταση, που επέφερε στέρηση της χαράς της φύσης και των συναναστροφών καθώς και αναγκαστική καθήλωση μπροστά σε οθόνες υπολογιστών, όπως διαβάζουμε στο παρακάτω σονέτο, όπου είναι εμφανής η ασφυξία της καθημερινότητας και έντονη η κραυγή για συντροφικότητα:
XXXI
«Speculum»
«Κι όμως αιχμάλωτοι μες στο καθρέφτισμά μας
σε γυάλινη αλυκή, κόκκοι, εικονοστοιχεία
έκαστος στην οθόνη του κι όλοι μια συστοιχία
στου τίποτα το κάτοπτρο, θεατές στο ξέφτισμά μας
γυρεύουμε ένα άγγιγμα μα το γυαλί εμποδίζει.
Στο γυάλινο κλουβί μας πια ο αέρας δεν περνά,
το φως το γάργαρο νερό του πια δεν μας κερνά,
μαζούτ των πληροφοριών ώς πάνω μας γεμίζει.
Διψάσαμε ένα άγγιγμα, ποθήσαμε τα φύλλα,
όταν την ώρα της νυκτός κοιμίζουν τα πουλιά,
την θάλασσα ποθήσαμε στην πρωινή αντηλιά,
αλλά σαν τους πιθήκους καρφωμένοι στο καντράν
αλλάζουμε κανάλια με τα χείλη να παραμιλάν.
Τις διαφημίσεις περιμένουμε, να πέσουν μήλα».
Παρά την αποτύπωση της δυσοίωνης πραγματικότητας, το κλίμα της συλλογής δεν είναι πεσιμιστικό, αφού ο λόγος «ελαφραίνει» με την υποδόρια ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει ο ποιητής την καθήλωση στις απατηλές οθόνες. Με φανερά και σκόπιμα διακείμενα από την καρυωτακική ποίηση ασκεί έντονη κριτική στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, που αποθεώνει το «γυαλί» και ζει με ψευδαισθήσεις. Η σάτιρά του, ωστόσο, αποτελεί στην ουσία πικρό χιούμορ που πηγάζει από τη θλίψη του για την τραγικότητα στην οποία έχει περιέλθει ο πολιτισμός μας. Πίσω από την ειρωνεία διαφαίνεται ο λυγμός του, ο στοχασμός και η διάθεσή του να βυθοσκοπήσει την «έρημη χώρα» και την παρακμάζουσα κοινωνία:
ΙΙ
«Κλεισμένοι στων πολυκατοικιών τις τρύπες
νομίζουμε πως ζούμε, μα είμαστε σε τάφους,
γιατί εκχωρήσαμε την ζωή στους φωτογράφους,
στους μακιγιέρ του χρόνου, στων ειδήσεων τους γύπες».
[…]
Και αλλού:
VIII
«Μπάζα σκεπάζουν την σπηλιά του καθενός.
Τηλεοράσεις παλαιές, τάμπλετς και κινητά
λιμνάζουνε τ’ απόβλητα του μηδενός,
τα δηλητήρια του κακού, αναφιλητά
πόθων που πνίγονται στο γκρίζο και στο μαύρο».
[…]
Και σ’ αυτή τη συλλογή διαφαίνεται η βαθιά σχέση του ποιητή με το σύνολο της λογοτεχνικής μας παράδοσης, με το δημοτικό τραγούδι και τον εύρωστο δεκαπεντασύλλαβό του, με τη ρίμα του Ερωτόκριτου, με τη σολωμική τέχνη και τον ρωμαλέο λόγο του Παλαμά, ιδίως με τον θερμό λυρισμό των σονέτων του, με την κλασική του παιδεία. Κι όλα αυτά μπολιάζονται με τον ελεύθερο στίχο της μοντέρνας ποίησης για να συνθέσουν ένα προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζουν οι δοκιμές του ποιητή με τη γλώσσα και τη μορφή των ποιημάτων του: πότε επιλέγει στροφικά συστήματα και πότε όχι, συνήθως με τεχνικά επεξεργασμένη ομοιοκαταληξία, ενίοτε και όχι, με λυρισμό ή έμμετρη αφηγηματικότητα, με φιλοσοφική ή σατιρική διάθεση.
Ένας άλλος νεωτερισμός των ποιημάτων του είναι και η επιλογή του διασκελισμού. Ο ποιητής συχνά δεν ολοκληρώνει το νόημα της στροφής στον τελευταίο της στίχο αλλά στην επόμενη. Είναι μια ποιητική παρέμβαση που τον απομακρύνει από το δημοτικό τραγούδι, προσδίδοντας μια νότα «απειθαρχίας» στον απόλυτο ρυθμό του ποιήματος, μια παρατονισμένη «νότα» στο μετρικό του εγχείρημα.
Αντίθετα, ως προς τα θέματα, ο αναγνώστης συναντά μερικές από τις κύριες θεματικές των προηγούμενων συλλόγων του. Περιλαμβάνει έτσι ποιήματα που χαρακτηρίζονται από βαθιά κατάνυξη, η οποία σηματοδοτείται από τη συχνή χρήση του συμβόλου της χριστιανικής πνευματικότητας, του «κεριού»:
ΙΙΙ
«Μα εσένα έσταζε κερί η σιωπή σου
κι είχες ξοδέψει το αίμα σου στον δρόμο.»
Εμφανής είναι και η «ιστορική αίσθηση», όπως φαίνεται σε ένα δίπτυχο του που συνδέει την αποφράδα μέρα της άλωσης της Πόλης με τη δική μας «άλωση»:
XXXIV
2
«Το πάρσιμο της Πόλης»
29.5.2020
[…]
«Απ’ των ματιών σου τον σπασμένο τον φεγγίτη
βλέπεις το πλήθος των σταυρών. Βαρίδια
για να πατώσεις σ’ ουρανό, σαν δύτης.
Και να ριζώσεις. Αφού θα ΄ναι πάντα Τρίτη».
Με ποικίλες ποιητικές τεχνικές, παραδοσιακές και νεωτερικές, με δεξιοτεχνία και διάθεση για πειραματισμό, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος βγάζει μια κραυγή αγωνίας απέναντι στην αιφνίδια και κρίσιμη ανατροπή της ζωής μας, αντλώντας δύναμη από την πίστη και ευελπιστώντας στη σωτηρία του ανθρώπου. Αντιδρώντας πότε με σάτιρα και πότε με ελεγεία, πότε με στοχασμό και πότε με προβληματισμό, μεταφέρει σε μας τους αναγνώστες την πραγματικότητα που βλέπει και αισθάνεται, όχι μόνο την ορατή που όλοι αντιλαμβανόμαστε, αλλά και αυτήν που είναι πέραν της αισθητής. την πραγματικότητα που αποκαλύπτει τις βαθύτερες σχέσεις που διέπουν τον κόσμο και που μόνο οι ευαίσθητες κεραίες των ποιητών μπορούν να συλλάβουν.
(*) Η Αγάθη Γεωργιάδου είναι φιλόλογος, συγγραφέας
Δημήτρης Κοσμόπουλος, Pixels, Κέδρος 2020