της Άννας Λυδάκη (*)
«Η μείζων λειτουργία της τέχνης είναι η επικοινωνία -εφόσον η αλληλοκατανόηση είναι μια δύναμη που ενώνει τους ανθρώπους- και το πνεύμα επικοινωνίας είναι μια από τις πιο σημαντικές πλευρές της καλλιτεχνικής δημιουργίας…»
«Ευαίσθητος και ευάλωτος στην τέχνη είναι μόνο ο πρόθυμος και ικανός να εμπιστευτεί τον καλλιτέχνη, να πιστέψει σ’ αυτόν… Πρέπει να διαθέτει ορισμένο ‘καλούπι’ ψυχής, ειδικό πνευματικό δυναμικό…»
(Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, μετ. Σ. Βελέντζας, Νεφέλη).
Ο Παντελής Μπουκάλας είναι φανερό ότι διαθέτει το δυναμικό και το «καλούπι» αυτό, και το πνεύμα επικοινωνίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στον μεγάλο σκηνοθέτη και στον ίδιο «ενσαρκώνεται» στο σπάνιας ομορφιάς και ευαισθησίας βιβλίο Ο Χριστός στα χιόνια. Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι.
Ο συγγραφέας μοιράζεται τα δίχως απαντήσεις ερωτήματα του σκηνοθέτη για τον άνθρωπο και τον Δημιουργό του, όπως αυτά εκφράζονται μέσα από τις ταινίες του. Ερωτήματα που δεν είναι μεταφυσικά‧ είναι για τα εγκόσμια, για το νόημα της ύπαρξης: «Βλέπεις για να νιώσεις. Και για να σκεφτείς. Για το μείζον. Δηλαδή για το τρέχον: τη μοίρα του ανθρώπου», γράφει ο Μπουκάλας κυριευμένος από τις ίδιες με τον Ταρκόφσκι απορίες και αγωνίες.
Στα «Εισόδια» του βιβλίου ο συγγραφέας «ακούει» τον πατέρα Αρσένι Ταρκόφσκι να λέει στον «πρωτόκλητο Αντρέι»: «Έφερες τον Χριστό απ’ τη θερμή Παλαιστίνη στα χιόνια της Ρωσίας, γυμνό να τον ζεστάνει η αγωνία σου». Όμως, οι «εξάνθρωποι» που εξουσιάζουν επιβάλλουν τη δική τους αλήθεια και θέλουν τους ανθρώπους σκυμμένους, δούλους. Ο πατέρας αφήνει στον Αντρέι κληρονομιά «τη σιγουριά του χώματος μόνο. Και του νερού. Και πιο πλούσιο νερό από τα δάκρυα κανένα…» και ο γιος σμίλεψε εφτά ταινίες, που ήταν «εφτά τοκετοί με τέκνα εικονορήματα ρωμαλέα και εύθραυστα».
Σ’ αυτά τα εφτά «εικονορήματα» αντιστοιχούν Οι Εφτά νύχτες στον κόσμο του Ταρκόφσκι. Μέσα από τις εφτά ταινίες ο Μπουκάλας συνομιλεί με τον σκηνοθέτη. Από τη μια είναι εικόνες και λόγοι που «μιλούν» για το ανείπωτο, για την ανθρώπινη συνθήκη και για το ανεξήγητο. Από την άλλη είναι ο συγγραφέας που συλλαμβάνει δηλούμενα και υποδηλούμενα.
Ο μικρός Ιβάν, που χάθηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν, 1962), είναι ο «Δωδεκαετής» Ιβάν-Γιοχανάν-Ιωάννης που δίνει την πίστη του στα δέντρα, «σαν το δάκρυ του υγρή που κανένας ποτέ δεν το είδε, καν στα μάτια του». Και δεν χάνεται γιατί τα δέντρα «κι αν ακόμα κοπούν, κι ακόμα καούν, κι ένα μόνο αν μείνει ορφανό εκεί όπου πλούσιο δάσος και πουλιά κι ερπετά και ελάφια και λύκοι, πάλι βρίσκει τον τρόπο…» Αφήνει σπόρους για τον Επόμενο…
Στη «Θεογραφία», αφηγείται ο Μπουκάλας, ο αδελφός Κύριλλος έλεγε πως «νηστική από αγάπη η ψυχούλα σας», όμως ο Αντρέι Ρουμπλιώφ (1966) δεν τον άκουγε και προσπαθούσε μες στη σιωπή του «να εικονίσσει τον ανεικόνιστο», να στενέψει τον άπειρο Θεό σε μια μορφή και μόνη. Και πώς; Ξυπόλητος ο Χριστός στα χιόνια, όπου τον έφερε; Ο Αντρέι Ρουμπλιώφ, μετά τον δύσκολο όρκο της σιωπής, οφείλει να μιλήσει για των ανθρώπων τα βάσανα και της καρδιάς του. Και βρήκε το χώμα το καλό εκείνο που «κι αν πεθάνει πέφτει βροχή το ευλογεί, ποτάμι αιφνίδιο το δροσίζει, ανασταίνεται. Και ανασταίνει. Καθώς ανάστησε κι εμένα. Η σιωπή που ήμουν έγινε καμπάνα. Και τραγούδησε».
Στο Σολάρις (1972) μιλάει «η δίχως ήχο φωνή» για τον άνθρωπο, που είναι ο ίδιος το ταξίδι σε όνειρα δύσβατα, που η τρικυμία τού γράφτηκε και «διορθώνει και σβήνει και γράφει, στο λάθος θητεύοντας, τη χαρά κοινωνώντας του λάθους… Κι ό,τι νόστος φαντάζει, άλλο τίποτε πάρεξ νέο ταξίδι. Αλλιώτικο. Και γι’ αλλού…» Και η μνήμη, όταν γίνεται λόγος, πάντα «διαβρώνει, γκρεμίζει του χρόνου τα φράγματα». Παρελθόν, παρόν και μέλλον σμίγουν, «αγία τριάδα αχώριστη».
Στον Καθρέφτη (1975) ο Ταρκόφσκι αναλογίζεται, «βλέπει» τη ζωή του, και ο Μπουκάλας τον συναντά και βλέπει όμοιες μ’ εκείνον μορφές: «Εκείνο το παιδί που ήσουν, εκείνο που δεν μπόρεσες να είσαι… Δεν σου γυρίζει αυτό που είσαι ο καθρέφτης. Αυτό που κρύβεις σου επιστρέφει… Ό,τι στέρησες κι ό,τι στερήθηκες… Τον εντός σου τρόμο τον αδέσποτο τον αδιάλειπτο σου επιστρέφει ο καθρέφτης…» Και οι λέξεις ποτέ δεν φθάνουν για να μιλήσεις, για να υμνήσεις. Μάταιες οι προσπάθειες. Μόνο η σιωπή ομιλεί. «Η σιωπή που αργοστάζει απ’ του καθρέφτη τις ραγισματιές…» Οι σταλαγματιές γίνονται κατακλυσμός με νερό κόκκινο και αλμυρό από τα δάκρυα, νερό που βγαίνει από το χώμα και βρέχει «στου μυαλού τις σπηλιές».
«Η γυναίκα του Στάλκερ» (Στάλκερ,1979) μαθαίνει για τη Ζώνη από τον πυρετό του άντρα της, όταν γυρνάει από τα πλοκάμια της σακατεμένος… «Οδηγός δίχως δρόμο». Εκείνη δεν θέλει να πάει στη Ζώνη, στο Δωμάτιο των Ευχών. Εκείνη ελπίζει και θέλει ο μαύρος σκύλος που έφερε πίσω τον άντρα της να τον κρατήσει στο σπίτι. Ήδη ο πυρετός έπεσε και το κορίτσι πήρε να λέει στίχους, όμορφους στίχους… Αύριο θα τραγουδήσει.
Ο τρελός, ο «Προμηθέας αυτοπυρπολούμενος», (Νοσταλγία, 1983) δεν είναι τρελός αφού «η πόρτα του μυαλού είναι η καρδιά». Δεν μιλά στους ανθρώπους, αλλά στα δέντρα, στα πουλιά, στ’ αδέσποτα σκυλιά μιλά με το βλέμμα του. «Μια σταγόνα κι άλλη μια δεν δίνουν δυο σταγόνες. Νερό δίνουν, μια σταγόνα μεγάλη, να πιείς, να δροσιστείς, να στρέψεις το κεφάλι σου σεβαστικά προς τα εκεί πάνω, στον θόλο, καθώς τα πετεινά του ουρανού και τ’ άλλα με τα αδικημένα τους φτερά… Ένα φιλί κι ένα φιλί δεν είναι δυο φιλιά. Φωτιά είναι…» Και η θέρμη της καρδιάς άναψε το κερί του τρελού. Από μέσα…
«Ένα παιδί» θυσιάζεται με τον τρόπο του πατέρα. Μια Θυσία (1986) όπως ποτέ δεν θυσίασε ο Αβραάμ τον γιο του. Ο Θεός δεν θέλει ανταλλάγματα (δώσε μου για να σου δώσω). «Ο Θεός υπάρχει για να μην του ζητάς. Ο Θεός υπάρχει όταν δεν του ζητάς». Το παιδί θυμάται πως πίστευε τα μάτια του πατέρα του (σαν κάρβουνο έκαιγαν) που του έλεγαν πως δέντρο χωρίς καρπούς θα καρπίσει αν το ποτίζεις με το μέσα δάκρυ και με το μέσα αίμα, της καρδιάς, το καθαρό, το φλογισμένο. Και το παιδί ξυπόλητο στο χιόνι γράφει και ό,τι γράφει το παίρνει ο ήλιος, ο άνεμος, το ανθρώπινο πόδι. «Κινώ να ποτίσω το δέντρο μου… Ιδού. Τώρα γίνομαι δέντρο. Ότι η μοίρα του ανθρώπου δεν είναι, όχι, η μοίρα των εφήμερων φύλλων. Των ανθρώπων η μοίρα να ’ναι η μοίρα των δέντρων ορίστηκε».
Και στην «Έξοδο»:
Φορές λέω πως ο χρόνος είναι πέτρα.
Σαν ν’ απολιθώθηκαν από θεό ή θεούς
τα παρελθόντα, τα παρόντα, τα μελλούμενα.
Και παίρνω τότε να παλεύω με τη σμίλη μου
-ένα μολύβι, ένα στιλό, μια κάμερα, ένα ξυράφι-
να σμιλεύω τον βράχο.
……………………
Εγώ ο σμιλευτής σμιλεύομαι.
Από την πέτρα.
Από τη λίθινη αταραξία…
Το έργο του μεγάλου σκηνοθέτη δεν χωρά στις λέξεις. Ξεπερνά κάθε ανάλυση και ερμηνεία. Κάτι παρόμοιο νομίζω ότι συμβαίνει και με το βιβλίο του Μπουκάλα: Ο συγγραφέας «ψηλαφίζει» με υπέροχο τρόπο τα «εικονορήματα» του Ταρκόφσκι και μια βιβλιοπαρουσίαση δεν είναι αρκετή για να περιγράψει την ομορφιά του κειμένου, το κοσμικό δέος, τις σκέψεις και τα συναισθήματα, που αναδύονται κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δηλαδή ποιητικά. Το καλύτερο είναι ο αναγνώστης να αφεθεί στο διάβασμα του βιβλίου που θα τον γοητεύσει και θα τον συνεπάρει στο βάθος των πραγμάτων.
(*) H Άννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο