Τα διακριθέντα ποιήματα του διαγωνισμού

1
1006

 

 

 

Τα δεκαοκτώ ποιήματα που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό “Με αφορμή ένα στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη” που διοργάνωσαν τα περιοδικά  Ο Αναγνώστης και Θράκα και παρουσιάστηκαν στο Black Duck Garden την Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου από τους ίδιους τους ποιητές είναι τα ακόλουθα:

 

 

Αντιγόνη Κατσαδήμα

 

 

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους

Μ. Α.

ΑΩ 24

 

Κάποιοι γελούν μέσα στον κόσμο μου από ζωή πλασμένοι,

λύνει το χέρι ένα επίθετο πεφταστέρι.

Αρχίζουν τα νυχτολόγια ξένων τύψεων να σκορπούν,

προς την απόσταση που μας χωρίζει.

Φεύγεις απ’ τον ασάλευτο κόσμο μου μήπως μυρωδικά

από το σώμα της στοάς ξυπνήσουν την προαίρεση,

μια κατ’ ανάγκη αγύριστη υπόθεση

να βλέπω τα χόρτα της ενδοτύχης μικρούς ίππους,

ήλιο για όλους ενώ αφορίζουν από το έξω τώρα.

Με βάζεις στην αμφιβολία σου, να σκεφτώ πως έχεις δίκιο.

Αλλοφέρνουν για να μάθουν να ζουν στο πρώτο και στο τελευταίο.

Στην αγάπη, στο ίδιο που μεταμορφώνει. Σε αυτό που μας συνδέει

για να θέλω να θυμάμαι, να αποφασίζω να μη λυπάμαι άλλο

ούτε να φοβάμαι αυτό που και καλά μας χάρισαν για μέλλον.

Για αφορισμό του, το μικρό τώρα σύμπαν το ζητάει

αν και δεν υπάρχει ρεύμα να επαληθεύσει την αξία των θανάτων.

Πολλοί φοβούνται μέσα στον κόσμο από ρεύμα ενωμένοι,

επιζούν με επίθετα, όσα κρεμιούνται στο δέντρο της ασφάλτου.

Φορέας και πρόσωπο μαζί, εσύ, δίνεις από το βάδισμά σου

μετά τις ήττες που ένωσαν τη σιωπή μας, η φωνή σου επιτείνει τη δική μου

από ζωή πλασμένη στου δρόμου πάλι τα καθέκαστα ΑΩ 24.

Η αγάπη είναι η πόλη όταν έστω και ένας συγχρονίζεται μαζί μας,

όταν στον καθρέφτη ζωοπαλεύει και ένα άλλο πρόσωπό μου.

 

 

**

Bασίλης Παυλίδης

Τ Ω Ρ Α

 

 

 

“Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους”

 

 

Στάθηκε όρθιος

Μπρος στην άδεια θάλασσα

 

Τότε

 

Αντίκρισε τη δική του φωνή

Πρώτη φορά

 

Έκλαψε

Έκλαψε

Έκλαψε

 

Κι η θάλασσα πλημμύρισε

Βυθούς και Ορίζοντες

Καράβια του Οδυσσέα

Μόνο της φυγής καράβια

Νησιά ξερές σταγόνες

Φεγγάρια αυτόφωτα

Σειρήνες

Μισές γυναίκες μισές κορίτσια

 

Τώρα

 

Με τη δική του φωνή

Μπρος στη γεμάτη θάλασσα

 

Στάθηκε όρθιος

 

Πρώτη φορά

 

**

Αθανασία Καραγιάννη

 

 

Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ                                              

 

I.

Η φυλακή του ήταν ιδιότυπη. Φυλακισμένος και διευθυντής των φυλακών

ήταν το ίδιο πρόσωπο. Ως φυλακισμένος ζητούσε επισκεπτήριο και ως

διευθυντής απέρριπτε το αίτημά του.

II.

Κρατούσε το κλειδί στα χέρια του και σκεφτόταν αν θα μπορούσε ν’ αποδράσει.

Τελικά, όταν η επιλογή τον βάρυνε πολύ, έσκυψε και το πέταξε στον υπόνομο

του προαυλίου.

III.

Ο φυλακισμένος είχε μυστικά. Τα μοιραζόταν με τη δεσμοφύλακα.

 

**

 

Δημήτρης Ξυδερός

Ρήγας

Τα ρόδα που αφήσαμε στο Δούναβη,

τα έτρεμαν οι τύραννοι,

απ’ τα μπουντρούμια του Νεμπόισα,

σ’ όλη τη μαύρη γη του Αίμου.

Κι είπανε κάποιοι, πως θέλει ἀκόμη,

φς ν ξημερώσει…1

Τα ρόδα που αφήσαμε στο Δούναβη,

άκανθοι ‘γίναν στις Φεραίς.

Κι ο θάνατος που πάτησε στ’ αλώνια,

θρήνο δε βρήκε, βρήκε θούριο̇

τ’ άρματα τον στοιχειώσαν του Ηρακλή

κι η λυγερή ανάσανε στον Άδη.

Τα ρόδα που αφήσαμε στο Δούναβη,

τα έτρεμαν οι τύραννοι,

τα έτρεμαν, ένας σωρός πασάδες,

τα έτρεμαν σύντροφε

κι οι φοβισμένοι δεσμοφύλακες της Βιέννης.

Κι ένας θλιμμένος πρίγκιπας,

άφησε τίτλους και τιμές,

τους πλουμιστούς, τους δραγουμάνους του Ιασίου,

φύλαξε τ’ ουσάρου τη στολή

και για των Καρπαθίων την κοιλάδα, κίνησε.

Τα ρόδα που αφήσαμε στο Δούναβη,

ἀκόμη ανθίζουν,

ανθίζουν κι ας κοπήκανε

κι ας λένε -θέλει ἀκόμη φς ν ξημερώσει.

**

 

 

Δέσποινα Δίπλα (*)

 

 

ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ

«Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια», Μ.Α.

 

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Δεν είχε τίποτα να κρύψει

Δεν τρόμαζε με τίποτα στον κόσμο αυτό

Είχε παραδοθεί σε ένα όνειρο τρελό

Απλωνόταν στα παλάτια του ήλιου

και έμενε απλά σιωπηλό

Εκεί κρυμμένο μέσα στο φως

έψαχνε το πως

Ήθελε να μάθει την αλήθεια

πρόσμενε με πόθο την ελπίδα

 

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Δεν πλατσούριζε ποτέ σε ρηχά νερά

Πάσχιζε μες τα ερείπια του τώρα

την ανατολή να βρει

Ήθελε εκεί να χτίσει τη δική του τη ζωή

 

(*)Η Δέσποινα Δίπλα είναι μαθήτρια στην Α Γυμνασίου, Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης

 

 

 

**

 

Ανδριάνα Ηλιοπούλου(*)

 

Θα ‘ρθει μια μέρα

 

 «Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε», Μ.Α.

 

 

Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε

Θα κοιταζόμαστε και γύρω η σιωπή.

Θα σκεφτόμαστε ανιαρά, χωρίς ουσία.

Θ’ αναρωτιόμαστε «τι κάναμε λάθος και μείναμε μόνοι;»

Όλο το πνεύμα θα ‘χει χαθεί, θα ντρεπόμαστε πια να μιλάμε, μονάχα

Θα κοιταζόμαστε, παλεύοντας, στην πλασματική κοινωνία

που μόνοι δημιουργήσαμε,

να βρούμε τη χαμένη επικοινωνία,

το δεσμό που κάποτε είχαμε, την αγάπη που πέταξε σαν τα πουλιά.

 

 

 

 

 

 

 

Θα γευόμαστε την αποτυχία, την πικρή γεύση της μοναξιάς,

Τα σφάλματά μας..

 

(*) Η Ανδριάνα Ηλιοπούλου είναι μαθήτρια Α Γυμνασίου, Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης

 

 

 

 

 

Ελένη Καναβού

 

 

Όταν το φως λιγοστεύει

κλείνονται οι άνθρωποι

ανάμεσα από παράθυρα κι από πόρτες

και με βουβό βηματισμό

διασχίζουν

το παγωμένο αυτό κενό

ανάμεσα στους τοίχους

το μεσοδιάστημα

ανάμεσα σ’ουρανό και γη

την ανάσα

βηματίζουν

για να βρουν ο ένας τον άλλον.

 

**

Ζαφείρης Νικήτας

 

Μικρή Νέκυια

 

 

Παφλασμοί υδάτων στο φαγωμένο κουφάρι. Αλμυρό νερό

γλύφει τη βάρκα που με κουβαλά – είμαι νεκρός και σας μιλώ

απ’ την απέναντι πλευρά.

 

Ακυβέρνητο πλέει το σώμα μου, βυθός ο ουρανός

που βλέπω, τα μέλη μου βαριά, κι η ψυχή μου ένα φτερούγισμα,

σαν επίμονο γεράκι πάνω από τη λεία του.

 

Μόνος δεν είμαι στο ταξίδι μου – γύρω μου κι άλλοι

σύντροφοι, οι ανάσες τους σβηστές, ακίνητο το βλέμμα τους

κι όμως τα πνεύματα πτερόεντα.

 

Είμαστε όλοι αλιείς, στριμωγμένοι στο κατάστρωμα,

έκθετοι στον ηλιοκαή καιρό. Ή είμαστε φυγάδες. Η ζωή ακόμη μας ελκύει,

όπως ο νεωλκός ρυμουλκεί το καράβι στην ακτή – δεν παραδινόμαστε

 

(γιατί αγαπούμε τη ζωή, την αγαπούμε αμετάκλητα).

 

Έλανδρος ο βίος μας, καταστροφικός. Στην αγκαλιά

των γυναικών μας θέλουμε να γυρίσουμε, στη θαλπωρή

του πόθου μας, στο νόστο των ερώτων.

 

Ένας ελκηθμός είναι ο θάνατος, ένα τίποτα, μια αιχμαλωσία

και ήδη (ελεύθεροι)

αναπέμπουμε τις μικρές ανάσες μας προς το νέο σώμα,  ήδη (ελεύθεροι)

στέλνουμε παλμό καρδιάς προς την επόμενη ζωή μας.

 

**

Έφη Κατσουρού

 

Η σκακιέρα

 

 

 “Έλα να παίξουμε…

Θα σου χαρίσω τη βασίλισσα μου

Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη

Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη.”

Μ. Αναγνωστάκης

 

 

Πάντα πίστευα πως δε θα έρθει αυτή η ώρα.

Και φέτος ακόμη ήμουν πεπεισμένη.

Οι Ώρες οι υγρές κι οι Μοίρες

φέρουν χωρισμούς.

Τα παράθυρα θολώνουν

τα πιόνια στη σκακιέρα κινούνται από συνήθεια.

Κακό πράγμα η συνήθεια.

Δε μ’ αρέσει να συνηθίζω ούτε την παρουσία

ούτε την απουσία.

Αγαπώ τον βασιλιά μου και τ’ άλογα

παράλογα πως,

βρήκα το θάρρος κι έφυγα απόψε

για το καλοκαίρι.

Είχαμε όλοι εγκλωβιστεί σε αυτόν το κάναβο

να διαγράφουμε τεθλασμένες τροχιές.

Ούτε μία ταλάντωση μέρες τώρα.

Ένα μοτίβο αισθαντικό μα μονότονο

σχεδόν φθινοπωρινό

μας είχε μουδιάσει.

Ήταν Μεσάνυχτα όταν καβάλησα το πιο διάφανο άλογο

και αποδόμησα τη σκακιέρα με έναν καλπασμό,

με μια πορεία πλήρως ελικοειδή προς το λευκό του κενού του.

Του άφησα το στέμμα και λίγες λέξεις

κόκκινες στο πλακάκι.

Ήταν για μένα μια φορά ο αγαπημένος τώρα δεν έχω πια αγαπημένο.

Δεν ξέρω αν θα διαβάσει τις λέξεις –

αν θα τις σβήσουν τ’ αδιάφορα βήματα

οι κινήσεις τακτικής.

Εγώ κρατάω από αυτό το βασίλειο

από αυτή την ατελέσφορη παρτίδα

μόνο το πιο διάφανο άλογο.

Αυτή μου τη φυγή ξέρω πως λίγοι θα ονομάσουν λύση

πολλοί λιποταξία.

Μα οι παρτίδες δεν πρέπει να μένουν ατελείς κι οι έρωτες,

γερνούν.

Γερνούν,

οι στρατιώτες παροπλισμένοι κι οι πύργοι καταρρέουν μαζί με τις ημέρες.

Όταν θα διαβάζεις αυτά τα λόγια εγώ θα τρέχω κατά μήκος της ακτής

πιο λευκή από το φεγγάρι, πιο μαύρη απ’ τον ήλιο, πιο διάφανη.

Ελεύθερη ακόμη και απ’ τ’ όνειρο βασιλιά μου.

 

**

Ιφιγένεια Σιαφάκα

 

 

H αφή

 

 

«κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω» από το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη Κι ήθελε ακόμα

 

 

Πόλη με τα καμένα σπίτια –

στις πόρτες του μπόγια τ’ άλικο

για σκύλους και μωρά κρατάει το ίσο

σε γριές που φτύνουν κλαρωτές μοίρες

στην παλάμη και γανώνουν με γκρίζο

το θυμό για ένα χελιδόνι που ζευγαρώνει

ανεπίδοτες προκλήσεις στην πλάτη

της κουτσής μου γάτας της Χαρίκλειας, ενώ

«κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω»

με λεμονανθούς και καρυάτιδες τα βαλσαμωμένα

δάχτυλα, γιατί αρχαίος προφήτης η αφή τρυπώνει

μ’ ένα ξυράφι στο κεφάλι μου τις νύχτες

κ’ απενεργοποιεί τον εφιάλτη πως η απώλεια

ξυπνάει γεμάτη μόνο στο σκοτάδι

 

 

**

 

Κατερίνα Καπουλέα

 

 

Μισεύουν οι λέξεις

τα μισερά τους δάχτυλα

 

Είναι εύκολο

να ξεγελαστείς.

Ιδίως όταν

το φως λιγοστεύει.

Να κρυφτείς

δείχνοντας.

Είναι δύσκολο

-πολύ-

να καρφώσεις

τις λέξεις.

Μαθημένες καιρό

να κρέμονται

μετέωρες.

Να πέφτουν.

Να τσακίζονται.

Ανάπηρες

δείχνουν

τα χέρια τους

τώρα

που τα μάτια

έχουν συνηθίσει

το σκοτάδι.

Έστω.

Φθάνει να γνωρίζουν

πως είναι λειψές.

 

**

 

Θεοδόσης Κοντάκης

Κόκκινο ψωμί

 

«Μοιράστηκε πάλι ψωμί και τα μαχαίρια περιμέναν»

Μανόλης Αναγνωστάκης, «Το δείπνο»

Ο μεγάλος τροφοδότης το ξέρει

 

Μαλακές και απλές είναι πάντα

της γης οι τροφές: άρτος και οίνος αρκούν.

Μα πάντα από μέσα ένα κόκαλο

τσακίζει τ’ ανύποπτα δόντια-

άγνωστο πώς βρέθηκε κει.

 

 

Πέτρα – ψαλίδι, μολύβι – χαρτί.

Παιχνίδι που κερδίζει πάντοτε

ένας άλλος· ζαβολιά:

καθένας απέναντι φοράει πανοπλία

μες απ’ το δέρμα.

 

 

Σαν ένα χέρι να ‘δωσε πολλά ύπουλα όπλα.

Αν νομίζεις πως είσαι αθώος

φυλάξου, στο δρόμο σου μη βρεθεί η αφορμή.

Σαν ένα δεύτερο χέρι τις σκληρές πληγές να μαλάκωσε

-λάδι και μέλι και θυμάρι.

 

 

Κοινή η ώρα του τραπεζιού όσο κρατάει η μουσική,

χαρά για όσους δεν στερούνται·

γύρω γύρω, ώμο με ώμο, από κάτω γυμνό το μαχαίρι.

Τα χείλη θα πετρώσουν, όταν σωθεί το κρασί-

όταν σωθεί το ψωμί, θα ’ναι η ώρα η τελευταία·

εκτός κι αν ένας περάσει μες στο στέρνο το χέρι,

ενώ παίζει το τραγούδι, σαν σε μαλακό πανωφόρι-

κι αφήσει κει στη μέση, γυμνή, τη δική του καρδιά.

 

**

Κυριάκος Συφιλτζόγλου

 

 

το 2000 κατεβαίνει στην Αθήνα ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
στα χέρια του κρατά τις ακτινογραφίες του Νίκου-Αλέξη
Ασλάνογλου. τον αναζητά στη Νέα Σμύρνη. του λένε πως
έφυγε. πάει στη Νέα Ερυθραία. του λένε μετακόμισε. τον
ψάχνει στους Αγ. Αναργύρους. του λένε πέθανε. τον βρίσκει
στο νεκροταφείο του Αμαρουσίου.
–Νίκο, συγγνώμη για την καθυστέρηση, εδώ τις έχω.
–Μανόλη, εσύ δεν πέθανες;
–όχι, το 2005 θα πεθάνω.
–δεν πειράζει, φέρε τις τότε, μαζί με μια καρτ-ποστάλ
από το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Δράμας.
–γιατί;

–ξαναδιάβασε τον «Δύσκολο θάνατο» και θα καταλάβεις.

 

**

 

 

Παναγιώτης Μηλιώτης

Να δίνεις στ’ αλήθεια μάχη με το θάνατο

 

Απαλλάχτηκες από τη χρόνια παραίσθηση

κι έκανες πέρα όσους τύφλωνε η έλξη σου −

τι κατάμαυρη λιτανεία ήταν τούτη, τόσο ανήμπορη

και φοβισμένη με την επίβουλη αβεβαιότητα,

πάντα πρόθυμοι να παίρνει στο κατόπι έναν επηρμένο δραπέτη

τι θαρρούσε;

Πώς θα κοίταζε το ζεστό καθρέφτη και θα διάσωζε

χειρονομίες, ατάκες και τραγούδια – αποσπάσματα

μιας ποθητής, απροσδιόριστης παράστασης

επειδή τα μελλούμενα διακόπτουν ακραιφνώς,

αρπάζουν το μικρόφωνο κι ανακοινώνουν

πώς ο ήρωας ξαφνικά εχάθη, δεύτερη παράσταση ξανά

δε θα υπάρξει;

 

Τώρα επιστρέφεις στ’ απαραίτητα. Δίχως να κοιτάς

τον καθρέφτη χωρίς να παραλλάζεις τις μορφές της έπαρσης,

κοιτάς λίγο πιο πέρα απ’ τις αντανακλάσεις μιας παράστασης –

τάχα ν’ ακούστηκε αληθινά ο πρώτος ήχος,

τάχα ξαφνικά να είδαμε μαζί απ’ τη δικιά μας την πληγή

του κόσμου την πληγή… τώρα που ξεπέρασες την πλήξη σου

ξεκίνησες

να δίνεις στ’ αλήθεια μάχη με το θάνατο.

 

 

**

Γεωργία Ντεμίρη

 

Ευκαιρίες ολοκλήρωσης

 

Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

Γι αυτό θα αρχίσω από κάτι απλό

αυτό που εμπεριέχει το αληθινό.

Όχι κάτι που χάθηκε

γιατί καιρός να

γυρνάς πίσω δεν μένει

παρά για κάτι που ακόμα δεν ήρθε

αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο του ποτέ

και καλύτερα εδώ που τα λέμε

γιατί θα το φαντάζομαι καιρό.

Πράγμα με ανθρώπινο σώμα

και πολλά κεφάλια

η από την ανάποδη άνθρωπος

στην μορφή αλλά στερεός, πέτρα.

Απ ότι υλικό θέλω, σκληρό,εύθραυστο

με μπόλικο χρώμα και άρωμα

μεγέθους άπειρου ή ευκίνητο

για να το παίρνω μαζί μου.

Ο ρόλος του εξαρτάται πάλι από τα χαρακτηριστικά

που θα του προσδώσω,

ομιλία ή ακοή ακόμα δεν αποφάσισα

αλλά σίγουρα όραση για να με βλέπει.

Εγώ ακόμα δεν μπορώ να το δώ,

του δίνω λοιπόν την ευκαιρία που μου λείπει

μια μορφή ανταλλαγής μωρέ

για να περάσουμε πια στα σύνθετα.

 

 

**

 

Στέλλα Δούμου

 

ΣΚΟΥΡΙΑ ΣΙΝΔΟΝΗ

 *{Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε

Κανένας να με γνωρίζει}

Μέσα στο πόδι τού ταξιδιώτη χρυσαλλίδα πυρίμαχη

τους δικέφαλους σκύλους γυμνάζει.

Μουρμουρητό μονοπάτι δονεί τις δίνες του αέρα

βλασταίνουν φίδια στα βεληνεκή, αυτό είναι σίγουρο.

Οι εποχές τον αναπαριστούν αλλιώτικο  όσο βαδίζει.

Ωάρια πυξίδας δείχνουν βορρά αναμαλλιασμένο σε ουρανό τεκταινόμενο.

Πέρα μακριά χαίνουν οι Όλυμποι τις άπειρες κλίμακες του λυκόφωτος  μυρμηγκιάζοντας τις επικράτειες.

Το σπίτι του αναπαύεται  στης σκιάς το κλειδωμένο βάρος

Ακτινωτά οι ομοζυγωτικοί  νεκροί  του, γλείφουν άστρα αλμυρά. Έτσι τους θυμάται.

H  αριστερή πλευρά του δρόμου αβαρής,

είναι το νερό: μαύρος θυρεός με αμίαντα φεγγάρια.

Η δεξιά κινείται γρηγορότερα κι απ’  την κόλαση.

Πρόσωπα εγνωσμένης κωφότητας τον προσπερνούν

βρέφη που μηρυκάζουν αλάτι

φέρετρα που γευματίζουνε πηλούς μονογενείς

κι ο δρόμος πίσω  του να χύνεται

σε μπολ αβύσσου.

 

Όταν κάποτε σεληνανθοί στις όχθες των ματιών

μαλακώνουν  των βουνών τις σκληρές πέτσες

ανεπαίσθητα ξεσφίγγεται  η κλωστή που τον κρατάει

από της μοίρας την σκουριά σινδόνη

και με το βρόντο ενός ανθρώπου που λυγίζει

σπαράζει για το υπέρμαχο φώς.

Για τίποτ’ άλλο.

 

 

**

 

Χάρις Κοντού

 

Μανώλης

 

Σε συζητούσαμε συχνά

με δυο φίλες μου απ’ τη φιλοσοφική

Φοιτητής ιατρικής,

Αγωνιστής, μαρξιστής, ανθρωπιστής

Σου άρεσε η μεσαία,

Της άρεσες κι εκείνης

Εμένα πάλι μου θύμιζες τον Αναγνωστάκη

να μιλάει για τα λευκά φίδια της Νεάπολης,

τα σιδερένια ρούχα των πολεμιστριών…

Ζήτημα αν ποτέ δροσιζόσουν

απ’ τις αρμονικές νύχτες, σκεφτόμουν,

Ζήτημα ήταν και για την φίλη μου

που πάρκαρε κάθε φορά στο Γουδί

για να σε πετύχει.

Αργότερα τα έφτιαξες με μια πάπια,

έτσι την φωνάζαμε,

Και αν έγινες καλός γιατρός

σίγουρα σε κείνη το οφείλεις

 

Κάπως έτσι σιγά σιγά μισήσαμε την ιατρική

τ’ αριστερά σχήματα

και τις πάπιες

Ήταν όλα δήθεν, λέγαμε,

Αν και μέσα μας ξέραμε

ότι ο Αναγνωστάκης ζει!

 

 

 

 

**

Χρήστος Κατρούτσος

 

 

Kατάπιαμε την αξιοπρέπεια

 

Που ‘χε τη γεύση μύγδαλου

Μέσ’  απ΄ την  Άνοιξη

Κρατώντας μας ανάμεσα σε καλοκαίρι και χειμώνα

Κι ύστερα,

πολύ δεν ήθελε να ΄ρθεί η βουλιμία.

 

Κατάπιαμε το ίδιο μας το στόμα

Βουλιάζοντάς το στην κοιλιά

Σαν εγγαστρίμυθοι μιλάμε

Τα χείλη πια νεκρά.

Μες στ΄ όξινο στομάχι

Τα λόγια λιώνουν που κοκκίνισαν τα χείλη

Είτε βαμμένα για τον έρωτα

Είτε για τη διαμαρτυρία.

 

Χορτάσαμε και πάλι πεινασμένοι όταν

Πάψαν τα λόγια πια ν΄ αποτελούν  χρησμούς

Κι άνθρωπε του μέλλοντος

Με το φυλακισμένο πρόσωπο στις χαρακιές

Σαν σε γρατζούνησε ο χρόνος

Που αφαιρούσες απ΄ την όψη σου,

Δεν σε γνωρίζω δίχως το στόμα

Δίχως να φτύσεις τα κουκούτσια

Από τη σάπια σου μηλιά.

 

 

 DSC_0388 DSC_0398 DSC_0400 DSC_0406 DSC_0409 DSC_0411 DSC_0414 DSC_0417 DSC_0425 DSC_0460 DSC_0466 DSC_0468 DSC_0476 DSC_0479 DSC_0504 DSC_0511 DSC_0519 DSC_0525 DSC_0548

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο67 γυναίκες ζωγράφοι στο Μουσείο Φρυσίρα
Επόμενο άρθροVinyl is back

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ