Τα “άλλα ρούχα”

0
265

Αράπη Σ. Ελένη.

 

 

Τα “Άλλα ρούχα” αποτελούν την πρώτη μα εξαιρετική ποιητική συλλογή του Ζαχαρία Σώκου από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Μια ποιητική συλλογή που φαντάζει ως “Επιτάφιος”, για όλους αυτούς που έφυγαν νωρίς.Ο ποιητής μας παρουσιάζει τους αγαπημένους του νεκρούς και εμείς γινόμαστε θεατές  μιας κινηματογραφικής ταινίας, που με ένδυμα τις λέξεις ξεδιπλώνει εμπρός μας, τον πόνο, την θλίψη, την απώλεια, τη φθορά του χρόνου.

 

Στη Μεσογείων

 

Ήταν μεσάνυχτα και μετά, σκοτάδι αλλόκοτο, κι η θεία αυγή

αργούσε ακόμα. Άρρωστη άπνοια έγλειφε, σαν χορτασμένος

σκύλος, τις ώρες που μηρυκάζουν σκέψεις. Ξάφνου αεράκι

απόκοσμο ανασήκωσε το φόρεμα της μνήμης και ένα ρίγος,

ίδιο με την ανατριχίλα στις απότομες κατηφοριές των βαγονιών

στο λούνα παρκ, ξάμωσε στο κορμί μου. Ταξίδια νύχτας

ξεπέζεψαν, γεύση αόρατης παρουσίας.

 

Πού πάτε περασμένα μεσάνυχτα, παιδιά,

η νύχτα είναι κόκκινη μα οι χάρες την ασπρίσαν

κι έχω μεγαλώσει πια και δεν αντέχω τα ξενύχτια.

 

Πάμε, μου γνέφει ο Κωστής.

Έλα, μου κάνει ο Τάσος,

κι ακολουθώ.

 

Σταυροκοπιούνται οι οδηγοί

Ριγούν οι φανοστάτες.

 

Γυρνώ,

κι είμαστε λέει στη Μεσογείων,

πλημμύρα μαύρο γάλα,

κι άλικο έπεφτε χιόνι.

 

Βλέπω τον Κώστα άλουστο,

τον Τάσο δίχως δόντια

και μέσα στα χεράκια τους

η αργυρή τους κόμη,

περνά και η μανούλα μου 

και δε με αναγνωρίζει.”

 

Το “σύθαμπο του χρόνου” λοιπόν, η ματαιότητα, η φθορά, η σιωπή παρουσιάζονται σαν σε ταινία βουβή με κοντινό πλάνο πάντα τον θάνατο.

Ακόμα και ο έρωτας, η ζωογόνος δύναμη που κινεί το σύμπαν, δοκιμάζεται στο σφαγείο του χρόνου. Αντιμετωπίζεται ως πόνος, ως παραπλάνηση. Μα και κάπου εκεί υπολανθάνει “η αέναη θερμότητα”, “όταν ο έρωτας σελώνει το άλογό του”.

Βαθιά πολιτικοποιημένος εκφράζει την αγωνία του για τον άνθρωπο. Καταθέτει τους προβληματισμούς του κοινωνικούς και πολιτικούς. Δεν προτείνει λύση, μα μέσω της στωικότητας και της εφεύρεσης “του άλλου εαυτού” υπομένοντας εντέλει αντιδράει.

 

“Το καπλάνι της Σάμου

 

Θα ‘ρθω μια μέρα,

της νιότης φυσεκλίκια ζωσμένος,

της ουτοπίας το αμπέχονο στον ώμο

κι αρβύλες θα φορώ, με πέταλα αργυρά καλιγωμένος,

κι αντάρτης αυθάδης

πίσω θα τα γυρέψω όλα

αλίμονό σας.

 

Θα΄ρθω μια μέρα, 

του Καραίσκου χούγια φορώντας,

όχι σε αγύρτες τραπεζίτες αναιδείς,

εξωνημένους του διευθυντηρίου,,

αυτούς αρχαία ύβρις αναμένει,

στον άλλο μου εαυτό θα καταφτάσω και στη μνήμη.

 

Θα΄ρθω μια νύχτα, θα το δείτε, 

ρετάλια να μαζέψω

τα παλιά μου κομμάτια

κι ό,τι μπορώ θα ξαναυφάνω

σώματα και ψυχές σπαταλημένες.

 

Θα ΄ρθω πριν έρθουν κι ό,τι σώσω,

έτσι και αλλιώς η σωτηρία πλάνη,

κι αφού την ώρα την καλή δεν δύναμαι να βαλσαμώσω

και σαν κουνάβι σε μουσείο να ποζάρει,

όπως στη Σάμο το καπλάνι,

γιατί φοβάμαι οι καλές οι ώρες

το ύψος της μοιραίας πτώσης μεγαλώνουν.

 

Πιλότος κάποτε ήθελα να γίνω

μην ξέροντας, ο αφελής,

τι πάει να πει υψοφοβία.”

 

Διαβάζοντας τα “Άλλα ρούχα” είναι σαν να βλέπεις να ξετυλίγεται εμπρός σου το τοπίο της Αιτωλίας, μα και σαν να ακούς τις φωνές των προγόνων σου να ξεπροβάλλουν πίσω απο τις λέξεις.

Κυρίαρχη “ταΐστρα” του ποιητή, ο μέγιστος Ομηρος. Μέσα από την Ιλιάδα, ανασύρει τρεις ανώνυμους “ήρωες” τον Σιμοείσιον, τον Θαμύρη και τον συνώνυμο του Σώκο και τους δίνει μια κάποια αξία. Καβαφικός ο λόγος και το ύφος του, με  καρυωτακική θλίψη.  Επόμενη  “ταΐστρα” το δημοτικό τραγούδι, το οποίο διανθίζει την ποιησή του. Δεινός χειριστής τόσο του ελεύθερου όσο και του ομοιοκατάληκτου στίχου.

Η ποίηση του Ζαχαρία Σώκου  χωμένη για χρόνια μέσα σε κλειστά συρτάρια, δεν μούχλιασε μα ωρίμασε. Η φθορά του χρόνου, που τόσο πολύ μνημονεύει ο ποιητής, την δυνάμωσε.

Και τώρα ήρθε η ώρα ο σκηνοθέτης, ο δημοσιογράφος να φορέσει επιτέλους τα “Άλλα ρούχα” και ως άλλος εαυτός να τολμήσει να σεργιανίσει της ποίησης την σκάλα.

“Τα άλλα ρούχα

 

Με εφτά κοτλέ

και δέκα τζιν

την έβγαλα ως τώρα

κι ίσως μη χρειαστεί 

άλλη αγορά να κάνω.

 

Μόνο τότε,

στην αορτή του χρόνου

νικημένη σκιά,

στου Αρακύνθου τα ριζά,

“της Άρνης τα λαγκάδια”,

να με φυσάει ο βοριάς

και να με βρέχει ο νότος

και θα με βλέπω

γαμπρό να με στολίζουν 

πρέπει κουστούμι να φορώ

να μη με δει η μάνα μου

παλιόρουχα να φέρω.

 

Κι έτσι εγώ

που, καταβάθος,

ήθελα άλλα ρούχα

δεν θα προλάβω ποτέ να τα φορέσω.”

 

 

 

 

INFO: Zαχαρίας Σώκος, Άλλα ρούχα, Γαβριηλίδης

Προηγούμενο άρθροΤο Παλιόπαιδο
Επόμενο άρθροΝάρθηκας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ