του Π.Μ. Ζερβού (*)
Ἡ ζωὴ ὀφείλει τὴν ὕπαρξή της στὸ νερό. Ἕνας πλανήτης εἶναι πιθανὸν νὰ φιλοξενεῖ (ἔστω στοιχειώδους μορφῆς) ζωὴ ἐφ’ ὅσον διαθέτει νερό. Ἐπιπλέον, αὐτὸ τὸ πρωτογενὲς μυστήριο ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ μᾶς ξυπνᾶ μνῆμες καὶ νὰ πυροδοτεῖ ἐπιθυμίες. Ἐξ οὗ καὶ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἐκτενῶς στὴν τέχνη ὡς συμβολικὸ στοιχεῖο.
Πάνω σ’ αὐτὴν τὴν βάση φαίνεται πὼς ἔχει συμπεριλάβει τὰ δεκατέσσερα διηγήματά της ἡ Γιούλη Ἀναστασοπούλου στὴν συλλογή της Ἡ προθεσμία τοῦ νεροῦ (ἐκδ. Ἐνύπνιον). Τὸ νερό (πόσιμο, πισίνας, θάλασσα) ἀλλὰ καὶ τὸ ὑγρὸ στοιχεῖο γενικὰ (δάκρυα, ἱδρώτας, αἷμα) συνδέει ἐξωτερικὰ τὶς ἀφηγήσεις της. Ἀλλὰ ὑπάρχει κι ἄλλος ἕνας νοηματικὸς ἄξονας, ποὺ εἶναι ἐσωτερικὸς καὶ συνομιλεῖ μὲ τὸν ἐξωτερικό: ἡ ἀγάπη καὶ ὁ ἔρωτας – ἡ ἀναζήτηση, ἡ ἀπόκτηση καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ἀγάπης, ἴσως κι ἡ ἐπανάκτησή της.
Ὅμως δὲν πρόκειται γιὰ αἰσθηματικὲς ἱστορίες. Κάθε ἄλλο. Τὰ θέματα τῶν ἱστοριῶν εἶναι σκληρά, ἐνίοτε βίαια. Ἡ συγγραφέας ἑστιάζει μὲ τὸν μεγεθυντικό της φακὸ στὴν σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς ἀγάπης: τὴν κακοποίηση, σωματικὴ καὶ ψυχολογική, τὴν ἐκμετάλλευση καὶ τὸ ξεπέρασμα τῶν ἠθικῶν ὁρίων. Ἡ ἐρωτικὴ πράξη, καὶ πρέπει νὰ τονιστεῖ, στὸν πυρῆνα της εἶναι μία μορφὴ ἐξουσίας. Οἱ ἥρωες δὲ τῶν διηγημάτων βρίσκονται σ’ ἕνα ὁριακὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τους καὶ παίρνουν ἀποφάσεις ποὺ τοὺς ἐξελίσσουν, ἄλλοτε φανερὰ (π.χ. Ἁλμυρό) κι ἄλλοτε κρυφά (π.χ. Σκόρος).
Αὐτὰ τὰ ὁριακὰ σημεῖα, ποὺ ὁρισμένα παραπέμπουν στὸ θρίλερ καὶ τὸ γκρὰν γκινιόλ, ἡ συγγραφέας τὰ ἀντιμετωπίζει μὲ εὐθύτητα καὶ συμπόνια, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὸ πρῶτο διήγημα, τὴν Σάρκα, ποὺ ἐν προκειμένῳ λειτουργεῖ θαυμάσια ὡς ἀλληγορία. Φυσικά, δὲν τὴν ἐνδιαφέρει νὰ μᾶς σοκάρει, διότι δὲν θέλει νὰ γράψει θρίλερ. Στόχος της εἶναι ἡ ἀποτύπωση τοῦ ψυχικοῦ πόνου ἀπὸ τὴν ἀπώλεια ἢ ματαίωση τοῦ ἔρωτα, πού, παρεμπιπτόντως, δὲν εἶναι μόνο ἡ συναισθηματική, ἀλλὰ καὶ (ἴσως κυρίως) ἡ σεξουαλική του πλευρά. Ὅμως, ἐνῶ θὰ μποροῦσε κάλλιστα ἡ ἀφήγησή της νὰ εἶναι πορνογραφική, καὶ μάλιστα σαδική, ὑπάρχει διάχυτη μιὰ τρυφερότητα ἀπέναντι στοὺς πρωταγωνιστικούς της χαρακτῆρες. Λέξη-κλειδὶ γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἱστοριῶν εἶναι ἡ ἐνσυναίσθηση ἀπέναντι στὰ θύματα τοῦ ἔρωτα, τὰ ὁποῖα ὡστόσο δὲν εἶναι ἄμοιρα τῶν εὐθυνῶν τους· μάλιστα, πολλὰ ἀπὸ τὰ θύματα γίνονται καὶ θύτες πρὸς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἔρωτά τους ἢ ἀκόμη καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό τους. Οἱ ἐξουσιαστικὲς σχέσεις, ποὺ μετατοπίζονται ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο, ἀντιμετωπίζονται μὲ μία ἰδιαιτέρως ἀνθρωπιστικὴ ματιά.
Ἀπὸ αὐτὰ γίνεται φανερὸ ὅτι οἱ ἱστορίες τῆς Γιούλης Ἀναστασοπούλου ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ σ’ ἐνήλικες. Τοῦτο συμβαίνει ὄχι μόνο λόγῳ τῆς τολμηρῆς γλώσσας (πού, εὐτυχῶς, εἶναι ἄμεση καὶ ἀλογόκριτη) καὶ τῶν θεμάτων ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῶν βιωμάτων καὶ ἐμπειριῶν ποὺ πρέπει νὰ διαθέτει ὁ ἀναγνώστης ὥστε νὰ τὶς κατανοήσει κι αἰσθανθεῖ σὲ κάποιο ἐπίπεδο.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἰδεολογικοῦ ὑποβάθρου, ἡ τεχνικὴ τῆς ἀφήγησης εἶναι σύνθετη. Ἡ γλῶσσα εἶναι περίτεχνη, καθὼς ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν κινηματογράφο καὶ τὶς εἰκαστικὲς τέχνες, τὸ ὕφος ἐν πολλοῖς ποιητικό, ἐνῶ ὁ λόγος εἶναι ὑπαινικτικός, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν γίνεται φανερὸ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ποιό εἶναι τὸ θέμα καθενὸς διηγήματος. Δηλαδή, τὰ διηγήματα καλοῦν τὸν ἀναγνώστη νὰ εἶναι νοητικὰ παρὼν καὶ νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ στὴν ἀφήγηση, ὥστε νὰ ἐξαγάγει τὰ προσωπικά του συμπεράσματα.
Ὁπωσδήποτε, ὅλ’ αὐτὰ θὰ ἔκαναν δύσκολη καὶ ἴσως δυσάρεστη τὴν ἀνάγνωση στὴν περίπτωση ποὺ ἡ συγγραφέας δὲν ἤξερε νὰ χειριστεῖ τὸ ὑλικό της. Εὐτυχῶς δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Διότι πρώτιστα τὴν ἐνδιαφέρει νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τοὺς ἀναγνῶστες της καί, μὲ κάποιον τρόπο, νὰ τοὺς ψυχαγωγήσει, ὄχι νὰ τοὺς ἀποκλείσει. Πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἡ φαντασία της ἐπιστρατεύει ἐντυπωσιακὲς εἰκόνες. Τὰ ἔντονα χρώματα ὑπηρετοῦν στὸ νὰ ἁπαλύνουν τὶς σκοτεινὲς περιγραφές, τὶς σκοτεινὲς σκέψεις, ἐνῶ τὰ κείμενα πάλλονται ἀπὸ σωματικότητα, καθὼς οἱ πρωταγωνιστικοὶ χαρακτῆρες ἀφουγκράζονται τὰ σαρκικὰ πάθη κι ἐπιδιώκουν νὰ τὰ ἱκανοποιήσουν. Θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ διακρίνουμε ἐδῶ μία μεταφεμινιστικὴ ματιὰ (ὅ,τι κι ἂν σημαίνει ὁ ὅρος), ποὺ θυμίζει τὶς λαμπρὲς στιγμὲς τῆς ὑπέροχης Ἄντζελα Κάρτερ.
Μὰ ἡ πλούσια φαντασία τῆς Γιούλης Ἀναστασοπούλου δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Μὲ τὸν συμπυκνωμένο της λόγο (εἶναι πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστο τὸ πῶς μὲ λίγες λέξεις κατορθώνει νὰ ζωντανέψει ὁλόκληρους χαρακτῆρες) δημιουργεῖ ἕναν ὁλόδικό της κόσμο. Ἕναν κόσμο σὲ σημεῖα διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι ὁ δικός μας τῆς καθημερινότητας καὶ συνάμα οἰκεῖο. Διότι, ἂν καὶ κάποιες περιγραφὲς τοπίων ἢ ἀναφορὲς συγκεκριμένων ὀνομάτων παραπέμπουν σὲ συγκεκριμένες χῶρες, στὴν πραγματικότητα ὁ κόσμος της εἶναι ἀόριστος. Ἢ μᾶλλον, οἱ καταστάσεις ποὺ περιγράφονται θὰ μποροῦσαν νὰ συμβοῦν ὁπουδήποτε καὶ τὰ πρωταγωνιστικὰ πρόσωπα θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ δοῦμε παντοῦ.
Ὁ κόσμος τῆς Γιούλης Ἀναστασοπούλου εἶναι φαντασμαγορικός, σαρκικός, αἰσθησιακὸς κι αἰσθητηριακός. Ἀλλὰ εἶναι καὶ περίκλειστος. Ἡ πόρτα του μοιάζει μὲ τὴν ἑρμητικὰ σφαλισμένη μαγικὴ πόρτα ἔξω ἀπὸ τὴν Μόρια στὸν Ἄρχοντα τῶν Δαχτυλιδιῶν. Γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξει πρέπει νὰ πεῖς τὴν λέξη «φίλος». Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν κόσμο τῆς συγγραφέως. Γιὰ νὰ μπεῖς καὶ νὰ περιπλανηθεῖς πρέπει νὰ ἀφήσεις πίσω σου τὴν ἀσφάλεια τῆς καθημερινότητάς σου, ἀλλὰ νὰ ἔχεις μαζί σου τὶς κατάλληλες ἀποσκευές, δηλαδὴ τὶς ἐμπειρίες, τὰ βιώματα καὶ τὶς ἀνασφάλειές σου. Πρέπει ν’ ἀφήσεις τὶς αἰσθήσεις σου νὰ σὲ καθοδηγήσουν μέσα ἀπὸ τὰ μονοπάτια, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἐπιτρέπεται, ἴσως κι ἐπιβάλλεται, νὰ ξεστρατίσεις γιὰ ν’ ἀντικρίσεις τὰ ποδοπατημένα ἄνθη καὶ νὰ τὰ φανταστεῖς στὴν πρότερη ὀμορφιά τους. Μόνο ποὺ καὶ τώρα εἶναι ὄμορφα –ἔτσι, τσαλαπατημένα, μαραμένα– καὶ ζητοῦν τὸν θαυμασμό σου.
Τὸ πραγματικὰ ἐνδιαφέρον μὲ τὴν Γιούλη Ἀναστασοπούλου εἶναι ὅτι τολμᾶ νὰ προτείνει νέες ἀναγνώσεις σὲ τετριμμένα θέματα καὶ νὰ ἐξερευνήσει ἄλλα ποὺ μπορεῖ νὰ θεωροῦνται ταμπού, ἢ πού, ἐξ ὅσων γνωρίζω, ἐλάχιστοι Ἕλληνες συγγραφεῖς ἔχουν τολμήσει νὰ θίξουν. Ἑπομένως, δὲν μιλᾶμε γιὰ λογοτεχνία πρὸς ἐνήλικες, ἀλλὰ γιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία. Ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν μπορεῖ νὰ συνομιλήσει μὲ ὅλους τοὺς ἀναγνῶστες, ὅμως θεωρῶ ὅτι γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνοιχτοὺς ὁρίζοντες κι ἐπιθυμοῦν νὰ διαβάσουν τὸ εἶδος τῆς μυθοπλασίας ποὺ ἀποτυπώνει τοὺς βαθύτερους προβληματισμούς τους Ἡ προθεσμία τοῦ νεροῦ εἶναι μία ἰδανικὴ πρόταση.
(*) Ο Π.Μ. Ζερβός είναι συγγραφέας
Γιούλη Ἀναστασοπούλου, Ἡ προθεσμία τοῦ νεροῦ (Ἐκδόσεις Ἐνύπνιο), σελ. 64