του Χρήστου Τσιάμη (Ν.Υόρκη)
1.
Σήμερα ήταν μια καλή μέρα εδώ που ζώ. Ετσι ευδιάθετος που ήμουν έκανα, μετά τη δουλειά, μια βόλτα, εδώ κοντά, στο πάρκο της πλατείας Γουάσινγκτον Σκουέαρ. Είχαν στήσει μια μικρή τέντα για τον dj και είχαν στήσει χορό μπροστά του αρκετοί στους ρυθμούς της μουσικής salsa. Ηταν παράταιρα ζευγάρια, νέοι και πιό προχωρημένης ηλικίας, από ποικίλες εθνότητες, μελαμψοί Νοτιοαμερικάνοι, Ινδοί, Ιρλανδοί, Κορεάτες, Γιαπωνέζοι, Πολωνοί που, απ’ ό,τι παρατήρησα, έφτιαχναν και ξαναέφτιαχναν διαφορετικά ζευγάρια. Και μου πέρασε απ’ το μυαλό πως όταν κάθονταν για ένα διάλειμμα στα γύρω τα παγκάκια μάλλον θα αντάλλασσαν κι ένα δυο πράγματα για την προσωπική τους ζωή.
Και όλη τη μέρα πηγαινοερχόταν στο νού μου η φράση «γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό» που είχα διαβάσει πριν λίγες μέρες σε ένα εμπεριστατωμένο άρθρο (και σε κάποιο επακόλουθο). Και τώρα μια άλλη φράση άρχισε να εμφανίζεται στο νου. Γιατί να διαβάσουν οι άνθρωποι εδώ ιστορίες από χώρες μακρινές όταν τις συναντούν αυτές τις χώρες εδώ μπροστά τους ζωντανές;
2.
Απ’ τη σκοπιά μου εδώ, στο εξωτερικό, στην Αμερική, το ερώτημα ίσως θα ήταν καλύτερα να τεθεί όχι γιατί δεν μας διαβάζουν (που μεταφράζεται, γιατί δεν μας μεταφράζουν) αλλά μάλλον ως εξής: Ποιούς από εμάς (τους Ελληνες συγγραφείς, δηλαδή) διαβάζουν οι ξένοι αναγνώστες; Ποιούς έχουν εκδώσει και εκδίδουν σε μετάφραση οι εκδοτικοί οίκοι; Οι απαντήσεις μου σε αυτά τα ερωτήματα θα αντλήσουν απ’ όσα έχω παρατηρήσει επί δεκαετίες σαν βιβλιόφιλος στην αγορά της χώρας αυτής. Θα αντλήσουν επίσης από τις συναναστροφές μου με Αμερικανούς αναγνώστες φίλους, με Αμερικανούς συγγραφείς και επαγγελματίες στο χώρο του βιβλίου, αλλά και από όσα ξέρω από τις συζητήσεις μου με Ελληνες συγγραφείς, φίλους που έχουν βρεθεί κατά καιρούς μαζί μου, για λόγους βιβλιοπαρουσιάσεων κυρίως, στη χώρα αυτή.
Η ξενόγλωσση λογοτεχνία στην Αμερική κυκλοφορεί, σε μετάφραση, από οικονομικά μεγάλους εκδοτικούς οίκους, που είναι συνήθως μέρος επιχειρήσεων με τεράστια κεφάλαια, από μικρούς ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους αναγνωρισμένης αξίας που λειτουργούν στα όρια της οικονομικής ανασφάλειας και εξαρτώνται από ιδιωτικές συνεισφορές και επιχορηγήσεις από κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς, από ακόμα πιό μικρούς εκδοτικούς οίκους που λειτουργούν απ’ το μεράκι του εκδότη τους και, τέλος, από πανεπιστημιακούς εκδοτικούς οίκους.
Αν πάρουμε για αφετηρία τη δεκαετία του 1960, τότε που δηλαδή έχουμε μια πολιτιστική άνθιση στην Αμερική, παρατηρούμε τα εξής για την Ελληνική λογοτεχνία σε μετάφραση (τα στοιχεία είναι από μνήμης και από μια ματιά στις βιβλιοθήκες μου):
1.Το 1964 κυκλοφορεί από τον μεγάλο εκδοτικό οίκο Knopf το βιβλίο του, νεαρού τότε, Βασίλη Βασιλικού, «Το Φύλλο, Το Πηγάδι, Το Αγγέλιασμα»
2. Το 1968 κυκλοφορεί από έναν άλλον μεγάλο εκδοτικό οίκο (Farrar, Strauss, and Giroux) το μυθιστόρημα «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού. Δεν υπάρχει βιβλιοπωλείο στο Μανχάτταν που να μην το έχει στην προθήκη του.
3. Ταυτοχρόνως στα ράφια των βιβλιοπωλείων υπάρχουν σε μετάφραση δυο τρία μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη, και αυτά από μεγάλο εκδοτικό οίκο. (Πρόσφατα έχουν ξανά εκδοθεί σε νέες μεταφράσεις του Πήτερ Μπην).
4. Το 1974 κυκλοφορεί από εκδοτικό οίκο σπουδαίων συγγραφέων (πολλοί από αυτούς με Νόμπελ λογοτεχνίας) το μυθιστόρημα «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, σε έναν τεράστιο τόμο, σε μετάφραση της Καίη Τσιτσέλη.
5. Το 1976, «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» της πολύ νέας σε ηλικία Μαργαρίτας Καραπάνου (και πολύ αργότερα, αρχές αυτού του αιώνα, «Ο Υπνοβάτης»)
6. Στα μέσα της δεκαετίας του 80, κυκλοφορεί «Το Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή.
- Του Στρατή Μυριβήλη «Η ζωή εν Τάφω»
- Του Παπαδιαμάντη, «Η Φόνισσα»
- Και πάλι του Βασιλικού «Γλαύκος Θρασάκης», (με κριτική στην εφημερίδα Νιού Γιόρκ Τάϊμς) και μια ανθολόγηση διηγημάτων του, «…and dreams are dreams».
- Του Θανάση Βαλτινού τα βιβλία «Στοιχεία της Δεκαετίας του Εξήντα», «Ορθοκωστά», «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο», «Η κάθοδος των εννιά» και «Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη»
- Της Ρέας Γαλανάκη το μυθιστόρημα «Θα υπογράφω Λουί»
- Της Ερσης Σωτηροπούλου «Τι μένει από τη νύχτα» (με κριτική στην εφημερίδα Λος Αντζελες Τάϊμς), «Ζιγκ ζαγκ στις νερατζιές», και ένας τόμος διηγημάτων της.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένας τόμος διηγημάτων του Ανδρέα Καρκαβίτσα από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Penguin Books, και της Μαργαρίτας Λυμπεράκη το βιβλίο «Three Summers». Κι ακόμη βρίσκει κανείς μυθιστορήματα και διηγήματα, σε μετάφραση, του Μισέλ Φάϊς, της Μαρίας Μήτσορα, της Ζυράννας Ζατέλη, του Χρήστου Οικονόμου, και της Αμάντας Μιχαλοπούλου.
Ρίχνοντας, επίσης, μια ματιά στην ποίηση, πέρα από τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, έχει κυκλοφορήσει σε βιβλία, στην Αμερική, μεταφρασμένη ποίηση των Μίλτου Σαχτούρη, Ελένης Βακαλό, Μιχάλη Γκανά, Κικής Δημουλά, Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, Μαρίας Λαϊνά, και Φοίβης Γιαννίση.
Μιλάμε, δηλαδή, για κοντά τριάντα Ελληνες συγγραφείς! Οταν στην Αμερική η μεταφρασμένη λογοτεχνία είναι γύρω στα τρία με τέσσερα τοις εκατό της λογοτεχνίας που εκδίδεται, αυτός ο αριθμός μεταφρασμένων Ελλήνων συγγραφέων (που ίσως σε μια ενδελεχή έρευνα αποδειχθεί μεγαλύτερος) δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητος. Υπάρχουν πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής που, ακόμα και κατά τη φαινομενική διάδοση της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας από τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα και μετά, δεν έχουν μια τέτοια λογοτεχνική εκπροσώπηση στην Αμερική. Επίσης, και από τις μεγάλες χώρες της Λατινικής Αμερικάνικης λογοτεχνίας, όπως η Αργεντινή, η Χιλή, το Μεξικό, η Κολομβία, μετρούνται στα δάχτυλα οι συγγραφείς, κάθε χώρας ξεχωριστά, που εκδίδονταν σε μετάφραση, εκείνα τα χρόνια της έξαρσης της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που είχαν γίνει παγκοίνως γνωστοί.
3
Κι εδώ γεννάται το ερώτημα τι είναι εκείνο που διευκολύνει το πέρασμα λογοτεχνικών έργων από άλλες χώρες στον εκδοτικό χώρο μιας τεράστιας (και στα εκδοτικά) χώρας όπως η Αμερική; Είναι γνωστό το πλεονέκτημα που έχουν ορισμένες γλώσσες, για λόγους γεωπολιτικής σπουδαιότητας, μεγέθους πληθυσμών, και μιας πολιτιστικής ευμάρειας τουλάχιστον σε βάθος δυο ή τριών αιώνων. Γλώσσες όπως τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα ρωσικά, τα ιταλικά, τα γιαπωνέζικα, τα κινέζικα ακόμα και τα πορτογαλικά. Τι είναι εκείνο όμως που καθορίζει πώς και γιατί λογοτεχνικά έργα από τις «μικρότερες» γλώσσες, όπως τα Σύγχρονα Ελληνικά (Modern Greek), θα εύρουν το δρόμο τους, μέσω της μετάφρασης, σε Αμερικανικές εκδόσεις ώστε να τους δοθεί η ικανότητα να διαβαστούν από ενδιαφερόμενους Αμερικανούς αναγνώστες; Ας κοιτάξουμε δυο τρείς παράγοντες που σε πρώτη όψη φαίνονται να δίνουν κάποια εύκολη απάντηση στο ανάποδο ερώτημα. Δηλαδή, τι είναι εκείνο που δυσκολεύει το πέρασμα της λογοτεχνίας μιας μικρής σχετικά χώρας στον Αμερικανικό χώρο;
Είναι μήπως το μέγεθος της χώρας, μαζί και μια συναλλακτική ή πολιτιστική απομόνωση κατά τη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου;
Μερικά παραδείγματα μας λένε πως όχι. Να, μια μικρή χώρα όπως η Αλβανία, απομονωμένη επί μακρόν πολιτικά/πολιτισμικά και με μια μικρού βεληνεκούς γλώσσα, έχει αναδείξει, από τα πρώτα του έργα κιόλας, έναν παγκόσμιας εκτίμησης μυθιστοριογράφο, τον Ισμαήλ Κανταρέ. Κατόπιν έχουμε το παράδειγμα δυο χωρών με πληθυσμούς, η κάθε μία, τον μισό από τον πληθυσμό της Ελλάδος, με συγγενείς γλώσσες και συγγενή ιστορία: τη Δανία και τη Νορβηγία. Και, ενώ η Δανία δεν έχει σχεδόν καμία λογοτεχνική παρουσία εδώ στην Αμερική (εκτός από τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν…), η Νορβηγία, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, έχει κάνει αρκετά αισθητή την παρουσία της με συγγραφείς του μεγέθους του Ibsen, της Sigrid Undset, του Knut Hamsun, του Karl Ove Knausgard, του Jon Fosse. Τέλος, η Ολλανδία, χώρα με τριπλάσιο πληθυσμό από τις δυο σκανδιναβικές χώρες που προαναφέραμε, και με μια έντονη παγκόσμια παρουσία στην υφήλιο εδώ και αιώνες (από την Αμερική – το πρώτο όνομα της Νέας Υόρκης ήταν Νέο Αμστερνταμ – μέχρι την Ινδονησία), μέχρι προ τίνος ( με ένα πρόσφατο βραβείο Μπούκερ σε transgender συγγραφέα), είχε έναν και μοναδικό συγγραφέα να επιδείξει (κι αυτόν για τους…επιμένοντες περίεργους της λογοτεχνίας), τον Cees Nooteboom. (O Hugo Claus, γράφει μεν στα Ολλανδικά αλλά ανήκει στους Φλαμανδούς του Βελγίου).
Είναι μήπως η πολύ τοπική θεματολογία στη λογοτεχνία μιας μικρής χώρας που δεν τραβάει το ενδιαφέρον των Αμερικανών εκδοτών και αναγνωστών;
Κατ’ αρχάς, να αναφέρουμε αυτό που είχε πεί ο περίφημος ποιητής από τη Χιλή Νίκανορ Πάρρα, ότι «το τοπικό είναι παγκόσμιο». Αν το χειριστείς καλά, θα προσθέταμε εμείς σε σχέση με το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ. Ο Τσέχωφ, επί παραδείγματι, στα διηγήματα του, ήταν πολύ «τοπικός». Όπως και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Επίσης, η Ειρήνη Σπανίδου , που είναι γνωστή σαν Αμερικανή μυθιστοριογράφος, έχει γράψει δυο πολύ επιτυχή μυθιστορήματα με θέματα που εξελίσσονται στην Ελλάδα και, είμαι σε θέση να ξέρω, ο μεγάλος εκδοτικός οίκος που την εκπροσωπεί της ζητούσε να γράψει και άλλα με «θέματα ελληνικά». Επίσης, πιο παλιά, ο Ελληνοαμερικανός Χάρυ Μαρκ Πετράκης είχε εκδώσει κάποια δημοφιλή βιβλία στην Αμερική με Ελληνική θεματολογία. Και, πρόσφατα, τόσοι και τόσοι συγγραφείς γράφουν και εκδίδουν στην Αμερική μυθιστορήματα στα αγγλικά με θέματα από τις πατρίδες τους, από Σέρβους μέχρι Ινδούς και συγγραφείς από τα μικρά νησιά της Καραϊβικής. Το γεγονός ότι αποσπούν το ενδιαφέρον και εκδίδονται στην Αμερική δεν είναι απλώς το ότι γράφουν απευθείας στην αγγλική γλώσσα. Είναι κάτι άλλο, με το οποίο θα ασχοληθούμε στην επόμενη ενότητα.
Τέλος, μήπως η ύπαρξη, ή μη, αρκετών ικανών μεταφραστών στα αγγλικά, για μια «μικρή» γλώσσα, όπως τα Ελληνικά, γίνεται κώλυμα στη διάδοση μιας εθνικής λογοτεχνίας στην Αμερική;
Σίγουρα, η απουσία ικανών μεταφραστών καθιστά δύσκολη τη διάδοση μιας ξένης λογοτεχνίας στο Αμερικανικό αναγνωστικό κοινό. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι τα σπουδαία έργα λογοτεχνίας από τα Ισπανικά (κυρίως της Νότιας Αμερικής) μεταφράστηκαν, εδώ στην Αμερική, από 3-4 κυρίως μεταφραστές. Το ίδιο και για έργα από τα Ιταλικά, τα Ρωσικά, και τα Πορτογαλικά. Την τελευταία εικοσαετία, ίσως και παραπάνω, υπάρχουν 3-4 πολύ ικανοί μεταφραστές και από τα ελληνικά στα αγγλικά. Επομένως, η όποια δυσκολία διάδοσης της σύγχρονης Ελληνικής λογοτεχνίας στην Αμερική δεν έγκειται στην απουσία μεταφραστών. Και πάλι, θα πρέπει να κοιτάξουμε κάπου αλλού για να εντοπίσουμε πού κολλάει το θέμα.
4.
Τι είναι εκείνο λοιπόν που θα προκαλέσει ενδιαφέρον στους Αμερικανούς εκδότες που, προφανώς, ξέρουν τον χτύπο του αναγνωστικού τους κοινού για το «ξένο», το μεταφρασμένο, λογοτεχνικό έργο, και ειδικά για ένα έργο από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;
Όπως στην επιστημονική έρευνα, έτσι και στη λογοτεχνία οι απαντήσεις κάποτε έρχονται από εκεί που δεν τις περιμένεις καθόλου. Επί του προκειμένου, έλαβα μια απάντηση, πριν κάμποσα χρόνια, στο λογοτεχνικό ερώτημα που έθεσα στην προηγούμενη παράγραφο από μια άλλη ενασχόληση μου προς διασκέδαση, τα αθλητικά! Συγκεκριμένα, ήταν ένα περιστατικό στον χώρο του μπάσκετ το οποίο είχα διαβάσει στις εφημερίδες. Ηταν τότε που η Ελλάδα είχε νικήσει την Αμερική στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος μπάσκετ, με ηγέτη τον μεγάλο Βασίλη Σπανούλη, τον οποίον, ως εκ τούτου, έσπευσε να τον αποκτήσει η ομάδα της πόλης Χιούστον του Τέξας που συμμετέχει στο μεγαλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου, το λεγόμενο ΝΒΑ. Μετά την απόκτηση του, ο προπονητής της ομάδας αυτής δεν έδινε μεγάλο χρόνο συμμετοχής στον νέο Ελληνα παίκτη. Κι εκείνος, μια μέρα, οργισμένος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας του: «Δεν νομίζω ότι ξέρεις ποιος είμαι…Είμαι ο McGrady της Ευρώπης!». Και ο προπονητής με ηρεμία του απάντησε, «Μα ήδη έχουμε τον ίδιο τον McGrady εδώ!»
Κάτι ανάλογο με την προηγούμενη ιστορία συμβαίνει και στον κόσμο της λογοτεχνίας. Όταν δηλαδή φέρνεις σε έναν Αμερικανικό εκδοτικό οίκο ένα μυθιστόρημα, για παράδειγμα, έρωτος, ή υπαρξιακού άγχους, ή οικογενειακών δραμάτων, ή της συγκρούσεως των φύλων, ή με διαφόρων ειδών κοινωνικές ευαισθησίες, θα σου πούν ότι ήδη έχουμε πολλά, και καλά, τέτοια έργα στη γλώσσα μας. Ακόμα και αν η γραφή είναι υποδειγματική στο πρωτότυπο, και έχει κερδίσει βραβεία, δεν υπάρχει λόγος για μας να το μεταφράσουμε. Για να τραβήξει το ενδιαφέρον των εκδοτών ένα λογοτεχνικό έργο θα πρέπει πραγματικά να κάνει μια τομή, είτε από άποψης περιεχομένου είτε από άποψης τεχνοτροπίας (που συχνά συνυπάρχουν).
Η «Πείνα» του Χάμσουν, από τη μικρή Νορβηγία, στα τέλη του 19ου αιώνα, έφερε στους αναγνώστες πρώιμα την τεχνική του εσωτερικού διαλόγου που έφτασε στην ωρίμανση της δεκαετίες αργότερα με τον Τζέϊμς Τζόις και τους άλλους μοντερνιστές συγγραφείς. Τα πεζογραφήματα του Μπόρχες, από την Αργεντινή, συνδύαζαν, στο μικρό διήγημα, την αφήγηση και το δοκίμιο ή φιλοσόφημα. Το μικρό βιβλίο «Πέδρο Πάραμο», του Μεξικάνου Χουάν Ρούλφο, κατάφερε να ζωντανέψει τον κόσμο των νεκρών για τους αναγνώστες του μέσα από τις συνομιλίες του ήρωα σε μια νεκρόπολη. Και ο Χιλιανός Ρομπέρτο Μπολάνιο, γράφει ένα «αστυνομικό» μυθιστόρημα για μια ομάδα νεαρών ποιητών που ψάχνουν να βρούν στο Μεξικό μια ποιήτρια που η φήμη της διατηρείται σαν θρύλος και τίποτα παραπάνω. Κι ενώ το πλατύ κοινό δεν ενδιαφέρεται στο ελάχιστον για τις ανησυχίες των ποιητών, εν τούτοις ο Μπολάνιο τα κατάφερε να βρει τρόπο αφηγηματικό και να τους τραβήξει το ενδιαφέρον με το επιτυχές του μυθιστόρημα «The Savage Detectives». Τέλος, για να επιστρέψουμε εκεί όπου αρχίσαμε, ο σύγχρονος Νορβηγός μυθιστοριογράφος Καρλ Οβε Κνάουσγκαρντ έγραψε τόμους μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας που δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον εδώ στην Αμερική και παγκοσμίως. Δεν υπήρξε κάποια τομή στην τεχνοτροπία, αλλά αποτέλεσε τομή το ότι τόλμησε να εξετάσει τόσο εξονυχιστικά μια ζωή, τη δική του. (Κάποιος βέβαια θα μπορούσε να αναφέρει τον Προυστ εδώ, αλλά ήταν άλλη εποχή και εντελώς άλλη η αισθητική.)
Μια τομή, λοιπόν, στην τεχνοτροπία ή στο περιεχόμενο του ξένου έργου θα τραβήξει τον Αμερικανό εκδότη. Όπως και ίσως το αντίθετο: δηλαδή, να μην τον ελκύσει ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής. Αναφέραμε προηγουμένως παραδείγματα συγγραφέων που γράφουν βιβλία στα αγγλικά με θέματα από την πατρίδα τους, που φαίνονται να ενδιαφέρουν τους εκδότες εδώ (όπως η Σπανίδου και συγγραφείς από την Καραϊβική). Το ζήτημα είναι πώς το χειρίζονται αυτό το «τοπικό» ή «εξωτικό» θέμα. Και η απάντηση είναι ότι αυτοί οι «ξενόφερτοι» ας πούμε συγγραφείς, έχουν γαλουχηθεί μέσα στην αγγλική/αμερικανική λογοτεχνία και χειρίζονται αυτό που γράφουν μέσα σε αυτή την αισθητική, που ένα βασικό της χαρακτηριστικό είναι και αυτό που αποκαλούν “irony”. «Ειρωνεία» στα ελληνικά αλλά όχι με την έννοια της καθομιλουμένης αλλά με την πιο πλατιά λογοτεχνική της έννοια. Αυτό είναι κάτι που, ίσως, κατά κανόνα λείπει από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, όπου φαίνεται να πηγαίνουμε από το ζωηρό χιούμορ απευθείας στον σαρκασμό, χωρίς εκείνη την ενδιάμεση λεπτότητα. Αυτό ίσως να μη βοηθάει με τα γούστα των Αμερικανών εκδοτών.
Σίγουρα, για τη διάδοση ξένων έργων σε μια μεγάλη χώρα όπως η Αμερική, λίγη βοήθεια από φίλους, όπως λέει και το τραγούδι των Μπήτλς, είναι πολύ σημαντική. Το πιο ξακουστό παράδειγμα κάποιου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προαγωγή ξένης λογοτεχνίας στην Αμερική είναι αυτό του μυθιστοριογράφου Φίλιπ Ροθ. Όταν, σε ένα ταξίδι του, συνάντησε συγγραφείς από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και διαπίστωσε την αξία της λογοτεχνικής παραγωγής εκεί, χρησιμοποίησε τη φήμη του και τις διασυνδέσεις του στην Αμερική ώστε να αρχίσουν να εκδίδονται, σε μετάφραση, τα έργα συγγραφέων από αυτές τις χώρες. Σε άλλες περιπτώσεις, επίμονοι μεταφραστές με πίστη στο έργο που μετέφραζαν (όπως ο Ρίτσαρντ Ζήνιθ από τα πορτογαλικά και το εργο του Πεσσόα, και το ζεύγος Κάρπεντερ για την ποίηση του Πολωνού Ζβίγκνιου Χέρμπερτ) λειτούργησαν επίσης καταλυτικά για τη διάδοση της συγκεκριμένης ξένης λογοτεχνίας.
Υπάρχουν, στις μέρες μας, δεινοί μεταφραστές από τα Ελληνικά στα Αγγλικά που γνωρίζουν την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, φροντίζουν να μεταφράζουν έργα που επιλέγουν συμφώνως με τα δικά τους αισθητικά κριτήρια, και προσπαθούν να τα προωθήσουν στον Αμερικανικό εκδοτικό χώρο. Στον αμερικανικό χώρο υπάρχει επίσης και κάτι άλλο πολύ σημαντικό για την προώθηση της ξένης λογοτεχνίας σε μετάφραση. Συγκεκριμένα, ένα ζεύγος Ελλήνων δωρητών, η Σεσίλ και ο Θεόδωρος Μαργέλλος, έχουν χρηματοδοτήσει ένα παράρτημα των εκδόσεων του Πανεπιστημίου Γιέϊλ (The World Republic of Letters, Παγκόσμια Δημοκρατία των Γραμμάτων) που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στις μεταφράσεις και εκδόσεις, ξένης, και ξεχασμένης προφανώς, λογοτεχνίας στην Αμερική. Μέχρι τώρα, έχουν εκδώσει πάνω από 110 τόμους παγκόσμιας λογοτεχνίας σε μετάφραση. Πλην όμως, περίπου μόνο το 5% είναι βιβλία Ελλήνων συγγραφέων. Θα πρέπει να είναι στο χέρι των Ελλήνων δωρητών να απαιτήσουν μια μεγαλύτερη Ελληνική εκπροσώπηση σε αυτές τις εκδόσεις. Έτσι ώστε να καλυφθούν και κάποιες σημαντικές παραλείψεις, όπως διηγήματα και μυθιστορήματα από το πολύ σημαντικό έργο του Δημήτρη Νόλλα. Ισως πολλές μεταφράσεις να είναι ήδη στα σκαριά και να μην το γνωρίζουμε. Μακάρι.
Τέλος, οι εκδότες στην Αμερική, όπως παντού, ελκύονται από πράγματα του συρμού, που έχουν μεγάλη ζήτηση. Τη δεδομένη στιγμή, τέτοια λογοτεχνία είναι αυτή για τις εμπειρίες των Μαύρων (των Αμερικανών ή από την Αφρική, ή και από αλλού), των μεταναστών με τα οδοιπορικά τους και τις δυσκολίες τους εκεί όπου καταλήγουν, των ατόμων διαφορετικών σεξουαλικών προτιμήσεων, και επίσης λογοτεχνία για τη μεγάλη αλλαγή ανά την υφήλιο, την κλιματική αλλαγή. Έχουν, ήδη, εκδοθεί δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, βιβλία για τα θέματα αυτά στην Αμερική. Κάτι παρόμοιο από μια ξένη λογοτεχνία, αν δεν φέρνει κάτι το εντελώς καινούργιο, σίγουρα θα θεωρηθεί από δεύτερο χέρι και δεν θα προσελκύσει.
Εδώ στην Αμερική, και ειδικά στη Νέα Υόρκη, υπάρχει μια συνεχής τριβή ανάμεσα στους ανθρώπους, τους ντόπιους, τους εγκατεστημένους, τους νεόφερτους και τους περαστικούς. Έτσι, αν είσαι περίεργος, μαθαίνεις συνεχώς, και από πρώτο χέρι, για ζωές και ιστορίες σε άλλα μέρη. Κι αν είσαι αναγνώστης και σου αρέσει να μαθαίνεις πράγματα μέσω της συγγραφικής αφήγησης, αυτή την εποχή, για κάθε ξένο τόπο, σχεδόν, θα βρεις ιστορίες γραμμένες στην γλώσσα την αγγλική από τόσους και τόσους συγγραφείς που, μετά τα τελευταία κύματα μετανάστευσης, ζουν εδώ και μας λένε τις ιστορίες και τους μύθους απ’ τις πατρίδες τους, ή τις πατρίδες των γονιών τους, μέσα από τη σύγχρονη αμερικανική αισθητική έκφρασης. Για να σου τραβήξει το ενδιαφέρον ένα έργο σε μετάφραση, αυτό το λογοτέχνημα θα πρέπει να κομίζει όχι «γλαύκα εις Αθήνας», κάτι δηλαδή που το συναντάς εις πολλαπλούν στην τοπική σκηνή, αλλά κάποιο νέο πουλί που δεν το έχουν ξαναδεί. Και αυτό δεν είναι εύκολο, ούτε και πολύ συχνό. Στην αρχή αυτού του κειμένου αναφέραμε ποιους από εμάς, τους Ελληνες, διαβάζουν στην Αμερική. Αναφέραμε, παρεμπιπτόντως, ότι υπάρχουν και κάποιες παραλείψεις από άποψης αξιόλογων Ελληνικών έργων που δεν έχουν ακόμα μεταφραστεί. Εκείνο όμως που είναι σημαντικό είναι να δημιουργείται έργο αυθεντικό και καινοτόμο, με μια ευρύτερη προσωπική παιδεία του Ελληνα συγγραφέα για το πώς κατεργάζονται και οι άλλοι στον κόσμο της τέχνης τους το υλικό. Και με το χρόνο, θα προστεθούν και άλλοι «από εμάς» σε αυτούς που θα διαβάζουν οι Αμερικάνοι, ίσως και άλλοι αλλού.
Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι 2 βιβλία της εμπορικής γυναικείας συγγραφέα, Λένα Μαντά, έχουν εκδοθεί στην Αγγλική γλώσσα από τον οίκο της Amazon (Amazon Crossing) ενώ το πρώτο βιβλίο, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, έχει σημειώσει πάνω από 100.000 αντίτυπα σε πωλήσεις.