του Δημήτρη Τζιόβα (*)
Η συζήτηση που διεξάγεται στον Αναγνώστη με αρκετούς ήδη συμμετέχοντες είχε ως αφορμή το κείμενο του Νίκου Α. Μάντη «Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;» το οποίο θέτει ζητήματα ποιότητας της ελληνικής λογοτεχνίας και καχεξίας της πεζογραφίας, εκδοτικής στρατηγικής και πολιτικής προώθησης του βιβλίου, αντιπνευματικότητας των Ελλήνων και πολιτισμικής απομόνωσης. Διακρίνει κανείς στο κείμενο ένα αίσθημα ασφυξίας και τη δίψα επικοινωνίας, που βρίσκει έντεχνη διέξοδο στο ερώτημα του τίτλου. Τα άλλα κείμενα της συζήτησης πότε ξεστρατίζουν κάπως από το ερώτημα, αναφερόμενα στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πεζογραφίας, και πότε προσπαθούν να το απαντήσουν ή να το σχολιάσουν με το δικό τους τρόπο. Γιατί όμως μας απασχολεί τόσο η απήχηση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό; Προσφέρει κάποιo μέτρο σύγκρισης ή ένα πρίσμα ιστορικής της ανάλυσης σε σχέση με άλλες λογοτεχνίες; Συμβάλλει στον εθνικό αναστοχασμό και στην επανεξέταση της διεθνούς εικόνας της χώρας; Στις ενότητες που ακολουθούν θα αναπτύξω κάποιες σκέψεις σχετικά με τα ζητήματα που τέθηκαν στη συζήτηση με άξονα πάντα το ερώτημα του Μάντη.
Ποιος (δεν) μας διαβάζει
Στο ερώτημα γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό θα πρέπει να προστεθεί και το ποιο κοινό θα περιμέναμε να μας διαβάσει. Το ακαδημαϊκό κοινό, αυτοί/ές που διαβάζουν γενικώς ξένη λογοτεχνία, όσοι/ες επισκέπτονται τακτικά την Ελλάδα ή το κοινό που ενδιαφέρεται για ένα συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας (π.χ. αστυνομικά); Σε ποιο κοινό απευθύνονται οι μεταφράσεις; Η απήχηση μιας μετάφρασης εξαρτάται βέβαια και από τον εκδοτικό οίκο που την διακινεί. Ένας μικρός εκδοτικός οίκος του εξωτερικού ή ένας αντίστοιχος ελληνικός που εκδίδει μεταφράσεις ελληνικής λογοτεχνίας δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες προβολής και διακίνησης ούτε το ίδιο κοινό με κολοσσούς του εξωτερικού, όπως ο Penguin. Άλλες οι εκδοτικές δυνατότητες και προσδοκίες στην δυτική και ανατολική Ευρώπη, άλλες στην Κίνα ή σε άλλες χώρες ενώ οι μεταφραστές με προσβάσεις σε σοβαρούς εκδοτικούς οίκους σταδιακά εκλείπουν. Πολλές φορές οι προσωπικές επιλογές των μεταφραστών καθορίζουν και το τι θα μεταφραστεί καθώς αναλαμβάνουν εργολαβικά έναν ή μία συγγραφέα, συνοδεύοντας τις μεταφράσεις με παρουσιάσεις και συνεντεύξεις. Συχνά όμως συγχέεται η προβολή και η προώθηση του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό με το ενδιαφέρον των ξένων για την ελληνική λογοτεχνία. Αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το ένα έχει να κάνει με την κρατική πολιτισμική πολιτική για το βιβλίο εν γένει και όχι μόνο της λογοτεχνίας και το άλλο αφορά το αν και κατά πόσο η ελληνική λογοτεχνία είναι ελκυστική στο ξένο κοινό. Το «γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό» όπως το έθεσε ο Νίκος Μάντης είναι κάτι άλλο από το τι πρέπει να κάνουμε για να μας διαβάζουν.
Τα κριτήρια
Τα κριτήρια του εξωτερικού δεν συνάδουν πάντα με τα εγχώρια. Ποιος θα περίμενε, για παράδειγμα, Ο Αρχαιολόγος του Καρκαβίτσα να μεταφραστεί πρόσφατα για τα Penguin Classics ως το πρώτο και μόνο ελληνικό μυθιστόρημα της σειράς; Παλαιότερα στο εξωτερικό είχαν απήχηση κείμενα που συνδύαζαν το μυθικό με το εξωτικό ή ηρωϊκό στοιχείο όπως ο Βασίλης Αρβανίτης του Μυριβήλη ή Το έβδομο ρούχο της Φακίνου. Και το πρώτο βιβλίο του Πάνου Καρνέζη, Μικρές ατιμίες, γραμμένο στα αγγλικά, με τέτοιους όρους διαβάστηκε. Αντίθετα βιβλία με ιστορικές αναφορές ή επιτηδευμένη τεχνική που βρίσκονται στην κορυφή του ελληνικού πεζογραφικού κανόνα, όπως οι Ακυβέρνητες Πολιτείες ή το Κιβώτιο, δεν έτυχαν ανάλογης εκτίμησης στο εξωτερικό. Αλλά και βιβλία που κίνησαν το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον στο εξωτερικό (Ορθοκωστά, Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά) δεν βρήκαν αναγνωστική ανταπόκριση όταν μεταφράστηκαν. Η εξαγωγή, επομένως, της ελληνικής λογοτεχνίας δεν είναι απαραίτητο να γίνεται με τα μέτρα και τα κριτήρια που επικρατούν στο εσωτερικό, παρά το γεγονός ότι συχνά οι μεταφράσεις χρησιμοποιούνται ως στοιχείο λογοτεχνικής αναγνώρισης και καθιέρωσης. Ας λάβουμε επίσης υπόψη ότι και εκδοτικές επιτυχίες, όπως Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι ή τα μυθιστορήματα της Βικτόρια Χίσλοπ, που αναφέρονται στην Ελλάδα, δημιούργησαν και έναν ανάλογο ορίζοντα προσδοκιών και για την ελληνική λογοτεχνία στο ξένο κοινό.
Χώρα χωρίς μυθιστορήματα
Η συζήτηση για την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό επικεντρώνεται στο μυθιστόρημα, τις αρετές του και τις αδυναμίες του, ενώ η ποίηση σχεδόν απουσιάζει. Προσφέρεται το ελληνικό μυθιστόρημα για εξαγωγή; Έχει τις προϋποθέσεις; Με αφορμή την έκθεση της Φρανκφούρτης το 2001, στην οποία η Ελλάδα ήταν η τιμώμενη χώρα, ο Roderick Beaton είχε γράψει ένα άρθρο στο Times Literary Supplement (12 Οκτωβρίου 2001) με τίτλο ‘Land without novels?’ (Χώρα χωρίς μυθιστορήματα;) αναφερόμενος στην έλλειψη παράδοσης μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Σήμερα όμως η αγορά κατακλύζεται από εκδόσεις μυθιστορημάτων. Πώς περάσαμε από μια χώρα χωρίς μυθιστορήματα σε μυθιστορηματικό πληθωρισμό; Το ποσοτικό άλμα συνοδεύτηκε και από αντίστοιχο ποιοτικό; Κάποιοι μάλιστα θέτουν το εύλογο ερώτημα γιατί να διαβάζουν οι ξένοι ελληνικά μυθιστορήματα, όταν οι ίδιοι οι Έλληνες τα απαξιώνουν και προτιμούν τα μεταφρασμένα. Όλες όμως οι συγκρίσεις μας είναι δυτικοκεντρικές, που μπορεί να δικαιολογούνται από την ευρωπαϊκότητα του μυθιστορήματος ως είδους, αλλά δεν αποκλείουν και άλλες συγκρίσεις. Γιατί, για παράδειγμα, δεν συζητούμε το νεοελληνικό μυθιστόρημα σε σχέση με το αφρικανικό, που και αυτό διαδέχεται μια πλούσια προφορική παράδοση και αντιμετώπισε τα δικά του διλήμματα σε σχέση με την Ευρώπη; Tο δράμα του Έλληνα λογοτέχνη που συνοψίζεται στο πώς θα ξεφύγει από το φολκλορικό και εξωτικό και θα φανεί νεοτερικός και δυτικότροπος αντί να αναζητεί υπέρβαση και λύση, θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει μυθοπλαστικό ορυχείο για ένα διεθνές best seller. Το έκανε με επιτυχία ο Ορχάν Παμούκ που άντλησε από την δυτική παράδοση του μυθιστορήματος χωρίς να αγνοήσει την εντοπιότητα. Το έκανε ως ένα βαθμό και ο Ισμαήλ Κανταρέ για να αναφερθώ σε γειτονικά παραδείγματα. Η υβριδικότητα εντέλει, και όχι η ακραιφνής εντοπιότητα ή δυτικότητα, είναι αυτή που ανέδειξε διεθνώς πολλά μυθιστορήματα.
Πολιτισμικές μεταφορές και κρίσεις
Το ζήτημα της εξαγωγής της ελληνικής λογοτεχνίας συνδέεται και με το εξής παράδοξο. Τα τελευταία χρόνια τους εκδότες τους ενδιαφέρουν μεμονωμένοι συγγραφείς και όχι εθνικές λογοτεχνίες. Παρά το γεγονός ότι οι εκθέσεις βιβλίου έχουν τιμώμενες χώρες, οι εκδότες αναζητούν συγγραφείς ανεξαρτήτως προέλευσης που μπορούν να τους δώσουν best sellers. Το ίδιο και τα μαθήματα της global literature βασίζονται σε επιλεγμένα βιβλία από διάφορες χώρες και όχι σε εθνικές λογοτεχνίες. Παρόλα αυτά αρκετά βιβλία από μικρές ή μεγάλες χώρες θεωρήθηκαν εθνικές αλληγορίες, όπως τα Παιδιά του Μεσονυκτίου του Βρετανο-Ινδού Σάλμαν Ρούσντι, το Things Fall Apart του Νιγηριανού Chinua Achebe, η Πατρίδα του Βάσκου Fernando Aramburo, το Χαρταετοί πάνω απ’ την πόλη του Αφγανού Καλέντ Χοσεϊνί. Όσο και αν έχει επικριθεί ή άποψη του Fredric Jameson ότι τα κείμενα του τρίτου κόσμου εκλαμβάνονται ως εθνικές αλληγορίες, αυτή επιβεβαιώνεται από πολλές πλευρές. Θυμάμαι πώς σύστηνε ο ξένος εκδότης το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή στο εξώφυλλό του: Διαβάστε το βιβλίο αυτό και θα καταλάβετε την Ελλάδα καλύτερα από το αν διαβάσετε ένα πλήθος κοινωνιολογικές μελέτες.
Και σε περιόδους κρίσης ή πολέμου, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, πολλοί στρέφονται στη λογοτεχνία για να γνωρίσουν ή να κατανοήσουν τη χώρα. Το Ν’ ακούω καλά το όνομά σου του Σωτήρη Δημητρίου, που κυκλοφόρησε στη μεταφραστική σειρά που επιμελούμαι, εξαντλήθηκε γιατί αναφερόταν στην μεταναστευτική κρίση στα Βαλκάνια. Οι κρίσεις προκαλούν διεθνές εκδοτικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον και το διαπιστώνουμε αυτό και από την πληθώρα ακαδημαϊκών βιβλίων για τα ελληνοτουρκικά, την Κύπρο ή κρίσεις σε άλλες περιοχές. Αυτό όμως δεν ισχύει για όλες τις χώρες σε κρίση, αν κρίνουμε από τις περιπτώσεις του Λιβάνου ή της Σρι Λάνκα που είναι βυθισμένες σε χρόνια κρίση αλλά δεν προκαλούν πολιτισμικό ενδιαφέρον. Τι περιμένει όμως το διεθνές κοινό από τους εγχώριους σε εποχές κρίσης και πώς αυτοί αντιστέκονται σε κάτι που μπορεί να το θεωρούν μια μορφή κρυπτοαποικιοποίησης; Γιατί να ικανοποιούν τις δυτικές προσδοκίες; Και γιατί να ενδιαφερθεί κάποιος για μια λογοτεχνία με προβληματισμούς που τους συναντά πιο αναπτυγμένους αλλού; Έτσι επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα: απευθύνεται η εξαγωγή λογοτεχνίας στους ακαδημαϊκούς ή στο ευρύτερο κοινό; Είναι τελικά η λογοτεχνία το πιο πρόσφορο μέσο για τη γνωριμία με την κουλτούρα μιας χώρας ή ένας τρόπος για να δοκιμάζονται και να εξαπλώνονται οι διεθνείς θεωρητικές τάσεις; Μέχρι τώρα τα ελληνικά κείμενα που προσέλκυσαν το ξένο κοινό ήταν πολιτισμικές μεταφορές, τύπου Ζορμπά, παρά κείμενα με νεοτερικές τεχνικές ή προωθημένες αναζητήσεις. Η ανατροπή αυτής της εδραιωμένης προτίμησης δεν είναι εύκολη υπόθεση σε μια εποχή που κυριαρχεί το εύκολο ανάγνωσμα και η διαφορετικότητα.
Crisis tourism
Τον «crisis tourism», όπως θέτουν το θέμα η Άντζελα Δημητρακάκη και ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, δεν τον προώθησαν οι Έλληνες λογοτέχνες αλλά τα ξένα ΜΜΕ, όταν ο Guardian διαφήμιζε τουρισμό στα ερείπια της κρίσης και απέσυρε τη διαφήμιση μετά την κατακραυγή. Η «αντίσταση στον τουρισμό της κρίσης» και η άρνηση της ετικέτας από Έλληνες ποιητές μπορεί να διαβαστεί και ως αντίσταση στην εκμετάλλευση της κρίσης και στις δυτικές προσδοκίες για τη λογοτεχνική της αναπαράσταση. Η αντίσταση στην ομαδοποίηση από Έλληνες ποιητές ενδεχομένως να μην εκφράζει μόνο αυτάρεσκη εσωστρέφεια ή εγωπάθεια αλλά και υπονόμευση της λογικής που προσπαθεί να φέρει τους ποιητές στα μέτρα της και να τους διαβάσει με τους δικούς της όρους. Γιατί λοιπόν να μη δούμε τον «εγχώριο τουρισμό της τέχνης» όχι μόνο ως εσωστρέφεια αλλά και ως αμήχανη αντίσταση στην δυτική ερμηνευτική (απ)οικ(ε)ιοποίηση; Η κρίση, άλλωστε, ανέδειξε για πρώτη φορά τόσο έντονα το πώς η Ελλάδα αντιστέκεται στους τρόπους που θέλει να τη διαβάζει ή να την ελέγχει πολιτικά και πολιτισμικά η Δύση.
(*) Ο Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας και διευθυντής της μεταφραστικής σειράς Birmingham Modern Greek Translations.
Παρακολουθώ από την αρχή με μεγάλο ενδιαφέρον το αφιέρωμα του Αναγνώστη, που έφερε ξανά στο προσκήνιο μια σημαντική συζήτηση. Επειδή με απασχόλησε στο κείμενό μου το θέμα της (μη) υιοθέτησης συνεπών και επαρκώς τεκμηριωμένων (ή και αναγνωρίσιμων) κριτηρίων σε μεταφραστικές επιλογές της θεσμικής πολιτιστικής πολιτικής, θα ήθελα να ρωτήσω τον κ. Τζιόβα -του οποίου το κείμενο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον!- (και με αφορμή την αναφορά του σε βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου) με ποια κριτήρια η σειρά την οποία διευθύνει επιλέγει τα βιβλία τα οποία μεταφράζονται;
Δεν επιλέγουμε εμείς τα κείμενα αλλά μας προσεγγίζουν μεταφραστές και αν η μετάφρασή τους κριθεί αξιόλογη (και αυτό βασίζεται και στη γνώμη δύο ανώνυμων κριτών) δημοσιεύεται. Σημειωτέον ότι εμείς δεν είμαστε εμπορικός εκδοτικός οίκος και πολλές εκδόσεις μας στηρίχτηκαν σε χορηγίες από ιδρύματα, πανεπιστήμια ή άλλους φορείς. Ο κ. Leo Marshall που μετέφρασε τον Δημητρίου το έκανε ανιδιοτελώς και επειδή τον ενδιέφεραν δύσκολα κείμενα από μεταφραστική άποψη. Μετά από χρόνια ο ίδιος μετέφρασε και πάλι από δική του πρωτοβουλία για τη σειρά μας τον Μαριάμπα του Σκαρίμπα (η πρώτη και μόνη μετάφραση του έργου διεθνώς) και πήρε και το ελληνικό κρατικό βραβείο μετάφρασης.
Ευχαριστώ τον κ. Τζιόβα για την άμεση ανταπόκριση αλλά η απάντηση “δεν επιλέγουμε εμείς τα κείμενα” πραγματικά με ξάφνιασε. Δεν θα έπρεπε ο ρόλος μιας τέτοιας σειράς (μη εμπορικής, με το κύρος της ακαδημαϊκής ταυτότητας) να είναι περισσότερο, ας πούμε, παρεμβατικός/διαμορφωτικός μιας πρότασης προβολής/προώθησης της ελληνικής λογοτεχνίας; Αρκεί μια καλή μετάφραση και ένας “ανιδιοτελής” ( ; ) μεταφραστής για να επιλεγεί ένα βιβλίο; Συγγνώμη αλλά τα ερωτήματα συσσωρεύονται: Αλήθεια, κατά πόσο το ελληνικό κρατικό βραβείο μετάφρασης επέδρασε στην πορεία του συγκεκριμένου βιβλίου στο “εξωτερικό”;
Εννοούσα ότι δεν παραγγέλνουμε εμείς τις μεταφράσεις αλλά και δεν τυπώνουμε όποια μετάφραση φτάσει στα χέρια μας. Φυσικά επιλέγουμε από τα βιβλία που μας προτείνονται όχι μόνο με βάση την ποιότητα της μετάφρασης αλλά και του ίδιου του έργου. Άλλωστε στη σειρά μας περιλαμβάνονται μεταφράσεις καταξιωμένων ή βραβευμένων συγγραφέων από την Ιστορία ενός αιχμαλώτου και τα ποιήματα του Καρυωτάκη μέχρι τον Βαλτινό και τον Κουμανταρέα. Βλ. σχετική ιστοσελίδα https://www.birmingham.ac.uk/research/bomgs/research/modern-greek-translations.aspx Στην επιλογή βέβαια υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες όπως τα συγγραφικά δικαιώματα κλπ. Το ελληνικό κρατικό βραβείο μετάφρασης δεν επέδρασε καθόλου στην πορεία του βιβλίου.