της Άννας Αφεντουλίδου
Ποια «ελληνική λογοτεχνία ταξιδεύει πέρα από τα σύνορα της χώρας μας, με το επίσημο ένδυμα της κρατικής αναγνώρισης[1]»;
Παρακολουθώ με προσοχή τη συζήτηση που εξελίσσεται μέσα από τις σελίδες του Αναγνώστη για το σημαίνον, όπως αποδεικνύεται, θέμα της αναγνωσιμότητας και αναγνωρισιμότητας της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Ενδιαφέρουσες απόψεις έχουν κατατεθεί, άλλες από τις οποίες με βρίσκουν σύμφωνη και άλλες όχι. Παραδειγματικά αναφέρω α) τον σκεπτικισμό μου για τον apriori αποκλεισμό της ποίησης από το εναρκτήριο της συζήτησης κείμενο του Νίκου Μάντη με τίτλο «Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;» (ο οποίος θέτει αξιωματικά ότι δεν ασχολείται με την ποίηση, «καθώς η ποίηση διέπεται από διαφορετικούς όρους πρόσληψης, αποδοχής και συνεπώς προβολής»), β) το θέμα της μεταφραστικής παρουσίας ως εργαλείου αξιολογικής ιεράρχησης του λογοτεχνικού έργου («γεγονός με μεγάλη βαρύτητα για τη διαδικασία αποτίμησης και αξιολόγησης της εγχώριας παραγωγής, που πρέπει να αποτελέσει κεντρικό κριτήριο για την ανωτέρω αξιολόγηση») ή γ) την παράμετρο των θεματικών επιλογών ως παράγοντα αναγνωστικής επιτυχίας στο εξωτερικό («μοιάζουν να περιμένουν από καιρό στη γωνία: η εναλλακτική/αθέατη Ιστορία, το queer/non binary πρίσμα και τα καινούργια οικογενειακά σχήματα, οι μετανάστες και οι ρομά […]» κ.λπ.).
Ωστόσο, ο Νίκος Μάντης έθεσε επί τάπητος και με ελκυστικό τρόπο, ένα ζήτημα που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Το έφερε (ξανά) στο προσκήνιο και έβαλε κάποιους από εμάς στη διαδικασία να πάρουν δημόσια θέση ή να διατυπώσουν δημόσια κάποιες σκέψεις που κατά μόνας έκαναν ή τις εξέφραζαν εν στενώ κύκλω. Και είναι αυτό μια σημαντική συμβολή. Όπως σημαντική είναι και η συμβολή του Αναγνώστη που έδωσε πρόθυμα βήμα σε τόσους ανθρώπους και στηρίζει πολύπλευρα αυτή τη συζήτηση.
Το τελευταίο κείμενο, στα πλαίσια της συγκεκριμένης συζήτησης, που διάβασα, είναι του Δημήτρη Αγγελή με τίτλο «Ένα θέμα με πολλές παρενθέσεις», το οποίο, στρέφοντας τα φώτα προς την ποίηση, εκθέτει αρκετές και ενδιαφέρουσες απόψεις που πηγάζουν από τη γνώση και την εμπειρία του από τον ποιητικό χώρο. Μού έδωσε την αφορμή να διατυπώσω κάποιες σκέψεις που απορρέουν από τη δική μου εμπειρία. Επεκτείνω, λοιπόν, εν μέτρω, την τοποθέτηση αυτή, που σε αρκετά σημεία με βρίσκει σύμφωνη.
Το πρώτο σημείο είναι αυτό που αναφέρεται στο πού «κοιτά», όταν γίνεται, η μετάφραση των ελληνικών λογοτεχνικών έργων: «τελικά κοιτάει περισσότερο την ελληνική αγορά παρά αυτήν του εξωτερικού».
Το δεύτερο είναι η προχειρότητα και η έλλειψη διαφάνειας στη συγκρότηση Ανθολογιών που στόχο έχουν, προγραμματικά τουλάχιστον, να συστήσουν την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Αυτό, δυστυχώς, ισχύει και για πρωτοβουλίες που λαμβάνονται θεσμικά και υπό την αιγίδα του πλέον αρμόδιου φορέα, δηλαδή του ΥΠ.ΠΟ.Α. Εξηγούμαι.
Στις 23 Απριλίου, την «Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου», του 2020, εν μέσω του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, πληροφορήθηκα από το Διαδίκτυο την επικείμενη έκδοση από το ΥΠ.ΠΟ.Α. δύο Ανθολογιών των βραβευμένων με Κρατικό Βραβείο συγγραφέων διηγήματος-νουβέλας και ποίησης της τελευταίας δεκαετίας, οι οποίες, ανακοινώθηκε ότι, θα μεταφραστούν σε πολλές γλώσσες με στόχο τη διάδοση της βραβευθείσας ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Ξαφνιάστηκα κάπως, διότι από τον Ιούνιο του 2018 ήμουν μέλος της Κριτικής Επιτροπής των εν λόγω Βραβείων και δεν είχα ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για την επικείμενη αυτή έκδοση. Η έκδοση αυτή, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, προβλήθηκε ως μία από τις σημαντικές δράσεις υποστήριξης της ελληνικής πολιτείας για την «εξωστρέφεια της ελληνικής λογοτεχνίας». Όταν διάβασα την Ανθολογία διαπίστωσα τα εξής.
Στον Χαιρετισμό της που προτάσσεται αντί Προλόγου η Υπουργός κ. Λίνα Μενδώνη αναφέρει: «Η έκδοση είναι συνακόλουθη με τη βούληση του ΥΠ.ΠΟ.Α. να ταξιδέψει η ελληνική λογοτεχνία και πέρα από τα σύνορα της χώρας μας, με το επίσημο ένδυμα της κρατικής αναγνώρισης.» Επομένως, πράγματι, ο πρωταρχικός σκοπός της ήταν η προβολή της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Ας αφήσουμε προσώρας στην άκρη το θέμα της «αντικειμενικής» αντιπροσωπευτικότητας, όπως και το θέμα της αξιολογικής κατάταξης μέσω των Βραβείων, μια που πρόκειται για θεσμό που το ΥΠ.ΠΟ.Α. υποστηρίζει -θεσμό που έχει γενικότερα τα θετικά και τα αρνητικά του, αλλά δεν είναι της παρούσης να δοθεί έμφαση σ’ αυτήν την κριτική. Αλλού βρίσκεται το επίμαχο, αναφορικά με το θέμα που μας απασχολεί. Λέει η Υπουργός παρακάτω: «Η πρώτη Ανθολογία περιλαμβάνει διηγήματα και νουβέλες από δεκατέσσερις συγγραφείς, που απέσπασαν το ανάλογο Κρατικό Βραβείο. Η δεύτερη συγκροτείται από ποιήματα είκοσι συλλογών που απέσπασαν το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.» Δεν ενημερώθηκε η Υπουργός ότι οι Ανθολογίες περιέχουν 4 κατηγορίες Βραβείων, χωρίς μάλιστα να αναφέρεται κάποια επεξηγηματική διάκριση ανάμεσά τους ή κάποια σχετική πληροφορία για το ξένο αναγνωστικό κοινό; Τα 14 κείμενα που ανθολογούνται στον Α΄ τόμο της πεζογραφίας συναθροίζονται από 11 συγγραφείς που βραβεύτηκαν με το αντίστοιχο Βραβείο της κατηγορίας και 3 πρωτοεμφανιζομένων (πρώτο βιβλίο με ηλικία συγγραφέα κάτω των 35 ετών). Από τους/τις 20 ποιητές και ποιήτριες που ανθολογούνται στον Β’ Τόμο, μόνο οι 12 είναι βραβευμένοι/ες με το Βραβείο Ποίησης, ενώ οι 7 είναι πρωτοεμφανιζόμενοι/ες (πρώτο βιβλίο με ηλικία συγγραφέα κάτω των 35 ετών) και 1 με Ειδικό Θεματικό Βραβείο. Ποια είναι όμως η σημασία αυτών των αριθμών; Αν θεωρήσουμε ως αξιολογικό ή/και ως κριτήριο αντιπροσωπευτικότητας, την απόδοση του Βραβείου Διηγήματος-Νουβέλας και Ποίησης, το ένα τρίτο των ανθολογημένων δεν το πληροί! Καμμιά επεξήγηση δεν δίνεται γι’ αυτό και καμμιά αναφορά δεν υπάρχει για το είδος των Βραβείων, έτσι ώστε να καταλαβαίνει ο ξένος αναγνώστης τι είναι αυτό που διαβάζει. Στο εξωτερικό δεν γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας (πρωτοεμφανιζόμενος/η με ηλικιακό όριο το 35 ή το περιεχόμενο του Ειδικού Θεματικού Βραβείου «βιβλίο που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα»). Θεωρώ ότι έχει τη σημασία του το σημείο αυτό, διότι ως μέλος τέτοιας Επιτροπής γνωρίζω πολύ καλά ότι εδώ και χρόνια διατυπώνεται το αίτημα να αλλάξει το ηλικιακό όριο των 35 ετών για την κατηγορία των πρωτοεμφανιζομένων, διότι αποκλείονται πολύ καλά βιβλία, που οι συγγραφείς τους είναι ηλικιακά κάπως μεγαλύτεροι. Το 2018 μάλιστα η Επιτροπή αρνήθηκε να απονείμει το Βραβείο αυτό, διαμαρτυρόμενη εμμέσως, επειδή η Διεύθυνση Γραμμάτων του ΥΠ.ΠΟ.Α. εκώφευσε για άλλη μια χρονιά στο αίτημά της να τροποποιηθεί ο Νόμος, αίτημα επαρκώς αιτιολογημένο, ώστε να είναι, κατά το δυνατόν, περισσότερο αξιολογική η διαδικασία κρίσης αναφορικά με τους/τις πρωτοεμφανιζομένους/ες. Ένα άλλο ατεκμηρίωτο χαρακτηριστικό της Ανθολογίας είναι, επίσης, το άνισο μέγεθος των κειμένων που ανθολογούνται: στον Α΄ τόμο ανθολογούνται κείμενα έκτασης από 1 σελίδα έως και 31 σελίδες! Πώς δικαιολογείται μια τέτοια ανισομέρεια και πόσο αντιπροσωπευτικό είναι το αποτέλεσμά της;
Η επιλογή όμως των κειμένων γίνεται από ανθρώπους και η επιλογή των ανθρώπων είναι ένα άλλο ακανθώδες σημείο. Στους τόμους αυτούς δίνεται η διευκρίνιση ότι οι μεταφραστές /τριες των Ανθολογιών επιλέγονται με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών. Πουθενά, ωστόσο, δεν αναφέρεται με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν οι Ανθολόγοι, οι οποίοι, έστω στα πλαίσια αυτής της αντιπροσώπευσης, «με το επίσημο ένδυμα της κρατικής αναγνώρισης», θα έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί ότι πληρούν κάποιες βασικές προϋποθέσεις, ώστε να υπηρετείται η σκοποθεσία τους. Γνωρίζω ότι οι κρατικοί φορείς όταν αναζητούν εξωτερικούς συνεργάτες/ειδικούς εμπειρογνώμονες είτε προχωρούν σε ανοιχτή πρόσκληση είτε όχι, είναι υποχρεωμένοι να περιγράφουν τα απαραίτητα κριτήρια επιλογής. Εν προκειμένω θα μπορούσαν να είναι π.χ. η γνώση της αγοράς του βιβλίου του εξωτερικού, η μεταφραστική εμπειρία ή η ανάλογη εμπειρία Ανθολογιών στο εξωτερικό κ.λπ. Υπήρξαν κάποια τέτοια κριτήρια και ποια ήταν αυτά; Συνακόλουθα, κατά πόσο η επιλογή των κειμένων είχε στον ορίζοντά της τον μεταφραστικό ορίζοντα πρόσληψης; Πόσο αποτελεσματική, επομένως, ως προς τον προαναφερθέντα προσανατολισμό είναι η Ανθολόγηση αυτή; Γιατί δεν ερωτήθηκαν π.χ. οι Πρόεδροι των Κριτικών Επιτροπών της τελευταίας δεκαετίας για τα κριτήρια συγκρότησης των Ανθολογιών; Σκέπτομαι, επί παραδείγματι, πως πολύ εύλογη θα ήταν η άποψη ότι καλό θα ήταν, πάντα στο ίδιο πλαίσιο αναφοράς των Κρατικών Βραβείων, να εκπροσωπηθεί η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό από όλο το φάσμα των Βραχειών Λιστών, μια που, πολύ καλά γνωρίζουμε όσοι/ες μετείχαμε σε τέτοιου είδους Επιτροπές, ότι η επιλογή του Βραβείου γίνεται πολλές φορές εξ ανάγκης ανάμεσα σε ισάξια περίπου βιβλία και πάντως υπάρχουν περισσότερα του ενός άξια προς βράβευση. Θα μπορούσαν, επομένως, να μην είναι μόνο 34 οι συγγραφείς αλλά 60, οι οποίοι θα έδιναν και ένα καλύτερο δείγμα πολλών διαφορετικών τάσεων. Οι πρωτοεμφανιζόμενοι/ες, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να ανθολογούνται σε χωριστή έκδοση ως π.χ. «νέοι/ες Έλληνες συγγραφείς κάτω των 35 ετών» κ.λπ. Με αυτό δεν θέλω να αμφισβητήσω την αξία κάποιων προσώπων ή να κατηγοριοποιήσω αξιολογικά τα ανθολογημένα κείμενα, αλλά να δείξω την προχειρότητα, και όχι μόνο, με την οποία λαμβάνονται αποφάσεις που θα μπορούσαν να είναι πραγματικά προωθητικές της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, και οι οποίες με αυτόν τον τρόπο αυτοακυρώνονται. Τέλος, άλλο ένα σημείο που υπογραμμίζει την προηγούμενη παρατήρηση είναι ότι, ενώ παντού αναφέρεται πως η Ανθολόγηση αφορά σε μία δεκαετία, οι χρονιές που ανθολογούνται είναι μόνο 9!
Μια άλλη σχετική δράση του ΥΠ.ΠΟ.Α, προώθησης της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό των τελευταίων ετών, είναι η υπογραφή, το 2017, Μνημονίου Συνεργασίας της Ελλάδας με τη Ρωσία, στους τομείς της μετάφρασης, των εκδόσεων και της λογοτεχνίας, μεταξύ της τότε Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, κ. Λυδίας Κονιόρδου και του Ρώσου επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Τύπου και ΜΜΕ Μιχαήλ Σεσλαβίνσκι και για το οποίο -ήταν σε ισχύ τα επόμενα χρόνια- πληροφορηθήκαμε, στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το 2020, τα εξής. Στα πλαίσια του Μνημονίου χρηματοδοτήθηκαν από την ελληνική Πολιτεία μεταφράσεις ελληνικών λογοτεχνικών έργων στη ρωσική γλώσσα: δύο ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, μυθιστορήματα «της μεταπολεμικής γενιάς» (Μένη Κουμανταρέα, Παύλο Μάτεσι, Κώστα Ταχτσή, Νίκο Χουλιαρά), συλλογές διηγημάτων των Ε.Χ. Γονατά, Δημήτρη Νόλλα και Δημοσθένη Παπαμάρκoυ και τέλος, μια ανθολογία νεοελληνικού διηγήματος του 19ου αιώνα (Α. Παπαδιαμάντη, Γ. Βιζυηνό, Μ. Μητσάκη, Κ. Θεοτόκη, Δ. Βουτυρά). Διαβάζοντας τις ως άνω επιλογές, χωρίς να τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της αξίας των εν λόγω συγγραφέων, προκύπτει, εκ νέου, το θέμα των κριτηρίων της επιλογής: ποιοι επέλεξαν τα συγκεκριμένα έργα και πώς τεκμηρίωσαν τις επιλογές τους; Σημειώνω το γεγονός πως, παρόλο που στο Μνημόνιο προβλεπόταν συνεργασία των μεταφραστών με τους συγγραφείς, μόνο οι 2 εκ των επιλεγέντων συγγραφέων βρίσκονται εν ζωή. Και δεν περνά απαρατήρητο, πέραν των άλλων, το γεγονός της άνισης κατανομής ποίησης-πεζογραφίας, της άνισης κατανομής εντός του ποιητικού φάσματος καθώς και το γεγονός πως ενώ το χρονικό εύρος από όπου έγινε η επιλογή είναι περίπου 150 χρόνια, ανάμεσά τους δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα.
Οι απαντήσεις, ίσως, να είναι προφανείς ίσως και όχι. Ο τρόπος με τον οποίο τίθεται όμως, εξ αντικειμένου, το πλαίσιο των ερωτήσεων αποκαλύπτει την έλλειψη της κεντρικής στρατηγικής. Στα χρόνια αυτά, η πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΠΟ.Α. άλλαξε, αλλά οι επιλογές του παραμένουν παρόμοιες και επειδή δεν έχω απάντηση στο αμείλικτο ερώτημα «Τις πταίει;» θα κλείσω το κείμενό μου, όπως το ξεκίνησα. Παραλλάσσοντας εκείνη τη σκέψη του Δημήτρη Αγγελή που στάθηκε για εμένα η αφορμή: Η μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας, και από θεσμικούς φορείς, φαίνεται, πράγματι, πως γίνεται για «εσωτερική κατανάλωση» -επικοινωνιακή ή/και αυτάρεσκη- με προχειρότητα και έλλειψη κριτηρίων ευρύτερου σχεδιασμού και διαφάνειας.
[1] Από τον χαιρετισμό της Υπουργού κ. Λίνας Μενδώνη στην έκδοση του ΥΠ.ΠΟ.Α.: ΚΡΑΤΙΚΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓίΑ, τ.Α και Β., επιμ. Ηλίας Καφάογλου και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (2020).